ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 362/2011)
7 Ιουνίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 28, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά απόφαση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους με ημερ. 22.2.2011, με την οποία επιβλήθηκε, κατά συνοπτική διαδικασία, στην αιτήτρια, η πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης για κατ΄ ισχυρισμό διάπραξη τριών πειθαρχικών παραπτωμάτων, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η αίτηση είναι ότι η έρευνα εναντίον της αιτήτριας διατάχθηκε από αναρμόδιο όργανο, παραβιάστηκε το άρθρο 81 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2011 (Ν 1/90), όπως τροποποιήθηκε, παραβιάστηκε το άρθρο 12 του Συντάγματος και οι Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης επειδή δεν δόθηκαν στην αιτήτρια δικαιώματα δίκαιης δίκης, όπως το δικαίωμα αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας και προσαγωγής μαρτυρίας υπεράσπισης και δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία κατά τον καθορισμό της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου.
Η αιτήτρια, η οποία είναι Γραμματειακός Λειτουργός από το 2004, και ήταν Γραφέας (στο Τμήμα Δασών) από το 1977, διετέλεσε Ιδιαιτέρα Γραμματέας έξι διευθυντών και Προϊστάμενη Αρχείου. Το 2008 υποβλήθηκε ανώνυμη καταγγελία εναντίον της αιτήτριας για (α) αδικαιολόγητες απουσίες από την εργασία της, (β) απρεπή συμπεριφορά, και (γ) άλλες ασχολίες κατά τη διάρκεια της εργασίας της. Διορίστηκε ερευνών λειτουργός που διεξήγαγε έρευνα η οποία υποβλήθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν ότι η αιτήτρια διέπραξε τρία πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία, στις 22.2.2011, της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης.
Είναι θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι η αρμοδιότητα για τη συνοπτική εκδίκαση πειθαρχικού παραπτώματος ανήκει στον αρμόδιο Υπουργό που λειτουργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή. Στην παρούσα υπόθεση είναι παντελώς άγνωστο, ισχυρίζεται ο κ. Αγγελίδης, εάν ο αρμόδιος Υπουργός έδωσε οδηγίες στο Γενικό Διευθυντή για τη συνοπτική εκδίκαση των προαναφερόμενων παραπτωμάτων. Είναι θέση επίσης της αιτήτριας ότι η επιβολή ποινής σ΄ αυτήν ήταν προαποφασισμένη, η καταδίκη της θεωρείτο δεδομένη από τους καθ΄ ων η αίτηση, η μεταβίβαση εξουσιών από τον Υπουργό στο Γενικό Διευθυντή ήταν πάσχουσα εφόσον έγινε κατά παράβαση των προνοιών του Ν 1/90, όπως τροποποιήθηκε, οι καταγγελίες εναντίον της αιτήτριας ήταν ανύπαρκτες εφόσον ήταν ανώνυμες, η έκθεση της ερευνώσας λειτουργού έπασχε εφόσον αυτή δεν ακολούθησε νόμιμη διαδικασία σύμφωνη με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, και γενικά η «δίκη» εναντίον της αιτήτριας αλλά και η ποινή που της επιβλήθηκε ήταν αποτέλεσμα σωρευτικής παραβίασης συνταγματικών αρχών και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε εναντίον της αιτήτριας ήταν καθόλα νόμιμη, ότι το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε σ΄ αυτήν, στην πειθαρχική διαδικασία δεν ελέγχεται από το ακυρωτικό δικαστήριο (Δέστε: Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR 210), ότι η εξουσιοδότηση του Υπουργού έγινε μέσω του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος διόρισε την κα. Μαρία Μαυρογένη ως ερευνώσα λειτουργό, ότι η συνοπτική διαδικασία που ακολουθήθηκε υπήρξε διεξοδική και άμεμπτη και ότι το δικαίωμα της ακρόασης διασφαλίστηκε πλήρως στην αιτήτρια. Οι καθ΄ ων η αίτηση δέχονται ότι το ακυρωτικό δικαστήριο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής, αλλά ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο όργανο (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 369 και 414-415).
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και ανέτρεξα στους σχετικούς υπηρεσιακούς φακέλους του Υπουργείου Οικονομικών που κατατέθηκαν ενώπιόν μου, ως τεκμήρια 1 και 2. Διαπίστωσα ότι, παρόλον που στην αίτηση της αιτήτριας γίνεται αναφορά στην αρμόδια Αρχή, η οποία προχώρησε στο διορισμό ερευνώντα λειτουργού, εντούτοις είναι προφανές ότι η αιτήτρια αμφισβητεί ότι η όλη διαδικασία εναντίον της διεξήχθη από αρμόδιο όργανο ή με την εξουσιοδότηση του αρμοδίου οργάνου, κατά παράβαση του Ν 1/90. Συγκεκριμένα μιλά για πάσχουσα εντολή μεταβίβασης εξουσιών, με άγνοια του Υπουργού, που είναι η αρμόδια Αρχή, και που δεν φαίνεται να είχε εξουσιοδοτήσει το Γενικό Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο να ενεργεί ως αρμόδια Αρχή. Ως εκ τούτου εξέτασα κατά προτεραιότητα το ζήτημα αυτό και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αρμόδια Αρχή, στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν 1/90, όπως τροποποιήθηκε, είναι ο αρμόδιος Υπουργός που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου του. Αρμόδιος Υπουργός κατά τον ουσιώδη χρόνο, για την αιτήτρια, ήταν ο Υπουργός Οικονομικών. Το άρθρο 81(1) του προαναφερόμενου νόμου προνοεί ότι η Επιτροπή, που είναι αρμόδια για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων δεν προβαίνει στη λήψη τέτοιων μέτρων εναντίον οποιουδήποτε δημοσίου υπαλλήλου, παρά μόνον ύστερα από γραπτή πρόταση της αρμόδιας Αρχής, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2.
Τη σημαντική επιστολή ημερ. 13.6.2008, του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού προς την κα. Μαρία Μαυρογένη, που διορίστηκε ως ερευνώσα λειτουργός για τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με πειθαρχικό παράπτωμα που ενδεχομένως είχε διαπράξει η αιτήτρια, υπογράφει ο κ. Χρ. Νικολαίδης, για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών, για αρμόδια Αρχή. Στην επιστολή αναγράφεται ότι «έχετε διοριστεί ως ερευνώσα λειτουργός ..». Δεν φαίνεται πουθενά, όμως, στους δύο φακέλους που παρουσιάστηκαν να υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση του αρμοδίου Υπουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου του ή από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον κ. Χρ. Νικολαίδη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον της αιτήτριας. Αυτό συνιστά παραβίαση του άρθρου 81(1) του προαναφερόμενου νόμου.
Είναι γεγονός ότι στην προαναφερόμενη επιστολή ημερ. 13.6.2008 αναγράφεται ότι σ΄ αυτήν επισυνάπτεται η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για διεξαγωγή της έρευνας. Όμως τέτοια επισύναψη δεν υπάρχει και η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από την αρχή ότι η Διοίκηση τεκμαίρεται ότι ενήργησε νομότυπα. Μάλιστα η κα. Μαυρογένη, σε διάφορες επιστολές της, αναφέρει ότι διορίστηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ στην επιστολή της ημερ. 18.9.2008, προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναφέρει ότι εκείνος που τη διόρισε με την επιστολή ημερ. 13.6.2008 (και με αρ. φακέλου 15.05.002.436Ε) ήταν ο προαναφερόμενος Αναπληρωτής Διευθυντής.
Στην επιχειρηματολογία των καθ΄ ων η αίτηση αναγράφεται ότι την όλη διαδικασία εξουσιοδότησε ο Υπουργός, ενεργώντας μέσω του Γενικού Διευθυντή, όμως καμιά τέτοια εξουσιοδότηση του Υπουργού των Οικονομικών προς το Γενικό Διευθυντή ή του Γενικού Διευθυντή προς οποιοδήποτε άλλον για να διορίσει την κα. Μαυρογένη ως ερευνώσα λειτουργό ή την κα. Άντρη Χριστοφόρου, Διοικητικό Λειτουργό Α στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, για να εκδικάσει την υπόθεση συνοπτικά ή για τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον της αιτήτριας, παρουσιάστηκε.
Συναφώς, παρατηρώ ότι στην παράγραφο 3 της ένστασης όπου γίνεται ισχυρισμός για μεταβίβαση των εξουσιών του Υπουργού Οικονομικών, ως αρμόδιας Αρχής, για συνοπτική εκδίκαση από την κα. Α. Χριστοφόρου, επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 3, σημείωμα ημερ. 27.3.2009 μαζί με σχετικά έγγραφα. Το σημείωμα ημερ. 27.3.2009 απευθύνεται από το Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς τον Υπουργό, μέσω Γενικού Διευθυντή. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία ή και ένδειξη από τον Υπουργό στο σημείωμα αυτό, αλλά ούτε και επισυνάπτεται οτιδήποτε που δείχνει μεταβίβαση ή εκχώρηση εξουσιών από τον Υπουργό στην κα. Χριστοφόρου ή άλλον.
Κατά συνέπεια θεωρώ ότι υπάρχει παράβαση του προαναφερόμενου νόμου και επομένως η όλη διαδικασία εναντίον της αιτήτριας πάσχει και είναι προϊόν πλάνης περί το Νόμο. Υπό τις περιστάσεις δεν είναι απαραίτητο να προχωρήσω στην εξέταση άλλων λόγων ακυρότητας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.