ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 642/2008 και 919/2008)
20 Ιουνίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 642/2008)
1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,
2. ΣΟΦΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
4. ΚΥΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
5. ΚΟΥΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,
6. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
______________________
(Υπόθεση Αρ. 919/2008)
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Χριστάκη, για τους Αιτητές στην 642/2008.
Α. Ευσταθίου (κα.), για τον Αιτητή στην 919/2008.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. Σπανού (κα.), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η επίδικη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού είναι θέση προαγωγής στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.
Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ορίζει ως απαιτούμενο προσόν, μεταξύ άλλων, την «Μεταπτυχιακή πείρα οκτώ τουλάχιστο ετών σε έργα υδατικής ανάπτυξης από την οποία τριετής τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού Ιης Τάξεως /Τοπογράφου Μηχανικού Άρδευσης 1ης Τάξης.»
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ 642/08.
Οι αιτητές στην προσφυγή 642/08 δεν ήταν μεταξύ των υποψηφίων εκείνων που είχαν κριθεί ως προσοντούχοι για διεκδίκηση της επίδικης θέσης προαγωγής καθότι κρίθηκε ότι δεν διέθεταν την απαιτούμενη υπηρεσία του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, δεδομένου ότι δεν υπηρετούσαν στις καθορισμένες από το σχέδιο υπηρεσίας θέσεις.
Μεταξύ των υποψηφίων για την επίδικη θέση, η ΕΔΥ έκρινε το Ε/Μ ως τον καταλληλότερο και τον επέλεξε για προαγωγή.
Το Ε/Μ προήχθη και υπηρετούσε από την 1.12.85 στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης Τάξης.
Η καθ΄ ης η αίτηση έχει προβάλει προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στην προσφυγή υπ' αρ. 642/08 στερούνται εννόμου συμφέροντος προώθησης της προσφυγής. Το Ε/Μ συμφωνεί με την εγερθείσα από την καθ΄ ης η αίτηση προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή αυτή, επειδή δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα.
Δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της νομολογιακής αρχής ότι, στις περιπτώσεις που ένας υποψήφιος αποκλείσθηκε ως μη προσοντούχος λόγω μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, έχει έννομο συμφέρον να καταχωρήσει προσφυγή κατά του διορισμού ή της προαγωγής άλλου προσώπου νοουμένου ότι δια της προσφυγής του ισχυρίζεται ότι ήταν προσοντούχος. Εάν πετύχει δε να καταδείξει ότι όντως κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, τότε η προσφυγή επιτυγχάνει και γίνεται επαναπλήρωση της θέσης στο πλαίσιο της οποίας ο αιτητής θεωρείται πλέον ως υποψήφιος. Ο λόγος για τον οποίο κρίνεται ότι ο αποκλεισθείς υποψήφιος έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον είναι, διότι με την τεκμηρίωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων και την επιτυχία της προσφυγής του, ο ίδιος επιτυγχάνει να είναι υποψήφιος.
Στην προκείμενη υπόθεση οι αιτητές αποδέχονται ότι δεν κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης προαγωγής.
Ισχυρίζονται ωστόσο ότι το σχέδιο υπηρεσίας λανθασμένα θεώρησε την υπηρεσία στις δύο μόνο καθορισμένες ειδικότητες ως επαρκή και δεν θεώρησε ως εξ ίσου επαρκή την υπηρεσία στις δικές τους ειδικότητες. Το ίδιο θέμα εξέτασα και στην Προσφυγή αρ. 641/2008, Χρ. Χριστοδουλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 10.2.2011, η οποία αφορούσε προαγωγή στην ίδια θέση με την επίδικη.
Στην προσφυγή εκείνη, έκρινα ότι οι αιτητές εστερούντο εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή επειδή, ακόμη και αν επετύγχαναν την κήρυξη του σχεδίου υπηρεσίας ως αντισυνταγματικού ή ultra vires, το αποτέλεσμα θα ήταν η ακύρωση και ο τερματισμός της όλης διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης.
Δεν θα υπήρχε δηλαδή δυνατότητα να επεκταθεί η πρόνοια που θα είχε κριθεί ως παράνομη κατά τρόπο που να επιτρέπει την επανεξέταση με τους αιτητές να περιλαμβάνονται ως προσοντούχοι. Υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης Λουκής Καλαθάς ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 150/06, ημερ. 8.10.2000 κατέληξα ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να αιτούνται ακύρωση της προαγωγής λόγω αντισυνταγματικότητας του σχεδίου υπηρεσίας διότι τυχόν ακύρωση της προαγωγής για εκείνο το λόγο θα αναιρούσε το νομιμοποιητικό έρεισμά τους για προσβολή της προαγωγής που έγινε.
Η θέση των αιτητών στην εξεταζόμενη προσφυγή είναι ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης παραβιάζει το άρθρο 28 του Συντάγματος και συνιστά άνιση μεταχείριση, καθότι η διάκριση που γίνεται μεταξύ των ειδικοτήτων των αιτητών έναντι της ειδικότητας των Εκτελεστικών Μηχανικών 1ης Τάξης και των Τοπογράφων Μηχανικών Άρδευσης 1ης Τάξης είναι αδικαιολόγητη και προκαλεί ανισότητα και δυσμενή αντιμετώπιση των αιτητών, στερώντας τους τη δυνατότητα της μισθολογικής ανέλιξης.
Είναι θεμελιωμένο ότι το σχέδιο υπηρεσίας αποτελεί νομοθετική πράξη που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο από πλευράς ουσίας. Ο μόνος έλεγχος που επιτρέπεται είναι έλεγχος νομιμότητας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο το σχέδιο υπηρεσίας είναι αντισυνταγματικό ή ultra vires ( καθ΄ υπέρβαση) του νόμου.
Έχει κατ' επανάληψη αποφασισθεί ότι, για να δικαιολογείται εξέταση θεμάτων αντισυνταγματικότητας, θα πρέπει τα θέματα αυτά να εξειδικεύονται και να διατυπώνονται με λεπτομέρεια.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 στη σελ. 675 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
"Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία."
Οι αιτητές, επομένως, έχουν το βάρος να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας που καθορίζει ως απαιτούμενο προσόν την υπηρεσία σε δύο συγκεκριμένες θέσεις του Τμήματος Υδάτων, είναι αυθαίρετη και αντισυνταγματική.
Υπενθυμίζω ότι το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος διασφαλίζει, μόνο, προστασία από αυθαίρετες διακρίσεις και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες γίνονται λόγω της διαφορετικής φύσης των πραγμάτων.
Κατόπιν εξέτασης των σχεδίων υπηρεσίας των θέσεων Χημικού 1ης Τάξης, Υγειονομικού Μηχανικού 1ης Τάξης και Μηχανολόγου Μηχανικού 1ης Τάξης, θέσεις που κατέχουν οι αιτητές[1], διαπιστώνω ότι οι κάτοχοι των θέσεων εκείνων ασχολούνται, σε γενικές γραμμές, με την ποιότητα του νερού σε έργα υδατικής ανάπτυξης, με έργα υγειονομικής μηχανικής και με μηχανολογικής φύσεως εργασίες, αντίστοιχα.
Τα καθήκοντα των θέσεων εκείνων, όπως εύστοχα επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, σχετίζονται μεν με έργα υδατικής ανάπτυξης αλλά δεν αφορούν στον προγραμματισμό, στην μελέτη, στην κατασκευή, στη διαχείριση, λειτουργία ή συντήρησή τους όπως απαιτείται από τα καθήκοντα της θέσης Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης Τάξης. Επομένως, οι θέσεις των αιτητών δεν τους παρέχουν την απαιτούμενη εμπειρία στα υδατικά έργα. Αντίθετα οι κάτοχοι της θέσης Εκτελεστικού Μηχανικού έχουν ως αντικείμενο της εργασίας τους τα ίδια τα έργα υδατικής ανάπτυξης. Οι Εκτελεστικοί Μηχανικοί, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνουν την εκπόνηση οριστικών μελετών, την ετοιμασία σχεδίων, την ετοιμασία δελτίων ποσοτήτων και εκτιμήσεων, την οργάνωση, επίβλεψη και έλεγχο κατασκευής και την οργάνωση και εποπτεία της διαχείρισης, λειτουργίας και συντήρησης, των έργων υδατικής ανάπτυξης.
Στη βάση, επομένως, κριτηρίων σχετιζομένων με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, η διοίκηση έκρινε τις ειδικότητες του Εκτελεστικού Μηχανικού και Τοπογράφου Μηχανικού Άρδευσης ως προσδίδουσες την απαιτούμενη εμπειρία και ως καταλληλότερες για την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης .
Παραθέτω πιο κάτω την παράγραφο του σχεδίου υπηρεσίας (Παράρτημα 5 της ένστασης), που αναφέρεται στα καθήκοντα της επίδικης θέσης:
«(α) Υπεύθυνος για την οργάνωση και διοίκηση ενός ή περισσοτέρων τομέων ή επαρχιακών φορέων του τμήματος, τον προγραμματισμό, μελέτη, κατασκευή, διαχείριση, λειτουργία και συντήρηση έργων υδατικής ανάπτυξης.
(β) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα ανατεθούν.»
Επίσης υπενθυμίζεται ότι ο καθορισμός των απαιτούμενων προσόντων για διεκδίκηση θέσης στη δημόσια υπηρεσία εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, η οποία είναι αρμόδια να προσδιορίζει τις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, προωθώντας τις στη Βουλή για νομοθετική έγκριση.
Αφ' ης στιγμής ο κάτοχος της επίδικης θέσης θα ασχολείται με την μελέτη κατασκευή, διαχείριση και λειτουργία έργων υδατικής ανάπτυξης, εκτιμώ ότι, εύλογα, τέθηκε ο περιορισμός στο σχέδιο υπηρεσίας απαιτώντας τέτοια προηγούμενη πείρα και υπηρεσία έτσι που να διασφαλίζονται τα εχέγγυα για την επιτυχή εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων.
Συνακόλουθα κρίνω ότι αβάσιμα, καθώς επίσης και γενικά και αόριστα, προβλήθηκε ο ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Ούτε θεωρώ βάσιμο τον ισχυρισμό των αιτητών ότι τα προσόντα που ορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας φωτογραφίζουν το Ε/Μ. Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της ΕΔΥ ( Παράρτημα 4 της Ένστασης), υπήρχαν 25 υποψήφιοι για την επίδικη θέση και επομένως δεν τίθεται θέμα φωτογράφισης ενός συγκεκριμένου ατόμου.
Αβάσιμη και ατεκμηρίωτη κρίνω επίσης και τη θέση των αιτητών ότι το σχέδιο υπηρεσίας είναι εκτός των πλαισίων και καθ΄ υπέρβαση του εξουσιοδοτικού Νόμου.
Σημειώνω ότι το άρθρο 29(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έγκρισης του επίδικου σχεδίου υπηρεσίας (1987), προνοεί ότι τα καθήκοντα , οι ευθύνες και τα προσόντα της θέσης καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας που καταρτίζει το Υπουργικό Συμβούλιο. Το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας, που επισυνάπτεται στο Παράρτημα 5 της ένστασης, εκδόθηκε εντός των πλαισίων του εν λόγω άρθρου. Καθορίζει τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης ως επίσης και τα απαιτούμενα προσόντα.
Οι αιτητές, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι το σχέδιο υπηρεσίας είναι «ultra vires», έκαναν αναφορά στην απόφαση Παφίτη ν ΑΗΚ (2004) 4 Α.Α.Δ. 964. Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους εύστοχα επισημαίνει ότι ο λόγος ακύρωσης , στην υπόθεση εκείνη, δεν ήταν ότι το σχέδιο ήταν ultra vires, αλλά ότι ήταν αντισυνταγματικό. Στην κατάληξη του Δικαστηρίου, στην προσφυγή εκείνη, αναφέρεται ότι «το σχέδιο υπηρεσίας που εκδόθηκε στις 25/5/99 είναι άκυρο ως προς τον τρόπο έκδοσής του αφού παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης.»
Επίσης στην υπόθεση Παφίτη (ανωτέρω), ο αιτητής είχε καταδείξει με αντιπαραβολή του προηγούμενου σχεδίου υπηρεσίας της θέσης ημερομηνίας 20/2/92 και του μεταγενέστερου σχεδίου που θεσπίστηκε στις 25/5/99, ότι εντελώς αυθαίρετα αποκλείστηκε η επαγγελματική κατηγορία στην οποία ανήκε ο αιτητής, ενώ αυτή περιλαμβανόταν στο προηγούμενο σχέδιο. Έχει επομένως σημασία το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή καλύπτετο αρχικά. Αυτό δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη προσφυγή και συνεπώς η απόφαση Παφίτη δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Οι αιτητές παραπέμπουν και στην απόφαση Κινέζος ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ., 730 προς υποστήριξη των θέσεων τους. Στην υπόθεση εκείνη, το σχέδιο υπηρεσίας κρίθηκε ως ultra vires επειδή , αντίθετα με τη ρητή νομοθετική διάταξη που καθιστούσε τη θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής ανοικτή σε όλους, περιόριζε τη θέση σ' εκείνους που κατέχουν μόνιμη θέση Δασκάλου ή Νηπιαγωγού στη Δημοτική, Προδημοτική ή Ειδική Εκπαίδευση.
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση, καθώς η επίδικη θέση είναι προαγωγής και σ' αυτή μπορούν να προαχθούν πρόσωπα που υπηρετούν στην αμέσως κατώτερη θέση, εφ' όσον έχουν τα απαιτούμενα, από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα (Δέστε άρθρο 35(2)(β)). Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης καθόρισε προσόντα που οι αιτητές δεν κατείχαν και γι αυτό δεν μπορούσαν, βάσει του άρθρου 35(2)(β), να διεκδικήσουν τη θέση. Συνεπώς δεν τίθεται, από το σχέδιο υπηρεσίας, οποιοσδήποτε περιορισμός ο οποίος είναι αντίθετος με κάποια νομοθετική διάταξη, ούτε οι αιτητές έχουν υποδείξει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη που κατά την άποψη τους παραβιάζεται δια του σχεδίου υπηρεσίας.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η επίδικη προαγωγή του Ε/Μ αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και από τη Βουλή αντί να αποφασιστεί από την ΕΔΥ ως το αρμόδιο όργανο βάσει του Συντάγματος, κρίνω ότι ούτε αυτός ευσταθεί.
Οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπουν οι αιτητές αφορούν περιπτώσεις όπου πράγματι το Υπουργικό ή η Βουλή αποφάσισαν προαγωγές χωρίς ανάμειξη της ΕΔΥ ή όπου η ΕΔΥ απλώς επισφράγισε την επιλογή της νομοθετικής εξουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η μόνη ανάμειξη του Υπουργικού ήταν η κατάρτιση του σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο καθόρισε τα απαιτούμενα προσόντα κατά τρόπο που επέτρεπε σε δεκάδες δημόσιους υπαλλήλους, υπηρετούντες στην αμέσως κατώτερη θέση, να είναι υποψήφιοι.
Καταλήγω ότι η ΕΔΥ άσκησε την αρμοδιότητα που της παρέχει το Σύνταγμα και ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος, όπως αυτό άλλωστε προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 20.2.2007.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 919/08
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 919/08 έχει εγείρει ένα μόνο νομικό ισχυρισμό για ακύρωση της επίδικης προαγωγής, ο οποίος αφορά στην αιτιολογία που δόθηκε από την ΕΔΥ για απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή. Στο πλαίσιο, όμως, της ανάπτυξης του εν λόγω νομικού ισχυρισμού εγείρεται ακόμη ένας λόγος ακύρωσης ο οποίος αφορά στη βαρύτητα που απέδωσε η ΕΔΥ στο πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ο Διευθυντής σύστησε τον αιτητή έναντι του Ε/Μ λόγω του ότι ήταν κατά δύο χρόνια αρχαιότερος και δεν υστερούσε ή/και υπερτερούσε οριακά σε αξία, παρά το ότι υστερούσε σε προσόντα και δεν διέθετε το πλεονέκτημα.
Η ΕΔΥ αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή και επέλεξε το Ε/Μ αντί του συστηθέντος, παραθέτοντας ως αιτιολογία για την απόκλιση της από τη σύσταση του Διευθυντή τα ακόλουθα:
«Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Χριστοφίδη, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει την υπέρ του Αντωνίου Δημοσθένη σύσταση του Διευθυντή, δεδομένου ότι ο Χριστοφίδης υπερέχει σε προσόντα, εφ' όσον διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, με βάση M.Sc. in Engineering, το οποίο ο συστηθείς δε διαθέτει, και είναι στο ίδιο περίπου επίπεδο σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία δέκα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη την καθολική, σχεδόν, ισοπέδωση που παρατηρείται κατά τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο συστηθείς υπερέχει του επιλεγέντα σε αρχαιότητα, που ανάγεται στην παρούσα θέση και ανέρχεται στα δύο περίπου χρόνια, εντούτοις, έκρινε ότι η υπεροχή αυτή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερακοντίσει την υπεροχή του επιλεγέντα σε προσόντα εφόσον αυτός κατέχει το πλεονέκτημα.»
Ο αιτητής δεν αμφισβητητεί ότι το Ε/Μ διαθέτει το πλεονέκτημα, το οποίο ο ίδιος δεν διαθέτει. Ωστόσο ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την ΕΔΥ για την απόκλιση από τη σύσταση, βασίστηκε σε προφανή πλάνη, καθώς θεωρήθηκε ότι και οι δύο υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι σε αξία.
Το ενδιαφερόμενο μέρος διαφωνεί με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Υποδεικνύει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, για να θεωρηθεί ένας υποψήφιος ως υπέρτερος σε βαθμολογημένη αξία, πρέπει η υπεροχή να αφορά στη γενική βαθμολογία και όχι σε κάποια επί μέρους στοιχεία κρίσεως όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Συγκρίνοντας τις αξιολογήσεις του Ε/Μ και του αιτητή προκύπτει ότι ισοβαθμούν για τα τελευταία έτη (1999-2005) αφού βαθμολογήθηκαν και οι δύο με 8 Εξαίρετος. Μόνο στα προηγούμενα έτη 1998, 1997 και 1996 υπήρχε διαφορά, υπέρ του αιτητή, σε 1-2 στοιχεία κρίσεως (Συγκεκριμένα, το 1998 το ΕΜ είχε αξιολογηθεί με 8 Εξαίρετος για το Α εξάμηνο και με 7 Εξαίρετος και 1 Πολύ Ικανοποιητικός για το Β Εξάμηνο. Είχε 7 Ε -1ΠΙ για το 1997 και 6Ε-2 ΠΙ για το 1996).
Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, οι διαφορές σε 1-2 στοιχεία κρίσεως σε αριθμό ετών και μάλιστα παλαιότερων, δεν επιτρέπουν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις και ούτε προσδίδουν υπεροχή σε οποιοδήποτε. Υπεροχή, βασισμένη σε ένα ή δύο στοιχεία βαθμολογημένα ψηλότερα, είναι εντελώς πλασματική. Όπως λέχθηκε στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία.
(Δέστε επίσης: Βασιλειάδη ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ 403 και Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ 431).
Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν τα δεδομένα της βαθμολογίας του αιτητή και του ενδιαφερόμενου προσώπου, κρίνω ότι η διαπίστωση της ΕΔΥ ότι οι δύο υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι σε αξία, συνάδει με τη νομολογία.
Όσον αφορά στα θετικά σχόλια που περιέχονται σε ορισμένες υπηρεσιακές εκθέσεις του αιτητή και που αναφέρονται στην εκτέλεση των καθηκόντων του, σημειώνω συναφώς ότι αυτά δεν αποτελούν ανεξάρτητα στοιχεία κρίσεως που μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρόσθετα από τη βαθμολογία. Η απόδοση των δημοσίων υπαλλήλων αξιολογείται, υπό το φως και των απόψεων του άμεσα προϊσταμένου, από την ομάδα αξιολόγησης, της οποίας η βαθμολογία στα 8 θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσεως, είναι και η μόνη δεσμευτική.
Είναι ακόμα η θέση του αιτητή ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό την πεπλανημένη αντίληψη ότι το πλεονέκτημα του σχεδίου Υπηρεσίας δεν μπορούσε να παρακαμφθεί και ότι ήταν υπόχρεη να επιλέξει το Ε/Μ επειδή κατείχε το πλεονέκτημα.
Ούτε η πιο πάνω θέση του αιτητή υποστηρίζεται από τα δεδομένα της υπόθεσης. Η ΕΔΥ, στην προκείμενη προαγωγική διαδικασία, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα δεδομένα όσον αφορά τον αιτητή και το Ε/Μ, χωρίς οποιαδήποτε προδέσμευση και χωρίς να αποδώσει δυσανάλογη βαρύτητα, σε οποιοδήποτε στοιχείο.
Η ΕΔΥ σημείωσε ότι οι δύο ήταν περίπου ίσοι σε αξία, την υπεροχή του Ε/Μ σε προσόντα, αφού αυτός κατείχε μεταπτυχιακό που συνιστούσε πλεονέκτημα και τέλος την, κατά δύο χρόνια περίπου, αρχαιότητα του αιτητή έναντι του Ε/Μ. Συνεκτιμώντας όλα αυτά τα δεδομένα, έκρινε ότι η υπεροχή του Ε/Μ σε προσόντα, που του προσέδιδε και πλεονέκτημα, ήταν μεγαλύτερης βαρύτητας από την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα.
Η απόφαση αυτή ήταν καθ' όλα νόμιμη και επιτρεπτή κατά την κρίση μου.
Συναφώς παρατηρώ και τα εξής: Το πρόσθετο προσόν του Ε/Μ αποτελούσε και πλεονέκτημα και σύμφωνα με τη νομολογία όταν υποψήφιος κατέχει πλεονέκτημα που προνοείται από το σχέδιο υπηρεσίας, η παραγνώρισή του μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από ειδική αιτιολόγηση, η οποία σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που το αντισταθμίζουν (Δέστε: Δημοκρατία v. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347. Δέστε επίσης: Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1150 και Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1).
Το διορίζον όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που διαθέτει το πρόσθετο προσόν, αν, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό. Η απόφαση παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς και να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συναχθεί από οποιονδήποτε ή το δικαστήριο (Δέστε: Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822). (Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317).
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ δεν επεξήγησε τη σημασία της κατοχής του πλεονεκτήματος με αναφορά στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης. Τέτοια όμως υποχρέωση δεν τίθεται από τη νομολογία. Η σημασία της κατοχής ενός προσόντος που καθορίζεται ως πλεονέκτημα, είναι αυτονόητη αφής στιγμής ο νομοθέτης το καθόρισε ως πλεονέκτημα, στο σχέδιο υπηρεσίας. Ο ορισμός του σαν τέτοιος καταδεικνύει, εφ' εαυτού, τη σημασία που του αποδίδεται, σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης.
Η ΕΔΥ εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας ως προς το πλεονέκτημα του Ε/Μ.
Στην προκείμενη υπόθεση η δοθείσα αιτιολογία από την ΕΔΥ για την απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, ικανοποιεί κατά την κρίση μου την απαίτηση της Νομολογίας για "καθαρή, ειδική, πειστική και επαρκή αιτιολογία". Στο απόσπασμα από τα πρακτικά που παρατέθηκε πιο πάνω καταγράφονται ρητά και με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η σύσταση του Διευθυντή.
Η αρχαιότητα του αιτητή λήφθηκε υπόψη, αλλά δεν κρίθηκε επαρκής για να ανατρέψει την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά, ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα αλλά μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενός υποψηφίου όταν οι υποψήφιοι είναι, κατά τα άλλα, ίσοι (Δέστε: Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).
Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, τα συνεκτίμησε, δίνοντας τους την ορθή βαρύτητα, και στάθμισε τα τρία νομοθετημένα κριτήρια ασκώντας ορθά τη διακριτική της εξουσία και αιτιολογώντας επαρκώς την απόφασή της.
Επομένως δεν δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές απορρίπτονται , με €1.500.- συνολικά έξοδα, υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εις βάρος των αιτητών. Καμιά διαταγή για έξοδα για το Ε/Μ.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.
[1]Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο πλήρωσης της επίδικης θέσης οι θέσεις Χημικού 1 ης Τάξης, Υγειονομικού Μηχανικού 1ης Τάξης, Μηχανολόγου Μηχανικού 1ης Τάξης και Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης Τάξης, οι οποίες ήταν συνδυασμένες με εκείνες της 2ης Τάξης, ενοποιήθηκαν σε μία θέση, αυτή του Χημικού, Υγειονομικού Μηχανικού, Μηχανολόγου Μηχανικού και Εκτελεστικού Μηχανικού αντίστοιχα, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη φύση των καθηκόντων των θέσεων, η οποία παρέμεινε ουσιωδώς η ίδια.