ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1147/2011)

 

2 Απριλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.    ΑΡΧΗΓΟΥ της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ε. Νικολάου (κα) για Γεωργίου & Τσαρδελλή, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερ. 1.6.2011, με την οποία αποφάσισε τη μη επιστροφή του χρηματικού ποσού που κατακρατήθηκε από τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του από τη θέση του Αστυφύλακα, δηλαδή από την 16.4.2010 μέχρι την 28.4.2011, το οποίο ανέρχεται σε €11.554,44.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Ο Αιτητής προσλήφθηκε στην Αστυνομία στις 2.4.2003 και υπηρέτησε σε διάφορους κλάδους και από τις 6.6.2011 υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Μόρφου και συγκεκριμένα στον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου.

 

Στις 24.2.2010, ενώ ήταν Δημόσιος Λειτουργός, χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρχείο Προσωπικών Δεδομένων, μέσω του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή του νέου Αεροδρομίου Λάρνακας, αφού εισήλθε στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα της Αστυνομίας και εντοπίζοντας καταχωρημένα προσωπικά στοιχεία του Χαρίτωνα Βική από τη Λακατάμια, προέβηκε σε αυθαίρετη πράξη που παράβλαπτε τα δικαιώματα του προσώπου αυτού, μεταδίδοντας τα στοιχεία αυτά στον Σπύρο Στυλιανού από τη Λακατάμια.

 

Εναντίον του Αιτητή καταχωρίστηκε στις 30.4.2010 η Ποινική Υπόθεση Λευκωσίας αρ. 18836/2010.  Μεταξύ των αδικημάτων που αντιμετώπιζε ο Αιτητής, ήταν και αυτό της κατάχρησης εξουσίας, κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (Κεφ. 154).  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με απόφασή του ημερ. 25.10.2010 έκρινε ένοχο τον Αιτητή και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με τριετή αναστολή.

 

Επίσης εναντίον του Αιτητή διερευνήθηκε η πειθαρχική υπόθεση Υ.ΚΑ.Ν. αρ. 3/2010, για:- (α) ανάρμοστη συμπεριφορά, (β) αμέλεια καθήκοντος, (γ) κατάχρηση εμπιστοσύνης, (δ) διαφθορά και (ε) καταδίκη για ποινικό αδίκημα.  Η εν λόγω υπόθεση εκδικάστηκε από Πειθαρχική Επιτροπή στις 22.12.2010 και επιβλήθηκε στον Αιτητή, για την πέμπτη κατηγορία (καταδίκη για ποινικό αδίκημα), η ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για περίοδο τριών ετών, ενώ στις υπόλοιπες  κατηγορίες έγινε διακοπή διαδικασίας, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να απαλλαγεί των κατηγοριών.

 

Ο Βοηθός Αρχηγός, λόγω της σοβαρότητας του παραπτώματος θεώρησε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και, στις 4.1.2011, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Κανονισμός 28(2) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), όπως έχουν τροποποιηθεί, εφεσίβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων την επιβληθείσα ποινή.

 

Το Συμβούλιο Εφέσεων, σε συνεδρία του στις 28.4.2011, αφού μελέτησε τα γεγονότα, αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Αιτητή από την Πειθαρχική Επιτροπή, δεν ήταν έκδηλα ανεπαρκής και επικύρωσε κατά πλειοψηφία την απόφασή της.

 

Μετά την απόρριψη της έφεσης, ο Αρχηγός Αστυνομίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει η διάταξη του Κανονισμού 31(ζ), αποφάσισε τη μη επιστροφή στον Αιτητή του χρηματικού ποσού των €11.554,44 που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του από 16.4.2010 μέχρι 28.4.2011.  Το σχετικό μέρος της απόφασης του έχει ως εξής:-

«Έχω λάβει σοβαρά υπόψη μου τις καθοδηγητικές αρχές που απορρέουν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προσφυγές 132/95 και 102/96 καθώς και την Αναθεωρητική Έφεση 2670.

 

Όπως διαφάνηκε εκ των υστέρων, η απόφαση για διαθεσιμότητα ήταν όντως αναγκαία και ορθή υπό τις περιστάσεις.  Η πειθαρχική υπόθεση συμπληρώθηκε σε εύλογο χρόνο και εντός των καθορισμένων πλαισίων και προθεσμιών.

 

Έχω υπόψη όλο το ιστορικό της υπόθεσης, καθώς και το φάκελο διερεύνησης της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του εν λόγω μέλους, στον οποίο φαίνεται η έκθεση του ερευνώντος αξιωματικού.

 

Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω και διαχωρίζοντας τη διακριτική αυτή ευχέρεια που μου δίνεται με την οποιαδήποτε ποινή επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, λαμβάνοντας υπόψη πως νόμιμα τέθηκε σε διαθεσιμότητα και δεν παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για μεγαλύτερο χρόνο από όσο χρειαζόταν, αποφάσισα όπως μη επιστραφεί στον Αστυφύλακα 3032 Άριστο Στυλιανού οποιοδήποτε ποσό κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.»

 

Ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή στρέφεται απαράδεκτα εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ο οποίος δεν εμπλέκεται στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η προδικαστική ένσταση τυπικά ευσταθεί.

 

Οι διοικούμενοι για ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, μπορούν να στραφούν με προσφυγή, μόνο κατά του διοικητικού οργάνου που αποφάσισε την έκδοσή της ή την επικύρωσή της.  Στην παρούσα περίπτωση, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ουδεμία ανάμειξη είχε στη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και ως εκ τούτου η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως μη παραδεχτή έναντι του.  Όμως η προσφυγή παραμένει εναντίον της Δημοκρατίας, μέσω του Αρχηγού Αστυνομίας.

 

Ο Αιτητής προβάλλει δύο λόγους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία όπως ισχυρίζεται:- (1) Δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και (2) είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.  Θα εξετάσω και τους δύο λόγους μαζί.

 

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν προέβη σε ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, αλλά περιόρισε την έρευνα σε παράθεση του ιστορικού, μένοντας σε επιφανειακή έρευνα και εκτίμηση των γεγονότων, με αποτέλεσμα να πλανηθεί.  Πέραν τούτου, δεν αναφέρει για ποιους λόγους αποφάσισε να κατακρατήσει το ήμισυ των απολαβών του Αιτητή.  Εισηγήθηκε ότι ο Αρχηγός περιορίστηκε σε γενικούς χαρακτηρισμούς οι οποίοι μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε κάθε περίπτωση, χωρίς να επεξηγεί, ως όφειλε, την κατάληξή του.  Όφειλε να επεξηγήσει τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι «η πειθαρχική υπόθεση συμπληρώθηκε σε εύλογο χρόνο και εντός των καθορισμένων πλαισίων και προθεσμιών» και ότι «..δεν παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για μεγαλύτερο χρόνο από όσο χρειαζόταν..».  Υποστηρίζοντας την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχηγός Αστυνομίας κ.α. ν. Τσαγγαρίδη (2001) 3(Α) ΑΑΔ 35, με την οποία η Ολομέλεια επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε τα εξής:-

«Η προσέγγιση μας στο θέμα είναι η ίδια με αυτή του συναδέλφου μας. Ο ίδιος ο Κανονισμός, στο πρώτο σκέλος της επιφύλαξης, καθορίζει τις περιπτώσεις όπου δεν επιστρέφονται οι απολαβές που κατακρατήθηκαν, δηλαδή όταν επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης, εξαναγκασμού σε παραίτηση ή υποβιβασμού στο βαθμό ή τάξη. Στις υπόλοιπες το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού. Χωρίς να εξαντλούμε τα στοιχεία που δυνατό να ληφθούν υπόψη σε μια τέτοια απόφαση, υποδεικνύουμε πως αυτά που ενδεικτικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικά, δηλαδή η μετά τη λήξη της πειθαρχικής διαδικασίας διαπίστωση της αναγκαιότητας του χρόνου που διήρκεσε, και να προσθέσουμε κι εμείς πως σ΄αυτό το κριτήριο προσμετρά και η συνεργασία του ίδιου του πειθαρχικά διωκόμενου.»

 

Οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.

 

Ο Καν. 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/1989), προνοεί ότι:-

«31(ζ) Σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντα του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν

(ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ιι)  όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

 

Νοείται ότι, αν βρέθηκε ένοχος και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει,

..............................».

 

Σύμφωνα με τον Καν. 31(ζ) των Κανονισμών, ο Αρχηγός Αστυνομίας έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να επιστραφεί.  Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Αρχηγός, ως αποφασίζον όργανο, προτού ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια θα έπρεπε όχι μόνο να ερευνήσει επαρκώς όλα τα σχετικά στοιχεία, αλλά και να τα αξιολογήσει ώστε να αναδειχθεί η σημασία του κάθε στοιχείου στο θέμα που εξέταζε.  Η μη διεξαγωγή πλήρους έρευνας οδηγεί σε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.  Στις περιπτώσεις που στοιχεία δεν ερευνήθηκαν ή δεν ερευνήθηκαν επαρκώς, τότε ο Αιτητής επιτυγχάνει αν πείσει το δικαστήριο ότι υπάρχει ενδεχόμενο πλάνης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αρχηγός εφαρμόζοντας το σχετικό Κανονισμό, είναι φανερό ότι ενήργησε υπό νομική πλάνη ως προς τα κριτήρια που θα έπρεπε να λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.  Περαιτέρω λόγω μη δέουσας έρευνας, απέτυχε να εντοπίσει όλα εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που θα τον βοηθούσαν να ασκήσει εύλογα τη διακριτική του ευχέρεια.  Για παράδειγμα, καμιά μνεία δεν γίνεται, μεταξύ άλλων, για την παραδοχή του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου και ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής στην πέμπτη κατηγορία, για την απόσυρση των υπολοίπων κατηγοριών, για το αν έλαβε υπόψη και σε ποιο βαθμό τη συνεργασία του Αιτητή στη διερεύνηση του αδικήματος, για το χρόνο που αυτός παρέμεινε υπό κράτηση για το ότι η έφεση του Βοηθού Αρχηγού κατά την πειθαρχική ποινή απορρίφθηκε ως αβάσιμη, αλλά είχε ως αποτέλεσμα ο Αιτητής να παραμείνει σε διαθεσιμότητα για άλλους τρεις μήνες και για το ότι για την περίοδο 4.5.2010-1.7.2010 έγινε αποκοπή ανερχόμενη στο 100% του μισθού του (σχετικό είναι το Τεκμήριο 2), ανεξάρτητα αν το συνολικό ποσό των €11.554,44 που είχε αποκοπεί ήταν ορθό.

 

Ως προς το λόγο ακύρωσης που αφορά στην αιτιολογία, ο Αρχηγός, αφού συνέλεξε και αξιολόγησε όλα τα σχετικά στοιχεία, όφειλε να αιτιολογήσει δεόντως την απόφαση του ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που τον οδήγησε στη λήψη της απόφασης.  Σύμφωνα με τις κωδικοποιημένες αρχές του Διοικητικού Δικαίου, δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά σε γενικούς χαρακτηρισμούς.  Για καθοδήγηση ως προς τα στοιχεία που θα έπρεπε να λάβει υπόψη και αιτιολογήσει, είχε την απόφαση της Ολομέλειας στην Τσαγγαρίδη, ανωτέρω.  Όπως εκεί διευκρινίστηκε, τα στοιχεία εκείνα ήταν μόνο ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αρχηγός κατά την κρίση μου δεν αιτιολόγησε δεόντως την απόφαση του, αλλά περιορίστηκε στο να παραθέσει το πλήρες ιστορικό της υπόθεσης του Αιτητή, χωρίς να προσδιορίσει τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι ο χρόνος που διήρκεσε η διαθεσιμότητα ήταν εύλογος ή όχι.  Από το ιστορικό που παράθεσε στο πρώτο μέρος της απόφασης, δεν αναδύεται αυτόματα η σημασία του κάθε στοιχείου.  Η περίοδος της διαθεσιμότητας διήρκεσε περίπου 1 χρόνο.  Πέρασε από διάφορα στάδια.  Ο χρόνος που διήρκεσαν ορισμένα στάδια μπορεί να φαίνονται δικαιολογημένα.  Για άλλα όμως υπάρχει αμφιβολία και με τον γενικό τρόπο που ο Αρχηγός έχει αιτιολογήσει την απόφασή του, οι αμφιβολίες παραμένουν.  Για παράδειγμα ήταν δικαιολογημένη η άσκηση έφεσης από το Βοηθό Αρχηγό που η εκδίκαση της διήρκεσε περίπου 3 μήνες και τελικά απορρίφθηκε;  Το γενικό σχόλιο του Αρχηγού ότι ο Αιτητής «δεν παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για μεγαλύτερο χρόνο από όσο χρειάζετο» δεν είναι αρκετό για να καταστήσει την αιτιολογία σαφή και πλήρη.  Τα όσα αναφέρει ο Αρχηγός, αφορούν σε γενικότητες που δεν είναι προσδιοριστικές των λόγων που ο Αρχηγός αποφάσισε να κατακρατήσει ολόκληρο το ποσό.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο Αρχηγός θεώρησε την αρμοδιότητα του δέσμια χωρίς να προβληματιστεί καθόλου κατά πόσον ενδείκνυται η κατακράτηση ενός μέρους μόνο του ποσού (βλ. Παμπόρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 546/11, ημερ. 8.11.2012).  Όπως τονίστηκε στην Τσαγγαρίδη, ανωτέρω, η διαθεσιμότητα δεν είναι πειθαρχικό μέτρο αλλά γίνεται για διευκόλυνση των πειθαρχικών ερευνών.  Συνακόλουθα, η εξουσία που δίδεται στον Αρχηγό Αστυνομίας από τον Κανονισμό 31(ζ) για επιστροφή του ποσού που κατακρατείται κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, θα πρέπει να ασκείται κατά τρόπο που συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό που δεν είναι άλλος από του να καταστήσει το ποσό που τελικά κατακρατείται, δίκαιο υπό τις περιστάσεις (βλ. Παμπόρης, ανωτέρω).

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο