ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 379/2010)

 

 

13 Μαΐου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΤΑΚΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ/Ή

                            2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Κ. Μιχαηλίδου (κα), για Μιχαηλίδης & Ζαβαλλής, για τον Αιτητή.

 

Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 12/5/2009 ο αιτητής εισήγαγε στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο κατασκευής BMW Suv, το οποίο και εκτελώνισε την επομένη, αφού κατέβαλε τα νενομισμένα τελωνειακά τέλη και το φόρο κατανάλωσης. Την ίδια μέρα της εκτελώνισης, ο αιτητής αποτάθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών και ενέγραψε το συγκεκριμένο όχημα με τον αριθμό εγγραφής KVS 191, καταβάλλοντας ως φόρο εγγραφής το ποσό των €3.206,00 και ως τέλη κυκλοφορίας για την περίοδο 13/5/2009 - 31/12/2009 το ποσό των €410,00. Τα εν λόγω ποσά καταβλήθηκαν από τον αιτητή υπό διαμαρτυρία, υπολογίστηκαν δε από τους καθ'ων η αίτηση με βάση το Μέρος Ι του Παραρτήματος του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, όπως αυτός μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, χωρίς να προβλεφθεί οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος.

 

Με επιστολή του ημερ. 3/2/2009, ο αιτητής ζήτησε όπως το ποσό που κατέβαλε ως φόρο εγγραφής του αυτοκινήτου, ήτοι το ποσό των €3.206,00, του επιστραφεί καθότι είχε εισπραχθεί «παράνομα κατά παράβαση των Κοινοτικών Διατάξεων και της Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου». Οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα για επιστροφή του εν λόγω ποσού, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρίσει την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης των καθ'ων η αίτηση.

 

Με αναφορά σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Americo Joao Nunes Tadeu (C-345/93, ημερομηνίας 9/3/95, Συλλογή 1995, σ. 1479 και Antonio Gomes Valente (C-393/98, ημερομηνίας 22/2/2001, Συλλογή 2001, σ. 101327), όπως και σε κυπριακές υποθέσεις (Θωμάς Τριφύλλης ν. Τμήματος Τελωνείων, Υπόθ. Αρ. 1161/2004, ημερομηνίας 26/5/2006 και Pavlos Varellas Trading Co. Limited v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 333/2005, ημερομηνίας 17/7/2006), οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή υποστηρίζουν ότι η επιβολή φόρων σε εισαγόμενα στη Δημοκρατία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντα, στην παρούσα περίπτωση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου από το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, την κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος, αντίκειται στο κοινοτικό κεκτημένο και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως και στην ημεδαπή νομολογία, καθότι εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που εισάγεται στη Δημοκρατία, αφού συναρτά το φόρο μόνο προς τον κυβισμό του αυτοκινήτου, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος.

 

Στην αντίπερα όχθη η κα Καλησπέρα εστιάζει την επιχειρηματολογία της στη θέση ότι ο αιτητής, ο οποίος φέρει, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, το βάρος απόδειξης, ουδέποτε έθεσε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι ο φόρος που επιβλήθηκε για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο μητρώο της Δημοκρατίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, επικαλούμενη τις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Αντώνης Χ" Πέτρου ν. Δημοκρατίας,                  Αρ. Προσφυγής 1477/2009, ημερομηνίας 13/4/2011, Pavlos Ph. Varella Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 703/2005, ημερομηνίας 29/5/2006, Κύπρος Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1318/2008, ημερομηνίας 22/3/2010 και Κ. Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 450/89, ημερομηνίας 29/5/1990, όπως επίσης και τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Tryfonos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 884, Trikomitis v. Republic (1987) 3 C.L.R. 592 και Ιωάννης Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1004, εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής.

 

Είχα την ευκαιρία πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια των υποθέσεων Δήμος Δημοσθένους ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 698/2010, ημερομηνίας 29/8/2012 και CΗ. Kolokotronis Automotives Limited v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθεσης 1255/2010, ημερομηνίας 15/1/2013, να ασχοληθώ σε έκταση με τις εκατέρωθεν προβαλλόμενες σ' εκείνες τις υποθέσεις, θέσεις και επιχειρήματα, που είναι οι ίδιες με τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, τα οποία εγείρονται στην παρούσα υπόθεση.  Όπως και στις δύο εν λόγω υποθέσεις είχα επισημάνει, η υπόθεση Joao Nunes (πιο πάνω), όσο και η υπόθεση Antonio Gomes (πιο πάνω), αφορούσαν παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για σκοπούς γνωμοδότησης σε υποθέσεις παρόμοιας ουσιαστικά φύσης με την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Joao Nunes (πιο πάνω), ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που ο εκεί αιτητής εισήγαγε, υπολογίστηκε από τις πορτογαλικές αρχές με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία, η οποία προέβλεπε ως φόρο επί εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ποσοστό το οποίο θα ανερχόταν στο 90% του αντίστοιχου για τα καινούρια, ανεξάρτητα από την πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος. Κρίθηκε ότι η πορτογαλική νομοθεσία παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης γιατί:

 

"...... η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη φόρου επί των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αντιβαίνει προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν το ποσό του φόρου, υπολογιζόμενο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, υπερβαίνει το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του πρώτου κράτους."

