ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1085/2011)
28 Ιουνίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΝΑ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΜΑΝΗ,
2. ΜΑΡΙΑ ΤΖΟΑΝΝΑ STAURON,
3. ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΛΑ STAURON,
4. ΠΑΝΤΕΛΗΣ STAURON,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα τεμάχια αρ. 186, 187 και 189 του Φ/Σχ.30/13W2 και 30/21W1 στη Λακατάμεια, είχαν επιταχθεί με σχετικό διάταγμα από τις 10. 5.1999. Στη συνέχεια απαλλοτριώθηκαν για τις ανάγκες του στρατιωτικού αεροδρομίου Λακατάμειας με σχετικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 27.11.2002. Να σημειωθεί ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση για σκοπούς του στρατιωτικού αεροδρομίου επεκτεινόταν πέραν των τεμαχίων των αιτητών και σε πολλά άλλα παραπλήσια τεμάχια.
Στις 3.2.2011, οι δικηγόροι των αιτητών ζήτησαν με σχετική επιστολή τους προς το Υπουργείο Άμυνας όπως τα τεμάχια επιστραφούν στους αιτητές ενόψει του ότι οι λόγοι για τους οποίους έτυχαν απαλλοτρίωσης είχαν εκλείψει και εν πάση περιπτώσει οι σκοποί της απαλλοτρίωσης δεν πραγματοποιήθηκαν παρά την πάροδο οκτώ ετών. Το Υπουργείο Άμυνας απάντησε στις 17.3.2011, ενημερώνοντας τους αιτητές, μέσω του δικηγόρου τους, ότι τα τεμάχια δεν μπορούσαν να επιστραφούν διότι είχε παρέλθει το χρονικό διάστημα των τριών ετών από την ημερομηνία απαλλοτρίωσης και εφόσον από τον Ιούλιο του 2010 έπαυσαν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άμυνας, θα πωλούντο με διαδικασία δημόσιου πλειστηριασμού δυνάμει του άρθρου 15(2)(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου 1962, προς τούτο δε το Υπουργείο είχε ζητήσει από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να ετοιμάσει τα σχετικά έγγραφα τα οποία θα υποβάλλονταν στο Υπουργικό Συμβούλιο για κήρυξη της ιδιοκτησίας αυτής ως πλεονάζουσας, ώστε στη συνέχεια να πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό στον οποίο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι ίδιοι οι αιτητές. Ακολούθησε νέα επιστολή από τους δικηγόρους των αιτητών ημερ. 16.6.2011, στην οποία επαναφέρθηκε αίτημα για επιστροφή των τεμαχίων, καθώς και νέα απαντητική επιστολή του Υπουργείου Άμυνας, στην οποία έγινε αναφορά στην ήδη γνωστοποιηθείσα θέση του Υπουργείου με την επιστολή ημερ. 17.3.2011, η οποία και επισυνάφθηκε εκ νέου.
Είναι με βάση τα πιο πάνω γεγονότα που οι αιτητές θεωρούν ότι η απόφαση του Υπουργείου Άμυνας έχει ληφθεί χωρίς δέουσα έρευνα, είναι αναιτιολόγητη, ενώ ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν εξ αρχής τόσο αόριστος, ώστε οποιοδήποτε έργο και να υλοποιείτο να μην μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπηρετούσε συγκεκριμένο σκοπό. Εν πάση δε περιπτώσει παρά την πάροδο δέκα ετών από την απαλλοτρίωση, τα τεμάχια παρέμειναν στην κατάσταση που είχαν αρχικά. Οι αιτητές θεωρούν επίσης ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της καλής πίστης, ενώ διαπιστώνεται επίσης κατάχρηση εξουσίας διότι, ενώ ουδέν έγινε προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, αντί το Υπουργείο Άμυνας να επιστρέψει τα τεμάχια στους αιτητές, αυτό θα προχωρούσε να τα πωλήσει με δημόσιο πλειστηριασμό αποκομίζοντας σημαντικό όφελος.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων είναι ότι η συγκεκριμένη απόφαση της διοίκησης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης από το Δικαστήριο διότι έχει ήδη εκδοθεί σχετική απόφαση σε άλλη προσφυγή για το ίδιο αντικείμενο με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο. Αυτή η θέση προβάλλεται ως προδικαστική ένσταση. Ως δεύτερη προδικαστική ένσταση οι καθ΄ ων ισχυρίζονται ότι η απόφαση που προσβάλλεται είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και συνεπώς όχι εκτελεστή. Επί της ουσίας, οι καθ΄ ων επεξηγούν με μεγάλη λεπτομέρεια τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, ότι αυτός δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά αντίθετα έχει επιτευχθεί ο σκοπός με αποτέλεσμα να είναι νόμιμη η πώληση της περιουσίας των αιτητών με κήρυξη της ως πλεονάζουσας και με βάση το δημόσιο πλειστηριασμό. Διατείνονται επίσης οι καθ΄ ων ότι δεν είναι δυνατό για τους αιτητές να προσβάλλουν εκ των υστέρων τη νομιμότητα της γενομένης απαλλοτρίωσης, ενώ η διοίκηση ουδόλως καταχράστηκε την εξουσία της ή λειτούργησε με αλλότριο σκοπό ή χωρίς νόμιμη αιτιολογία.
