ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 5630/2013)
26 Ιουλίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KALE EKEMA NGOMBA,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ,
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2013, ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ
_________________________
Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Καμερούν, στις 17/6/2013, καταχώρισε την πιο πάνω προσφυγή, αξιώνοντας την ακύρωση της απόφασης της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία, αφού αυτός κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, εκδόθηκαν εναντίον του Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης. Το Διάταγμα Κράτησής του εκτελέστηκε. Την ίδια ημέρα, καταχώρισε μονομερώς την υπό εκδίκαση αίτηση, με την οποία ζητά όπως τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασής του ανασταλούν μέχρι τελικής εκδίκασης της προσφυγής και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η μονομερής αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου, επιδόθηκε στους καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι και ενίστανται στην έγκρισή της.
Ο αιτητής στηρίζει την αίτησή τους στα πιο κάτω:-
«... στη Δ.48 θ.1 έως 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς 10, 11, 12, 13, 17, 18 και 19 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και των Γενικών Εξουσιών και Πρακτικής του Δικαστηρίου και της Νομολογίας, στις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης αναφορικά με το αποτελεσματικό ένδικο μέσο και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της ΄Ενωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών και τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007) και στις Διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 5 και 13.»
Οι καθ' ων η αίτηση, με ένορκη δήλωση της Ευγενίας Κυριάκου, Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, που συνοδεύει την ένστασή τους, αρνούνται τους ισχυρισμούς του αιτητή και παραθέτουν το ιστορικό των γεγονότων, σύμφωνα με το οποίο τα εκδοθέντα Διατάγματα, εισηγούνται, είναι καθ' όλα νόμιμα. Ο αιτητής ήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, σε άγνωστη ημερομηνία. Στις 3/7/2007, υπέβαλε αίτηση για να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Διοικητική προσφυγή του ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), επίσης, απορρίφθηκε στις 19/9/2008. Στις 18/6/2009, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (το «Τμήμα»), με επιστολή του προς τον αιτητή, που του απεστάλη στην ίδια διεύθυνση στην οποία του απεστάλη η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, του ζήτησε όπως αυτός προβεί σε όλες τις απαραίτητες διευθετήσεις και αναχωρήσει από την Κύπρο άμεσα.
Στο μεταξύ, ο αιτητής, στις 14/11/2008, συνήψε πολιτικό γάμο, στο Δημαρχείο Λύσης, με Βρετανίδα υπήκοο. Στις 22/7/2009, υπέβαλε αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της ΄Ενωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους της ΄Ενωσης. Μετά από ελέγχους που έγιναν σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου του, διαπιστώθηκε ότι η σύζυγός του απουσίαζε από την Κύπρο για αρκετό καιρό. Επίσης, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες ως προς τα κίνητρα τέλεσης του γάμου του με τη Βρετανίδα υπήκοο, λόγω της μεγάλης διαφοράς της ηλικίας τους. Ο ίδιος είναι ηλικίας 27 ετών και η Βρετανίδα σύζυγός του 51 ετών. Το αίτημα του για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης απορρίφθηκε και ο ίδιος κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Τμήματος ο αιτητής καταχώρισε, στις 16/11/2011, προσφυγή. Στις 18/3/2012, μετά από έλεγχο των στοιχείων του και αφού διαπιστώθηκε ότι αυτός παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, τέθηκε υπό κράτηση, στη βάση Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, για λόγους που αφορούσαν την έρευνα σε σχέση με την απουσία της συζύγου του στο εξωτερικό, έκαμε δεκτή την προσφυγή του με την οποία αμφισβητούσε τη νομιμότητα της απόφασης ότι αυτός έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, αφού δε συμβίωνε, πλέον, με την Ευρωπαία πολίτη σύζυγό του - (βλ. Kale Ekena Ngomba κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1514/11, 28/9/12).
Ακολούθως, το Τμήμα, στις 30/4/2012, με επιστολή του προς τον αιτητή, η οποία εστάλη στην τελευταία δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση, του ζήτησε όπως επεξηγήσει τους ιατρικούς λόγους, για τους οποίους η σύζυγός του διαμένει στην Αγγλία και, περαιτέρω, όπως υποβάλει, εντός τριάντα ημερών, αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της ΄Ενωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους της ΄Ενωσης. Ο ίδιος δεν ανταποκρίθηκε και, στις 30/5/2013, μέλη του Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού τον συνέλαβαν, για σκοπούς εξακρίβωσης των στοιχείων του, αφού αυτός δεν είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε έγγραφο. Στις 31/5/2013, δύο Αστυνομικοί του Τμήματος Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, («Υ.Α.Μ.»), Λεμεσού, στα πλαίσια έρευνας, επικοινώνησαν τηλεφωνικώς στην Αγγλία με τη σύζυγό του, η οποία, μεταξύ άλλων, τους ανέφερε ότι το 2010 επαναπατρίστηκε, λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζαν αυτή και ο αιτητής, και, έκτοτε, δεν είχαν οποιαδήποτε επικοινωνία. Ανέφερε, επίσης, ότι, πριν από τρεις μήνες, περίπου, επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του και του ζήτησε να υποβάλει αίτηση διαζυγίου, πράγμα το οποίο ο ίδιος παρέλειψε να πράξει και, έτσι, θα το πράξει η ίδια, εφόσον δεν υπάρχει πιθανότητα επανασύνδεσής τους. Από το 2009 δε ζουν μαζί. Είπε, επίσης, ότι η ίδια δεν έχει στην κατοχή της το ληγμένο διαβατήριο του αιτητή.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, την 1/6/2013, εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα Διατάγματα, που γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, το περιεχόμενο της οποίας του εξηγήθηκε από τον Αστυνομικό 1763 - Αντώνη Θεοδωρίδη, ο ίδιος, όμως, αρνήθηκε να την παραλάβει, όπως αρνήθηκε και να υπογράψει.
Η έκδοση των πιο πάνω Διαταγμάτων είναι καθ' όλα νόμιμη, ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση, εφόσον ο αιτητής δε διαμένει με την Ευρωπαία σύζυγό του και έχει κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης.
Ο αιτητής, με την ένορκη δήλωσή του που συνοδεύει την αίτηση για αναστολή των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασής του, ισχυρίζεται ότι η μετάβαση της συζύγου του στο εξωτερικό οφείλεται καθαρά σε λόγους υγείας και σε επιθυμία της να βλέπει τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο της. Μετά την επιτυχία της προσφυγής του, τον Οκτώβριο του 2012, και την απελευθέρωσή του, αποτάθηκε με τη σύζυγό του στην Υ.Α.Μ. Λεμεσού, για να εξασφαλίσει άδεια διαμονής. Εκεί, τους ανέφεραν ότι θα εξέταζαν το ζήτημα και θα τους ενημέρωναν, χωρίς, όμως, να το πράξουν. Στις 30/5/2013, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα Αστυνομικά Κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού, χωρίς να ενημερωθεί για τους λόγους της κράτησής του ή κατά πόσο η αίτησή του για παραχώρηση Δελτίου Διαμονής ως μέλος της οικογένειας Ευρωπαίας πολίτιδος επανεξετάστηκε και απορρίφθηκε.
Η δικηγόρος του αιτητή, με τη γραπτή της αγόρευση, αμφισβητεί γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί ότι η τελευταία γνωστή διεύθυνση του αιτητή ήταν η διεύθυνση στην οποία απεστάλη η επιστολή ημερομηνίας 30/4/2013, με την οποία του ζητείτο να εξηγήσει τους λόγους υγείας για τους οποίους η σύζυγός του μετέβη και διαμένει στην Αγγλία. Ο αιτητής, αναφέρει, δήλωσε στις Αρχές την τελευταία διεύθυνση στην οποία διέμενε αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της προσφυγής του. Προς επιβεβαίωση δε του γεγονότος αυτού, παραπέμπει στην κατάθεση του αιτητή, ημερομηνίας 31/5/2013, που αυτός έδωσε μετά την επανασύλληψή του, από την οποία όμως, σημειωτέον, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Εν πάση περιπτώσει, σε σχέση με τα πιο πάνω, υπενθυμίζω ότι αναφορές στις γραπτές αγορεύσεις δικηγόρων αναφορικά με ισχυρισμούς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Συνεπώς, η εξέταση της αίτησης θα γίνει στη βάση αυτών που προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις. Εάν ο αιτητής ήθελε να αμφισβητήσει ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση, υπήρχε διαδικασία, την οποία θα μπορούσε να ενεργοποιήσει.
Ισχυρίζεται η δικηγόρος του αιτητή ότι, για επιτυχία της αίτησής του, δεν απαιτείται να αποδειχθεί είτε έκδηλη παρανομία είτε ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού η αναστολή των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης επιβάλλεται αυτόματα από το ΄Αρθρο 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, (η «Οδηγία»), που απαγορεύει την απομάκρυνση από την επικράτεια κράτους μέλους της ΄Ενωσης προσώπου, το οποίο, στα πλαίσια προσφυγής του, έχει ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα. Το εν λόγω ΄Αρθρο, ισχυρίζεται, περαιτέρω, θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του ΄Αρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.
Στις 9/2/2007, προς το σκοπό εναρμόνισης με την Οδηγία, ψηφίστηκε ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007, (Ν. 7(Ι)/2007), (ο «Νόμος»), ο οποίος, στο ΄Αρθρο 33(1) και (2)[1] προβλέπει για τις διαδικαστικές εγγυήσεις.
Είναι φανερό ότι τόσο η Οδηγία όσο και ο Νόμος επιβάλλουν την υποχρέωση για μη απέλαση μόνο εφόσον η απόφαση εναντίον προσώπου λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά τέτοιους λόγους, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ΄Αρθρου 33(1) και (2) του Νόμου. Ο αιτητής δεν έχει στερηθεί ενδίκου μέσου· αντίθετα το έχει ασκήσει, αντιπροσωπευόμενος στη διαδικασία από δικηγόρο. Το δικαίωμά του, όμως, αυτό δεν ταυτίζεται με το δικαίωμα εμφάνισής του στη δίκη. Σύμφωνα με τη Rached v. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, αλλοδαπός, ο οποίος, για οποιοδήποτε λόγο, δεν κατέχει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, δεν έχει συνταγματικό δικαίωμα να παραμένει σ' αυτή μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του.
Ο αιτητής προβάλλει ότι, ως μέλος της οικογένειας της συζύγου του - ο γάμος του είναι καθ' όλα έγκυρος - έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμβιώνει με αυτήν επί καθημερινής βάσεως. Το έγκυρο του γάμου του αρκεί για να πιστοποιήσει το δικαίωμά του σε διαμονή στη Δημοκρατία.
Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση ότι τα προσβαλλόμενα Διατάγματα δεν μπορούν να τύχουν αναστολής, γιατί είναι αρνητικές διοικητικές πράξεις, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι αυτό, όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Venera Kakachia ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 496/00, 20/4/00· Sanka Manjula Kankani Gamage v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 489/06, 11/5/06) - αλλά αποδοχή του ισοδυναμεί με κατάργηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, σε περιπτώσεις κράτησης και απέλασης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι αυτός, εφόσον η περίπτωσή του εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας, δεν μπορεί να θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει του ΄Αρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσως Νόμου, Κεφ. 105. Διέμενε στη Δημοκρατία ως μέλος της οικογένειας της συζύγου του, Ευρωπαίας πολίτιδος, και εξακολουθεί, εφόσον ο γάμος του είναι έγκυρος, να διαμένει ως μέλος της οικογένειάς της.
Στην Αντωνίου ν. Συμβ. Κεντρ. Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, αναφέρονται τα ακόλουθα:- (σελ. 167)
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια της οποίας συνοψίστηκε ως εξής στη Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233:- (σελ. 240)
«΄Εκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Το προσωρινό διάταγμα, στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί θεραπεία κατ' εξαίρεση, αφού η έκδοσή του γίνεται εκτός των πλαισίων της δίκης ή της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται για δραστική θεραπεία, η οποία παρέχεται με μεγάλη φειδώ. Δεν ταυτίζεται με το απαγορευτικό διάταγμα του ιδιωτικού δικαίου, όπου μια από τις προϋποθέσεις είναι ο αιτητής να έχει συζητήσιμη υπόθεση - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976. Η παρανομία, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, πρέπει να είναι έκδηλη. Είναι δε έκδηλη, όταν είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από μια εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, αφού, κατά το στάδιο αυτό, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, ούτε εκφέρει κρίση επί του θέματος.
Στη Χρίστου Σιοπαχά ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 68/98, 5/2/98, αναφορικά με αιτήσεις αυτής της φύσης, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) εξετάστηκε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει άκαιρα την τελική του κρίση επί του θέματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη για να μη χάνεται το νόημα και η σημασία που ενέχει η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karram ν. The Republic (1983) 3 CLR 199, 203. Εξάλλου στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 CLR 341, 352, αναφέρεται ότι ο Καν. 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας. (Βλ. επίσης Karram v. The Republic (ανωτέρω)).»
΄Εχοντας εξετάσει τις θέσεις του αιτητή, υπό το φως των πιο πάνω αρχών, καταλήγω ότι αυτός δεν έχει τεκμηριώσει τις προϋποθέσεις που τίθενται για έκδοση των αιτουμένων Διαταγμάτων. Ο ισχυρισμός της έκδηλης παρανομίας εξετάζεται σε συνάρτηση με το καθεστώς παραμονής του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης των πιο πάνω Διαταγμάτων. Στην παρούσα περίπτωση, οι ισχυρισμοί του αιτητή για τη μη γνώση του λόγου της κράτησής του καταρρίπτονται από την ένσταση των καθ' ων η αίτηση και τα επισυνημμένα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, ημερομηνίας 1/6/2013, ως και από τη σχετική ειδοποίηση, η οποία δόθηκε σ' αυτόν και η οποία φαίνεται ότι του διαβάστηκε και του εξηγήθηκε το περιεχόμενο των Διαταγμάτων, αρνήθηκε, όμως, να υπογράψει για την παραλαβή τους. Μετά την επιτυχία της προσφυγής του, με την οποία κρίθηκε ότι δεν είχε γίνει επαρκής έρευνα ως προς τους λόγους που αυτός δε συμβιούσε με τη σύζυγό του, οι καθ' ων η αίτηση του ζήτησαν να διευκρινίσει κάποια θέματα, ο ίδιος, όμως, παρέλειψε να το πράξει. Εντοπίστηκε ένα χρόνο μετά την ημερομηνία της ειδοποίησης που του είχε σταλεί και συνελήφθη για εξακρίβωση των στοιχείων του. Οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν σε νέα έρευνα και επικοινώνησαν με τη σύζυγό του, η οποία τους ανέφερε τα όσα έχω προαναφέρει. ΄Ο,τι προκύπτει είναι ότι ο αιτητής, από το 2009, δε συμβιώνει με τη σύζυγό του, η οποία, του ζήτησε να προχωρήσει με την έκδοση διαζυγίου. Οι ισχυρισμοί που αυτός προβάλλει - ότι αντλεί δικαιώματα από το Νόμο, έστω και αν δε ζει με τη σύζυγό του, επειδή ο γάμος του ακόμη δεν έχει διαλυθεί - δεν είναι του παρόντος. Αυτοί θα εξεταστούν στο στάδιο της ουσίας της προσφυγής. ΄Οπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ήταν το αποτέλεσμα της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη. Για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, εξετάζοντας τα Διατάγματα και εάν η αιτιολογία τους είναι έκδηλα παράνομη, θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση, όπως είχαν καθήκον, διερεύνησαν τους λόγους για τους οποίους η σύζυγός του διαμένει στο εξωτερικό. Η έρευνα κατέδειξε ότι, από το 2009, δε διαμένουν μαζί, ενώ η ίδια, από το 2010, διαμένει στην Αγγλία. Ο αιτητής παρέλειψε να δώσει τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν, ή να υποβάλει αίτηση για άδεια παραμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της ΄Ενωσης. Συνεπώς, τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να εκδόθηκαν νόμιμα.
Παρόλο ότι ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι, εάν το αίτημα του δε γίνει αποδεκτό, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, θεωρώ ότι, εάν η προσφυγή του επιτύχει, η όποια ζημιά τυχόν αυτός ήθελε υποστεί μπορεί να αποκατασταθεί με βάση το δικαίωμα που παρέχεται από το Σύνταγμα.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «33. - (1) Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης της προβλεπόμενης από το άρθρο 146 του Συντάγματος προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκειμένου να προσβάλουν την απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία έχει ληφθεί εις βάρος τους για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) ΄Οταν η προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της απόφασης απέλασης συνοδεύεται από ενδιάμεση αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσής της, η σωματική απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τη Δημοκρατία δε δύναται να διενεργείται προτού ληφθεί απόφαση επί της ενδιάμεσης αίτησης.»