ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 356/2009,
388/2009 και 638/2009)
4 Μαρτίου, 2013
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 356/2009)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΕΣΙΗΤΗ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
(Υπόθεση Αρ. 388/2009
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
(Υπόθεση Αρ. 638/2009)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΑ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 356/09.
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 388/09.
Δόνα Κωνσταντίνου (κα), για Κύπρο Χρυσοστομίδη, για την Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 638/09.
Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αγνή Ευσταθίου Νικολετοπούλου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αρ. 6 στην Προσφυγή Αρ. 388/09 - Χριστίνα Παραδεισιώτη.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), ημερομηνίας 28/1/2009, με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, επελέγησαν για διορισμό/προαγωγή στη θέση Λογιστή, Γενικό Λογιστήριο, (η «θέση»), αναδρομικά από 1/6/2004, οι Ανδρέας Αντωνιάδης, Μαρία Παύλου - Γεωργίου, Φίλιππος Κατράνης, Δημήτρης Μαυρομμάτης, Στέλλα Μολέσκη, Χριστίνα Παραδεισιώτη, Σταύρος Σταύρου, Μιχάλης Τσαγκάρης, Σταύρη Ττόφα και Μάριος Χατζηδαμιανού - (ενδιαφερόμενα μέρη). Με αυτές, αμφισβητείται ο διορισμός/προαγωγή[1], από την αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 356/09, των Α. Αντωνιάδη, Μ. Παύλου - Γεωργίου, Φ. Κατράνη και Σ. Σταύρου, από τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 388/09, όλων των ενδιαφερομένων μερών και, από την αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 638/09, των Α. Αντωνιάδη, Μ. Παύλου - Γεωργίου, Φ. Κατράνη, Δ. Μαυρομμάτη, Μ. Τσαγκάρη, Μ. Χατζηδαμιανού και Σ. Σταύρου.
Με απόφαση της Επιτροπής, ημερομηνίας 5/4/2004, τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν/προάχθηκαν στη θέση, από 1/6/2004. Ο διορισμός /προαγωγή τους ακυρώθηκε, στα πλαίσια των Συνεκδικαζομένων Υποθέσεων Αρ. 697/04, 701/04 και 775/04 - Γεώργιος Θεοδώρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 2/10/06 - για λόγους που αφορούσαν την αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος της «διετούς λογιστικής/ελεγκτικής πείρας μετά από την απόκτηση του επαγγελματικού προσόντος» και τον παραγκωνισμό του, προς όφελος του κριτηρίου της απόδοσης στη συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, μάλιστα, δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη από αυτή. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις υποψηφίων, δόθηκε από την Επιτροπή υπέρμετρη βαρύτητα στα αποτελέσματα της ενώπιόν της συνέντευξης και ότι η σύσταση του Γενικού Λογιστή σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Σταύρου βρισκόταν σε σύγκρουση με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων. Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε κατ' έφεση - (βλ. Δημοκρατία ν. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149). Απορρίπτοντας την έφεση, η Ολομέλεια επεσήμανε τα εξής:- (σελ. 153-154)
«Το πρόβλημα που δημιουργείται στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι στην αριθμοποίηση συμπεριλήφθηκε και το πλεονέκτημα, χωρίς επιπλέον να δίδεται αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με 5 μόνο μονάδες, ενώ για τη μη επιλογή υποψηφίου, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα, απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, να δίδεται ειδική αιτιολογία. Ο σχολιασμός του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή και η κατάληξή του επί του προκειμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
Παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα αυτούσιο:
'Δεν παραγνωρίζω βέβαια το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία κρίσης. ΄Ομως αυτή η βαρύτητα πρέπει να αντικατοπτρίζει και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε συνδυασμό με τη φύση των καθηκόντων της θέσης. Ο πυρήνας της θέσης δεν ήταν τα διοικητικά αλλά τα λογιστικά καθήκοντα, στην άσκηση των οποίων όπως ρητά εξειδικεύει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η διετής λογιστική/ελεγκτική πείρα ως πλεονέκτημα, είχε βαρύνουσα σημασία. Επίσης οι γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική, αν και αναδεικνύονται από τη νομολογία σε αντικειμενικό μέσο αξιολόγησης κάποιων ικανοτήτων ή γνώσεων των υποψηφίων και παρά το ότι προκαθορίστηκε η βαρύτητα τους στο 60% της αξιολόγησης, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να συνυπολόγισε την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές στο στάδιο του τελικού καταλόγου, ενώ έλαβε σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων που διεξήχθησαν επίσης από τη Συμβουλευτική.
Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς ο αιτητής που κατετάγη 45ος στα γραπτά με βαθμολογία 41,7 και κατείχε και το πλεονέκτημα δεν συστήθηκε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2 που κατετάγη 74η (βαθμολογία 39) και του ενδιαφερόμενου μέρους 10 που κατετάγη 67ος (βαθμολογία 39,5) και δεν διέθεταν το πλεονέκτημα.'
Διαπιστώνουμε και εμείς, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του έναντι ιδιαίτερα των δύο συγκεκριμένων Ε.Μ. που συγκέντρωσαν 70 και 72,5 συνολικούς βαθμούς έναντι 63,7 του αιτητή.
΄Οπως παρατήρησε επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, το ότι η διαφορά του αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο ήταν μικρή, αφού ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 63,7, ενώ ο 40ος 67, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει την ΕΔΥ.
Γι' αυτούς τους λόγους, στους οποίους βασίστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόφαση σε όποια έκταση αφορά την προσφυγή 697/04 ήταν, κατά την κρίση μας, ορθή και πρέπει να επικυρωθεί.
Εν όψει της κατάληξής μας και έχοντας υπόψη ότι το αποτέλεσμα της έφεσης σχετικά με την 697/04 ακυρώνει την επίδικη πράξη στην ολότητά της, αφού αφορά όλα τα Ε.Μ., δεν κρίνουμε αναγκαίο να εξετάσουμε περαιτέρω άλλους λόγους και ισχυρισμούς που προβλήθηκαν ενώπιον μας, αναφορικά με τις άλλες δύο συνεκδικασθείσες υποθέσεις.»
Η Επιτροπή, υπό το φως των πιο πάνω, επανεξέτασε το ζήτημα και αποφάσισε να το παραπέμψει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, για σκοπούς υποβολής νέας έκθεσης. Αυτή, ακολουθώντας σχετική υπόδειξη του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε να μην προσδώσει αριθμητική αξία στο πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, αλλά να το λάβει υπόψη κατά την τελική αξιολόγηση, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, ως επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, οι δε πέντε μονάδες που είχαν, αρχικά, αποδοθεί για το πλεονέκτημα, να μην κατανεμηθούν στα υπόλοιπα κριτήρια, δηλαδή τη γραπτή και την προφορική εξέταση. Περαιτέρω, προχώρησε σε επαναδιατύπωση των πορισμάτων της, με σκοπό την πλέον αντιπροσωπευτική καταγραφή της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, σε συμμόρφωση, όπως σημείωσε, με τις υποδείξεις του Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, προέβη σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης, το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και τα υπόλοιπα προσόντα των υποψηφίων. Κατά την τελική αξιολόγηση, διαφοροποίησε το πόρισμά της στην αρχική της ΄Εκθεση σε σχέση με την αιτήτρια Μαρία Χριστίνα Μεσιήτη, θεωρώντας ότι αυτή δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Στη συνέχεια, σύστησε για επιλογή σαράντα από του εξήντα τέσσερις υποψηφίους του Πίνακα Τελικής Αξιολόγησης, που είχαν αξιολογηθεί από «Πολύ Καλοί» - «Εξαίρετοι». Στους συστηθέντες περιλήφθηκαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και οι αιτήτριες, εκτός του αιτητή Γ. Θεοδώρου, ο οποίος βαθμολογήθηκε, κατά την τελική αξιολόγηση, «Καλός».
Η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της 28/1/2009, υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ΄Εκθεση της οποίας της είχε διαβιβαστεί. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τον τρόπο επανεξέτασης του θέματος και έκρινε, στη βάση του ΄Αρθρου 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος), ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν επηρέαζαν την κρίση που η ίδια διαμόρφωσε κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα η προφορική εξέταση να αποτελεί έγκυρο στοιχείο κρίσης. ΄Εκρινε, επίσης, ότι η σύσταση του Γενικού Λογιστή παρέμεινε ως έγκυρο στοιχείο κρίσης και ότι, εφόσον δεν απαιτείτο από το Νόμο αιτιολογημένη σύσταση, η σύσταση υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Σ. Σταύρου, που είχε κριθεί από το Δικαστήριο ότι συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου, θα λαμβανόταν υπόψη στο βαθμό που αυτή ήταν σύμφωνη με τα ενώπιόν της στοιχεία. Ασχολήθηκε, ακολούθως, με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Αφού έλαβε υπόψη, όπως σημείωσε, τη νέα ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Λογιστή, επέλεξε ως καταλληλότερα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Με τις τρεις πιο πάνω προσφυγές, προβάλλονται διάφοροι λόγοι ακυρότητας, μερικοί εκ των οποίων συμπίπτουν. Θα αναφερθώ σ' αυτούς, αφού πρώτα εξετάσω την προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση σε σχέση με τη νομιμοποίηση της αιτήτριας Μαρίνας Θεοχάρους - (Προσφυγή Αρ. 638/09) - να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών Α. Αντωνιάδη, Φ. Κατράνη, Δ. Μαυρομμάτη, Μ. Τσαγκάρη, Στ. Ττόφα και Μ. Χατζηδαμιανού, για το λόγο ότι οι διορισμοί τους, στα πλαίσια της δικής της προσφυγής, επικυρώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση ημερομηνίας 2/10/2006, στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 697/04, 701/04 και 775/04, χωρίς η ίδια, τότε, να καταχωρίσει έφεση.
Ο δικηγόρος της πιο πάνω αιτήτριας, επικαλούμενος το ΄Αρθρο 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων, υποστηρίζει ότι, στις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές, είχαν ακυρωθεί οι διορισμοί και των δέκα ενδιαφερομένων μερών, ως εκ του αποτελέσματος της Προσφυγής Αρ. 697/04 του αιτητή Γ. Θεοδώρου.
΄Εχω εξετάσει την ένσταση, την οποία, όμως, θεωρώ αβάσιμη. Στο δικόγραφο της Προσφυγής Αρ. 638/09, περιλαμβάνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Αντωνιάδης, Μ. Παύλου - Γεωργίου, Φ. Κατράνης, Δ. Μαυρομμάτης, Μ. Τσαγκάρης, Μ. Χατζηδαμιανού, Σ. Σταύρου και Στ. Μολέσκη, σε σχέση με το οποίο, όμως, η προσφυγή αποσύρθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο. Προφανώς, οι καθ' ων η αίτηση, εκ παραδρομής, αναφέρουν το ενδιαφερόμενο μέρος Στ. Ττόφα, ο διορισμός του οποίου, όμως, δεν προσβάλλεται με την Προσφυγή Αρ. 638/09, με την οποία, παραδεκτά, προσβάλλεται η απόφαση σε ό,τι αφορά τους διορισμούς/προαγωγή των πιο πάνω ενδιαφερομένων μερών. Τόσο οι διορισμοί όσο και η προαγωγή είχαν ακυρωθεί ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της Προσφυγής Αρ. 697/04, για λόγους που αφορούσαν την αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος κατά το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την Προσφυγή Αρ. 775/04, αναφέρεται στην κατοχή από την αιτήτρια Μ. Θεοχάρους του πλεονεκτήματος και την υπεροχή της έναντι των ενδιαφερομένων μερών, που δεν το κατείχαν, και παραπέμπει για το θέμα της υποβαθμολόγησης του πλεονεκτήματος στις υποδείξεις του κατά την εξέταση της Προσφυγής Αρ. 697/04 του αιτητή Γ. Θεοδώρου. Συνεπώς, η αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 638/09 νομιμοποιείται να αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Παύλου - Γεωργίου και Σ. Σταύρου αλλά και σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Αντωνιάδη, Φ. Κατράνη, Δ. Μαυρομμάτη, Μ. Τσαγκάρη και Μ. Χατζηδαμιανού, που δε διέθεταν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και που ο διορισμός τους είχε ακυρωθεί στα πλαίσια άλλης συνεκδικασθείσας προσφυγής, για λόγους που αφορούν στην αξιολόγηση του πλεονεκτήματος.
Στην Προσφυγή Αρ. 388/09, ο αιτητής Γιώργος Θεοδώρου προβάλλει ότι οι καθ' ων η αίτηση, αντί να συμμορφωθούν με τα συμπεράσματα της ακυρωτικής απόφασης, τα οποία υιοθετήθηκαν και από την Ολομέλεια, περιορίστηκαν σε ό,τι οι ίδιοι χαρακτήρισαν ως επαναδιατύπωση των πορισμάτων τους και στη διενέργεια συνολικής αξιολόγησης των υποψηφίων, στη βάση των 95 αντί των 100 μονάδων, αρκούμενοι σε αόριστη αναφορά ότι, στο πλεονέκτημα, δόθηκε η απαραίτητη βαρύτητα και ότι αυτό συνυπολογίστηκε κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Εισηγείται ότι όχι μόνο δεν υπήρξε ενεργός συμμόρφωση των καθ' ων η αίτηση με το δεδικασμένο αλλά έγινε επανάληψη της αρχικής απόφασης και περαιτέρω μείωση της βαρύτητας του πλεονεκτήματος, αφού, μετά την αφαίρεση των πέντε μονάδων που είχαν αρχικά δοθεί γι' αυτό και κρίθηκαν ανεπαρκείς, ο ίδιος υποχώρησε κατά δύο θέσεις στην τελική αξιολόγηση, στην οποία συνυπολογίστηκαν οι 95 μονάδες των γραπτών και προφορικών εξετάσεων της αρχικής διαδικασίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ενώ, εισηγείται, στην ακυρωτική απόφαση, επισημάνθηκε ότι αυτός ήταν πρόσωπο υπέρ του οποίου θα έπρεπε να είχε ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, δυνάμει του ΄Αρθρου 33(8) του Νόμου, δηλαδή η Επιτροπή να τον συμπεριελάμβανε στους υποψηφίους που θα καλούσε στην ενώπιόν της προφορική συνέντευξη, δεν αναφέρθηκε από αυτή οτιδήποτε για τον αποκλεισμό του, καίτοι ο ίδιος διέθετε το πλεονέκτημα και είχε καλύτερη επίδοση έναντι συγκεκριμένων ενδιαφερομένων μερών στη γραπτή εξέταση.
΄Εχω, ήδη, παραθέσει την ακυρωτική απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος σε πέντε μόνο μονάδες από τις εκατό δεν είχε νομική βάση και, ως αποτέλεσμα, παραμερίστηκαν, χωρίς ειδική αιτιολογία, υποψήφιοι που το κατείχαν. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης - (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου - «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», (ανατύπωση 1988, σελ. 83). Εξετάζοντας την ΄Εκθεσή της - (βλ. Τεκμήριο 6 στην ένσταση) - δε φαίνεται αυτή να ενήργησε με βάση τα όσα προέκυπταν από την ακυρωτική απόφαση. Ο τρόπος χειρισμού από την ίδια του θέματος του πλεονεκτήματος δε συνάδει με τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης. Το πλεονέκτημα της διετούς λογιστικής/ελεκτικής πείρας, όπως είχε επισημανθεί από το Δικαστήριο, είχε, στα πλαίσια των καθηκόντων της θέσης, βαρύνουσα σημασία και η αποτίμηση του μόνο σε πέντε μονάδες στερείτο νομικής βάσης. Αποφασίζοντας η Συμβουλευτική Επιτροπή να μην προσδώσει αριθμητική αξία στο πλεονέκτημα και να προχωρήσει στη συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων, στη βάση μόνο των 95 μονάδων που δόθηκαν για τη γραπτή και την προφορική εξέταση, ουσιαστικά, εξουδετέρωσε πλήρως το πλεονέκτημα. Η απλή λεκτική αναφορά ότι το αξιολόγησε και το συνυπολόγισε μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, ως επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στις υποδείξεις της ακυρωτικής απόφασης, αλλά αποτελεί μια εντελώς αναιτιολόγητη απόφαση, αφού ο αιτητής Γ. Θεοδώρου, (Προσφυγή Αρ. 388/09), με βάση τον Πίνακα της τελικής αξιολόγησης - (βλ. Παράρτημα 6(Ξ) στην ένσταση) - υποχώρησε από τη 43η θέση, όπου βρισκόταν στην αρχική διαδικασία, στη 45η θέση. Επιπρόσθετα, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αιτιολογώντας την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, περιορίστηκε στην αναφορά ότι «δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι ορισμένοι από τους υποψηφίους που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν το πλεονέκτημα», στο οποίο, όπως σημείωσε, «απέδωσε την απαραίτητη βαρύτητα συνυπολογίζοντάς το κατά την τελική αξιολόγηση». Οι αναφορές αυτές είναι αόριστες και δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη της ειδικής αιτιολογίας, που απαιτείται από τη νομολογία όταν υποψήφιος που κατέχει το προσόν του πλεονεκτήματος παραγνωρίζεται.
Η επιλογή της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε στη βάση της κατάταξης στον Πίνακα της τελικής αξιολόγησης, στον οποίο ο χαρακτηρισμός που αποδόθηκε στον κάθε ένα από τους υποψηφίους ήταν αποτέλεσμα της βαθμολόγησής τους από το σύνολο των 95 μονάδων, της γραπτής και προφορικής εξέτασης. Η απλή δήλωση περί απόδοσης στο πλεονέκτημα της απαραίτητης βαρύτητας και συνυπολογισμού του με τα υπόλοιπα στοιχεία κατά την τελική αξιολόγηση είναι χωρίς περιεχόμενο. Με την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το πλεονέκτημα - ένας ουσιώδης παράγοντας για διορισμό ή προαγωγή - υποβαθμίστηκε, χωρίς να εξειδικεύονται οι λόγοι που να το αντισταθμίζουν.
Στη Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 7)
«Αφετηρία της - σχετικής αρχής - ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.»
Στην πιο πάνω απόφαση, κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορικής εξέταση δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα.
Ενόψει των πιο πάνω, η Προσφυγή Αρ. 388/09 επιτυγχάνει και οι διορισμοί/προαγωγή και των δέκα ενδιαφερομένων μερών ακυρώνονται.
Με την πιο πάνω κατάληξη, θεωρώ αχρείαστο να εξετάσω τους λόγους που προβάλλονται με τις Προσφυγές Αρ. 356/09 και 638/09.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, αυτά επιδικάζονται, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ των αιτητών.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] Προαγωγή προσφέρθηκε μόνο στο ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Σταύρου.