Αμφότερες οι προδικαστικές ενστάσεις είναι αβάσιμες. Όσον αφορά το δεδικασμένο είναι φανερό, με βάση τη νομολογία, ότι για τη δημιουργία δεδικασμένου είναι αναγκαία η ταύτιση διαδίκων, η ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων, η ύπαρξη των ιδίων επιδίκων θεμάτων και η ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης, (δέστε Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Τούλας Κούλουμου και Ευανθίας Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293 και K. Kallis Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 724). Εδώ αποτελεί δεδομένο ότι παρά την ταύτιση των επιδίκων θεμάτων και των αυτών τεμαχίων γης μεταξύ της παρούσας προσφυγής και της υπ΄ αρ. 472/2011 προσφυγής, οι διάδικοι δεν είναι ταυτόσημοι. Οι νυν αιτητές, επίσης συνιδιοκτήτες των τεμαχίων, έχοντας τη δική της αυτοτέλεια, δικαιούνται να προσβάλλουν την επίδικη διοικητική απόφαση. Ακριβώς και το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει η κα Πιπερή στην αγόρευση της για την προδικαστική αυτή ένσταση από το σύγγραμμα του Νίκου Χαραλάμπους: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (2006), σελ. 261, αναφέρει το ίδιο πράγμα και δεν βοηθά την εισήγηση της. Όπως καταγράφεται εκεί, η απορριπτική απόφαση δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο inter partes, ώστε να είναι ανεπίτρεπτο για τους ίδιους διαδίκους να επαναφέρουν το ίδιο θέμα σε άλλη δίκη.
Όσον αφορά την ένσταση περί πληροφοριακής πράξης παρατηρούνται τα εξής: Η θέση της Δημοκρατίας στηρίζεται στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 25.7.2011 παραπέμπει στην επιστολή της διοίκησης ημερ. 17.3.2011, με την οποία είχε γνωστοποιηθεί η απόρριψη του αιτήματος των αιτητών διά του δικηγόρου τους, για επιστροφή των ακινήτων. Όμως παρά το γεγονός ότι η επιστολή ημερ. 17.3.2011 αναφέρεται στα ίδια τεμάχια υπ΄ αρ. 186, 187 και 189, εν τούτοις τυπικά απαντά στην επιστολή του δικηγόρου ημερ. 3.2.2011, η οποία είχε απευθυνθεί στη διοίκηση εκ μέρους των αιτητών στην προσφυγή υπ΄ αρ. 472/2011, (η επιστολή ημερ. 3.2.2011 είναι Παράρτημα 12 στην ένσταση), και επομένως η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 25.7.2011 δεν αποτελεί πληροφοριακή πράξη σε συνάρτηση με την επιστολή ημερ. 17.3.2011, εφόσον αφορούσε άλλους αιτητές. Είναι προφανές ότι οι καθ΄ ων στις 25.7.2011, θεώρησαν ορθό να αναφερθούν στην επιστολή ημερ. 17.3.2011, εφόσον η αίτηση για επιστροφή από τους παρόντες αιτητές αφορούσε τα ίδια ακριβώς τεμάχια, όπως και στην προσφυγή υπ΄ αρ. 472/2011. Δεν είναι όμως τυπικά πληροφοριακού χαρακτήρα, εφόσον για τους παρόντες αιτητές διαπιστώνεται ότι είχε αρχικά αποσταλεί άλλη επιστολή από το δικηγόρο τους ημερ. 2.5.2011 (Παράρτημα Β στην προσφυγή), η οποία δεν απαντήθηκε, το αίτημα δε επαναλήφθηκε στις 16.6.2011 (Παράρτημα Γ στην προσφυγή), και τότε μόνο απεστάλη η προσβαλλόμενη πράξη, με αναφορά όμως στην προηγηθείσα επιστολή ημερ. 17.3.2011. Οι παρόντες αιτητές βεβαίως δέχονται ότι η επιστολή ημερ. 17.3.2011, λειτούργησε ως απορριπτική και για το δικό τους αυτοτελές ως συνιδιοκτητών αίτημα, εξ ου και ήγειραν την προσφυγή ικανοποιηθέντες ότι αίτημα τους απαντήθηκε και απορρίφθηκε επί της ουσίας.
Επί της ουσίας όμως οι καθ΄ ων έχουν δίκαιο. Το παρόν Δικαστήριο στην υπ΄ αρ. 472/2011 προσφυγή εξέδωσε απόφαση στις 21.12.2012, για ακριβώς παρόμοιο θέμα και για τα ίδια τεμάχια, με τη διαφορά ότι οι εκεί αιτητές ήσαν διαφορετικοί από τους παρόντες. Σε εκείνη την υπόθεση, το αποτέλεσμα της οποίας έχει εφεσιβληθεί από τους εκεί αιτητές, δεν είχε επίσης υποβληθεί ένσταση είτε στην επίταξη, είτε στην απαλλοτρίωση και μάλιστα οι ίδιοι αιτητές είχαν με επιστολή τους ημερ. 19.3.2002, (όπως και εδώ), ζητήσει την απαλλοτρίωση των τεμαχίων τους, τα οποία ήταν ήδη επιταγμένα για τους σκοπούς της λειτουργίας του στρατιωτικού αεροδρομίου Λακατάμειας. Σε εκείνη την υπόθεση η οποία έτυχε χειρισμού από τους ίδιους δικηγόρους, όπως και εδώ, τέθηκαν ακριβώς τα ίδια ζητήματα. Τόσο η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, όσο και το διάταγμα απαλλοτρίωσης (Παραρτήματα 5 και 8 στην ένσταση της Δημοκρατίας), είναι ακριβώς τα ίδια που αφορούσαν και τα αντίστοιχα διατάγματα των αιτητών στην προσφυγή υπ΄ αρ. 472/2011. Τα τεμάχια ήσαν επίσης επιταγμένα από το 1999, όπως φανερώνει και το Παράρτημα 2 στην ένσταση και χρησιμοποιούνταν από τότε για τη χρήση του στρατιωτικού αεροδρομίου Λακατάμειας.
Δεν υπάρχει απολύτως καμία διαφορά μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και των δεδομένων της προσφυγής υπ΄ αρ. 472/2011, πλην του γεγονότος ότι οι αιτητές στις δύο προσφυγές διαφέρουν. Επομένως υιοθετούνται και εδώ τα όσα το Δικαστήριο αποφάσισε στην προσφυγή υπ΄ αρ. 472/2011 στις 21.12.2012, τα οποία και παρατίθενται στη συνέχεια.
Οι αιτητές κρίνεται ότι δεν έχουν δίκαιο στις θέσεις που προβάλλουν. Όπως οι ίδιοι εισηγούνται, στόχος τους είναι να δείξουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πρέπει να εξειδικεύεται στο ίδιο το διάταγμα της απαλλοτρίωσης ώστε να καθίσταται εφικτή η επίτευξη του. Και εδώ, σύμφωνα με την εισήγηση, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν τόσο αόριστος ώστε να μην μπορεί να γίνεται λόγος περί δυνατότητας εκπλήρωσης του σκοπού, εφόσον τέτοιος δεν υπήρχε. Είναι φανερό, όμως, όπως ορθά εισηγείται η Δημοκρατία στην αγόρευση της, ότι η ίδια η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, καθώς και το μεταγενέστερο διάταγμα απαλλοτρίωσης, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν. Και, επομένως, το τι επιδιώκουν οι αιτητές είναι στην ουσία παρεμπίπτων έλεγχος μιας διοικητικής πράξης την οποία οι ίδιοι ζήτησαν αφενός και αφετέρου σφράγισαν με την παράλειψη τους να υποβάλουν οποιαδήποτε ένσταση και στη συνέχεια οποιαδήποτε προσφυγή.
Με αυτό ως δεδομένο και στη βάση του ότι οι ίδιοι οι αιτητές υποδεικνύουν στις αγορεύσεις τους και ιδιαιτέρως στην απαντητική τους αγόρευση, ότι ο σκοπός τους δεν ήταν και δεν είναι να προσβάλουν το διάταγμα απαλλοτρίωσης ή ότι η απαλλοτρίωση αυτή καθαυτή πάσχει, πρέπει να εξεταστεί η συναφής και ταυτόχρονα λεπτή βάση στην οποία θέτουν το αίτημα τους. Ότι, δηλαδή, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ουδέποτε επετεύχθη διότι δεν υπήρχε τέτοιος σκοπός. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή διότι η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, Παράρτημα 5 στην ένσταση, αναφέρει, όπως έχει ήδη καταγραφεί στην αρχή του σκεπτικού, ότι η απαλλοτρίωση ήταν επιβεβλημένη για την αντιμετώπιση των αμυντικών αναγκών της Δημοκρατίας. Με δοσμένη την αποδοχή του σκοπού απαλλοτρίωσης εκ μέρους των αιτητών εφόσον δεν αμφισβήτησαν την απαλλοτρίωση των τεμαχίων τους για το σκοπό που καθορίστηκε, εύλογα η Δημοκρατία εισηγείται ότι ο σκοπός επετεύχθη, και μάλιστα ολοκληρώθηκε, με αποτέλεσμα τα τεμάχια να μην χρειάζονται πλέον εφόσον από τον Ιούλιο του 2010, αυτά έπαυσαν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άμυνας.
Τα τεμάχια των αιτητών είναι τα υπ΄ αρ. 186, 187 και 189 του Φ/Σχ.30/13W2 και Φ/Σχ.30/21W1 στη Λακατάμεια και όπως φαίνεται από το Παράρτημα 2 στην ένσταση, που είναι σημείωμα διοικητικού λειτουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, τα τεμάχια αυτά ήταν ήδη επιταγμένα μαζί με άλλα από το 1999, με το μεγαλύτερο μέρος τους να καταλαμβάνεται από τον δίαυλο του Στρατιωτικού Αεροδρομίου. Ιδιαίτερα αναφέρεται ότι τα τεμάχια αυτά καταλαμβάνονται στην ουσία από τον δίαυλο και είναι μονίμως δεσμευμένα στις, ως συνάγεται, δύο ζώνες ασφαλείας που υπάρχουν εκατέρωθεν του διαύλου προσγειώσεων και απογειώσεων. Το σημείωμα αυτό φέρει ημερ. 22.4.2002, (Παράρτημα 2 στην ένσταση), και προηγήθηκε βέβαια της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης στις 22.10.2002, στην οποία Γνωστοποίηση ρητά αναφέρονται τα τρία αυτά τεμάχια των αιτητών με συνημμένο επίσης συναφές σχέδιο υπογραμμένο από τον Υπουργό Άμυνας.
Στη βάση των πιο πάνω, ορθά η Δημοκρατία αντιτάσσει στην αγόρευση της ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ιδιαίτερη έρευνα για το θέμα αυτό εφόσον ως τεχνικό στην ουσία ζήτημα ενέπιπτε στην αρμοδιότητα της διοίκησης να αποφασίσει ότι τα τεμάχια αυτά αρχικά χρειάζονταν για αμυντικούς σκοπούς (υπενθυμίζεται ότι οι ίδιοι οι αιτητές ζήτησαν την απαλλοτρίωση τους), όσο και για το μεταγενέστερο γεγονός ότι η επίδικη ιδιοκτησία δεν εξυπηρετούσε πλέον τους αμυντικούς αυτούς σκοπούς. Η επιλογή της γης, η προώθηση απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την αναγκαιότητα του έργου αποτελούν θέματα κατ΄ εξοχή διοικητικά και τεχνικά στα οποία κατά κανόνα το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, (δέστε Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543). Δεν ήταν επομένως αόριστος και απραγματοποίητος, ως εισηγούνται οι αιτητές, ο σκοπός της Γνωστοποίησης και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Οι ίδιοι οι αιτητές, άλλωστε, σε αίτημα τους που είχαν υποβάλει στις 19.3.2002, Παράρτημα 1 στην ένσταση, δέχθηκαν ότι τα τεμάχια ήταν από τότε επιταγμένα από το Υπουργείο Άμυνας για σκοπούς λειτουργίας του Στρατιωτικού Αεροδρομίου Λακατάμειας.
Έπεται ότι τα ερωτήματα που εκ των υστέρων θέτουν ως προς τη δέουσα έρευνα και την απαραίτητη αιτιολογία, σε συνάρτηση με ερωτήματα του είδους ποιες ήταν οι συγκεκριμένες αμυντικές ανάγκες, αν ανοίχθηκαν ορύγματα, αν κατασκευάστηκαν φυλάκια και πυροβολεία, δεν ευσταθούν. Τα τεμάχια ως είχαν επί του εδάφους και χωρίς να ήταν ανάγκη να γίνουν οποιαδήποτε έργα σ΄ αυτά, εκπλήρωναν το σκοπό της δέσμευσης τους είτε με επίταξη, είτε με απαλλοτρίωση, για το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Δεν χρειαζόταν επομένως οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή προηγούμενη μελέτη ή σχέδια ως η συνήθης προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, (δέστε Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13).
Με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης ολοκληρωθέντα ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του άρθρου 15(2)(γ), που δίνουν το δικαίωμα στην απαλλοτριούσα αρχή να προβεί στην πώληση με πλειστηριασμό της επηρεαζομένης ιδιοκτησίας. Το άρθρο 15(1) του Νόμου και το σχετικό Άρθρο 23.4 του Συντάγματος που επικαλούνται οι αιτητές δεν ισχύουν στην προκείμενη περίπτωση. Οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η κα Πιπερή είναι εύστοχες και αποκαλύπτουν την εμβέλεια του άρθρου 15(2)(γ), σε αντιδιαστολή με το άρθρο 15(1). Στην Αντώνης Μ. Πατάτα ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχαήλ Κ. Πατάτα κ.ά. ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, υπόθ. αρ. 1346/2006, ημερ. 18.11.2011, εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα, όπου αποφασίστηκε στα δεδομένα της υπόθεσης, ότι με το σκοπό της απαλλοτρίωσης που ήταν η εκμετάλλευση χαλκούχου πυρίτη, ο οποίος και εξωρύχθη πλήρως, δεν τίθετο θέμα εγκατάλειψης του σκοπού, αλλά αντίθετα εκπλήρωσης του. Με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατό να τίθεται βάσιμα θέμα επιστροφής της ιδιοκτησίας, αλλά αντίθετα ενεργοποιείτο η διάταξη του άρθρου 15(2)(γ) που δίδει τη δυνατότητα, ως ανεφέρθη, για πώληση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό, εφόσον βέβαια ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επετεύχθη.
Παρόμοια, στη Μιχαήλ Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1995/06, ημερ. 20.6.2008, κρίθηκε και πάλι ότι ο σκοπός της εκεί απαλλοτρίωσης είχε επιτευχθεί (πρόκειτο για την ανέγερση δεξαμενών για τη λειτουργία σταθμού λυμάτων), με αποτέλεσμα το ακίνητο να μπορούσε να πωληθεί διά πλειστηριασμού χωρίς μάλιστα να ήταν ανάγκη ή υποχρέωση, ως ήταν η εισήγηση των αιτητών, να προσφέρουν το ακίνητο πρώτα στους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Το κατά πόσο ο σκοπός μιας απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί ή όχι, συναρτάται προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, (δέστε Ανδρούλλα Μιλτιάδους Φυλακτού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 489/09, ημερ. 16.3.2011).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