ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1171/2010

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

11 Απριλίου 2013

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Αιτήτρια

ν.

 

ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Kώστας Χατζηιωάννου για τους αιτητές.

Ελίτα Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Τον Σεπτέμβριο 2009, το Κοινοτικό Συμβούλιο Μαραθούντας επέβαλε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής «οι αιτητές») φόρο κοινοτικών υπηρεσιών Ύψους €1.000 και φόρο/δικαιώματα άσκησης επαγγέλματος ύψους €500.  Οι αιτητές καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή/ένσταση προς τον Υπουργό Εσωτερικών ισχυριζόμενοι ότι το ποσό που είχε επιβληθεί ως «φόρος Κοινοτικών Υπηρεσιών» υπερέβαινε το επιτρεπόμενο από το Νόμο ποσό, ενώ ήταν και εξαιρετικά ψηλό λαμβανομένου υπόψη ότι στα όρια της Κοινότητας Μαραθούντας (στο εξής «η Κοινότητα») οι αιτητές δεν διαθέτουν περιουσία άλλη από τον μικρό χώρο του σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας που ενοικιάζουν και δεν λαμβάνουν υπηρεσίες από την Κοινότητα.  Παραπονέθηκαν επίσης για την επιβολή επιβάρυνσης για καθυστέρηση πληρωμής του φόρου χωρίς πρώτα να απαιτηθεί η πληρωμή του όπως προνοεί ο σχετικός Νόμος.  Προσέβαλαν και την επιβολή φόρου επαγγέλματος για το λόγο ότι στο τεμάχιο που οι αιτητές κατέχουν στην Κοινότητα, υπάρχει εγκατεστημένος σταθμός βάσης κινητής τηλεφωνίας, για την εγκατάσταση και λειτουργία του οποίου καταβάλλουν ήδη στο κράτος τα νενομισμένα τέλη, ενώ καμία πρόνοια δεν υπάρχει στη σχετική νομοθεσία που να αναφέρεται σε τέλη που οφείλουν οι αιτητές να καταβάλλουν στις κοινότητες, ούτε η αναμετάδοση σήματος συνεπάγεται άσκηση επαγγέλματος.  Περαιτέρω, ότι οι αιτητές δεν διεξάγουν επιχείρηση, βιοτεχνία, εμπόριο, επάγγελμα ή επιτήδευμα ώστε να οφείλουν να αιτηθούν για έκδοση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, όπως προνοείται από το Ν.86(Ι)/1999.  Ήταν δε η θέση των αιτητών ότι «Ως εκ των ως άνω το Κοινοτικό Συμβούλιο Μαραθούντας έπρεπε να ασκήσει τις εξουσίες που του δίνει ο Ν.86(Ι)/1999 και η ΚΠΔ 294/2002, την οποία υιοθέτησε, και να επιβάλει στη Cyta μόνο φόρο κοινοτικών υπηρεσιών με μέγιστο ποσό το ΕΥΡΩ 854,30.».

 

Η ένσταση των αιτητών διαβιβάστηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών στο Γραφείο του Επάρχου Πάφου για εξέταση, λόγω εκχώρησης στον οικείο Έπαρχο των εξουσιών που ο Υπουργός Εσωτερικών είχε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 106(3) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(Ι)/99 όπως τροποποιήθηκε).  Αφού εξετάστηκε η ένσταση, ο Έπαρχος, με επιστολή ημερομηνίας 18.6.2010, κοινοποίησε στους αιτητές την απόφαση του  ότι:

«(α)   Φόρος Κοινοτικών Υπηρεσιών

           (ι)   Επιβολή της φορολογίας

Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 83(ιζ) του Ν.86(1 )/99 σε συνδυασμό και με την ερμηνεία του όρου «κάτοχος» στις ερμηνευτικές διατάξεις του ιδίου πιο πάνω Νόμου, το Κοινοτικό Συμβούλιο νομιμοποιείται στην επιβολή φόρου Κοινοτικών Υπηρεσιών.

  (ιι)   Σ' ότι αφορά το επιβληθέν ποσό ύψους €1.000= (χίλιων ευρών), είναι εκτός επιτρεπομένων ορίων από το νόμο, γι' αυτό και αποφασίζεται η μείωσή του στο ποσό των €854,30 (οκτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και 30/100).

(β)     Επιβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης

Από την έρευνα διεφάνει ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε ειδοποιήσει με σχετική επιστολή του προς την Α.ΤΗ.Κ για την επιβολή των φορολογιών τον Σεπτέμβριο του 2009. Όταν δε μέχρι το τέλος του έτους 2009 δεν καταβλήθηκαν τα σχετικά ποσά, τότε στις 20.1.201Ο στάληκε η νέα επιστολή με την οποία επληροφορείτο η Α.ΤΗ.Κ και για την επιβολή της κατά νόμο πρόσθετης επιβάρυνσης ύψους 25%. Συνεπώς το Κοινοτικό Συμβούλιο ενομιμοποιείτο στην επιβολή της πιο πάνω πρόσθετης επιβάρυνσης αφού η εξουσία αυτή του παρέχεται από το άρθρο 99(2) του Ν.86(1)/99.

(γ)     Αδεια άσκησης επαγγέλματος

Σύμφωνα με τη σχετική Νομοθεσία (Άρθρο 86 του Νόμου 86(1)/99) και
Κανονισμούς του Συμβουλίου (
K.Δ.Π.Κανονισμός 229), το Κοινοτικό
Συμβούλιο Μαραθούντας νόμιμα επέβαλε στην Αρχή το ποσό των
€500= το οποίο αφορά δικαιώματα για άδεια άσκησης επαγγέλματος
,
επιχείρησης ή έργασίας για το έτος 2009. Σύμφωνα, επίσης με τον
Τέταρτο Πίνακα (ιε)(ιι) του Νόμου 86(1)/99
, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών
Κύπρου ταξινομείται στις δημόσιες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και οφείλει να εξασφαλίζει τη σχετική άδεια ετησίως
.».

 

Πρόκειται για τρεις αυτοτελείς αποφάσεις που λήφθηκαν βάσει ξεχωριστών διατάξεων του Ν.86(Ι)/99, οι οποίες προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή.  Παρατηρώ όμως, ότι μεταξύ των τριών αποφάσεων υπάρχει συνάφεια η οποία καθιστά συγχωρητέα και, επομένως, παραδεκτή την προσβολή τους με το ίδιο ένδικο μέσο (Βλ. Μαρίνα Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ.371).

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αιτητές διατηρούν σταθμό βάσης αναμετάδοσης κινητής τηλεφωνίας σε περιφραγμένο χώρο εντός των κοινοτικών ορίων της Μαραθούντας, ενώ δεν αμφισβητείται ότι ο εν λόγω σταθμός δεν είναι επανδρωμένος και πως οι αιτητές δεν διαθέτουν άλλη ακίνητη ιδιοκτησία στην Κοινότητα.  Αποτελεί επίσης θέση των αιτητών ότι ο εν λόγω χώρος κατέχεται από το ΡΙΚ.  Ως προς το τελευταίο, οι καθ' ων η αίτηση δεν αρνούνται ότι κάτοχοι μπορεί να είναι και το ΡΙΚ.

 

Οι βασικοί λόγοι που προβάλλονται και αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών για την ακύρωση της απόφασης είναι ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία και είναι προϊόν ανύπαρκτης έρευνας.  Περαιτέρω, ελήφθη καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

 

Αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι η απόφαση της διοίκησης δεν είναι αιτιολογημένη και είναι προϊόν ανύπαρκτης έρευνας, ο ευπαίδευτος συνήγορός τους υποστηρίζει στη γραπτή του αγόρευση ότι η επιβολή της μέγιστης δυνατής φορολογίας για κοινοτικές υπηρεσίες πρέπει να αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια του Νόμου, που είναι η περιουσία του φορολογούμενου εντός της κοινότητας. Τέτοια αιτιολογία, είπε, δεν υπάρχει.  Ούτε σε σχέση με το φόρο άσκησης επαγγέλματος υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία, πέραν από τη διαπίστωση της εξουσίας επιβολής τέτοιου φόρου.

 

Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας, σημειώνοντας ότι πέραν από το περιεχόμενο της απόφασης, η αιτιολόγηση συμπληρώνεται και από τα στοιχεία που εμπεριέχονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους.

 

Η αιτιολογία είναι πρωτογενής υποχρέωση της διοίκησης προς τον διοικούμενο και αποτελεί τον κεντρικό άξονα της χρηστής διοίκησης.  Έχει νομολογηθεί ότι η φύση της αιτιολογίας που απαιτείται είναι πάντοτε θέμα βαθμού που εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης και συναρτάται προς αυτή.

 

Η επιβολή ετήσιας εισφοράς για την παροχή κοινοτικών υπηρεσιών ερείδεται στο άρθρο 83(ιζ) του περί Κοινοτήτων Νόμου το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«83. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο έχει εξουσία  -

 

(ιζ) Να επιβάλλει ετήσια εισφορά για την παροχή κοινοτικών υπηρεσιών, που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες, σε κάθε κάτοχο περιουσίας που βρίσκεται στην κοινότητα, η οποία υπολογίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με την περιουσία κάθε τέτοιου κατόχου, λαμβανομένων πάντοτε δεόντως υπόψη οποιωνδήποτε άλλων φόρων που επιβάλλονται στον κάτοχο αυτό από το Συμβούλιο».

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αγγίζει την ουσία των παραπόνων των αιτητών - ότι η μόνη περιουσία που διατηρούν στην Κοινότητα Μαραθούντας είναι ο μικρός χώρος του σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας και ότι δεν λαμβάνουν υπηρεσίες από την Κοινότητα - και δεν φαίνεται να έχουν ερευνηθεί δεόντως.  Ενώ είναι σαφές από μια απλή ανάγνωση του ως άνω άρθρου του Νόμου, ότι το Συμβούλιο έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το ύψος της ετήσιας εισφοράς, καμία αναφορά δεν γίνεται στη βάση ποίων κριτηρίων επιβλήθηκε στους αιτητές το μέγιστο ποσό που προβλέπει η εν λόγω νομοθετική διάταξη, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου όσον αφορά την επιβολή του φόρου κοινωνικών υπηρεσιών συμπαρασύρει και την απόφαση της διοίκησης για επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης.

 

Σε ό, τι αφορά δε τον φόρο άσκησης επαγγέλματος, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών ότι, πέραν από τη διατύπωση της ύπαρξης της εξουσίας για την επιβολή τέτοιου φόρου, ούτε σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να διερευνήθηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί που έθεσαν οι αιτητές με την ένστασή τους στον Έπαρχο, η απόφαση του οποίου, εν ολίγοις, είναι αναιτιολόγητη.

 

Διεξήλθα προσεκτικά και τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, όπως και το υπόλοιπο υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, αλλά ούτε αυτοί ήταν διαφωτιστικοί.  Η σχετική με τις επιβληθείσες φορολογίες έκθεση, προφανώς επιθεωρητή της Κοινότητας, η οποία υπάρχει σε ένα από τους διοικητικούς φακέλους, αναφορικά με το παραδεκτό της ένστασης των αιτητών, δεν πληροί με κανένα τρόπο τα κενά που παρατηρούνται.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως αναιτιολόγητη.  H πιο πάνω κατάληξή μου καθιστά περιττή την ενασχόληση μου με το κατά πόσο η απόφαση της διοίκησης λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας, λόγος που ερείδεται, ουσιαστικά, στη διαγραφή της φορολογίας επαγγέλματος για μη επανδρωμένα κτίρια ή σταθμούς από άλλους Επάρχους άλλων Επαρχιών, οι οποίοι ενήργησαν με βάση την ίδια εκχώρηση εξουσιών από τον Υπουργό Εσωτερικών.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, Επιδικάζονται €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ στους αιτητές και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο