ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1583/2011)

 

31 Μαΐου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Φ. Αποστολίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:    Ο αιτητής επιδιώκει με την προσφυγή του την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων, όπως μη λογίσουν ως συντάξιμη υπηρεσία για σκοπούς της περί Συντάξεων Νομοθεσίας την υπηρεσία που είχε στο Κολλέγιο Αθηνών για την περίοδο 1.9.1977-31.8.1990, πριν το διορισμό του στην Κύπρο, από 1.9.1990, ως Καθηγητή Σωματικής Αγωγής, έχοντας αφυπηρετήσει την 1.9.2011 ως Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου. 

 

         Η διαφορά των διαδίκων, όπως απορρέει από τη δικογραφία και τις αγορεύσεις, εστιάζεται κατά βάση στην άρνηση των καθ΄ ων ότι το Κολλέγιο Αθηνών ήταν ή είναι δημόσιο σχολείο στην έννοια του περί Συντάξεων Νόμου ή ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή, η Διακρατική Συμφωνία μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2.9.1994, αναφορικά με τον συντονισμό των συστημάτων των δημοσιοϋπαλληλικών συντάξεων με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κρατικών υπαλλήλων. 

 

         Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής με σχετική Υπουργική Απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 19.2.1981, διορίστηκε ως Εκπαιδευτικός Λειτουργός Μέσης Εκπαίδευσης, τοποθετηθείς σε κενή οργανική θέση του τακτικού Διδακτικού Προσωπικού του Γυμνασίου του Κολλεγίου Αθηνών. Με επόμενη Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 20.3.1981, ο αιτητής κατατάχθηκε στο Μόνιμο Διδακτικό Προσωπικό του Γυμνασίου και Λυκείου του Κολλεγίου Αθηνών στον Κλάδο Α9 Φυσικής Αγωγής.

 

         Ο αιτητής διατείνεται ότι το Κολλέγιο Αθηνών ιδρύθηκε με Νόμο της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον υπ΄αρ. 3776 ημερ. 21.1.1929, ως ισότιμο σχολείο προς τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία της Ελλάδας.  Κατά τον χρόνο που ο αιτητής υπηρετούσε ως τακτικό μέλος του Διδακτικού Προσωπικού του Κολλεγίου Αθηνών, ο αιτητής συμμετείχε και κατέβαλλε συστηματικά και ανελλιπώς τις νόμιμες λόγω σύνταξης κρατήσεις του στα επικουρικά ταμεία του Ελληνικού Δημοσίου, δικαιουμένου ως εκ τούτου να λαμβάνει τα διάφορα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του για την υπηρεσία του στην Ελλάδα.  Τα επικουρικά αυτά ταμεία ήταν το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων και το Ταμείο Υπέρ Υγειονομικής Περίθαλψης. 

 

         Δυνάμει σχετικής βεβαιώσεως του αρμοδίου Γραφείου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής με ημερ. 2.7.1990, ο αιτητής πιστοποιήθηκε ότι εργάσθηκε στην Ελλάδα ως καθηγητής στο Κολλέγιο Αθηνών συνολικά για 12 χρόνια, 10 μήνες και 2 ημέρες.  Στη συνέχεια διορίστηκε Καθηγητής Σωματικής Αγωγής στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία στην Κύπρο από την 1.9.1990, συμπληρώσας δε τη συντάξιμη ηλικία αφυπηρέτησε την 1.9.2011 από τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου.

 

         Με σχετικές επιστολές του δικηγόρου του, ο αιτητής ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών και το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού όπως η προϋπηρεσία του στο Κολλέγιο Αθηνών του αναγνωρισθεί ως συντάξιμη υπηρεσία για σκοπούς της περί Συντάξεων Νομοθεσίας της Δημοκρατίας.  Στις 20.10.2011, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού απέρριψε το αίτημα λόγω του ότι η περίοδος υπηρεσίας του αιτητή στο Κολλέγιο Αθηνών από 1.9.1977 έως 31.8.1990, δεν μπορούσε να λογισθεί ως συντάξιμη υπηρεσία γιατί με βάση το άρθρο 15(β) του περί Συντάξεως Νόμου αρ. 97(Ι)/1997, ως τροποποιήθηκε, μόνο η υπηρεσία καθηγητή ή δασκάλου σε δημόσια σχολεία στην Ελλάδα, που προηγείτο μονίμου διορισμού σε δημόσια σχολεία της Κύπρου, μπορούσε να λογισθεί ως συντάξιμη.  Το Κολλέγιο Αθηνών δεν θεωρήθηκε ως δημόσιο σχολείο στην Ελλάδα, αλλά ιδιωτικό. 

 

         Η πιο πάνω απόφαση προσβάλλεται ως λανθασμένη και άκυρη ως προϊόν προφανούς πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, έλλειψης δέουσας έρευνας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, λανθασμένης ερμηνείας της περί Συντάξεων Νομοθεσίας και ως ληφθείσας κατά παράβαση της Διακρατικής Συμφωνίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε σχέση με τον συντονισμό των συστημάτων δημοσιοϋπαλληλικών συντάξεων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κρατικών υπαλλήλων που έχουν υπηρετήσει και στις δύο χώρες.  Ο αιτητής στην αγόρευση του διατείνεται ότι ήταν καθ΄ όλο τον ουσιώδη χρόνο κρατικός υπάλληλος τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, εφόσον το Κολλέγιο Αθηνών με βάση την Ελληνική Νομοθεσία χαρακτηριζόταν ως ισότιμο σχολείο με τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία της Ελλάδας και επομένως ο αιτητής απολάμβανε δικαίωμα σύνταξης ως εκ της θέσεως του.  Ήταν και θεωρείτο κρατικός ή δημόσιος υπάλληλος, εξ ου και ο διορισμός του ως Καθηγητής δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ελληνικής Δημοκρατίας.  Η βεβαίωση που έλαβε από την αρμόδια Νομαρχία ως προς την εν Ελλάδι συνεχή εργασία του για πέραν των 12 ετών, καταχωρήθηκε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 13.7.1990, κατά την αποδοχή του διορισμού του ως Καθηγητού στην Κύπρο. 

 

         Περαιτέρω, η Διακρατική Σύμβαση του 1994 καλύπτει τον αιτητή, ακόμη και μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εφόσον ουδέποτε δόθηκε ή γνωστοποιήθηκε από τη Δημοκρατία ειδοποίηση τερματισμού της προς την Ελληνική Δημοκρατία, ούτε και καταργήθηκε αυτομάτως με την ένταξη της Δημοκρατίας.  Η Σύμβαση αυτή έτυχε μάλιστα εφαρμογής σ΄ άλλους συναδέλφους του αιτητή από τους καθ΄ ων σε συνθήκες παρόμοιες με τη δική του και επομένως η διαφορετική μεταχείριση του αιτητή αντιβαίνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αλλά είναι αντίθετη και προς τη χρηστή διοίκηση.

 

         Άλλωστε, κατά τον αιτητή, κατά τον διορισμό του στη Δημοκρατία στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, του ζητήθηκε η καταβολή αναδρομικής εισφοράς στο Ταμείο Σύνταξης Χηρών για την περίοδο εργοδότησης του στο Κολλέγιο Αθηνών, αφού παρόμοιο Ταμείο δεν υπήρχε στην Ελλάδα, ώστε να ήταν δυνατό το δικαίωμα του στην εν λόγω σύνταξη από την ημερομηνία διορισμού του στην Ελλάδα.

 

         Οι καθ΄ ων προβάλλουν ως αντίθετη τη θέση ότι ο αιτητής δεν πληροί την προϋπόθεση της πρότερης εργασίας σε δημόσιο σχολείο στην Ελλάδα, αφού το Κολλέγιο Αθηνών είναι ιδιωτικό σχολείο.  Παραπέμπουν στο Ιδρυτικό Έγγραφο του εν λόγω Κολλεγίου, στον τρόπο οργάνωσης του, το γεγονός ότι επιτρέπεται η παρέκκλιση από το ωρολόγιο και το αναλυτικό πρόγραμμα των δημοσίων σχολείων, ότι το διδακτικό προσωπικό οφείλει να έχει τα προσόντα των διδασκόντων σε αντίστοιχες τάξεις των δημοσίων σχολείων, καθώς και το ότι τυγχάνει επιθεώρησης από το Γενικό Επιθεωρητή των Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων.

 

         Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι η θέση των καθ΄ ων ότι η σχετική νομοθεσία δεν μπορεί να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο διαφορετικά και ότι η τυχόν αναγκαία τροποποίηση ανήκει στη νομοθετική και όχι στη δικαστική εξουσία.

 

         Όσον αφορά τη Διακρατική Σύμβαση, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1.6.1995, αυτή κατέστη αυτομάτως ανενεργός εφόσον κατά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004, η Ελλάδα υιοθέτησε για την Κύπρο τους Κοινοτικούς Κανονισμούς για την κοινωνική ασφάλιση, εφόσον δεν υπήρξε εγγραφή στο Παράτημα ΙΙΙ του Κανονισμού αρ. 1408/1971, προς διατήρηση σε ισχύ των υφισταμένων διμερών συμβάσεων Κύπρου-Ελλάδας, η δε Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Κύπρο ότι για την ίδια, εκ των πραγμάτων, η Σύμβαση έπαυσε να έχει ισχύ εφόσον οι πρόνοιες των Άρθρων 6 και 7 εμπεριέχονταν στους Κοινοτικούς Κανονισμούς.  Ο Υπουργός Οικονομικών στη συνέχεια ενημέρωσε το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με απόφαση του ημερ. 4.2.2010 τον εξουσιοδότησε να ενημερώσει την Ελληνική Δημοκρατία ότι και για την Κύπρο, η Σύμβαση θεωρείται μη ισχύουσα. 

 

         Εν πάση περιπτώσει, η Σύμβαση επιμερίζει τα ωφελήματα μεταξύ των δύο κρατών ανάλογα με την υπηρεσία του ωφελούμενου και έτσι ο αιτητής θα έπρεπε να λαμβάνει τα όποια ωφελήματα του από το Κολλέγιο Αθηνών για την εκεί υπηρεσία του και από τη Δημοκρατία για την εδώ υπηρεσία του.  Έτσι, δεν θα ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή να  προστεθεί η υπηρεσία του στην Ελλάδα, στην υπηρεσία του στην Κύπρο.

 

         Έγινε πολύς λόγος και από τις δύο πλευρές αναφορικά με την εφαρμογή της πιο πάνω Διακρατικής Σύμβασης στα γεγονότα της υπόθεσης.  Όπως όμως λέχθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 8.2.2013 επί της αιτήσεως του αιτητή για την προσαγωγή μαρτυρίας, η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 20.10.2011, όπως αυτή επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 στην ένσταση των καθ΄ ων επί της προσφυγής, ουδόλως μνημονεύει  ρητά τη Διακρατική Σύμβαση, ενώ το κύριο ερώτημα που αναδύεται προς απόφαση στην προσφυγή είναι κατά πόσο το Κολλέγιο Αθηνών ήταν ή όχι δημόσιο σχολείο για σκοπούς της ημεδαπής περί Συντάξεων Νομοθεσίας.  Αυτό, όπως λέχθηκε, ήταν το πρωταρχικό ερώτημα που θα έπρεπε να απαντηθεί, της επίπτωσης της Διακρατικής Σύμβασης ή των Κοινοτικών Κανονισμών να έπονται αναφορικά με την εφαρμογή τους, ως άλλωστε αναφέρεται στο άρθρο 15(β) στο οποίο γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη πράξη. 

 

         Παραμένει, κατά συνέπεια προς απάντηση αυτό το πρωταρχικό ερώτημα κατά πόσο δηλαδή το Κολλέγιο Αθηνών θεωρήθηκε εύλογα από τους καθ΄ ων ως ιδιωτικό σχολείο και όχι δημόσιο.  Η προσβαλλόμενη πράξη με λακωνικό τρόπο αναφέρεται στην υπηρεσία του αιτητή στο Κολλέγιο Αθηνών ως υπηρεσία σε ιδιωτικό και όχι δημόσιο σχολείο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή η προϋπηρεσία να λογισθεί ως συντάξιμη υπηρεσία με βάση το άρθρο 15(β) του περί Συντάξεως Νόμου αρ. 97(Ι)/1997.  Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:

 

«(β) η υπηρεσία καθηγητή ή δασκάλου σε δημόσια σχολεία στην Ελλάδα, που προηγείται μόνιμου διορισμού σε δημόσια σχολεία μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης της Κύπρου:

 

Νοείται ότι θα καταβάλλονται απευθείας στην Κυπριακή Δημοκρατία τα ποσά που ο καθηγητής ή ο δάσκαλος δικαιούται να λάβει από τα Επικουρικά Ταμεία της Ελλάδας καθώς και τα άλλα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που δικαιούται για την υπηρεσία του στην Ελλάδα σύμφωνα με τη Σύμβαση μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας για Συνταξιοδότηση Κρατικών Υπαλλήλων του 1994•»

 

         Παρατηρείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας, αλλά και από έλλειψη αιτιολογίας.  Πέραν από τη θέση που καταγράφεται στην προσβαλλόμενη πράξη, η οποία λαμβάνει ως δεδομένο ότι το Κολλέγιο Αθηνών είναι ιδιωτικό σχολείο, ουδέν περαιτέρω αναφέρεται προς στοιχειοθέτηση αυτής της άποψης.  Το Δικαστήριο έχει διεξέλθει και το υλικό το οποίο οι καθ΄ ων έθεσαν ενώπιον του ως Παραρτήματα στην ένσταση και το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α κατά τις διευκρινίσεις και δεν εντόπισε οποιοδήποτε συσχετισμό της προσβαλλόμενης απόφασης με το ενώπιον της διοίκησης υλικό, που κυρίως έθεσε υπόψη της ο συνήγορος του αιτητή.

 

         Συγκεκριμένα απεστάλησαν προς τους καθ΄ ων βεβαίωση του Κολλεγίου Αθηνών με βάση την οποία το Κολλέγιο αυτό, στο οποίο υπηρέτησε για σειρά ετών ο αιτητής «.. είναι ιδιωτικό  σχολείο  ισότιμο  με  τα   δημόσια,   σύμφωνα  με τον Ν. 3776/11929», ο δε αιτητής, «.... υπαγόταν στο συνταξιοδοτικό και ασφαλιστικό φορέα του δημοσίου.».  Στην ίδια βεβαίωση αναφέρεται ότι ο αιτητής «.. δικαιούται συντάξεως εκ του δημοσίου ταμείου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ.169/ΦΕΚ 2010/τ.Α΄/31.8.2007 και ειδικότερα το άρθρο 2, παρ. α΄.». 

 

         Σε νέα επικοινωνία που είχε ο αιτητής διά του δικηγόρου του απεστάλησαν στους καθ΄ ων και νέα έγγραφα τα οποία και παρατίθενται στην ένσταση των καθ΄ ων που αφορούσαν την ίδρυση του Κολλεγίου Αθηνών στην Ελλάδα, τη δημοσίευση του διορισμού του αιτητή στο Κολλέγιο αυτό με βάση Υπουργική Απόφαση, τη δημοσίευση του μόνιμου διορισμού του αιτητή στο Κολλέγιο Αθηνών, φωτοτυπία της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας όπου αναφέρεται ότι το Τακτικό Διδακτικό Προσωπικό του Κολλεγίου Αθηνών δικαιούται κατά συνταγματική κατοχύρωση σε σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο Ταμείο, καθώς και φωτοτυπίες του Βιβλιαρίου Νοσηλείας του αιτητή ως υπαλλήλου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Βεβαίωση ότι ο αιτητής δικαιούτο συντάξεως από το Δημόσιο Ταμείο στην Ελλάδα.

 

         Όλα τα πιο πάνω φαίνεται να αγνοήθηκαν από τους καθ΄ ων εφόσον στην προσβαλλόμενη πράξη ουδεμία σχετική αναφορά σε αυτά τα έγγραφα γίνεται, ούτε και παρουσιάζεται οπουδήποτε στο διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε διεργασία των καθ΄ ων που να δείχνει ότι πριν να ληφθεί η προσβαλλόμενη πράξη, το υλικό που ήταν ενώπιον τους εξετάστηκε και κρίθηκε κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη διοίκηση.  Τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η Δημοκρατία θεωρεί ότι το Κολλέγιο Αθηνών είναι ιδιωτικό σχολείο και όχι δημόσιο, αποτελούν επιχειρήματα στην αγόρευση που ανεπίτρεπτα αναφέρονται εκ των υστέρων εφόσον δεν φαίνεται να αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης των καθ΄ ων απορρίπτοντας το αίτημα του αιτητή.

 

  Περαιτέρω, οι καθ΄ ων φαίνεται να παρερμήνευσαν ή να μην ερμήνευσαν στην ορθή του διάσταση το άρθρο 15(β), το οποίο, όπως απορρέει από το λεκτικό που παρατέθηκε πιο πάνω, παραπέμπει και στα ποσά που ένας καθηγητής ή δάσκαλος δικαιούται να λάβει από τα Επικουρικά Ταμεία της Ελλάδας με βάση τη Διακρατική Σύμβαση.  Όπως αναφέρθηκε, η Διακρατική Σύμβαση ουδόλως αναφέρθηκε στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη, ούτε αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της απόρριψης, αλλά και περαιτέρω δεν εξετάστηκε η θέση του αιτητή ότι συμμετείχε ως εκ της εργοδότησης του στο Κολλέγιο Αθηνών στα διάφορα Επικουρικά Ταμεία στα οποία φαίνεται ότι μόνο υπάλληλοι του Δημοσίου θα μπορούσαν να συνεισφέρουν. 

 

         Πλέον σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι καθ΄ ων φαίνεται να αγνόησαν και να μην έλαβαν υπόψη τους την ισοτιμία του Κολλεγίου Αθηνών με δημόσιο σχολείο παραγνωρίζοντας έτσι το γεγονός αυτό στο οποίο δεν έδωσαν οποιαδήποτε βαρύτητα.  Η έννοια του «δημόσιου σχολείου» στο άρθρο 15(β), πάντοτε για σκοπούς συντάξεων, (που είναι και το ζητούμενο και όχι κατ΄ ανάγκην σκοπούς εκπαιδευτικούς), πιθανόν να εμπεριέχει και το ιδιωτικό που με πράξη της ίδιας της Ελληνικής Δημοκρατίας θεωρείται ως ισότιμο με δημόσιο, εξ΄ου και το δικαίωμα των εκπαιδευτικών που εργάζονταν σ΄ αυτό να είναι συνεισφορείς στα δημόσια ταμεία της Ελλάδας με αποτέλεσμα τη λήψη στον κατάλληλο χρόνο, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.  Πρός τη δυνατότητα ένα ισότιμο με δημόσιο σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, να εμπίπτει στα πλαίσια του Νόμου ώστε να δίδεται δικαίωμα σε σύνταξη, είναι ενδεχομένως βοηθητική και η ερμηνευτική διάταξη που απαντάται στο άρθρο 2 του περί Συντάξεων Νόμου Αρ. 97(Ι)/1997, σε σχέση με το τι θεωρείται «σχολείο δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου».  Η φράση αυτή ερμηνεύεται ως εξής:

 

« "Σχολείο δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου" σημαίνει δημόσιο σχολείο δημοτικής μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και περιλαμβάνει σχολείο δημοτικής, μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης Ελληνικής Κοινότητας στην αλλοδαπή αναγνωρισμένο από την Ελληνική Κυβέρνηση ως ισότιμο με τα δημόσια σχολεία της Ελλάδας•»

 

         Επομένως, εάν σχολείο στην αλλοδαπή αναγνωριζόμενο ως δημόσιο από την Ελληνική Κυβέρνηση ορίζεται ως εμπίπτον στην έννοια του σχολείου δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου, πόσο μάλλον σχολείο που λειτουργεί στην ίδια την Ελλάδα και αναγνωρίζεται ως ισότιμο με δημόσιο από την Ελληνική Κυβέρνηση.

 

         Έπεται ότι διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία στη βάση της νομολογίας θα πρέπει να είναι επαρκής (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Casinos Construction Ltd  (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835), ενώ έρευνα θεωρείται επαρκώς διεξαχθείσα όταν επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Δεν εναπόκειται βέβαια στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την απόφαση της διοίκησης, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476 και Pamela Edwards Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113), ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων.  Εναπόκειται στους καθ΄ ων να επανεξετάσουν το όλο ζήτημα στη βάση του ενώπιον τους υλικού και να αιτιολογήσουν την όποια απόφαση τους, αιτιολογία η οποία ελλείπει από την προσβαλλόμενη πράξη εφόσον δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους λήφθηκε η συγκεκριμένη απόφαση, στην απουσία των οποίων το Δικαστήριο δεν μπορεί να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο.  Στα γεγονότα της υπόθεσης δεν είναι δυνατό να συμπληρωθεί η αιτιολογία από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία στοιχεία πρέπει να προϋπάρχουν της απόφασης και από αυτά να προκύπτει αναντίλεκτα η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234).

 

         Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

         Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο