ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχάλη Περδίου (2001) 3 ΑΑΔ 1159
Χριστοφίδου Έλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 80
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1578/2008, 20 Σεπτεμβρίου 2010
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 717/2012)
18 Ιουλίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΟΛΩΜΟΥ,
Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 47 ΛΟΧΟΥ ΔΙΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η θεραπεία που ζητείται
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης του Διοικητή του 47 Λόχου Διαβιβάσεων να κρίνει τον αιτητή ένοχο πειθαρχικών παραπτωμάτων και να τον τιμωρήσει πειθαρχικά με πενθήμερη φυλάκιση.
Τα γεγονότα
Ο αιτητής υπηρετεί ως μόνιμος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας, φέροντας το βαθμό του Αρχιλοχία στον 47 Λόχο Διαβιβάσεων με καθήκοντα Διμοιρίτη της 5ης Διμοιρίας η οποία εδρεύει στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού.
Στις 18.1.2012 ο Διοικητής της Διοίκησης Διαβιβάσεων της 2ας Μεραρχίας Πεζικού επισκέφθηκε την 5η Διμοιρία όπου διαπίστωσε παρατυπίες οπότε στις 19.1.2012 διέταξε το Διοικητή του 47 Λόχου, ο οποίος υπάγεται ιεραρχικά στον πιο πάνω Διοικητή, να προβεί σε έλεγχο του Διμοιρίτη της εν λόγω Διμοιρίας και αποκατάσταση των παρατυπιών. Στις 23.1.2012 ο Διοικητής του 47 Λόχου κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία, για πιθανή διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων στα οποία αφορούσαν οι εν λόγω παρατυπίες.
Στη διοικητική του απολογία ο αιτητής αμφισβήτησε την ευθύνη του για τις παρατυπίες, προβάλλοντας τους δικούς του ισχυρισμούς.
Στις 6.2.2012 ο Διοικητής του 47 Λόχου, έχοντας κρίνει τον αιτητή ως ένοχο, τον τιμώρησε πειθαρχικά με ποινή πενθήμερης φυλάκισης. Στις 20.2.2012 ο αιτητής παραπονέθηκε για την επιβληθείσα ποινή καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι λόγοι των θεμάτων για τα οποία ελέγχθηκε όπως τους έθεσε στην απολογία του, τους οποίους και επανέλαβε στο παράπονό του.
Στις 23.2.2012 ο Διοικητής του 47 Λόχου ενημέρωσε τον αιτητή πως προέβηκε σε περαιτέρω διερεύνηση των ισχυρισμών του με τη διαπίστωση πως διαφάνηκε ότι οι ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι.
Ο Αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακύρωση των δύο αποφάσεων του Διοικητή του 47 Λόχου ημερ. 6.2.2012 και ημερ. 23.2.2012. Ορθά βεβαίως, ο δικηγόρος του αιτητή διευκρίνισε στη γραπτή του αγόρευση πως προσβαλλόμενη είναι η απόφαση της 23.2.2012 η οποία ως τελική ενσωματώνει και αυτήν της 6.2.2012.
Οι λόγοι ακυρότητας
Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρότητας:- (1) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με πρόνοια Κανονισμού που είναι αντίθετη με την αρχή της αμεροληψίας. (2) Ο καθ' ου η αίτηση δεν ενήργησε κατ' αντικειμενική και/ή κατ' ανεπηρέαστη κρίση. (3) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. (4) Έχει επιβληθεί μια πειθαρχική ποινή για πολλά πειθαρχικά παραπτώματα.
Κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με πρόνοια Κανονισμού που είναι αντίθετη με την αρχή της αμεροληψίας
Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή πως η πρόνοια του Κανονισμού 12 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964, όπως τροποποιήθηκαν («οι Κανονισμοί») η οποία παρέχει την εξουσία στο Διοικητή μιας Μονάδας να εξετάζει ο ίδιος και να αποφασίζει για το βάσιμο ή όχι παραπόνου που του υποβάλλει υφιστάμενός του κατά δικής του απόφασης να τον κρίνει ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και να τον τιμωρήσει πειθαρχικά γι' αυτό, είναι αντίθετη με την αρχή της αμεροληψίας όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 42(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Περαιτέρω, στη βάση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, κανείς δεν μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση διαφωνεί με την πιο πάνω θέση παραπέμποντας στη Δημήτρης Καραδήμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 531/2003, ημερ. 28.7.2004 και αντιτείνει πως ο Κανονισμός 12 διασφαλίζει το αμερόληπτο της διαδικασίας, εφόσον ο Διοικητής ο οποίος κρίνει παράπονο που στρέφεται εναντίον απόφασής του δεν θα είναι ο μόνος που θα κρίνει το παράπονο του υφιστάμενού του αλλά παρέχεται η δυνατότητα στον παραπονούμενο να προχωρήσει μέχρι τον Υπουργό για την εξέταση του παραπόνου του.
Στην Καραδήμου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, λέχθηκαν από τον Νικολάου, Δ., τα πιο κάτω:-
«Ο αιτητής προβάλλει εν πρώτοις ότι η απόφαση παραβιάζει τον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης ότι κανείς δεν μπορεί να είναι κριτής της ίδιας αυτού υπόθεσης. Παρατηρώ ότι ο αιτητής είχε το δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση ημερ. 11 Μαρτίου 2003 με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Επέλεξε όμως, να χρησιμοποιήσει σε πρώτο στάδιο τη διαδικασία υποβολής παραπόνου βάσει του Καν. 12, η νομιμότητα και η συνταγματικότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν. Προβλέπεται ότι το παράπονο υποβάλλεται αρχικά στο διοικητή της Μονάδας και ότι εν συνεχεία εξετάζεται από τον ίδιο προσωπικά. Έπειτα προβλέπεται η δυνατότητα διαδοχικής υποβολής του παραπόνου, ιεραρχικώς, μέχρι και τον αρμόδιο Υπουργό. Ο αιτητής προτίμησε όμως να μην προχωρήσει άλλο βάσει του Κανονισμού και προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο όπως είχε σε κάθε στάδιο δικαίωμα. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι ένας τέτοιος, διοικητικός μηχανισμός εξέτασης παραπόνων, κανονιστικά προβλεπόμενος, παραβιάζει τον υπό αναφορά κανόνα φυσικής δικαιοσύνης. Σημειώνω επί του προκειμένου και την παρόμοια κατάληξη του Ηλιάδη, Δ., στη Σ. Πελεκάνος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 931/01, ημερ. 28 Μαΐου 2003. Έπειτα, ο αιτητής προβάλλει ότι ο διοικητής δεν ενήργησε «κατ΄ αντικειμενική και/ή κατ΄ ανεπηρέαστη κρίση και/ή αμερόληπτα». Αυτό, καθώς εισηγείται, συνάγεται από τη δοθείσα αιτιολογία της απόφασης. Θεωρώ προδήλως αβάσιμη αυτή τη θέση και δεν θα επεκταθώ σε εξηγήσεις. Τέλος, προβάλλει ότι η απόφαση «δεν έχει επαρκή και/ή την απαιτούμενη για την περίπτωση αιτιολογία». Δεν συμφωνώ. Την αιτιολογία ήδη την παρέθεσα. Η απόφαση του διοικητή ήταν, κατά την άποψη μου, πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη».
Βεβαίως, εδώ, σε αντίθεση με την πιο πάνω απόφαση, προσβάλλεται η συνταγματικότητα του Κανονισμού 12. Όμως, το γεγονός παραμένει ότι ο ίδιος ο αιτητής επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία υποβολής παραπόνου βάσει του Κανονισμού 12 αντί, ενδεχομένως, να προσβάλει την απόφαση κατευθείαν με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την άποψή μου, η ενέργεια αυτή του αιτητή συγκρούεται με το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας και σημειώνω, πως είναι μόνο μετά την αρνητική απάντηση του Διοικητή που ο αιτητής ήγειρε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 12 καθώς και παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη μου, οι ισχυρισμοί εγείρονται αντινομικά (βλ. Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 80) και ως εκ τούτου δεν ευσταθούν.
Κατά πόσον ο καθ' ου η αίτηση δεν ενήργησε κατ' αντικειμενική και/ή κατ' ανεπηρέαστη κρίση
Προβάλλεται ως δεύτερος ισχυρισμός ότι ο Διοικητής δεν ενήργησε αντικειμενικά και ανεπηρέαστα. Η «διαταγή» του Διοικητή της Διοίκησης Διαβιβάσεων της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού προς το Διοικητή του 47 Λόχου να προβεί «σε έλεγχο του Δρίτη Δρίας ΛΔ/5ου ΣΠ Αλχία (ΔΒ) Σολωμού Παναγιώτη» αποστέρησε από τον τελευταίο τη δυνατότητα να ασκήσει ως ο αποκλειστικά αρμόδιος, αμερόληπτα και ανεπηρέαστα την εξουσία του για πιθανό πειθαρχικό έλεγχο του αιτητή, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ως δεδομένες τις εντοπισθείσες παρατυπίες. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του ο δικηγόρος του αιτητή υποδεικνύει πως οι καταλογισθείσες από το Διοικητή του 47 Λόχου παραλείψεις είναι ακριβώς οι ίδιες που γνωρίσθηκαν στον αιτητή ότι διαπίστωσε ο Διοικητής της Διοίκησης Διαβιβάσεων. Παραπέμπει στις Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 245/2003, ημερ. 17.2.2004 και Ανδρέας Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 486/2004, ημερ. 22.12.2004 τις οποίες θεωρεί «ακριβώς παρόμοιας φύσης» με την παρούσα.
Έχω τη γνώμη ότι ορθά ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση επισημαίνει πως ο Διοικητής της Διοίκησης Διαβιβάσεων δεν διέταξε το Διοικητή του 47 Λόχου να τιμωρήσει τον αιτητή αλλά να ερευνήσει την όλη υπόθεση, πράγμα συμβατό με τον Κανονισμό 6(2) των Κανονισμών σύμφωνα με τον οποίο ο διοικών αξιωματικός ο οποίος λαμβάνει την αναφορά, επιλαμβάνεται προσωπικά της έρευνας. Περαιτέρω, συμφωνώ με το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση πως οι πιο πάνω αναφερθείσες Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας διακρίνονται από την παρούσα στη βάση των δεδομένων τους. Εκεί, υπήρξε υποκατάσταση του ιεραρχικά αρμόδιου οργάνου το οποίο είχε διαταχθεί να επιβάλει πειθαρχική ποινή. Κάτι που, βεβαίως, εδώ δεν συμβαίνει. Θεωρώ πως ευθέως τυγχάνουν εφαρμογής εδώ τα λεχθέντα από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στη Μαρκαντώνης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 61/96, ημερ. 22.5.1997:-
«Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως είναι διαφορετικό το ζήτημα της τροχιοδρόμησης πειθαρχικού ελέγχου από την υπαγόρευση στον αρμόδιο του αποτελέσματός του».
Είναι, κατά την άποψή μου, φανερό πως εδώ δεν υπαγορεύθηκε στο Διοικητή του 47 Λόχου το αποτέλεσμα του πειθαρχικού ελέγχου αλλά απλώς τροχιοδρομήθηκε ο πειθαρχικός έλεγχος από το Διοικητή της Διοίκησης Διαβιβάσεων. Έχοντας υπόψη αυτά, ο ισχυρισμός περί μη ανεπηρέαστης και αντικειμενικής κρίσης του Διοικητή του 47 Λόχου, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη
Ο αιτητής θεωρεί πως η αιτιολογία του Διοικητή του 47 Λόχου τόσο για την απόφασή του να τον κρίνει ως ένοχο των πειθαρχικών παραπτωμάτων όσο και κυρίως για την απόφασή του να κρίνει ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς που ο αιτητής πρόβαλε στη σχετική αναφορά παραπόνου του, δεν είναι η δέουσα ή επαρκής.
Παρατηρείται πως ο αιτητής εστιάζει τελικά τον ισχυρισμό του στην κρίση του Διοικητή του 47 Λόχου, επί του παραπόνου του, πως «παρά το γεγονός ότι απάντησα συγκεκριμένα και αναλυτικά επί της απολογίας μου για τους λόγους και αιτίες που παρατηρήθηκαν τα θέματα για τα οποία ελέγχθηκα, αισθάνομαι ότι αυτά δεν λήφθηκαν καθόλου υπόψη».
Ο Διοικητής του 47 Λόχου απάντησε ως ακολούθως:-
«1. Αφού μελέτησα το (γ) σχετικό σχετικά με το παράπονό σας για την ποινή που σας επιβλήθηκε με το (β) όμοιο προέβηκα σε περαιτέρω διερεύνηση των ισχυρισμών σας.
2. Από την έρευνα στην οποία προέβηκα διαφαίνεται ότι οι ισχυρισμοί, που προβάλλετε στο (γ) όμοιο να είναι αβάσιμοι».
Κατά την άποψή μου, η απάντηση του Διοικητή είναι αναιτιολόγητη. Η αναφορά στο ότι εξέτασε το παράπονο του αιτητή και έλαβε υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία, έστω και με τη διευκρίνιση πως προέβηκε σε περαιτέρω διερεύνηση των ισχυρισμών, δεν συνιστά αιτιολογία. Το ότι από την έρευνα στην οποία ο Διοικητής προέβηκε διαφάνηκε πως οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία η οποία επιτρέπει δικαστικό έλεγχο εφόσον πρόκειται για στερεότυπη έκφραση κατάλληλη για κάθε περίσταση. Η δε θέση των καθ' ων η αίτηση πως η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου παρέμεινε μετέωρη εφόσον δεν υποδείχθηκε ποια είναι αυτά τα στοιχεία.
Κατά πόσον έχει επιβληθεί μια πειθαρχική ποινή για πολλά πειθαρχικά παραπτώματα
Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αιτητής ενώ κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη οκτώ πειθαρχικών παραπτωμάτων στη βάση του Κανονισμού 3(3)(α) και (ε) και του Κανονισμού 3(19)(2), επιβλήθηκε μόνο μια πειθαρχική ποινή πράγμα το οποίο αποστερεί τον αιτητή του δικαιώματός του να γνωρίζει ποια ήταν η τιμωρία του για το κάθε ένα από τα πειθαρχικά παραπτώματα που του καταλογίστηκαν. Παραπέμπει συναφώς στις Μιχάλης Περδίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 731/98, ημερ. 27.9.1999, Ζαχαρίας Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 2144/2006, ημερ. 21.3.2008 και Χριστόδουλος Λιασίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1578/2008, ημερ. 20.9.2010.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προβάλλει τον ισχυρισμό, εφόσον δεν είναι προς το συμφέρον του να επιβληθεί πέραν της μίας ποινής που εν προκειμένω έχει επιβληθεί. Πέραν τούτου, στην ουσία ένα και μόνο αδίκημα τέλεσε ο αιτητής, αυτό της αμέλειας καθήκοντος (Καν. 3(3)(α)) αφού η αμέλεια καθήκοντος περιλαμβάνει τόσο την παράλειψη συμμόρφωσης προς τις διαταγές του Διοικητή (Καν. 3(19)(2)) όσο και την παράλειψη αναφοράς (Καν. 3(3)(ε)). Συνεπώς ο αιτητής διέπραξε ένα αδίκημα και ορθά τιμωρήθηκε με μία ποινή.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3:-
«Παν μέλος διαπράττει πειθαρχικόν παράπτωμα (εν τοις εφεξής αναφερόμενον εν τοις παρούσι Κανονισμοίς ως 'παράπτωμα') εάν διαπράξη αδίκημα τι εναντίον του Νόμου ή των παρόντων Κανονισμών ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε ισχύοντος Νόμου ή οιονδήποτε των παραπτωμάτων άτινα εκτίθενται εν τω Πρώτω Πινάκι των παρόντων Κανονισμών (εν τοις εφεξής αναφερομένω ως 'Πειθαρχικός Κώδιξ')».
Στο άρθρο (3) του Πειθαρχικού Κώδικα καθιερώνεται ως παράπτωμα η αμέλεια καθήκοντος εάν μέλος «αμελή, ή άνευ νομίμου και επαρκούς αιτίας παραλείπη να επιληφθή ταχέως και επιμελώς των καθηκόντων αυτού ως μέλους, ή να εκτελέση ταύτα» (παρα. (α)) και εάν «παραλείπη να αναφέρη οιονδήποτε ζήτημα όπερ έχει καθήκον να αναφέρη» (παρ. (ε)). Σύμφωνα δε με το άρθρο (19)(2) αποτελεί παράπτωμα η «πάσα παράλειψις συμμορφώσεως προς τας Γενικάς Διαταγάς του Διοικητού».
Η θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να εγείρει τον πιο πάνω ισχυρισμό, κατά τη γνώμη μου δεν ευσταθεί. Τυχόν αποδοχή της θέσης αυτής θα σήμαινε ταυτόχρονα πως ο αιτητής ευνοήθηκε με την πιο πάνω ποινή και ότι η τιμωρία θα ήταν βαρύτερη εάν καταγραφόταν χωριστή ποινή για το κάθε παράπτωμα. Τότε όμως, πού στηρίχθηκε ο Διοικητής του 47 Λόχου για να επιβάλει τιμωρία; Δεν είναι, ούτως ή άλλως, στα όσα καταλογίστηκαν στον αιτητή που στηρίχθηκε; Οι κατηγορίες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την επιβληθείσα τιμωρία ήταν δεδομένες και σταθερές και άμεσα συνδεδεμένες με την επιβληθείσα ποινή, είτε αυτή επιβλήθηκε συνολικά είτε για κάθε παράπτωμα ξεχωριστά. Δεν θα ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι αυτή η ποινή θα μεταβαλλόταν εάν επιβαλλόταν μία ποινή για κάθε παράπτωμα.
Ούτε η θέση του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως πρόκειται για ένα αδίκημα μπορεί να γίνει δεκτή. Στην απόφαση για τιμωρία του αιτητή με πενθήμερη φυλάκιση γίνεται ειδικώς αναφορά σε παραβάσεις τριών Κανονισμών, δηλαδή, των Κανονισμών 3(3)(α), (ε) και 3(19)(2). Εάν αντιλαμβάνομαι ορθά, το α.-γ. των λεπτομερειών των παραπτωμάτων αφορούν στους Κανονισμούς 3(3)(α) και (ε) και το αδίκημα της αμέλειας. Το δ.(1)-(5) αφορά στον Κανονισμό 3(19)(2) και το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης προς τις Γενικές Διαταγές του Διοικητή. Συνεπώς πρόκειται περί ξεχωριστών παραπτωμάτων και δε νοείται η ύπαρξη ενός και μόνο αδικήματος ώστε να δικαιολογείται η επιβολή μίας και μόνο ποινής. Σχετικές είναι οι Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και η Λιασίδης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω στις οποίες παραπέμπει ο δικηγόρος του αιτητή. Ειδικότερα στη Λιασίδης, ανωτέρω, το Δικαστήριο έχοντας κρίνει ως αντικανονική την επιβολή μιας ποινής για περισσότερα του ενός παραπτώματα, κατέγραψε τα εξής:-
«Έχοντας εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καταλήγω ότι, με αυτήν, έγινε ένας συγκερασμός των παραπτωμάτων των περιπτώσεων α - γ, τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχαν ως έρεισμα το ΄Αρθρο 19(2) του Πειθαρχικού Κώδικα, διατηρούσαν, όμως, την αυτοτέλειά τους, με αναφορά στα πραγματικά περιστατικά της διάπραξής τους. Επιπρόσθετα η αναφερόμενη ως «β» πράξη του αιτητή διακρίνεται σαφώς από τα άλλα δύο παραπτώματα και θα μπορούσε να υπαχθεί στο ΄Αρθρο 4 του Πειθαρχικού Κώδικα ως παραπλανητική ή ανακριβής δήλωση. Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ την επίδικη απόφαση αντικανονική. Με αυτήν επιβλήθηκε μια ποινή για περισσότερα του ενός παραπτώματα».
Επισημαίνω εδώ πως η Περδίος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 731/1998, ημερ. 27.9.1999, την οποία επίσης ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει προς επίρρωση του πιο πάνω ισχυρισμού του έχει ανατραπεί κατ' έφεση (βλ. Δημοκρατία ν. Περδίου (2001) 3Β ΑΑΔ 1159) εφόσον η Ολομέλεια έκρινε πως μία ήταν η κατηγορία που διατυπώθηκε στο κατηγορητήριο, με τα όσα αναφέρονταν παραπέρα να συνιστούν συμπλήρωση των γεγονότων της υπόθεσης και όχι ξεχωριστή κατηγορία. Κάτι, όμως, που προφανώς δεν συμβαίνει εδώ.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