 

 

Στην υπόθεση Antonio Gomes ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου υπολογίστηκε στη βάση του νομοθετικού καθεστώτος που αντικατέστησε το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε στην υπόθεση Joao Nunes. Και σ' αυτή την περίπτωση κρίθηκε πως το νέο νομοθετικό καθεστώς παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης. Το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει ως πιο κάτω:

 

"42. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ανέφερε επ' ακροατηρίου ότι το σύστημα φορολογήσεως των εισαγομένων μεταχειρισμένων οχημάτων σκοπό είχε, στην πραγματικότητα, να αποκαθιστά μια κατ' αρχήν ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ της εμπορικής αξίας των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην εγχώρια αγορά και της των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.

 

43. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ένα εθνικό φορολογικό καθεστώς το οποίο τείνει να εξαλείψει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διαθέτουν τα εισαγόμενα προϊόντα έναντι των της εγχωρίας αγοράς είναι προδήλως αντίθετο προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, το οποίο επιδιώκει να διασφαλίσει την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων έναντι του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Nunes Tadeu, σκέψη 18).

 

44. Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ναι μεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη μεταχειρισμένων οχημάτων σύστημα φορολογήσεως, κατά το οποίο η απόσβεση της πραγματικής αξίας των εν λόγω οχημάτων υπολογίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κλιμάκων οριζομένων με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, αλλά μόνον υπό τον όρον ότι τα εν λόγω κριτήρια ή κλίμακες εγγυώνται ότι το ποσό του φόρου δεν υπερβαίνει - ούτε καν σε ορισμένες περιπτώσεις - το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του οικείου κράτους."

 

(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου)

 

 

Και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, υιοθετώντας το σκεπτικό της υπόθεσης Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφ. 194/2010, ημερομηνίας 19/12/2011 (Κωνσταντινίδης, Δ.), απέρριψα τις θέσεις και τη σχετική με αυτές επιχειρηματολογία της κας Καλησπέρα ως ανεπίτρεπτες, καθότι θέτουν στους ώμους του αιτητή βάρος απόδειξης μη προβλεπόμενο από τη νομοθεσία. Επειδή έχω την άποψη ότι η θέση της νομολογίας μας εξακολουθεί να παραμένει η ίδια, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση μου στην υπόθεση Δημοσθένους, το οποίο υιοθέτησα στη μεταγενέστερη υπόθεση CH Kolokotronis, και το οποίο υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου:

 

"Τα ίδια επίδικα θέματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στις προσφυγές Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 462/2010, ημερομηνίας 8/9/2011 (Νικολάτος, Δ.) και Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 194/2010, ημερομηνίας 19/12/2011 (Κωνσταντινίδης, Δ.), στα πλαίσια των οποίων προβλήθηκαν πανομοιότυπα με την υπό κρίση περίπτωση εκατέρωθεν επιχειρήματα. Στην υπόθεση Ασπρομάλλης, αφού επισημάνθηκε πως στον αιτητή δεν παρεχόταν ενόψει των σχετικών νομοθετικών προνοιών ευχέρεια αμφισβήτησης του φόρου, με την έννοια που το συγκεκριμένο θέμα εξηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προαναφερθείσα νομολογία του, η επίδικη φορολογία ακυρώθηκε ως «μη συνάδουσα με το άρθρο 90 της Συνθήκης ΕΚ». Στην υπόθεση Χρυσάνθου ο αδελφός μου Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης υιοθετώντας πανομοιότυπη προσέγγιση με αυτή του Δικαστή Νικολάτου στην υπόθεση Ασπρομάλλης, στην οποία ο Δικαστής Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε με επιδοκιμασία, επίσης ακύρωσε την επίδικη φορολογία. Παραθέτω το σκεπτικό με βάση το οποίο ακυρώθηκε η επίδικη φορολογία στην υπόθεση Χρυσάνθου, με το οποίο και συμφωνώ:

 

"Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων. Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή. Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων. Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό. Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει. Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα. Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια. Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε  ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ. Σε συμφωνία, επομένως, με την απόφαση στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω), καταλήγω ότι η προσφυγή είναι βάσιμη. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.""

 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350 υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο