ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 471/2011)

 

19 Ιουλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΘΕΟΚΛΕΟΥΣ,

Αιτήτρια,

ν.

 

1.    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Π. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Β. Χριστοδουλίδου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») ημερ. 16.2.2011, να προαγάγει αναδρομικά από 1.12.2007 το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), Σόφη Νικολάου, στη θέση Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, η οποία σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι θέση προαγωγής.

 

Τα γεγονότα

Επισημαίνω, βεβαίως, εξ αρχής πως η αναδρομική προαγωγή, όπως προκύπτει τόσο από την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ όσο και από τη σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 31.3.2011, έχει εφαρμογή από την 1.11.2002 και όχι όπως καταγράφεται στην προσφυγή της αιτήτριας από 1.1.2002 μέχρι την 1.12.2007, ημερομηνία αφυπηρέτησης του ΕΜ.

 

Η προαγωγή ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης κατόπιν επιτυχίας τής εδώ αιτήτριας στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 139/2008, (Θεοκλέους ν. ΕΔΥ κ.α. (2011) 3Α ΑΑΔ 78) στην οποία ακυρώθηκε η αναδρομική προαγωγή άλλου Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εγείρει τρεις νομικούς ισχυρισμούς: (1) Κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας, (2) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, και (3) πλάνη περί τα πράγματα.

 

Κακή άσκηση διακριτικής εξουσίας - Λόγος ακυρότητας 1

Σύμφωνα με τον πρώτο ισχυρισμό της αιτήτριας, το επιπλέον προσόν της (ειδικότητα στη Γενική Ιατρική) το οποίο της προσδίδει υπεροχή σε προσόντα, δεν λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ κατά τη διαδικασία επανεξέτασης. Η αιτήτρια έχει υποστεί εκπαίδευση 3,5 χρόνων, καθώς και εξέταση σε όλα τα πανεπιστήμια όπου παρακολούθησε την εκπαίδευση της υποειδικότητάς της η οποία είναι «σε πλήρη συσχετισμό» με την επίδικη θέση. Αντιθέτως, το ΕΜ υπερέχει μόνο σε αρχαιότητα.

 

Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος από το δικηγόρο της αιτήτριας πως το εν λόγω προσόν δεν λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ όταν γίνεται αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση σε υποψήφιους που κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα «ακαδημαϊκά ή/και ιατρικές ειδικότητες, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης». Η ΕΔΥ «τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα κριτήρια αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα». Έκρινε δε, πως «τα προσόντα αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να υπερακοντίσουν τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας». Ειδικότερα, πως το ΕΜ «υπερέχει όλων των υποψηφίων ουσιαστικά σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην παρούσα τους θέση, και δεν υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία . Επιπλέον, η Νικολάου διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή».

 

Η νομολογία δεν επιτάσσει ονομαστική αναφορά σε υποψήφιους οι οποίοι δεν επιλέγονται ούτε και άμεση σύγκρισή τους με τον επιλεγέντα (Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755, Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 ΑΑΔ 273).  Εννοείται ούτε και αναφορικά με τα προσόντα τους.

 

Η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της το εν λόγω προσόν το οποίο κατέγραψε μάλιστα στο σχετικό πίνακα και ως εκ τούτου αυτό είναι αρκετό για να θεωρηθεί πως λήφθηκε υπόψη (βλ. Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω). Το τεκμήριο της νομιμότητας δεν κάμπτεται από μόνο το γεγονός της μη ρητής αναφοράς της ΕΔΥ στο συγκεκριμένο προσόν (Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω, Πογιατζή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1504/99, ημερ. 28.6.2001 και Χριστίνα Βασιλείου-Γιαννάκη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 941/2007, ημερ. 12.2.2009).

 

Εναπόκειτο στην ΕΔΥ να αξιολογήσει αυτό το προσόν αποδίδοντας τέτοια βαρύτητα ώστε να μην είναι υπερβολική αλλά ούτε και εντελώς οριακή.  Μέσα στα όρια αυτά δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο σε σχέση με την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3Α ΑΑΔ 374).  Είναι φανερό πως το ΕΜ επιλέγηκε στη βάση της δεκατριάχρονης υπεροχής του σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση καθώς και της υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Αυτά ήταν τα στοιχεία τα οποία ευλόγως λειτούργησαν ως αντιστάθμισμα έναντι του επιπρόσθετου προσόντος της αιτήτριας.

