ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.223/12)
28 Μαϊου, 2013
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 23 και 146 του Συντάγματος
ΝΙΚΗ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Αιτήτρια, προσωπικά
Τ.Ιακωβίδου, (κα.), για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι διαζευγμένη και μητέρα δύο ανηλίκων παιδιών. Ως άνεργη μονογονέας λάμβανε δημόσιο βοήθημα.
Επανεξεταζόμενη η περίπτωση της αιτήτριας, διαπιστώθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι σε συγκεκριμένες περιόδους ενώ, δήλωνε ως άνεργη, δεν υπέγραφε στο Τμήμα Εργασίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια υπερπλήρωση ύψους €23.861,80. Όταν η αιτήτρια ενημερώθηκε για το εν λόγω γεγονός, δήλωσε ως λόγο, της μη υπογραφής των αναγκαίων καρτών ανεργίας, την αδυναμία της να μεταβεί στο εν λόγω Γραφείο Εργασίας, επειδή δεν είχε αυτοκίνητο.
Σε έρευνα που ακολούθησε από την αρμόδια Λειτουργό Ευημερίας, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια ήταν κάτοχος αυτοκινήτου και παράλληλα, συζούσε με ένα συγχωριανό της όντας την επίδικη περίοδο έγκυος. Ως εκ τούτου η Λειτουργός είχε εισηγηθεί τη διακοπή παροχής του δημοσίου βοηθήματος προς την αιτήτρια. Οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στις 15 Ιουνίου 2011 σε τερματισμό παροχής του εν λόγω βοηθήματος.
Η προσπάθεια ενημέρωσης της αιτήτριας για το γεγονός, έγινε τελικώς κατορθωτή μετά από παρέμβαση του αδελφού της, σε συνάντηση που έλαβε χώρα στις 5 Ιουλίου 2011. Κατά την εν λόγω συνάντηση εξηγήθηκαν στην αιτήτρια οι λόγοι διακοπής του δημοσίου βοηθήματος και ότι θα υπολογιζόταν ως πρώτος λήπτης βοηθήματος το παιδί της.
Μετά την έκδοση διατάγματος διατροφής από το οικογενειακό δικαστήριο Λάρνακας, σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας του ανήλικου θα συνεισέφερε για τη διατροφή του το ποσό των €350 μηνιαίως, οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στον τερματισμό της παροχής του δημοσίου βοηθήματος από την 1η Ιανουαρίου 2012. Σε συνάντηση που ακολούθησε μεταξύ της αιτήτριας και της Λειτουργού, η πρώτη ενημερώθηκε σχετικώς και επίσης γνωστοποιήθηκε σ΄αυτήν ότι υπήρχαν πληροφορίες, ότι η ίδια διέμενε με τον πατέρα του δεύτερου της παιδιού, συνεπώς δεν θα μπορούσε να ήταν και δικαιούχος δημοσίου βοηθήματος. Το θέμα της υπερπληρωμής παρέμεινε σε εκκρεμότητα και η αιτήτρια παρουσίασε βεβαίωση του κοινοτάρχη Ορμήδειας ότι διέμενε μόνη με το παιδί της.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2012 ότι παρόλη την προσκομισθείσα βεβαίωση υπήρχαν καταγγελίες ότι συνέχιζε να συμβιώνει με τον πατέρα του δεύτερου παιδιού της. Η αιτήτρια ενημερώθηκε επίσης με επιστολή ημερ. 8 Ιουνίου 2012 για τον τερματισμό της παροχής του δημοσίου βοηθήματος ως μονογονέα, από τον Ιούνιο του 2011.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία αφενός μεν διεκδικεί τη συνέχιση παροχής του επιδόματος ως μονογονέα και κατά δεύτερον την παράλειψη του Γραφείου Ευημερίας ν΄απαντήσει γραπτώς στο αίτημα της.
Από το λεκτικό της αίτησης ακυρώσεως, που σημειώνω ότι καταχωρήθηκε από την ίδια την αιτήτρια προσωπικώς, διαπιστώνεται ότι δεν περιλαμβάνονται, ουσιαστικώς, νομικοί λόγοι ακυρώσεως, αλλά η αμφισβήτηση εδράζεται στη διακοπή του δημοσίου βοηθήματος που παραχωρείτο στην αιτήτρια από τον Ιούνιο του 2011. Αυστηρή συμμόρφωση με τον Καν.7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν απαιτείται, λαμβανομένου υπόψη ότι προωθείται η αίτηση από την ίδια την αιτήτρια.
Όπως έχω σημειώσει, η αιτήτρια προσβάλλει και την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να απαντήσουν γραπτώς στο αίτημα της.
Δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη προσβολή μιας πράξης και μιας παράλειψης. Η δοθείσα όμως απάντηση προς την αιτήτρια στις 22 Φεβρουαρίου 2012 αναφορικά με το θέμα της βεβαιώσεως του κοινοτάρχη Ορμήδειας και, η στη συνέχεια, δοθείσα απάντηση, ημερ. 8 Ιουνίου 2012 εξαλείφει το αιτητικό «Β», αναφορικά με την ισχυριζόμενη παράλειψη απάντησης.
Σε συνάρτηση με το πρώτο σκέλος του αιτήματος που αφορά τον τερματισμό του δημοσίου βοηθήματος, παρόλο που δεν έχει εγερθεί από καμιά πλευρά, θα εξετάσω θέμα αρμοδιότητος του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η αρμόδια Λειτουργός που εξέτασε την περίπτωση της αιτήτριας, όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, ετοίμασε σχετική έκθεση, εισηγούμενη τον τερματισμό του δημοσίου βοηθήματος. Η εισήγηση έγινε δεκτή από την Επαρχιακή Λειτουργό Ευημερίας. Οι δε επιστολές ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2012 και 8 Ιουνίου 2012, υπογράφονται από τον προϊστάμενο του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λάρνακας.
Είχα την ευκαιρία να εξετάσω ένα παρόμοιο εγερθέν θέμα στην Υποθ. αριθμ. 732/2012 Συμεού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26 Μαρτίου 2013, όπου ανέφερα τα πιο κάτω, τα οποία τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:
«Στο άρθρο 5 του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου, Ν.95(Ι)/2006, (ο «Νόμος») αναφέρεται ότι:
«Η απόφαση αν κάποιος αιτητής ή λήπτης πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή σ' αυτόν δημόσιου βοηθήματος καθώς και για το ύψος του βοηθήματος το οποίο δικαιούται, αποτελεί καθήκον του Διευθυντή και κάθε τέτοια απόφαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε Λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από Λειτουργούς των Υπηρεσιών του ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση.»
Στο άρθρο 2 του Νόμου «Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του·
΄Εχω διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης, που κατατέθηκε ως τεκμ.1 στην παρούσα υπόθεση, και δεν έχω εντοπίσει εξουσιοδότηση ή ανάθεση σε Λειτουργό για έγκριση της εισήγησης για λήψη απόφασης.
Μια πράξη για να είναι έγκυρη, ως εκδιδόμενη από διοικητικό όργανο, θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δέουσα εξουσιοδότηση. Καθίσταται, συναφώς η εν λόγω πράξη έγκυρη και θεωρείται νόμιμη η υπόσταση του οργάνου που την έχει εκδώσει. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνοδεύεται από επίσημη εξουσιοδότηση του Διευθυντή ο οποίος, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου, είναι το αρμόδιο διοικητικό όργανο για έκδοση της ούτε υπάρχει εξουσιοδότηση, η δε απουσία γνωστοποίησης της εξουσιοδότησης δεν τυγχάνει της αναλόγου επισημότητος, που θα έπρεπε υπό τας περιστάσεις, να έχει.
Στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, στη σελ. 994, λέχθηκαν τα εξής σχετικά, από την πλειοψηφία της Ολομέλειας:
"Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση - καταγράφονται στις παραγ. (1) - (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων."»
