ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 312/2012, 313/2012, 314/2012 και 315/2012)

 

18 Ιουλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 312/2012)

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

υπουργειου αμυνασ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 313/2012)

ΑΔΑΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

υπουργειου αμυνασ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 314/2012)

πολύσ χατζηαραπη,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

υπουργειου αμυνασ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 315/2012)

ΣΩΤΗΡΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

υπουργειου αμυνασ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Δ. Καΐλης για Μ. Βορκά, για τους Αιτητές.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Προσβάλλεται η επιβληθείσα στις 19.12.2011 σε βάρος των αιτητών πειθαρχική ποινή της δεκαήμερης φυλάκισης καθώς και η κατά την 30.1.2012 επαύξησή της σε 20 ημέρες από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς.

 

Τα γεγονότα

Οι αιτητές υπηρετούν στο Στρατό της Δημοκρατίας ως Εθελοντές Πενταετούς Υποχρεώσεως στην 189 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (ΜΠΠ).  Οι αιτητές στην 312/2012 και 314/2012 κατέχουν το βαθμό του Λοχία, ο αιτητής στην 313/2012 το βαθμό του Επιλοχία και ο αιτητής στην 315/2012 το βαθμό του Αρχιλοχία.

 

Στις 19.10.2011 ο Διοικητής της Μονάδας ενημέρωσε γραπτώς τη Διεύθυνση Προσωπικού του ΓΕΕΦ ότι του καταγγέλθηκε από στρατιώτη της Μονάδας και τον πατέρα του ότι στο 1ο Γραφείο της Μονάδας, στελέχη της τον περιτύλιξαν με κολλητική ταινία πάνω από τα ρούχα από τα πόδια μέχρι το κεφάλι και του έκλεισαν με αυτή το στόμα, ανασηκώνοντάς τον στη συνέχεια με πρόθεση να τον τοποθετήσουν σε κάδο απορριμάτων διότι σκίτσαρε και άφησε ένα τριφύλλι (σύμβολο αθλητικής ομάδας) στο εν λόγω γραφείο.  Στην αναφορά αυτή του συμβάντος, ο Διοικητής της Μονάδας σημείωσε πως η Μονάδα διέταξε ανάκριση.

 

Στη βάση αυτής της επιστολής ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς διέταξε το Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού, διοικών Αξιωματικό του Διοικητή της Μονάδας (189 ΜΠΠ) να διενεργήσει έρευνα για την πιο πάνω καταγγελία.

 

Στις 20.10.2011 ο Διοικητής της Διοίκησης Πυροβολικού υπέβαλε στη Διεύθυνση Προσωπικού το πόρισμα της διενεργηθείσας έρευνας.  Η Διεύθυνση Προσωπικού διέταξε επίσης τη διεξαγωγή ποινικής ανάκρισης από το Διευθυντή της Διεύθυνσης Εφοδιασμού Μεταφορών του ΓΕΕΦ.

 

Στο πόρισμά του ημερομηνίας 14.11.2011 ο στρατιωτικός ανακριτής εισηγείτο τον πειθαρχικό έλεγχο τόσο του Διοικητή της Μονάδας όσο και των αιτητών.  Στις 17.11.2011 η Διεύθυνση Προσωπικού ενημέρωσε το Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού για τα αποτελέσματα της διενεργηθείσας ποινικής ανάκρισης, αποστέλλοντας και τη συνοπτική έκθεση, καλώντας τον να ενεργήσει, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

 

Από τη διεξαγωγή προσωπικής έρευνας του Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού, προέκυψε η πιθανή τέλεση από μέρους των αιτητών και του Διοικητή της Μονάδας, πειθαρχικών παραπτωμάτων και με επιστολές ημερομηνίας 24.11.2011 τους κάλεσε σε διοικητική απολογία.

Οι αιτητές υπέβαλαν την απολογία τους στο Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού στις 25.11.2011, αναφέροντας πως όσα καταλογίζονται σε βάρος τους δεν ευσταθούν. Στις 15.12.2011 οι αιτητές κλήθηκαν εκ νέου σε διοικητική απολογία από το Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού.  Οι αιτητές απάντησαν στην κλήση σε απολογία με αναφορά τους προς το Διοικητή Διοίκησης Πυροβολικού στις 18.12.2011, αναφέροντας πως θεωρούσαν αντικανονική την κλήση τους για δεύτερη φορά σε απολογία για τα ίδια κατ' ισχυρισμόν παραπτώματα.

 

Στις 19.12.2011 ο Διοικητής Διοίκησης Πυροβολικού με διαταγή τιμώρησε τους αιτητές με δεκαήμερη φυλάκιση, τους αιτητές στις 312/2012-314/2012 στη βάση του Κανονισμού 1 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς («οι Κανονισμοί») και τον αιτητή στην 315/2012 στη βάση του Κανονισμού 18.  Στις 30.12.2011 ο Διοικητής της Διοίκησης Πυροβολικού παρέδωσε στους αιτητές νέο έγγραφο με το οποίο τους γνωστοποίησε και πάλι την τιμωρία τους με δεκαήμερη φυλάκιση στη βάση τώρα του Κανονισμού 3(1) αναφορικά με τους αιτητές στις 312/2012-314/2012 και του Κανονισμού 3(18) ως προς τον αιτητή στην 315/2012.  Το νέο έγγραφο της ποινής των αιτητών φέρει και πάλιν ημερομηνία 19.12.2011.

 

Στις 2.1.2012 οι αιτητές υπέβαλαν παράπονο στον ιεραρχικά προϊστάμενο Διοικών Αξιωματικό σε σχέση με την επιβληθείσα σ' αυτούς ποινή.  Οπότε, στις 9.1.2012 ο Διοικητής Διοίκησης Πυροβολικού παρέδωσε στους αιτητές έγγραφο με ημερομηνία και πάλι 19.12.2011, με την ένδειξη «ορθή επανάληψη» με το οποίο επαναλαμβανόταν η τιμωρία της δεκαήμερης φυλάκισης παραθέτοντας και σχετική αιτιολογία. Ο Διοικητής Διοίκησης Πυροβολικού με επιστολή του ημερ. 20.1.2012 ενημέρωσε τους αιτητές για την απόρριψη των παραπόνων τους.

 

Στις 26.1.2012 ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ως διοικών Αξιωματικός του Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού, με επιστολή του προς το Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού και το Διοικητή της Μονάδας του αιτητή, επαύξησε την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή σε εικοσαήμερη. Στις 30.1.2012 οι αιτητές ενημερώθηκαν προφορικά για την εν λόγω επαύξηση από το Διοικητή της Διοίκησης Πυροβολικού.

 

Προδικαστική ένσταση

Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ως προς την εκτελεστότητα της πρώτης θεραπείας.  Κατά τον ισχυρισμό, η προσβαλλόμενη επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της δεκαήμερης φυλάκισης είχε συγχωνευθεί με την τελική πράξη της επιβολής επαυξημένης ποινής από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και κατά συνέπεια έχει απολέσει την αυτοτέλειά της.  Κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων ο κ. Σταυρινός δέχθηκε τελικά ότι εξετάζοντας τη νομιμότητα της δεύτερης πράξης, αναπόφευκτα θα εξεταστεί και η πρώτη πράξη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστικό όφελος από την προδικαστική ένσταση.  Ως εκ τούτου, απέσυρε την προδικαστική ένσταση.  Επομένως, κατά την εξέταση της προσφυγής θα εξεταστούν και οι λόγοι που περιστρέφονται γύρω από την αρχικώς επιβληθείσα ποινή.

 

Οι λόγοι ακυρότητας

Προβάλλονται διάφοροι λόγοι ακυρότητας:- (1) παραβίαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς λόγω του ότι υπήρξε παραβίαση ιεραρχίας, (2) παραβίαση του Καν. 7(1) λόγω μη ενημέρωσης των αιτητών από τον Ανακριτή σχετικά με την αναφορά του συμβάντος, (3) ότι η επιβολή ποινής παραβιάζει τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, (4) αναιτιολόγητα επαυξήθηκε η ποινή από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, (5) η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης, (6) παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και της αρχής της αμεροληψίας, και (7) παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

Όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, προκύπτει η ανάγκη για εξέταση μόνο του πρώτου ισχυρισμού, πως παραβιάστηκαν οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς λόγω παραβίασης της ιεραρχίας.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται πως το παράπονο του στρατιώτη έπρεπε, στη βάση των Κανονισμών 5 και 6, να υποβληθεί στο Διοικητή της Υπομονάδας στην οποία υπηρετούσε και ακολούθως εάν το παράπονό του αφορούσε μέλος άλλης υπομονάδας να ενημερώσει το διοικούντα αξιωματικό αυτού. Παραβιάστηκε συνεπώς η ιεραρχία, κατά την εισήγηση, με την κατευθείαν αναφορά του περιστατικού στο Διοικητή της μονάδας. Οι αιτητές υπηρετούσαν σε διαφορετικές πυροβολαρχίες, με διαφορετικούς διοικούντες αξιωματικούς, με τους αιτητές στην 314/2012 και 315/2012 να υπηρετούν στην ίδια με τον παραπονούμενο. Κατά τον αιτητή, ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι επειδή το περιστατικό αφορούσε μέλη τα οποία ανήκαν σε διάφορες υπομονάδες της 189 ΜΜΠ, αρμόδιος ήταν ο Διοικητής της συγκεκριμένης μονάδας (Ανχης K.K.) ο οποίος ήταν ο καθ' ύλην κατά το Νόμο αρμόδιος αξιωματικός και όχι ο Διοικητής της Διοίκησης Πυροβολικού (Ταξίαρχος Α.Μ.).

 

Έχω τη γνώμη ότι ο ισχυρισμός των αιτητών πως λανθασμένα ο παραπονούμενος στρατιώτης δεν υπέβαλε το παράπονό του στο διοικητή υπομονάδας αντί στο διοικητή της μονάδας με αποτέλεσμα να υπάρξει ιεραρχική υποκατάσταση δεν ευσταθεί καθότι οι Κανονισμοί δεν δημιουργούν αρμόδιους αξιωματικούς κατά περίπτωση και βεβαίως εδώ δεν εξετάζεται οποιαδήποτε ενέργεια του στρατιώτη. Ούτε θεωρώ ότι υπήρξε υποκατάσταση στην ιεραρχία με τη μη ανάμειξη των διοικητών υπομονάδων καθότι στον Κανονισμό 5(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών περιλαμβάνεται μεν και ο διοικητής υπομονάδος αλλά, καθώς αντιλαμβάνομαι, όχι περιοριστικά. Δηλαδή, ο Κανονισμός δεν επιβάλλει πως διοικών αξιωματικός είναι ο διοικητής υπομονάδος όπου αυτός υπάρχει.

 

Ο Κανονισμός 5(1) έχει ως ακολούθως:-

«Δια τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών «διοικών αξιωματικός» σημαίνει τον διοικητή της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος».

 

Είναι φανερό πως «διοικών αξιωματικός» μπορεί να είναι είτε ο διοικητής της μονάδας είτε ο διοικητής υπομονάδας στην οποία ανήκει το ενδιαφερόμενο μέλος και συνεπώς δεν διαπιστώνεται, σε αυτή την έκταση, παράβαση του Κανονισμού.

 

Στρεφόμενοι τώρα στον ισχυρισμό ότι ο Διοικητής της Διοίκησης Πυροβολικού παρανόμως υποκατέστησε το Διοικητή της Μονάδας, ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως ήταν αντικειμενικά αδύνατο για το διοικούντα αξιωματικό των αιτητών, Διοικητή της 189 ΜΜΠ, να επιληφθεί της υπόθεσης αφού οι έρευνες στρέφονταν και κατά του ιδίου.  Εδράζει τον ισχυρισμό του στο άρθρο 13(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) το οποίο προβλέπει ότι αν υπάρχει «αντικειμενική αδυναμία» τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο Νόμος, η διοίκηση μπορεί να ακολουθήσει «παραπλήσια διαδικασία».  Ακολουθήθηκε συνεπώς νομίμως, κατά το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, μία «παραπλήσια διαδικασία».

 

Η θέση αυτή συναντά την αντίδραση του δικηγόρου των αιτητών ο οποίος, με παραπομπή στην Κλαύδιος Αυγουστή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1538/1999, ημερ. 30.4.2001, εισηγείται πως δεν δικαιολογείται η υποκατάσταση που υπήρξε.

 

Στην Κλαύδιος Αυγουστή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ανωτέρω, κλήθηκε σε απολογία και ο διοικών αξιωματικός για το ίδιο όπως τον αιτητή γεγονός, όπως και στην παρούσα, και το Δικαστήριο έκρινε πως η ιεραρχική υποκατάσταση από το διοικητή στον οποίο υπαγόταν ιεραρχικά η μονάδα του διοικούντα αξιωματικού στερείτο νομιμότητας με το ακόλουθο σκεπτικό:-

«Είναι βέβαιο ότι ενόψει των Κανονισμών ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας εστερείτο αρμοδιότητας. Δεν αναφέρθηκε οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κανονισμού που να επιτρέπει ή να νομιμοποιεί αρμοδιότητα επέμβασης του ιεραρχικού προϊσταμένου του «διοικούντος αξιωματικού» σε τέτοιας φύσεως περιστάσεις. Η ιεραρχική λοιπόν υποκατάσταση είναι σ' αυτήν την περίπτωση ανεπίτρεπτη. Πιθανό να υπάρχει κενό νόμου αλλά δεν επαφίεται στο Δικαστήριο να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο αρμόδιος να επιβάλει ποινή υπό τις περιστάσεις, και ούτε θα ήταν σύμφωνο με τις αρχές του δικαίου, σε περίπτωση σιωπής του νόμου, να υιοθετηθεί απόφαση δυσμενής για το διοικούμενο».

 

Στη Ζήνωνα Μιχαηλίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1074/2001, ημερ. 22.10.2003, όπως εξηγείται από το Δικαστήριο:-

«Μεταξύ των αξιωματικών, εναντίον των οποίων ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη, ήταν και ο αντισυνταγματάρχης Ζηνιέρης, ο οποίος επέβαλε την επίδικη ποινή στον αιτητή. Αυτό προφανώς έγινε για να ακολουθηθεί η ιεραρχική κατάταξη στο στρατό. Η ενέργεια όμως αυτή πλήττει καίρια την αρχή του δικαίου, πως ουδείς μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης. Εναντίον του αντισυνταγματάρχη είχε επίσης ασκηθεί η ίδια πειθαρχική δίωξη, και επομένως είχε προσωπικό συμφέρον στη διαδικασία. Κρίθηκε και ο ίδιος υπεύθυνος, και με τη σειρά του έκρινε, καταδίκασε και επέβαλε ποινή στον αιτητή. Η διαδικασία αυτή ήταν προδήλως ανεπίτρεπτη».

 

Κατά την άποψή μου και σε συμφωνία με το δικηγόρο των αιτητών, ο Διοικητής της Μονάδας στην υπό εκδίκαση υπόθεση δεν είχε «προσωπικό συμφέρον στη διαδικασία» όπως στη Ζήνωνα Μιχαηλίδη, ανωτέρω, ώστε να ακολουθηθεί «παραπλήσια διαδικασία».  Εδώ, η εισήγηση του Ανακριτή ήταν ο εν λόγω Διοικητής να ελεγχθεί πειθαρχικά «για παράβαση του άρθρου 3(α) του πειθαρχικού κώδικα επειδή καθυστέρησε να αναφέρει το συμβάν σχετικά με τον Στρτη Γιωργαλλή κατά 24 ώρες»[1] ενώ η εισήγηση αναφορικά με τους αιτητές ήταν «να ελεγχθούν πειθαρχικά για παράβαση των άρθρων 1, 2(γ)(ε), 7(β)(γ) και 18 του πειθαρχικού κώδικα και να διωχθούν ποινικά για παράβαση των άρθρων 79, 81, 82 και 101 του ΣΠΚ επειδή περιτύλιξαν τον Στρτη Γιωργαλλή Παντελή με τέλα .». Η ποινή που εν τέλει επιβλήθηκε στους αιτητές ήταν στη βάση του Κανονισμού 3(1) αναφορικά με τους αιτητές στις 312/2012-314/2012 («Αναξιοπρεπής και ανοίκειος συμπεριφορά, ήτοι εάν μέλος τι ενεργή κατά τρόπον προκαλούντα αταξίαν, ή κατά τρόπον επιβλαβή δια την πειθαρχίαν, ή κατά τρόπον όστις είναι εύλογον και πιθανόν ότι θα προσβάλη την υπόληψιν της Δυνάμεως») και του Κανονισμού 3(18) ως προς τον αιτητή στην 315/2012 («Συνεργία εις πειθαρχικόν παράπτωμα, ήτοι εάν μέλος συνεργήση, ή εν γνώσει αυτού είναι συνένοχον εις την διάπραξιν πειθαρχικού παραπτώματος»).

 

Τα πιο πάνω βρίσκονται σε αντίθεση με ό,τι έγινε στη Ζήνωνα Μιχαηλίδη, ανωτέρω, όπου εναντίον του εκεί διοικούντα αξιωματικού «είχε επίσης ασκηθεί η ίδια πειθαρχική δίωξη».  Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 13(3) του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο επικαλείται ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, καθότι κατά την άποψή μου δεν υπάρχει «αντικειμενική αδυναμία» τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, ώστε η διοίκηση να μπορεί να ακολουθήσει μια «παραπλήσια διαδικασία».  Το γεγονός ότι ο διοικών αξιωματικός των αιτητών θα ελεγχόταν πειθαρχικά για καθυστέρηση στην αναφορά του περιστατικού και όχι για ανάμειξή του στο πιο πάνω επεισόδιο, καθορίζει την ανυπαρξία «αντικειμενικής αδυναμίας» στην προσωπική διερεύνηση του αναφερόμενου παραπτώματος και εν τέλει στην ενδεχόμενη επιβολή ποινής.

 

Θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω επίσης πως στην αναφορά συμβάντος στην οποία προέβηκε ο Διοικητής της Μονάδας προς τη Διεύθυνση Προσωπικού (ΔΙΠΡΟ) του ΓΕΕΦ ημερ. 19.10.2011, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, πως «η Μονάδα διέταξε ανάκριση», δηλαδή ο Διοικητής της Μονάδας είχε ήδη διατάξει ανάκριση.  Είναι ο Αρχηγός Εθνικής Φρουράς που διέταξε στη συνέχεια το Διοικητή της Μονάδας Πυροβολικού να διερευνήσει το συμβάν και δεν προκύπτει από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πως είναι επειδή ήταν «αντικειμενικά αδύνατο» που διατάχθηκε ο διοικών αξιωματικός του Διοικητή της Μονάδας να προβεί σε έρευνα και ακολούθως σε επιβολή ποινής.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει πως η επιβολή ποινής δεκαήμερης φυλάκισης αναρμοδίως επιβλήθηκε από το Διοικητή της Μονάδας Πυροβολικού. Επειδή η επιβληθείσα αυτή ποινή αποτέλεσε τη βάση της κατοπινής απόφασης του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς να προβεί σε επαύξησή της σε είκοσι ημέρες, συμπαρασύρεται και η τερματική αυτή απόφαση σε ακυρότητα (βλ. Ζένιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 435/06, ημερ. 27.7.07, Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 910/10, ημερ. 7.6.11 και Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 296/11, ημερ. 16.2.12).

 

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε πάσχει στη ρίζα της και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται η ενασχόληση με άλλα εγειρόμενα θέματα. Σύντομη αναφορά θα γίνει μόνο στον ισχυρισμό πως παραβιάστηκε το δικαίωμα των αιτητών να τύχουν ενημέρωσης σχετικά με την αναφορά του συμβάντος πριν τη διενέργεια της ανάκρισης από τον Ανακριτή, η οποία δεν έγινε και μάλιστα γραπτώς, κατά παράβαση του Καν. 7(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

 

Όπως ορθά παρατηρούν οι καθ' ων η αίτηση, πρόκειται για ποινική ανάκριση και ο επικαλούμενος από τους αιτητές Καν. 7(1) των εν λόγω Κανονισμών δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση. Η θέση του δικηγόρου των αιτητών πως ο πιο πάνω Κανονισμός εφαρμόζεται αναλογικά σε ποινική ανάκριση προβάλλεται χωρίς στοιχειοθέτηση και ως τέτοιος δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €500 έξοδα υπέρ του Αιτητή στην κάθε προσφυγή.  Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                   (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Ο Καν. 3(3)(α) προβλέπει ότι «Αμέλεια καθήκοντος, ήτοι εάν μέλος αμελή, ή άνευ νομίμου και επαρκούς αιτίας παραλείπη να επιληφθή ταχέως και επιμελώς των καθηκόντων αυτού ως μέλους, ή να εκτελέση ταύτα .».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο