ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.1184/11)
28 Ioυνίου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΜΑΡΙΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ-ΚΟΥΜΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Α.Κωνσταντίνου, για την αιτήτρια
Ελ.Παπαγεωργίου - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ΄ων η αίτηση
Θ.Κουσπή, (κα.), για Ι.Νικολάου, για το ενδιαφερόμενο μέρος
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει το διορισμό της ΄Ελενας Θεοδούλου, («ενδιαφερόμενη»), στη μόνιμη θέση Οδοντιατρικού Λειτουργού 2ας τάξεως, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες («η θέση»).
Η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας («η Επιτροπή») υλοποιώντας αίτημα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας προκήρυξε την πλήρωση δύο κενών θέσεων με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καθότι η θέση είναι πρώτου διορισμού.
Υποβλήθηκαν 21 αιτήσεις και η Επιτροπή παρέπεμψε το θέμα με επιστολή ημερ. 10 Δεκεμβρίου 2010 στη Διευθύντρια Οδοντιατρικών Υπηρεσιών ως πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε τις αιτήσεις και προχώρησε σε προφορική συνέντευξη με τους υποψήφιους και τελικώς η έκθεση της διαβιβάστηκε στην Επιτροπή με επιστολή ημερ. 24 Φεβρουαρίου 2011.
Στις 12 Μαϊου 2011 η Επιτροπή ήλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο, ο οποίος περιελάμβανε τόσο την αιτήτρια όσο και την ενδιαφερόμενη, και αποφάσισε να καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους 5 υποψήφιους που περιλήφθησαν στον τελικό κατάλογο. Η προφορική εξέταση έγινε τελικώς στις 5 Ιουλίου 2011 και μετά το πέρας της η Διευθύντρια των Οδοντιατρικών Υπηρεσιών αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και αποχώρησε. Η Επιτροπή με τη σειρά της αφού είχε προβεί σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, προχώρησε και διόρισε στη θέση την ενδιαφερόμενη και ένα τρίτο πρόσωπο. Ως αποτέλεσμα τούτου, καταχωρήθηκε, όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας έκαμε αναφορά στο πρακτικό της απόφασης της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η τελική επιλογή της ενδιαφερομένης έγινε αφού λήφθηκε υπόψη η γενική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής και κατά δεύτερο λόγο η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής.
Ενώπιον της Συμβουλευτικής και συγκεκριμένα κατά το στάδιο της προφορικής εξέτασης, η αιτήτρια, όπως ανέφερε ο συνήγορος, είχε αξιολογηθεί ως Πάρα Πολύ Καλή, η δε ενδιαφερόμενη ως Σχεδόν Εξαίρετη. Κατά το στάδιο της τελικής επιλογής, πάντοτε ενώπιον της Συμβουλευτικής, η αιτήτρια είχε χαρακτηριστεί ως Σχεδόν Εξαίρετη και η ενδιαφερόμενη ως Εξαίρετη.
Αναφορικά με τα προσόντα και οι δύο είχαν πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Οδοντιατρική και ισοβαθμούσαν.
Το τρίτο στοιχείο που ανέφερε ο συνήγορος της αιτήτριας εδράζεται στην πείρα η οποία, κατά την εισήγηση του είναι συντριπτικά ανώτερη η αιτήτρια. Εργάστηκε ως ιδιώτης οδοντίατρος για 11 περίπου χρόνια (1994-2005), από το Νοέμβριο του 2005 μέχρι τον Μάρτιο του 2010 ως οδοντοϋγειονολόγος στις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες και για περίοδο 4 μηνών ήτοι μέχρι και τον Μάϊο του 2010 ως έκτακτη Οδοντιατρική Λειτουργός. Κατ΄αντίθεση, η ενδιαφερόμενη, κατά το στάδιο διορισμού της είχε πείρα μόνο εννέα μηνών, εργαζόμενη ως Οδοντιατρικός Λειτουργός άνευ απολαβών. Η πείρα λειτουργεί ως στοιχείο με το οποίο αυξάνεται η αξία ενός υποψήφιου, υποστήριξε ο κ.Κωνσταντίνου, κάνοντας αναφορά στη Σακά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468.
Αυτό το στοιχείο της πείρας παρόλο που καταγράφεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής δεν σχολιάζεται καθόλου, όπως είπε ο συνήγορος, ούτε επίσης έγινε οποιαδήποτε αναφορά γι΄αυτό στα πρακτικά της Επιτροπής ώστε να καταφανεί με ποιο τρόπο έχει επηρεάσει, αν επηρέασε, την απόφαση για διορισμό της ενδιαφερόμενης.
Επανερχόμενος στο θέμα της έκθεσης της Συμβουλευτικής, ο κ.Κωνσταντίνου υποστήριξε ότι είναι λανθασμένη και το τελικό συμπέρασμα αξιολόγησης έγινε με δυσμενή διάκριση σε βάρος της αιτήτριας. Διευκρινίζοντας στο σημείο αυτό ο συνήγορος ανέφερε ότι μετά την προφορική συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής για την οποία η ενδιαφερόμενη είχε χαρακτηριστεί ως Σχεδόν Εξαίρετη, λήφθηκε υπόψη η 9μηνη πείρα της και προστέθηκε μισή μονάδα έτσι ώστε τελικώς να χαρακτηριστεί ως Εξαίρετη. Η αιτήτρια η οποία είχε χαρακτηριστεί ως Πάρα Πολύ Καλή με την αναφορά στην πείρα της, που είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με της ενδιαφερόμενης, και πάλι δόθηκε μόνο, μισή μονάδα για να χαρακτηριστεί ως Σχεδόν Εξαίρετη. ΄Οφειλε η Συμβουλευτική να δώσει εξήγηση γιατί και πώς έδωσε μόνο αυτή τη μικρή μισή μονάδα, για τόσο μεγάλη πείρα που διέθετε η αιτήτρια. Επισήμανε ειδικώς για το θέμα της πείρας της ενδιαφερόμενης ότι κακώς αναγράφεται πείρα από τον Αύγουστο του 2009 αντί από τον Οκτώβριο του 2009, αφού η τελευταία είχε αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στις 6 Οκτωβρίου 2009.
Το τελευταίο θέμα που ήγειρε η πλευρά της αιτήτριας και πάλι έχει σχέση με την πείρα και την περίοδο που ασχολείτο με την οδοντοϋγειονολογία. Η εργασία αυτή έχει σχέση με την οδοντιατρική εργασία, συνεπώς θα έπρεπε η αιτήτρια να θεωρηθεί ότι κατέχει και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η δυνατότητα που υπήρχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή να χαρακτηρίσει την ενδιαφερόμενη σε ψηλότερο επίπεδο από την αιτήτρια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου σ΄αυτή την κρίση. Η ενδιαφερόμενη χαρακτηρίστηκε σε ψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική, εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία κατά την εξέταση ενώπιον της Επιτροπής, συνεπώς ήταν δικαιολογημένη η επιλογή της τελευταίας για τη συγκεκριμένη θέση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της ενδιαφερομένης υποστήριξε την απόφαση της Επιτροπής επισημαίνοντας ταυτοχρόνως ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέβαλλε όπως η αναγκαία πείρα έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι ένας υποψήφιος διαθέτει πλεονέκτημα, θα έπρεπε η άσκηση των καθηκόντων του να είχε γίνει «είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση, είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία». Κάτι τέτοιο, ανέφερε η συνήγορος, δεν θα μπορούσε να προταθεί από τη στιγμή που η αιτήτρια εργαζόταν ως οδοντοϋγειονολόγος, που με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της εν λόγω θέσης, δεν απαιτείται η ύπαρξη πανεπιστημιακού διπλώματος.
Όπως έχω σημειώσει και προγενέστερα η αιτήτρια είχε προβάλει ότι η Συμβουλευτική δεν είχε, κατά ορθό τρόπο, αξιολογήσει την πείρα που κατείχε και ταυτοχρόνως δεν της απέδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς τον τρόπο κατανομής των μονάδων αναφορικά με την πείρα.
Είμαι της γνώμης ότι όσα αναφέρθησαν, επί του προκειμένου, από την αιτήτρια είναι βάσιμα.
Μελετώντας το πρακτικό της Συμβουλευτικής, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε αναφορά που να επιτρέπει την εξαγωγή συμπεράσματος ως προς το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, με βάση το οποίο προσδόθηκε επιπλέον μονάδα αναφορικά με την πείρα. Δεν υπάρχει καταχωρημένη η σκέψη της Επιτροπής στο πώς θα αντίκριζαν το θέμα και πόσες μονάδες θα δίδοντο ως προς την πείρα ή εάν οι μονάδες αυτές θα διαφοροποιούντο με βάση τα χρόνια υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί δόθηκε ίση βαθμολογία στα περίπου 15 χρόνια πείρας που κατείχε η αιτήτρια και στην 9μηνη πείρα της ενδιαφερομένης, ουσιαστικώς εξομοιώνοντας τα. Η έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, η οποία οδήγησε στην απόδοση της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων, είναι έκδηλο ότι καθιστά τον όποιο δικαστικό έλεγχο αδύνατο.
Δεν είναι αρκετό να καταγράφεται μια απλή απόδοση μονάδων. Απαιτείται όπως η εν λόγω απόδοση συναρτάται προς παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο και ταυτοχρόνως πρέπει να είναι, με βάση τα δεδομένα, εύλογα επιτρεπτή. Βλ. υπόθεση αρ. 1371/2005 Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 7 Μαρτίου 2007.
Όπως καταφαίνεται από την τελική κατάταξη των υποψηφίων η απόδοση ίσων μονάδων τόσο στην αιτήτρια όσο και στην ενδιαφερόμενη, επέδρασε ουσιαστικώς στην τελική κατάταξη. Η ιδία η Συμβουλευτική αναφέρει στο πρακτικό ημερ. 16 Φεβρουαρίου 2011 ότι:
«κατά τη γενική αξιολόγηση λήφθηκαν υπόψη η εντύπωση στην προφορική εξέταση, τα προσόντα των υποψηφίων, η έκταση της επαγγελματικής πείρας και το πλεονέκτημα της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης πείρας που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία».
Με την τελική όμως απόφαση της Συμβουλευτικής που, όπως σημείωσα, αποδίδει ίδιο αριθμό μονάδων και στις δυο, παρόλη τη μεγάλη διαφορά στην πείρα που υπάρχει προς όφελος της αιτήτριας, ουσιαστικώς, αναιρούνται τα όσα ανέφερε πιο πάνω η Συμβουλευτική, ως προς την έκταση της επαγγελματικής πείρας. Συναφώς καταλήγω ότι η αξιολόγηση της ήταν εσφαλμένη. Η εξομοίωση αυτή ουσιαστικά απολήγει σε έλλειψη έρευνας και ενδεχόμενη πλάνη. Βλ. Υπόθ. Αριθμ. 1181/2002 Κοντογιώργη ν. Δημοκρατίας, 19 Απριλίου 2004.
Η αιτήτρια πρόβαλε περαιτέρω ότι η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα και ως εκ τούτου απέτυχε να την πιστώσει με το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, λόγω πείρας. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης σημειώνεται ότι:
«πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία αποτελεί πλεονέκτημα.»
Όπως καταφαίνεται από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων η αιτήτρια εργάστηκε από το Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Μάρτιο του 2010 ως οδοντοϋγειονολόγος στις Οδοντιατρικές Υπηρεσίες και στη συνέχεια για περίοδο 4 μηνών ως έκτακτη Οδοντιατρική Λειτουργός. Από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής και στη συνέχεια της Επιτροπής, δεν φαίνεται να έχει εξεταστεί το θέμα αυτής της υπηρεσίας και ειδικότερα αν η περίοδος που εργάστηκε ως οδοντοϋγειονολόγος, ενόψει των καθηκόντων της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οδοντιατρική υπηρεσία σε βαθμό που να μπορούσε να προσδώσει στην αιτήτρια το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Ούτε επίσης εξετάστηκε αν τα καθήκοντα της εν λόγω θέσης (οδοντοϋγειονολόγου) ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αδαμίδη 2001 3 Α.Α.Δ. 1096, αναφέρονται τα ακόλουθα, τα οποία είναι σχετικά με την παρούσα υπόθεση:
«Είμαστε της άποψης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, εκτός του ότι φαίνεται να παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις κατοχής του πλεονεκτήματος, ενήργησε, όπως τουλάχιστο προκύπτει από το πόρισμα της, χωρίς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας, που θα συνίστατο σε διερεύνηση της πραγματικής κατάστασης σχετικά με τα καθήκοντα που όντως ασκούσαν οι εφεσίβλητοι στην προηγούμενή τους θέση, κάτι που θα οδηγούσε στην εξακρίβωση του κατά πόσο τα καθήκοντα αυτά προσέδωσαν σε αυτούς την αναγκαία πείρα, σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Ούτε από το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται αυτή να γνώριζε ποιά ήταν τα πραγματικά αυτά καθήκοντα, αφού το μόνο που εκεί αναφέρεται είναι ότι έκρινε το επίδικο θέμα με βάση τα σχέδια υπηρεσίας.»
Επομένως, είμαι της γνώμης ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής πάσχει. Το μειονέκτημα αυτό συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση της Επιτροπής καθότι, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, η απόφαση διορισμού της ενδιαφερόμενης στηρίχτηκε στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής.
Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το ενδεχόμενο πίστωσης πλεονεκτήματος προς την αιτήτρια. Εάν η Επιτροπή θεωρούσε ότι όντως υπήρχε, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, πώς ενδεχομένως να επηρέαζε την τελική απόφαση για διορισμό.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.