Παρόμοιο θέμα είχε εγερθεί στην Υπόθ. Αρ. 339/07 Χρίστου κ.ά ν. Δημοκρατίας, 24.7.2009 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Οι Καθ΄ων η Αίτηση προς υποστήριξη του νόμιμου της απόφασης παραπέμπουν στο άρθρο 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν. 95(Ι)/2006) (ο Νόμος) όπου η ερμηνεία της λέξης «Διευθυντής» δίδεται να σημαίνει «το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του» και στο άρθρο 5 του Νόμου όπου αναφέρεται ότι «ο Διευθυντής δύναται να αναθέσει σε οποιοδήποτε Λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από Λειτουργούς των Υπηρεσιών ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση».
Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι αρμόδιος για τη λήψη απόφασης σε σχέση με επιδόματα όπως αυτά των Αιτητών είναι ο Διευθυντής.
Το επιχείρημα των Καθ΄ων η Αίτηση ακόμη κι΄αν ευσταθούσε, δηλαδή ότι η λειτουργός Ανδρούλλα Αναστασίου είχε εξουσιοδότηση, δεν φαίνεται ότι η απόφαση λήφθηκε από αυτή αλλά από την Επαρχιακή Λειτουργό Ευημερίας για λογαριασμό της οποίας υπογράφεται η επιστολή και η οποία δεν προκύπτει να είχε τέτοια εξουσία.
Καθίσταται συναφώς έκδηλο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί από αναρμόδιο όργανο.»
Ανεξαρτήτως, όμως, των πιο πάνω, θα εξετάσω την ουσία της αιτήσεως. Το βασικό προβληθέν ερώτημα είναι αν, υπό τις περιστάσεις, έγινε η δέουσα έρευνα. Η αιτήτρια πρόβαλε ότι η Βεβαίωση του Κοινοτάρχη Ορμήδειας, όπου διαμένει δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη. Ουσιαστικώς, όπως προβλήθηκε, το δημόσιο βοήθημα τερματίστηκε μετά από καταγγελίες που υποβλήθηκαν στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας ότι η αιτήτρια συζούσε με τον πατέρα του δεύτερου παιδιού της, συναφώς δεν μπορούσε να ήταν και δικαιούχος δημοσίου βοηθήματος ως μονογονέας. Όπως καταφαίνεται στην αναθεωρητική έκθεση (Παράρτημα 5), η Λειτουργός είχε εισηγηθεί τον τερματισμό του δημοσίου βοηθήματος καθότι, όπως ανέφερε, σε συνεργασία που είχε με τον πρώην σύζυγο της αιτήτριας, στις 15 Ιουνίου 2011, αυτός της είχε αναφέρει ότι η αιτήτρια είχε δημιουργήσει ξανά τη ζωή της και ήταν και έγκυος. Η έκθεση για απόρριψη φέρει ημερομηνία 15 Ιουνίου 2011, την ίδια δηλαδή ημερομηνία που έγινε η πιο πάνω συνάντηση και ευλόγως τίθεται το ερώτημα κατά πόσο έγινε η δέουσα έρευνα λαμβανομένου υπόψη ότι τα πιο πάνω γεγονότα περιήλθαν σε γνώση της αιτήτριας μεταγενέστερα της απόφασης, ήτοι στις 5 Ιουλίου 2011.
Η αιτήτρια είχε αναφέρει ότι δεν συζούσε με τον πατέρα του δεύτερου παιδιού της. Ο τελευταίος είχε αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της σχέσης τους έμεναν για κάποια χρονικά διαστήματα μαζί. Τούτο όμως δεν οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα ότι η αιτήτρια συμβιούσε, σε τακτική βάση, μαζί του. Ταυτοχρόνως, η προσκόμιση της Βεβαιώσεως του Κοινοτάρχη, που αναφέρθηκε πιο πάνω, και επιβεβαίωνε ότι η αιτήτρια ζει μόνη της, δεν λήφθηκε υπόψη και ούτε εξετάστηκε αυτό το δεδομένο, παρά μόνο οι καθ΄ων η αίτηση στηρίχτηκαν σε ανώνυμες καταγγελίες. Με γνώμονα τα πιο πάνω και παρόλη το αρχικό μου εύρημα περί αναρμοδιότητας θα προχωρούσα να ακυρώσω την προσβαλλόμενη απόφαση και για το λόγο ότι δεν υπήρξε η δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα από τους καθ΄ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Ποσό €400 ως έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.