 

Επισημαίνω εδώ πως η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί ώστε να αποδοθεί συγκεκριμένη βαρύτητα σε ένα στοιχείο έναντι άλλου (βλ. Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 274 και Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3ΑΑΔ 639).  Συνεπώς, η απόφαση της ΕΔΥ να αποδώσει περισσότερη βαρύτητα στο νομοθετημένο στοιχείο της αρχαιότητας έναντι του επιπρόσθετου προσόντος της αιτήτριας απολήγει νόμιμη.  Εξάλλου όπως κρίθηκε στη Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 391 η σημασία της αρχαιότητας ως ένα από τα τρία κριτήρια δεν μπορεί να υποτονίζεται. Σε θέσεις δε προαγωγής, η αρχαιότητα επικρατεί ως παράγοντας όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν την καταλληλότητα των υποψηφίων είναι ίσοι ή περίπου ίσοι (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 ΑΑΔ 56, Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141).  Διευκρινίζω, όμως, εδώ πως το ΕΜ δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως είναι η θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, πως υπερέχει και σε ηλικιακή αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας.  Κατ' αρχάς αυτό δεν αποτελεί θέση της ΕΔΥ αλλά και πέραν τούτου το άρθρο 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, παραπέμπει στην αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης μόνο όταν δεν υπάρχει προηγούμενη αρχαιότητα η οποία διακριβώνεται με καταφυγή αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Πόσο μάλλον, όταν υπάρχει αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, όπως εν προκειμένω.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει πως η ΕΔΥ άσκησε εντός των νομίμων πλαισίων τη διακριτική της ευχέρεια και ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας - Λόγος ακυρότητας 2

Κατά το δικηγόρο της αιτήτριας, οι καθ' ων η αίτηση δεν έδωσαν λόγο γιατί θεώρησαν τους υποψήφιους με πρόσθετα προσόντα, όπως η αιτήτρια, κατώτερους σε αξιολόγηση από ό,τι το ΕΜ και γιατί αποδέχθηκαν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, η οποία επίσης δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία ότι τα πρόσθετα προσόντα έχουν ληφθεί υπόψη και η απλή καταφυγή στο κριτήριο της αρχαιότητας. Οι δε γενικές απόψεις που κατέγραψε ο Γενικός Διευθυντής κατά τη σύστασή του και η ΕΔΥ κατά την υιοθέτησή της, δεν επιτρέπουν δικαστικό έλεγχο εφόσον δε συνοδεύονται με εξειδικευμένη αναφορά στα στοιχεία των φακέλων. Η σύσταση ως αναιτιολόγητη έχει μειωμένη αξία. Όπως ο δικηγόρος της αιτήτριας περαιτέρω ισχυρίζεται, οι καθ' ων η αίτηση  όφειλαν να αναφέρουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με την αξιολόγηση του καθενός από τους υποψηφίους και τα επιπλέον προσόντα τους προβαίνοντας σε μεταξύ τους σύγκριση.  Κατά παράβαση δε της Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α., ανωτέρω, δεν αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο προσόν της αιτήτριας.

 

Ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύστασης λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας συναντά την αντίδραση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, η οποία, ορθά, κατά τη γνώμη μου, εισηγείται πως ο ισχυρισμός δεν τέθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, όπως απαιτεί ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

 

Τα νομικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής, έχουν ως ακολούθως:-

«1. Οι καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να διορίσουν την καλύτερη υπό τας περιστάσεις υποψήφια η οποία ήταν η αιτήτρια.

2. Η σύσταση του Ενδιαφερομένου Μέρους έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο.

3.     Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αδικαιολόγητη.

4.     Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα.

5.     Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς να υπάρχει η δέουσα αιτιολογία.

6.     Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από σύσταση προσώπου που είχε συμφέρον στην υπόθεση και δεν ήτο ανεξάρτητο».

 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει πως:-

«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».

 

Είναι φανερό πως η διατύπωση των νομικών σημείων στα οποία στηρίζεται η προσφυγή της αιτήτριας δεν είναι τέτοια που να επιτρέπει εξέταση του ισχυρισμού περί αναιτιολόγητης σύστασης. Η σύσταση βάλλεται μόνο για δύο λόγους: ότι έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο το οποίο είχε και συμφέρον στην υπόθεση και δεν ήταν ανεξάρτητο. Πάντως όχι επειδή ήταν αναιτιολόγητη.

 

Σημειώνω πως ο δικηγόρος της αιτήτριας στην απαντητική του αγόρευση δεν σχολιάζει τη θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Περιορίζεται σε αναφορά και μόνο της βαρύτητας που όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση να αποδώσουν στο επιπλέον προσόν της αιτήτριας και στη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων και των προσόντων τους. Χωρίς οτιδήποτε σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Όμως εκ του περισσού αναφέρω ότι έχοντας μελετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, δεν θα έλεγα ότι αυτή θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως μη δεόντως αιτιολογημένη.  Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Ν. 1/90 όπως η σύσταση να είναι αιτιολογημένη, δεν χρειάζεται αυτή να είναι και «εμπεριστατωμένη πραγματεία», αλλά αρκεί να είναι σαφής και πειστική και να περιέχει τους λόγους που ώθησαν τον προϊστάμενο να προβεί στη συγκεκριμένη σύσταση, ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (βλ. Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4Ε 2997).

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός πως η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη δεν μπορεί να γίνει δεκτός και συνεπώς ορθά οι καθ' ων η αίτηση την έλαβαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η σύσταση δε, αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο επιλογής (Πλήρης Ολομέλεια στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164) επαυξητικό της αξίας (Αντώνης Αντωνίου, ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχαήλ Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3Α ΑΑΔ 411).

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό ότι δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά της ΕΔΥ ότι τα πρόσθετα προσόντα έχουν ληφθεί υπόψη, με απλή καταφυγή στο κριτήριο της αρχαιότητας, εφαρμογής τυγχάνουν τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τον ισχυρισμό περί κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Περαιτέρω, στη Χριστίνα Βασιλείου-Γιαννάκη ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, λέχθηκε πως «Η παράλειψη σχολιασμού του μεταπτυχιακού τίτλου στη Διεύθυνση που διέθετε η αιτήτρια και οι απλές κοινοτυπίες ότι «τα προσόντα έχουν ληφθεί υπόψη» και ότι «το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε προσόντα έναντι της ανθυποψήφιας του» παρόλο που είναι προτιμότερο να αποφεύγονται από τη διοίκηση, θεωρώ ότι, υπό το φως των υπόλοιπων δεδομένων των υποψηφίων, δεν μπορούν να πλήξουν το κύρος της απόφασης ούτε να τεκμηριώσουν ουσιώδη πλάνη». Η υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα καθώς και η υπέρ του σύσταση νομίμως, καθώς εξηγήθηκε πιο πάνω, αποτέλεσαν τα διαφοροποιητικά στοιχεία τα οποία βάρυναν στην υπέρ του κρίση της ΕΔΥ. Έχοντας υπόψη αυτά, θεωρώ πως ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης απόφασης της ΕΔΥ δεν ευσταθεί.

 

Πλάνη περί τα πράγματα - Λόγος ακυρότητας 3

Είναι η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι οι καθ' ων η αίτηση υπό πλάνη θεώρησαν ότι το, πλήρως συνυφασμένο με την επίδικη θέση, επιπρόσθετο προσόν της αιτήτριας δεν ήταν αρκετό ώστε να προσδώσει προβάδισμα στην αιτήτρια έναντι του ΕΜ απλώς και μόνο λόγω του στοιχείου της αρχαιότητας. Η πλάνη ήταν ουσιώδης και οδηγεί την πράξη σε ακύρωση.

 

Η θέση αυτή απαντάται από τα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με τους πιο πάνω δύο ισχυρισμούς χωρίς να χρειάζεται επιπροσθέτως να αναφερθεί οτιδήποτε.

 

Καταλήγοντας, δεν αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή υπέρ της αιτήτριας ενόψει της από μέρους της κατοχής μη απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντος (Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Μάριου Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3ΑΑΔ 329).  Το τεκμήριο της κανονικότητας της προσβαλλόμενης πράξης δεν ανατράπηκε.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, πλέον τα έξοδα της αίτησης ημερ. 20.5.2013.  Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα του ΕΜ.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο