ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 109/2012)
27 Ιουνίου, 2013
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. LOLITA CONTRERAS JACOBE,
2. VINCENT POUTROS,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κατσούρη (κα), για τους Αιτητές.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, ηλικίας σήμερα 42 ετών, κατάγεται από τις Φιλιππίνες και αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 18.3.2002 με άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός σε συγκεκριμένο εργοδότη, διάρκειας τριών μηνών. Κατόπιν αίτησης της αιτήτριας για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της, εγκρίθηκε η παραμονή της μέχρι τις 18.3.2008 με σκοπό την πιο πάνω εργασία της.
Αίτηση της αιτήτριας ημερ. 6.3.2008 για αναγνώριση του καθεστώτος του Επί Μακρόν Διαμένοντος απορρίφθηκε στις 19.3.2009. Παρομοίως, αίτημα του εργοδότη της αιτήτριας για παράταση της παραμονής της απορρίφθηκε λόγω του ότι η αιτήτρια είχε συμπληρώσει τα 4 χρόνια παραμονής της στη Δημοκρατία και κλήθηκε να αναχωρήσει.
Ο αιτητής, ηλικίας σήμερα 84 ετών, είναι Ελληνοκύπριος και στις 26.5.2009 αιτήθηκε την παραχώρηση παράτασης της άδειας παραμονής της αιτήτριας με σκοπό την τέλεση γάμου. Το αίτημα εγκρίθηκε στις 20.7.2009 και στην αιτήτρια παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτρια με ισχύ μέχρι τις 12.11.2009. Ο γάμος μεταξύ των αιτητών τελέστηκε μία εβδομάδα πριν τη λήψη της άδειας παραμονής της, στις 5.11.2009 και η αιτήτρια στις 19.11.2009 υπέβαλε αίτηση για την ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της ως επισκέπτριας.
Από επίσκεψη του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας η οποία πραγματοποιήθηκε στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους στις 28.8.2010 διαπιστώθηκε ότι το ζεύγος διέμενε σε χωριστά υπνοδωμάτια. Ο αιτητής ανέφερε ότι γνωρίστηκε με την αιτήτρια στην πλατεία Σολωμού το 2003 και από τότε διατηρούσαν ερωτικό δεσμό. Η αιτήτρια, αναφορικά με το καθεστώς παραμονής της στην Κύπρο, ανέφερε πως ο εργοδότης της προσπαθούσε να την κρατήσει ως οικιακή βοηθό και τότε ο αιτητής πρόσθεσε πως ο εργοδότης της είναι φίλος του και η γνωριμία του με την αιτήτρια έγινε στο σπίτι του. Πρότεινε στην αιτήτρια να παντρευτούν όταν έμαθε ότι απορρίφθηκε η αίτησή της για το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Ο γιος του αιτητή ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως το γάμο του πατέρα του «τον έστησε» ο εργοδότης της αιτήτριας για να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Κύπρο και πως όλα τα παιδιά του αιτητή αντιτίθενται στο γάμο αυτό. Όταν αυτά τέθηκαν ενώπιον του αιτητή, αυτός είπε πως με τον τρόπο αυτό θα είχε ένα άτομο να τον φροντίζει αλλά ήθελε να βοηθήσει και την αιτήτρια.
Σε νέο έλεγχο που έγινε στις 27.7.2011 διαπιστώθηκε και πάλι ότι τα προσωπικά είδη της αιτήτριας βρίσκονταν σε διπλανό δωμάτιο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους σε συνεδρία της ημερ. 9.9.2011, έκρινε το γάμο ως εικονικό:- «Ο γιος του Ε/Κ δηλώνει ότι ο πατέρας τους ουδέποτε διατηρούσε ερωτική σχέση με την αλλοδαπή και ότι ο γάμος διευθετήθηκε από τον πρώην εργοδότη της. Ο σύζυγος υπέπεσε σε αντίφαση όσον αφορά τις συνθήκες γνωριμίας του με την αλλοδαπή».
Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 23.9.2011, απέρριψε αίτηση της αιτήτριας για άδεια παραμονής, θεωρώντας το γάμο ως εικονικό. Οι αιτητές ειδοποιήθηκαν σχετικά με επιστολές του Τμήματος ημερ. 26.9.2011.
Στις 10.10.2011 οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Η επιστολή η οποία στάληκε στους αιτητές στις 10.1.2012 έχει ως εξής:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 10/10/2011, σχετικά με την πιο πάνω προσφυγή που αφορά το γάμο που έχουν τελέσει οι εν θέματι πελάτες σας και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού διερεύνησε επιμελώς την όλη υπόθεση, ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και έχοντας υπόψη τόσο τις παραστάσεις που έχετε υποβάλει, όσο και τα πορίσματα της Επιτροπής Μετανάστευσης, έχει απορρίψει την πιο πάνω προσφυγή, αφού, όπως έχει, μεταξύ άλλων, διαφανεί
(α) Οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, ήταν αντιφατικές (άρθρο 7Α(3)δ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου)
(β) Η αλλοδαπή έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής της στη Δημοκρατία (Άρθρο 7Α(3)ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου)».
Οι νομικοί ισχυρισμοί
Αρχή θα γίνει από τον ισχυρισμό περί παρανομίας στη συγκρότηση και/ή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους η οποία δεν προέβη στη δέουσα έρευνα.
Συγκεκριμένα, κατά τον ισχυρισμό των αιτητών, στη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 9.9.2011 δεν συμμετείχε εκπρόσωπος του Λειτουργού Εγγραφής, υπήρξαν δε άλλα πρόσωπα ως «παρακαθήμενοι» των οποίων όμως, η ιδιότητα και η συμμετοχή δεν διευκρινίζεται.
Ο ισχυρισμός αυτός δικαίως συναντά την αντίδραση των καθ' ων η αίτηση πως δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον δεν περιλήφθηκε στους λόγους της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών. Δεν μπορεί να τίθεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτημα το οποίο δεν τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού. Εκείνο το οποίο εξετάζεται με την προσφυγή είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση (βλ. Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, στην οποία ευστόχως παραπέμπει η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση).
Η δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο ζητημάτων συγκρότησης ή σύνθεσης του διοικητικού οργάνου ως ζητήματα δημόσιας τάξης δεν συνεπάγεται και υποχρέωση του Δικαστηρίου για τέτοια εξέταση. Όπως κρίθηκε στη Λουκής Καλαθάς ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υπόθεση αρ. 150/2006, ημερ. 8.10.2007, δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης υπάρχει «νοουμένου ότι είναι θέμα εντασσόμενο στην εμβέλεια της προσφυγής, ως προσδιοριστικής της εν γένει δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Κάτι που δεν συμβαίνει εδώ.
Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των αιτητών συνοψίζονται στα ακόλουθα:-
Οι αιτητές εισηγούνται πως η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ έλαβε υπόψη τη δήλωση του γιου του αιτητή ότι ο γάμος διευθετήθηκε από τον πρώην εργοδότη της αιτήτριας, η έρευνα δεν στράφηκε και προς τον εν λόγω εργοδότη. Υπήρξε κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, πλάνη περί τα πράγματα στην απουσία επαρκούς έρευνας. Η δε διαπίστωση κατά τον έλεγχο της 27.7.2011 ότι η συμβίωση του ζεύγους συνεχιζόταν, ουδέποτε τέθηκε υπόψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Περαιτέρω, οι αιτητές εισηγούνται πως παρά το γεγονός ότι διαπιστώθηκε η ύπαρξη ομαλής συμβίωσης των αιτητών, οι καθ' ων η αίτηση επηρεασμένοι από στοιχεία τα οποία όφειλαν να μη λάβουν υπόψη, δηλαδή τη διαφορά ηλικίας του ζεύγους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συμβίωση είναι «τυπική για σκοπούς ελέγχου». Δύο χρόνια μετά την τέλεση του γάμου, διαπιστώθηκε από τους ελέγχους της αρμόδιας Υπηρεσίας, η ομαλή συμβίωση των αιτητών. Συνεπώς, η παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία δεν ήταν ο αποκλειστικός σκοπός ώστε να θεωρηθεί εικονικός ο γάμος, όπως προβλέπεται από το άρθρο 2 του Νόμου. Άρα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι συντρέχουν οι δύο από τις ενδείξεις του άρθρου 7Α(3) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όλες οι υπόλοιπες περιστάσεις καταδεικνύουν ότι ο γάμος των αιτητών είναι γνήσιος.
Οι αιτητές προτείνουν, επίσης, πως οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και/ή δεν αξιολόγησαν ορθά τα νέα στοιχεία που παρουσίασαν οι αιτητές στο στάδιο της ιεραρχικής προσφυγής και συγκεκριμένα τις γραπτές δηλώσεις του ιδιοκτήτη της οικίας στην οποία διαμένει το ζεύγος όσο και οικογενειακού φίλου του ζεύγους «που καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι αιτητές διάγουν έναν φυσιολογικό οικογενειακό βίο».
Εν τέλει, οι αιτητές ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη προς βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα των άρθρων 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99) και παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως της οικογενειακής ζωής και της ελεύθερης επιλογής συντρόφου στα πλαίσια εγγάμου συμβιώσεως.
Η κατάληξη
Κατά την άποψή μου, οι λόγοι ακυρότητας δεν ευσταθούν και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι αιτητές δεν αμφισβητούν τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή, δηλαδή, ότι ήταν αντιφατικές οι δηλώσεις των αιτητών αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν και ότι η αιτήτρια έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει προβλήματα όσον αφορά την άδεια διαμονής της στη Δημοκρατία. Στοιχεία τα οποία, κατά το άρθρο 7Α(3) του Κεφ. 105 «τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός». Τα στοιχεία αυτά δεν ανατράπηκαν από την πράγματι συμβίωση των αιτητών ούτε και από τα «νέα στοιχεία» δηλαδή τις βεβαιώσεις τρίτων ως προς τις μεταξύ τους ομαλές οικογενειακές σχέσεις και τη συντροφικότητά τους. Η ίδια η συμβίωση θεωρήθηκε, στην πορεία της εξέτασης της υπόθεσης, εικονική.
Προβληματίζουν πράγματι οι αντιφατικές δηλώσεις του αιτητή ως προς τις συνθήκες γνωριμίας του με την αιτήτρια, όπως και η, στα πλαίσια αυτών των δηλώσεων, από μέρους του αιτητή διευκρίνιση πως όταν ο ίδιος έμαθε ότι απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για την αναγνώριση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντα, πρότεινε στην αιτήτρια και τον τότε εργοδότη της να την παντρευτεί ο ίδιος ώστε να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Κύπρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «"εικονικός γάμος" σημαίνει γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία».
Ο λόγος τέλεσης του γάμου, όπως ο ίδιος ο αιτητής εξήγησε κατά την πρώτη επίσκεψη του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, καθώς και το σύνολο των στοιχείων, βρισκόταν ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, θεωρώ εύλογη τη διοικητική κρίση πως πρόκειται για εικονικό γάμο.
Η αναφορά στη διαφορά της ηλικίας μεταξύ των αιτητών φαίνεται να ήταν συμπληρωματική στην κρίση για την εικονικότητα ενώ η μη ειδική αναφορά στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης στις προσκομισθείσες δηλώσεις τρίτων ή το γεγονός ότι η έρευνα δεν στράφηκε και προς τον πρώην εργοδότη της αιτήτριας για να διακριβωθεί το κατά πόσο «έστησε» το γάμο, δεν μπορούν με βεβαιότητα, ενόψει του συνόλου των δεδομένων, να οδηγήσουν σε συμπέρασμα έλλειψης δέουσας έρευνας. Εξάλλου, όπως λέχθηκε πιο πάνω, ο ίδιος ο αιτητής εισηγήθηκε και στον τότε εργοδότη ο οποίος επιθυμούσε την παραμονή της οικιακής του βοηθού στην Κύπρο, την τέλεση του γάμου προς διασφάλιση της παραμονής της αιτήτριας στην Κύπρο. Θεωρώ πως δεν θα πρόσθετε τίποτε η εισηγούμενη διερεύνηση. Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την άποψή μου περιέχει επαρκή αιτιολογία με την ανάλογη νομική βάση. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η απόφαση κατά την κρίση μου δεν παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