ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1393/2011 και 1422/2011)

 

19 Ιουλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1393/2011)

 

ΔΡ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1422/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ο Αιτητής στην 1393/2011 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή στην 1422/2011.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για το ΕΜ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-  Στις 21.4.2011 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Οι αιτητές, ως υποψήφιοι μεταξύ των εννέα συνολικά, προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερ. 16.9.2011 να προαγάγει το Γεώργιο Κυριακίδη (ΕΜ) αντί αυτών.  Οι δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν.

 

Τα γεγονότα

Στις 15.9.2011 διεξάχθηκε ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση των υποψηφίων στην οποία παρίστατο και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος η οποία αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων ως ακολούθως: Γρουτίδης (αιτητής στην 1393/2011)): Πάρα πολύ καλός, Παπαευσταθίου (αιτητής στην 1422/2011): Καλός, Κυριακίδης (ΕΜ): Εξαίρετος. Στη συνέχεια, η Γενική Διευθύντρια σύστησε για προαγωγή το ΕΜ. Την επομένη, 16.9.2011, η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, υπό το φως και των κρίσεων της Γενικής Διευθύντριας ως εξής: Γρουτίδης (αιτητής στην 1393/2011): Πάρα πολύ καλός, Παπαευσταθίου (αιτητής στην 1422/2011): Πολύ καλός, Κυριακίδης (ΕΜ): Εξαίρετος. Ακολούθως, η ΕΔΥ προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

 

Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Η ΕΔΥ έκρινε ότι το ΕΜ υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον καταλληλότερο και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Υπόθεση αρ. 1393/2011

Ο Αιτητής χειρίστηκε την υπόθεση μόνος του, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου.  Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί του θα εξεταστούν μαζί εφόσον συνδέονται μεταξύ τους.

Με τον πρώτο του ισχυρισμό προτείνει πως το ΕΜ στερείται του προσόντος 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης», και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει εφόσον λήφθηκε με έλλειψη δέουσας έρευνας, κάτω από νομική και πραγματική πλάνη και αναιτιολόγητα.

 

Εισηγείται πως ο δικαστικός έλεγχος είναι ανέφικτος εφόσον δεν είναι ξεκάθαρο τι μέτρησε για να θεωρηθεί ότι το ΕΜ κατέχει το εν λόγω απαιτούμενο προσόν. Αμφισβητεί τη χρονική διάρκεια, το επίπεδο αλλά και το γεγονός της πραγματοποίησης καν  αυτών των σπουδών, δηλαδή του μεταπτυχιακού προσόντος και του διδακτορικού του ΕΜ εφόσον φαίνεται παραδόξως να έχουν αποκτηθεί με διαφορά περίπου 5 μηνών από ιδρύματα δύο διαφορετικών χωρών και ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν στην Κύπρο αλλά και χωρίς να έχει εξασφαλιστεί  άδεια απουσίας όταν το πρόγραμμα της Σχολής από το οποίο εξασφαλίστηκε το μεταπτυχιακό απαιτεί μερική φυσική παρουσία και προτάσσει πως η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα προς διευκρίνιση των πιο πάνω και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει.

 

Αποτελεί το δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή πως υπό πλάνη η ΕΔΥ βάσισε την απόφασή της στην παράνομη απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου το οποίο αναγνώρισε το μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο του ΕΜ, χωρίς να ερευνήσει κατά πόσο το ΕΜ πράγματι πραγματοποίησε τις σχετικές σπουδές. Προβάλλει εν προκειμένω επιχειρήματα στην προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης του για το παράνομο της απόφασης του Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου.

 

Για να υποστηρίξει τη θέση πως η ΕΔΥ προέβη στη σχετική δέουσα έρευνα η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παραπέμπει σε επιστολή της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας της Ελλάδας ημερ. 30.1.2012 προς τον αιτητή, σύμφωνα με την οποία πέραν από την κλασική διαδικασία, η Σχολή «δέχεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως σπουδαστές και στελέχη Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, από όμορες χώρες, με ειδική διαδικασία επιλογής και με ειδικό πρόγραμμα». Στη δε παράγραφο 4 αυτής αναφέρεται ότι «ο κ. Κυριακίδης παρακολούθησε επιτυχώς το ειδικό πρόγραμμα, το οποίο εκπονήθηκε με το συντονισμό του Τομέα Κτηνιατρικής Δημόσιας Υγείας και του απονεμήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό Σπουδών της ΕΣΔΥ».

 

Ο δικηγόρος του ΕΜ υιοθετεί στο σύνολό της τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση. Προσθέτει όμως συναφώς, πως ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να προβληθεί στην παρούσα διαδικασία. Θα έπρεπε να τεθεί σε διαδικασία άλλη, και ειδικότερα στα πλαίσια της διαδικασίας αναγνώρισης των τίτλων από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο.

 

Ορθά παρατηρεί ο αιτητής πως η πιο πάνω απευθυνόμενη προς τον ίδιο, επιστολή της 30.1.2012 είναι κατοπινή της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν αποτέλεσε αιτιολογικό στήριγμα της επίδικης απόφασης ώστε να θεωρηθεί  ότι στη βάση της η ΕΔΥ προέβη στη δέουσα έρευνα. Όμως, σε συμφωνία με τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση, πιστεύω πως οι ισχυρισμοί θα πρέπει να απορριφθούν. Εναπόκειται στον αιτητή να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης και φαίνεται πως η προς αυτόν πιο πάνω επιστολή της ΕΣΔΥ δεν τον βοηθά.

 

Και οι δύο πιο πάνω ισχυρισμοί έχουν την ίδια βάση. Αποδοχή τους θα σήμαινε, καθώς αντιλαμβάνομαι, κήρυξη της απόφασης του Κτηνιατρικού Συμβουλίου ως παράνομης. Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να ακυρώνει διαδικασίες ανεξάρτητες της υπό εξέταση, εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτο παρεμπίπτων έλεγχο (βλ. Δρ. Χριστόδουλος Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1511/2010, ημερ. 27.9.2012). Η εν λόγω απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου έχει, καθώς σημειώνει ο αιτητής, προσβληθεί με προσφυγή η οποία εκκρεμεί. Η απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου δεν έχει ακυρωθεί δικαστικώς και η λήψη αυτής υπόψη από την ΕΔΥ δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ως νόμιμη εφόσον δεν αναιρείται η επιβαλλόμενη από το άρθρο 12 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) υποχρέωση ενός διοικητικού οργάνου, στην περίπτωση της ΕΔΥ, να αναγνωρίσει ως ισχυρή την απόφαση άλλου διοικητικού οργάνου, εδώ του Κτηνιατρικού Συμβουλίου, εφόσον αυτή είχε εξωτερικά τα γνωρίσματα έγκυρης πράξης.

 

Ο αιτητής εισηγείται ότι το ΕΜ στερείται του προσόντος 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή «πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας» εφόσον η ΕΔΥ παραλείποντας να διεξαγάγει δέουσα έρευνα, δέχτηκε την κατοχή της τέτοιας γνώσης κατά τεκμήριο λόγω απαίτησης για το ίδιο επίπεδο γνώσης στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Κτηνιατρικού Λειτουργού Α' την οποία το ΕΜ κατείχε. Παραπέμπει στα όσα λήφθηκαν υπόψη κατά τη συνεδρία της ΕΔΥ το 1999 για την αναγνώριση αυτή, στα πλαίσια άλλης διαδικασίας, για να εισηγηθεί πως η ΕΔΥ εν προκειμένω δεν θα έπρεπε να θεωρήσει πως το ΕΜ κατείχε το προσόν κατά τεκμήριο.

 

Ορθά κατά τη γνώμη μου, οι καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν πως η κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής πράγματι τεκμαίρεται ενόψει κατοχής προηγούμενων θέσεων οι οποίες το απαιτούν. Με τις θέσεις του ο αιτητής ουσιαστικά ανεπιτρέπτως επιχειρεί την αναψηλάφηση της τότε προαγωγής του προαχθέντος όσο και αν ο ίδιος ισχυρίζεται πως δεν επιχειρεί αυτό (βλ. Ανδρέας Κούλη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1038/2000, ημερ. 22.1.2002 και Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 410).  Στην ύπαρξη τεκμηρίου κατοχής προσόντος ενόψει αναγνώρισης κατοχής σε προηγούμενες θέσεις, δεν χωρεί ζήτημα περαιτέρω έρευνας με τη μορφή διαπίστωσης πλήρωσης ή όχι προσόντων στη βάση της σχετικής εγκυκλίου της ΕΔΥ, γι' αυτό και, κάτω από αυτά τα δεδομένα, η πιο πάνω θέση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.  Καθώς αντιλαμβάνομαι, το παράδειγμα του αιτητή με αναγνώριση προσόντων στη βάση πλαστών στοιχείων για τα οποία πλέον η διοίκηση θα υποχρεούτο να παρακάμψει τεκμήριο κατοχής προσόντων δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα. Εδώ ο αιτητής στην ουσία αμφισβητεί τη δέουσα έρευνα που έγινε σε προηγούμενη προαγωγή του ΕΜ, πράγμα, όπως λέχθηκε, ανεπίτρεπτο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Ακολούθως, ο αιτητής προτείνει πως η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας είναι παράνομη ή αναιτιολόγητη.  Παρά το ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και ως τέτοια δεν προβλέπεται αιτιολογία της σύστασης, η σύσταση δεν καταγράφει καν τα κριτήρια στα οποία βασίστηκε και είναι συνεπώς μηδενικής αξίας. Ειδικότερα, ο αιτητής παραπονείται ότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 15.9.2011 δεν τέθηκαν τα δικά του στοιχεία ενώπιον της Γενικής Διευθύντριας για να τα μελετήσει πριν δώσει τη σύστασή της. Αυτό προκύπτει, σύμφωνα με τον αιτητή, από την αναφορά στα πρακτικά ότι ενώπιόν της τέθηκαν μόνο οι Προσωπικοί φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και συνεπώς όχι τα στοιχεία του αιτητή ο οποίος ήταν εξωτερικός αιτητής.  Ως συνέπεια, η κρίση της Γενικής Διευθύντριας διαμορφώθηκε μόνο από την προφορική εξέταση με αποτέλεσμα να παραβαίνει την αρχή της ισότητας και του ενιαίου μέτρου κρίσης. Η κρίση από την προφορική συνέντευξη αποτελεί εξωγενή παράγοντα.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος, αν και συμπλέκεται μερικώς με τον όγδοο λόγο ακυρότητας, θα εξεταστεί ξεχωριστά εφόσον ο όγδοος λόγος θίγει μια διαφορετική πτυχή της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας.  Στο πρακτικό της ΕΔΥ καταγράφεται πως στη διάθεση της Γενικής Διευθύντριας «είχαν τεθεί οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Στη διάθεσή της, επίσης, η Γενική Διευθύντρια είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους».  Δεν θα ήμουν έτοιμος να δεχθώ πως το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε ότι ενώπιον της Γενικής Διευθύντριας τέθηκαν και οι αιτήσεις των εξωτερικών υποψηφίων, πράγματι κάτι τέτοιο δεν έγινε.  Δεν σημαίνει ότι δεν είχε ενώπιον της η Γενική Διευθύντρια άλλα στοιχεία σχετικά με τους εξωτερικούς υποψηφίους, όπως ο αιτητής, ή ότι ενήργησε με δυσμενή διάρκιση (βλ. Γρουτίδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις 1417/2006 κ.α., ημερ. 18.3.2009).

 

Ως προς το αναιτιολόγητο της σύστασης παρατηρώ πως είναι μόνο στις περιπτώσεις θέσεων προαγωγής που η κρίση του προϊσταμένου σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ αποτελεί εξωγενή παράγοντα. Εδώ έχουμε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων από τη Γενική Διευθύντρια συνιστά βοήθημα στο έργο του αρμόδιου οργάνου για να σχηματίσει καλύτερα το ίδιο ορθή άποψη και δεν υπάρχει σε αυτό οτιδήποτε το μεμπτό [βλ. Βασιλειάδης κ.α. ν. Μάρως Κληρίδου Τσιάππα κ.α. (2005) 3 ΑΑΔ 403 στην οποία παραπέμπουν οι καθ' ων η αίτηση και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 ΑΑΔ 265].  Συνεπώς, ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

 

Προβάλλεται ως πέμπτος λόγος ακύρωσης η μη αξιολόγηση και μη απόδοση της δέουσας βαρύτητας τόσο στο πρόσθετο συναφές ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή στα Νομικά όσο και στα εν γένει ακαδημαϊκά προσόντα του αλλά και η απουσία ή ελλιπής σύγκριση ως προς αυτά τα οποία εν πάση περιπτώσει υπερείχαν σε αξία έναντι αντιστοίχων του ΕΜ. Λανθασμένα δε η ΕΔΥ κατέταξε είτε το μεταπτυχιακό δίπλωμα του ΕΜ είτε το διδακτορικό του τίτλο ως πρόσθετο προσόν. Η υπεροχή αυτή του αιτητή σε προσόντα, κατά τον ισχυρισμό, υπερακοντίζει την οριακή υπεροχή του ΕΜ στην προφορική εξέταση. Επίσης η ΕΔΥ δεν προέβη σε σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ΕΜ αναφορικά με το προσόν 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή την κατοχή «δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης της κτηνιατρικής από την οποία πενταετής τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία».  Ο αιτητής εισηγείται ότι η πείρα του γενικώς είναι καταφανώς εκτενέστερη από του ΕΜ, εφόσον ανάγεται στο 1981 ενώ του ΕΜ στο τέλος του 2002.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή πως δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο του της Νομικής, παρατηρείται πως η ΕΔΥ το έκρινε ως συναφές με τα καθήκοντα της διευθυντικής αυτής θέσης και το έλαβε υπόψη, όχι όμως ως αποδίδον την απαιτούμενη υπεροχή ώστε ο αιτητής να επιλεγεί αντί του ΕΜ.  Το μέτρο αξιολόγησης μη απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων έχει οριστεί από τη νομολογία (βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374) στο μέτρο αυτό κινήθηκε η ΕΔΥ και δεν εντοπίζεται παρανομία.

 

Πιο πάνω έχει απορριφθεί ισχυρισμός του αιτητή περί υπεροχής του σε προσόντα ενόψει της ποιότητας των τίτλων του ΕΜ. Συνεπώς, δεδομένης της νομιμότητας στη λήψη υπόψη των προσόντων του ΕΜ, αλλά και έχοντας υπόψη πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν διακρίνει μεταξύ των κατεχομένων από τον αιτητή και το ΕΜ μεταπτυχιακών τίτλων, ο ισχυρισμός του αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 

Ο έκτος λόγος ακύρωσης περιστρέφεται γύρω από την καθοδήγηση την οποία η ΕΔΥ άντλησε από τη νομολογία, η οποία, κατά την εισήγηση, είναι μεροληπτική εφόσον η ΕΔΥ δεν άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία και στο θέμα της πείρας στο οποίο ο αιτητής υπερέχει έναντι του ΕΜ. Περαιτέρω, η προταθείσα νομολογία διαφοροποιείται από την παρούσα καθότι συγκρίνει μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση αλλά μόνο έναντι της αρχαιότητας και όχι των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων.

 

Το θεωρώ εύλογο η διοίκηση να ενισχύει την απόφασή της με νομολογία και βεβαίως η επιλογή της νομολογίας αναμένεται να γίνεται στη βάση αυτής της απόφασης. Εξάλλου, δεν προκαθορίζεται ορισμένη βαρύτητα οποιουδήποτε στοιχείου κρίσης. Η βαρύτητα αυτή συναρτάται προς τους ιδιαίτερους συσχετισμούς που η κάθε περίπτωση δικαιολογεί (Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 275) και εν προκειμένω ένα από τα κριτήρια υπεροχής του ΕΜ στο οποίο η ΕΔΥ, ευλόγως υπό τις περιστάσεις, απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα ήταν η απόδοση στις συνεντεύξεις για την οποία και παραθέτει σχετική νομολογία.  Συνεπώς ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

 

Στον έβδομο λόγο ακύρωσης ο αιτητής εισηγείται πως, για λόγους που εξηγεί, ο τρόπος διεξαγωγής της προφορικής εξέτασης από την ΕΔΥ είναι αυθαίρετος. Παραπέμπει δε σε στοιχεία τα οποία αντλεί από προηγούμενες διαδικασίες ενώπιον της ΕΔΥ στις οποίες ο ίδιος συμμετείχε και τα οποία φανερώνουν, κατά τον αιτητή, ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ήταν τότε και τώρα προαποφασισμένη και συνεπώς η αξιολόγηση του ΕΜ εν προκειμένω ως εξαίρετου είναι χωρίς αξία και αναξιόπιστη. Η διαφορά στη μεταξύ του αιτητή και του ΕΜ αξιολόγηση, ήταν εν πάση περιπτώσει, στη βάση της νομολογίας, οριακή. Η διαφορά αυτή, σύμφωνα με τον αιτητή, σμικρύνεται ακόμη περισσότερο εάν ληφθεί υπόψη ότι ο αιτητής ήταν εξωτερικός υποψήφιος και συνεπώς όχι «ευνοούμενος» δημόσιος υπάλληλος.

Κλίνω υπέρ της άποψης των καθ' ων η αίτηση πως ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το είδος των ερωτήσεων που υποβάλλονται κατά την προφορική εξέταση άπτεται της νοητικής διεργασίας των μελών του συλλογικού οργάνου η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2009) 3ΑΑΔ 251 και άρθρο 24(2) Ν. 158(Ι)/99).  Ούτε και το περιεχόμενο της προφορικής εξέτασης απαιτείται να καταγράφεται (Πούρος, ανωτέρω). Δεν ελέγχεται η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, αρκεί να καταγραφεί η γενική εντύπωση, πράγμα που εδώ έγινε. Επίσης, τα όσα ο αιτητής προβάλλει προς υποστήριξη της θέσης του ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση είναι αναξιόπιστη δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη νομιμότητα της πράξης, ούτε έμμεσα ως ο ίδιος εισηγείται. Η διαφορά του «Εξαίρετος» του ΕΜ με το «Πάρα Πολύ Καλός» του αιτητή είναι μεν οριακή, όπως ορθά παρατηρεί ο αιτητής και δέχεται η νομολογία, όμως δεν παύει να είναι υπαρκτή και συνεπώς, κάτω από τα δεδομένα, ορθά αποτέλεσε μαζί με τη νόμιμη, όπως κρίθηκε, σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, κριτήριο επιλογής. Ενόψει δε ότι δεν διαφάνηκε οποιαδήποτε «εύνοια» υπέρ των υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, ο ισχυρισμός του αιτητή περί, ενόψει αυτής, σμίκρυνσης της οριακής διαφοράς στην αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 

Ο αιτητής περαιτέρω προτείνει με τον όγδοο λόγο ακυρότητας πως ποινική δίωξη εναντίον του ΕΜ, η οποία σχετίζεται με το δημόσιο συμφέρον, έπρεπε να είχε ερευνηθεί και να τύχει σχολιασμού από την ΕΔΥ.  Επίσης έπρεπε να ληφθεί υπόψη όχι μόνο κατά τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, αλλά και από την ΕΔΥ, έχοντας άμεση συνάρτηση με το απαιτούμενο προσόν 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας που προνοεί για «ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία».  Αντιθέτως, αυτοί παρέλειψαν να ερευνήσουν το στοιχείο αυτό, επιδεικνύοντας ευνοϊκή προς το ΕΜ μεταχείριση η οποία καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη.

 

Οι καθ' ων η αίτηση  αντιτείνουν πως,  κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν υπήρχε καταδίκη παρά μόνο δίωξη η οποία δεν αποτελεί εμπόδιο στην προαγωγή υπαλλήλου. Συνεπώς τα όσα συναφώς εισηγείται ο αιτητής δεν ευσταθούν.

 

Για να εξεταστεί ο λόγος ακυρότητας, θα πρέπει να γίνει μια σύντομη υπόμνηση των βασικών γεγονότων και ημερομηνιών που έχουν σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.  Από τις 15.10.2009 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πληροφόρησε τους Καθ' ων η αίτηση ότι ζήτησε από την αστυνομία να διενεργήσει ανάκριση για τη διαπίστωση του ενδεχόμενου διάπραξης ποινικών αδικημάτων από το ΕΜ και ένα άλλο άτομο σε σχέση με «ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις για διορισμούς (ρουσφέτι) στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος».  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το αδίκημα είναι τέτοιας φύσης που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

 

Στις 4.1.2010 ο Γενικός Εισαγγελέας με νέα επιστολή του πληροφορούσε τόσο την Αν. Γενική Διευθύντρια του συγκεκριμένου Υπουργείου, όσο και την ΕΔΥ ότι:-

«Η Αστυνομία διενήργησε τις δέουσες ανακρίσεις και, όταν τις ολοκλήρωσε, μου διαβίβασε το σχετικό φάκελο.  Από τη μελέτη του φακέλου κατέληξα στο συμπέρασμα ότι υφίσταται μαρτυρία η οποία δικαιολογεί την ποινική δίωξη των κ.κ. Αρτέμη Αντωνιάδη, Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών στο Υπουργείο σας, και Γιώργου Κυριακίδη, Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, κατά παράβαση των άρθρων 105 και 105Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Τα αδικήματα για τα οποία έδωσα οδηγίες για ποινική δίωξη των δύο πιο πάνω Λειτουργών αφορούν κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 105) και επηρεασμό αρμόδιας αρχής (άρθρο 105Α).».

 

Παρά τα πιο πάνω, στις 24.2.2010 εγκρίνεται μετάθεση του ΕΜ από το Επαρχιακό Κτηνιατρικό Γραφείο Λάρνακας στα Κεντρικά Γραφεία Λευκωσίας.

 

Στις 21.4.2011 δημοσιεύτηκε η κενωθείσα θέση για την οποία το ΕΜ ήταν υποψήφιος.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η παράγραφος 3(4) των απαιτούμενων προσόντων προέβλεπε, μεταξύ άλλων, για «ακεραιότητα χαρακτήρα».  Επομένως τόσο η Γενική Διευθύντρια όσο και η ΕΔΥ όφειλαν να στρέψουν την προσοχή τους και σ' αυτή την πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπως έπραξαν και με τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις.  Κατά την άποψή μου όμως, παρέλειψαν να το πράξουν.  Ενώ από το 2009 και 2010 ευρίσκονταν στο φάκελο στοιχεία για ποινική δίωξη του ΕΜ, δεν φρόντισαν να ζητήσουν λεπτομέρειες ως προς το στάδιο το οποίο βρισκόταν η δίωξη ή να ερευνήσουν αν ολοκληρώθηκε και αν ναι, κατά πόσον υπήρξε καταδίκη.  Αντίθετα, αγνόησαν παντελώς το στοιχείο αυτό και προχώρησαν, η μεν Διευθύντρια να συστήσει το ΕΜ, η δε ΕΔΥ να τον επιλέξει ως τον καταλληλότερο, χωρίς να στρέψουν την προσοχή τους στο απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα και στην πορεία της ποινικής δίωξης.  Ως εκ τούτου και ενώ εκδικαζόταν η ποινική υπόθεση 8581/2010, η ΕΔΥ το 2011 προήξε το ΕΜ στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, χωρίς να αξιολογήσει την εκκρεμούσα ποινική διαδικασία και χωρίς να διερευνήσει κατά πόσον αυτή πλησίαζε στην περάτωση.

 

Κατά την άποψή μου, ορθά παραπονείται ο Αιτητής ότι η ΕΔΥ όφειλε είτε να καθυστερήσει την περάτωση της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, είτε να προβληματιστεί κατά πόσον θα έπρεπε για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος να θέσει το ΕΜ σε διαθεσιμότητα, δυνάμει του άρθρου 85(2).  Τελικά το ΕΜ, αφού προήχθη, στη συνέχεια άλλαξε απάντηση στην ποινική υπόθεση και παραδέχθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα στις 5.10.2012 να του επιβληθεί ποινή.

 

Συμφωνώ με τη δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχε καταδίκη.  Όμως υπήρχε δίωξη και εκκρεμής ποινική διαδικασία, η οποία συνέχιζε από το 2010.  Από τη στιγμή που το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε για ακεραιότητα χαρακτήρα, η Γενική Διευθύντρια και η ΕΔΥ όφειλαν τουλάχιστον να προβούν σε πλήρη και δέουσα έρευνα, προτού αποφασίσουν να προχωρήσουν.  Δεν είναι δυνατό σ' αυτό το στάδιο να προβλεφθεί, ενόψει των διαφόρων επιλογών που υπήρχαν πώς θα ενεργούσε η Γενική Διευθύντρια και τι θα έπραττε τελικά η ΕΔΥ.  Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει παντελής έλλειψη έρευνας κατά πόσον το ΕΜ πληρούσε το συγκεκριμένο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αντίστοιχη αρχή και να εγείρεται το ενδεχόμενο πλάνης προς την ικανοποίηση των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας από το ΕΜ.  Το δημόσιο συμφέρον είναι έντονο στο να πληρωθεί μια θέση ψηλά στην ιεραρχία από άτομο που έχει ακέραιο χαρακτήρα και η διοίκηση όφειλε προτού ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια τουλάχιστον να ερευνήσει το θέμα.  Η πιθανότητα καταδίκης του ΕΜ στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήταν ένα ενδεχόμενο το οποίο όμως ουδόλως απασχόλησε τη Διευθύντρια και την ΕΔΥ, παρά μόνο μετά την προαγωγή του ΕΜ.

Η ΕΔΥ τελικά ασχολήθηκε με το θέμα 6 μήνες μετά την προαγωγή του ΕΜ, αποστέλλοντας επιστολή ημερ. 21.3.2012 στη Γενική Διευθύντρια, ζητώντας ενημέρωση για την εξέλιξη της υπόθεσης.  Κατά την κρίση μου, ο όγδοος λόγος ακυρότητας ευσταθεί.

 

Τέλος, ο Αιτητής προβάλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και επειδή δεν επιλέγηκε ο καταλληλότερος υποψήφιος. Αυτό, εφόσον παραγνωρίστηκε η έκδηλη υπεροχή του αιτητή σε αξία, προσόντα και πείρα. Ιδιαίτερα ως προς την πείρα του, ο αιτητής εισηγείται πως είναι εκτενέστερη έναντι του ΕΜ, εφόσον αρχίζει το 1981 αντί του ΕΜ η οποία αρχίζει το 1984. Τα πιο πάνω στοιχειοθετούν, κατά τον αιτητή, έκδηλη υπεροχή του.

 

Ο αιτητής καταγράφει στη γραπτή του αγόρευση τη διάρκεια εξασφάλισης των προσόντων του ως ακολούθως:-

Αιτητής - πτυχίο Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1975-1981), Διδακτορικό - Doctor of Philosophy, Royal Veterinary College, University of London (1985-1988), πτυχίο Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών (1974-1979).

 

Το ΕΜ από την άλλη, διορίστηκε στη θέση Κτηνιατρικού Λειτουργού το 1984.

Δεν βλέπω πώς ο αιτητής θεωρεί εκτενέστερη την πείρα του, όταν τα εισηγούμενα τρία χρόνια διαφοράς στην εν γένει κτηνιατρική τους πείρα δεν αποδεικνύονται από τα όσα ο ίδιος καταγράφει, εφόσον προφανώς η πείρα του από το 1981, διακόπηκε το 1985 και για τρία χρόνια μέχρι την εξασφάλιση του διδακτορικού του τίτλου. Είμαι της άποψης ότι ο ισχυρισμός περί υπεροχής του αιτητή σε πείρα έναντι του ΕΜ δεν στοιχειοθετείται.

 

Ενόψει των πιο πάνω, έχω τη γνώμη ότι δεν έχει αποδειχθεί υπεροχή του αιτητή έναντι του ΕΜ, πόσο μάλλον έκδηλη, ώστε να ανατραπεί η προσβαλλόμενη απόφαση γι' αυτό το λόγο.  Όμως η απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί ενόψει της κατάληξης μου αναφορικά με τον όγδοο λόγο ακυρότητας.

 

Υπόθεση αρ. 1422/2011

Ο αιτητής πρωτίστως εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα αναφορικά με την αρχαιότητά του η οποία, ενόψει αναδρομικής προαγωγής του στη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού από 15.5.2009, κατόπιν επιτυχίας του στην προσφυγή αρ. 1438/2010, ανατράπηκε και δεν μπορούσε πλέον να θεωρείται η, εδώ ληφθείσα υπόψη ως ημερομηνία κατοχής της εν λόγω θέσης, 15.2.2010. Με παραπομπή στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, (2007) 3 ΑΑΔ 373, ο αιτητής προβάλλει την άποψη πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ανακληθεί καθότι είναι άγνωστο ποια θα ήταν η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και η απόφαση της ΕΔΥ εάν λαμβανόταν υπόψη η πραγματική αρχαιότητα του αιτητή.

 

Ορθά ο ισχυρισμός συναντά την αντίδραση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση. Επισημαίνει ότι η επικαλούμενη αρχαιότητα του αιτητή δεν διαφοροποιεί την αρχαιότητα του ΕΜ. Αυτό διότι σχετίζεται με τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού (Κλίμακα Α13+2) ενώ το ΕΜ πριν την επίδικη θέση κατείχε θέση ανώτερη αυτής, δηλαδή του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού (Κλ. Α14+2) με αποτέλεσμα, στη βάση του άρθρου 49(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, το ΕΜ υπερέχει σε αρχαιότητα από κάθε άποψη έναντι του αιτητή. Περαιτέρω, στη βάση των νέων δεδομένων της αρχαιότητας του αιτητή, η ημερομηνία κατοχής της θέσης Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού ήταν πλέον η 15.5.2009 αντί η ληφθείσα υπόψη από την ΕΔΥ 15.2.2010.  Η πλάνη της ΕΔΥ, σε αυτή την έκταση, θεωρώ πως δεν είναι ουσιώδης εφόσον το ΕΜ ούτως ή άλλως υπερείχε σε αρχαιότητα και στη θέση αυτή έχοντας προαχθεί στις 15.6.2007. Ενόψει της εν γένει υπεροχής του ΕΜ, ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης στρέφεται γύρω από την αντιφατικότητα στην απόφαση της ΕΔΥ αναφορικά με το ποιο από τα δύο πρόσθετα προσόντα του ΕΜ κρίθηκε ότι πληροί το απαιτούμενο στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόν [3(2)], «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης».

 

Ο αιτητής είχε, στα πλαίσια πλήρωσης άλλων θέσεων, αμφισβητήσει τα προσόντα του ΕΜ. Παραπέμπει σε σχετική επιστολή του ημερ. 2.8.2011 και σε απάντηση της ΕΔΥ ημερ. 23.8.2011 για να εισηγηθεί, εν τέλει πως από τα πρακτικά της ένστασης δεν προκύπτει ότι η ΕΔΥ εξέτασε τα προσόντα του ΕΜ με βάση τη διαμαρτυρία του αιτητή.

 

Σε προηγούμενη διαδικασία, καθώς παρατηρεί ο αιτητής, το ΕΜ είχε κριθεί ως προσοντούχος ενόψει της κατοχής διπλώματος Κτηνιατρικής και του διδακτορικού διπλώματος στην Κτηνιατρική ενώ στην παρούσα, αντιφατικά, κρίθηκε ως προσοντούχος ενόψει διπλώματος στην Κτηνιατρική και μεταπτυχιακού διπλώματος σε θέμα της Κτηνιατρικής Επιστήμης, τα οποία θεωρήθηκαν ότι ικανοποιούσαν τις παρ. (1) και (2) των απαιτούμενων προσόντων και επίσης, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, θεωρήθηκε ότι κατέχει διδακτορικό τίτλο σε θέμα της Κτηνιατρικής. Αντίφαση, η οποία, όπως παρατηρεί ο αιτητής, εντοπίζεται ακόμη και σε αυτή τη διαδικασία εφόσον το ΕΜ είχε κριθεί προσοντούχος αρχικά ενόψει του διπλώματος Κτηνιατρικής και του διδακτορικού και είναι στο στάδιο της επιλογής που υπεισήλθε το μεταπτυχιακό δίπλωμα.

 

Έχω τη γνώμη πως, εφόσον όπως διαπιστώθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 1393/2011 πιο πάνω και τα οποία εφαρμόζονται και εδώ, η ΕΔΥ νομίμως έλαβε υπόψη και τα τρία διπλώματα του ΕΜ τα οποία εν πάση περιπτώσει κατείχε κατά το στάδιο του καταρτισμού του καταλόγου προσοντούχων για τη θέση, ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.

 

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης είναι συναφής. Κατά τον αιτητή, η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του ΕΜ του απαιτούμενου από την παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντος, το οποίο κατά τον αιτητή, δεν πληρείται ούτε με το πτυχίο Υγιειονολόγου ούτε με το Διδακτορικό. Το πτυχίο Υγιειονολόγου ήταν διάρκειας ενός έτους (2005-2006), του απονεμήθηκε από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας της Ελλάδας την 1.2.2007 και στο πρόγραμμα σπουδών προβλέπεται συγκεκριμένος αριθμός ωρών εβδομαδιαίως ως υποχρεωτική παρακολούθηση στη Σχολή. Όφειλε η ΕΔΥ να ζητήσει από το ΕΜ να παρουσιάσει πιστοποιητικό αναγνώρισης του πτυχίου του από το ΚΥΣΑΤΣ. Το ίδιο κενό έρευνας παρουσιάζεται και για το Diploma de Doctor/Veterinary Medicine που απονεμήθηκε στο ΕΜ από το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου στις 6.7.2007.  Τον ισχυρισμό αυτό προβάλλει και ο αιτητής στην 1393/2011 και τα όσα λέχθηκαν στα πλαίσια της πιο πάνω προσφυγής συναφώς, τυγχάνουν εφαρμογής και εδώ.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του, ο αιτητής επισύναψε στην αγόρευσή του πρακτικό συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 18.1.2011 στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης κενών θέσεων Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Στη διαδικασία συμμετείχαν ο αιτητής και το εδώ ΕΜ.  Εκεί εξετάστηκε το περιεχόμενο επιστολής του δικηγόρου του εδώ αιτητή, με την οποία αμφισβητούνταν τα προσόντα του ΕΜ και ειδικότερα το πτυχίο Υγιειονολόγου από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και το Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) από το Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Η ΕΔΥ εκεί κατέγραψε τα εξής:-

«Όσον αφορά το πτυχίο Υγιειονολόγου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Αθηνών, .... η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Υγείας και Προνοίας της Ελλάδος, και το οποίο υπογράφεται από τον Κοσμήτορα και οκτώ καθηγητές. Επίσης, υπάρχει βεβαίωση από την ίδια Σχολή, στην οποία αναφέρεται ότι ο Κυριακίδης παρακολούθησε το ειδικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών κατά το Ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, το οποίο ολοκλήρωσε επιτυχώς και κατέθεσε τη διπλωματική του εργασία, η οποία, αφού εγκρίθηκε στις 9.10.06, βαθμολογήθηκε με Άριστα.

 

Όσον αφορά το Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) αυτό προέρχεται από το Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας "Universitatea de Stiinte Agronomice si Medicina Veterinara din Bucuresti" και δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησής του από την Επιτροπή.

Πέραν των πιο πάνω αναφερομένων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, με επιστολή του ημερομηνίας 25.10.07, ενημερώνει τον Κυριακίδη ότι τα προσόντα του έχουν διερευνηθεί και ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην καταχώρησή τους στο Μητρώο. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος αναφέρει, τα προσόντα αυτά περιέχονται στο Κτηνιατρικό Μητρώο που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.1.08».

 

Τα πρακτικά προηγούμενης διαδικασίας για την πλήρωση της θέσης Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής αμφισβήτησε και πάλιν τα προσόντα του ΕΜ δεν τον βοηθούν. Αντιθέτως, εξηγούνται, κατά την άποψή μου, οι συνθήκες του ειδικού προγράμματος στο οποίο το ΕΜ συμμετείχε, με αναφορά στη διπλωματική του εργασία η οποία βαθμολογήθηκε με άριστα, ενώ τονίζεται ότι ο διδακτορικός τίτλος απονεμήθηκε στο ΕΜ από το Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας. Εκείνο που είχε η ΕΔΥ ενώπιόν της εν προκειμένω αλλά και στην παραπεμφθείσα από τον αιτητή τότε διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ, είναι το γεγονός της διερεύνησης των προσόντων του ΕΜ από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου και της καταχώρησής τους στο σχετικό Μητρώο. Ο αιτητής σημειώνει πως Πρόεδρος του Παγκύπριου Κτηνιατρικού Συμβουλίου είναι το ΕΜ, όμως αυτό και η οποιαδήποτε ενδεχόμενη μεροληψία δεν είναι ζήτημα το οποίο μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.

 

Συνεπώς η έρευνα στην οποία η ΕΔΥ προέβη αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ΕΜ το οποίο θεωρήθηκε ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους» φαίνεται να ήταν, κάτω από αυτά τα δεδομένα, επαρκής και δεν γεννάτο η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Ο αιτητής με το λόγο ακυρότητας 4 προβάλλει τη θέση πως πάσχει η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Αν και για τη σύσταση δεν απαιτείται αιτιολογία, εν τούτοις για να είναι βοηθητική στην ΕΔΥ θα έπρεπε να παρέχει αιτιολόγηση και εφόσον δεν παρέχει, πάσχει. Περαιτέρω, συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων ενώ η ανάμειξη καν της Γενικής Διευθύντριας στην προφορική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 34, είναι εξωγενές στοιχείο κρίσης το οποίο μόλυνε την εν τέλει διοικητική κρίση. Παραπέμπει σχετικά στην Αντώνης Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 12 σύμφωνα με την οποία «δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του. Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενες του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα». Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται και από τον αιτητή στην 1393/2011 πιο πάνω, και τα όσα εκεί λέχθηκαν σχετικά, εφαρμόζονται και εδώ. Επισημαίνεται εδώ πως η Αντώνης Καφά ν. Δημοκρατία, ανωτέρω, αφορούσε σε πλήρωση θέσης προαγωγής και όχι πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως η παρούσα, με αποτέλεσμα αυτή εν προκειμένω να διαφοροποιείται.

 

Όμως παραμένει η απαίτηση της νομολογίας ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.  Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που εξήγησα σε σχέση με το λόγο ακυρότητας 8, στην προσφυγή 1393/11, υπάρχει σύγκρουση.  Στο διοικητικό φάκελο υπήρχαν στοιχεία για τα αδικήματα που αντιμετώπιζε το ΕΜ και για τη διαδικασία που εκκρεμούσε ενώπιον του δικαστηρίου, τα οποία όμως δεν ερευνήθηκαν για να αξιολογηθούν σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα.  Αν και το ζήτημα δεν διευκρινίστηκε πλήρως στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, αλλά συζητήθηκε στη γενικότητά του, εντούτοις δόθηκε συνέχεια στην απαντητική αγόρευση μετά τα όσα είχε αναφέρει η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή της.  Κατά την άποψή μου, ο τέταρτος λόγος ακυρότητας ευσταθεί.

 

Περαιτέρω ο αιτητής προτείνει με το λόγο ακυρότητας 5 πως οι προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητες και με εξωγενή στοιχεία κρίσεως. Η αιτιολογία είναι αόριστη και ελλείπουν κοινά κριτήρια. Παρατίθενται ως αιτιολογία κριτήρια που αξιολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις όπως για παράδειγμα η διαπίστωση πως το ΕΜ έχει υψηλό βαθμό ικανότητας για οργάνωση και διοίκηση του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.

 

Η προφορική εξέταση προβλέπεται ως ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (βλ. άρθρο 34(8) του Ν. 1/90) το οποίο στοχεύει στη διαπίστωση, ζωντανά κατά το χρόνο της διεξαγωγής της, γνώσεων, ιδιοτήτων και ικανοτήτων στην έκταση που αυτές μπορούν να αναδειχθούν μέσα από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται. (Βραχίμης Χατζηχάννας κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 384/2001 κ.α., ημερ. 13.6.2003).  Οι εντυπώσεις οι οποίες αναφέρονται σε γνώσεις, ιδιότητες και ικανότητες, ήταν συναρτημένες προς τη συγκριτική καταλληλότητα των υποψηφίων και η προφορική εξέταση ήταν συνεπώς νόμιμο στοιχείο κρίσης.

 

Με τον λόγο ακυρότητας 6, ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι πάσχει η απόφαση της ΕΔΥ ως αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Δόθηκε όπως ισχυρίζεται υπέρμετρη βαρύτητα στην οριακή διαφορά της προφορικής συνέντευξης. Τα προσόντα και η αξία εξαφανίστηκαν στο συλλογισμό επιλογής της ΕΔΥ υπό το βάρος της πλάνης περί την αρχαιότητα και τη βαρύτητα που δόθηκε εσφαλμένα στην οριακή υπεροχή στην προφορική εξέταση.

 

Με εξαίρεση τα όσα έχω αναφέρει σε σχέση με το λόγο ακυρότητας 4, θεωρώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Και οι δύο υποψήφιοι είχαν εξαίρετες αξιολογήσεις, το ΕΜ υπερέχει σε αρχαιότητα και προσόντα έναντι του αιτητή, και το ΕΜ έχει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας και υπερέχει στην απόδοση στην προφορική συνέντευξη εφόσον έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετος ενώ ο αιτητής ως Πολύ Καλός. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει πως δεν δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στη διαφορά της προφορικής εξέτασης, ως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή, καθότι δεν ήταν το αποκλειστικό σημείο υπεροχής του ΕΜ.

 

Η τελική κατάληξη

Όλοι οι λόγοι ακυρότητας και στις δύο προσφυγές έχουν αποτύχει, πλην του λόγου ακυρότητας 8 στην προσφυγή 1393/2011 και του λόγου ακυρότητας 4 στην προσφυγή 1422/11, με αποτέλεσμα οι προσφυγές να πρέπει να επιτύχουν.

 

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν.  Υπέρ του Αιτητή στην 1393/2011 ο οποίος ενεργούσε χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, επιδικάζονται τα πραγματικά του έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Υπέρ του Αιτητή στην προσφυγή 1422/11, ο οποίος δεν ανέπτυξε πλήρως το σημείο επί του οποίου πέτυχε η προσφυγή, επιδικάζονται €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.    Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο