ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1633/2009)
29 Μαρτίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CLAPPAS TRADING HOUSE LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Καλλής, για την Αιτήτρια.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, στοχεύει στην ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση με την οποία οι τελευταίοι «..... έχουν προβεί σε εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής, συνολικού ποσού €35,754 καθώς επίσης και επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης ίσης με το 10% του οφειλόμενου ποσού που ανέρχεται στα €3.575 επιπλέον τόκο 8% τόκο ετησίως επί του πιο πάνω καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο μέχρι την ημερομηνία πληρωμής του είναι άκυρη, παράνομη αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Συνοψίζω εκείνα από τα γεγονότα που προηγήθηκαν και τελικά οδήγησαν στην καταχώριση της προσφυγής και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος.
Η αιτήτρια, μεταξύ άλλων, ασχολείτο κατά τους ουσιώδεις χρόνους, και με την εισαγωγή και εμπορία κονσερβοποιημένων τροφίμων.
Κατά τους ουσιώδεις πάντα χρόνους, η αιτήτρια εισήγαγε από την Κίνα μέσω Ισπανίας, κονσερβοποιημένα και διατηρημένα σε ξύδι ή οξικό οξύ μανιτάρια, τα οποία και διέθεσε στην κυπριακή αγορά.
Σε σχέση με τις εν λόγω εισαγωγές καταχωρήθηκε από την αιτήτρια στο λογιστήριο του Τμήματος Τελωνείων, ηλεκτρονική διασάφηση δυνάμει του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν. 94(Ι)/2004. Τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιείχε η εν λόγω διασάφηση αποτέλεσαν τη βάση για την αυτόματη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών και φόρων που αφορούσαν τα εν λόγω προϊόντα. Θα πρέπει να λεχθεί ότι, σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα είχαν εκδοθεί από την αιτήτρια τα τιμολόγια EXP/700.101 και EXP/700.102, στα οποία δινόταν περιγραφή των προϊόντων.
Ως αποτέλεσμα σχετικής εγκυκλίου που εκδόθηκε από τον Τομέα Ονοματολογίας και Δασμολογίου του Αρχιτελωνείου (Εγκύκλιος Ε.Ε. "T" (182)), αποφασίστηκε ο αναδρομικός έλεγχος όλων των εισαγωγών μανιταριών στην Κύπρο από τρίτες χώρες μετά την 1η Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1549/2006 της Επιτροπής, οι πρόνοιες του οποίου ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σύμφωνα με την εν λόγω εγκύκλιο, τα διατηρημένα σε ξύδι ή οξικό οξύ μανιτάρια του γένους Agaricus, όπως ήταν αυτά που είχε εισάξει η αιτήτρια, κατατάσσοντο στη δασμολογική κλάση 200310 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, όταν στο διάλυμα στο οποίο συντηρούντο περιείχετο κατά βάρος μαγειρικό αλάτι (NaCl - χλωριούχο νάτριο) μέχρι και 2.5% και πτητικό οξύ μέχρι 0,5%.
Στα πλαίσια του αναδρομικού ελέγχου που διεξήχθη από τον αρμόδιο κλάδο του Τελωνείου Λευκωσίας, λειτουργός του κλάδου παρέλαβε από τα υποστατικά της αιτήτριας, δείγματα των πιο πάνω προϊόντων για σκοπούς εξέτασης τους από το Κρατικό Χημείο.
Τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης κατέδειξαν ότι η πτητική οξύτητα (0,0764%) του διαλύματος μέσα στο οποίο ήταν διατηρημένα τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία μανιτάρια της αιτήτριας, ήταν κατά πολύ πιο χαμηλή από το προβλεπόμενο στον Κανονισμό 1549/2006 ποσοστό που ήταν 0,5%.
Ο αναδρομικός έλεγχος αποκάλυψε ότι η αιτήτρια παρέλειψε, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, να λάβει υπόψη τα συστατικά του διαλύματος μέσα στο οποίο τα συγκεκριμένα προϊόντα της ήταν διατηρημένα, γεγονός που την οδήγησε στην καταχώριση των εμπορευμάτων σε εσφαλμένο κωδικό του δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης "Taric", με αποτέλεσμα την αυτόματη βεβαίωση εισαγωγικού δασμού Λ.Κ.2.726,00 (€4.658,00) αντί €36.124,00, που είναι το πραγματικό ποσό που θα βεβαιωνόταν και η αιτήτρια θα υποχρεωνόταν να καταβάλει στην περίπτωση που θα καταχωρείτο η ορθή δασμολογική κλάση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι Τελωνειακές Αρχές προχώρησαν με την εκ των Υστέρων Βεβαίωση (Αρχική και Συμπληρωματική) για το σύνολο των οφειλών που δεν είχαν εισπραχθεί κατά τους ουσιώδεις χρόνους, οφειλές τις οποίες και αναζήτησαν με τις επιστολές τους 30/9/2009 και 23/2/2010, αντίστοιχα. Παρενθετικά αναφέρω ότι η δεύτερη επιστολή, η οποία αφορούσε τη Συμπληρωματική Βεβαίωση, απεστάλη στην αιτήτρια μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.
Αντιδρώντας η αιτήτρια στην πιο πάνω απόφαση των Τελωνειακών Αρχών, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας εγείρει τους εξής λόγους ακύρωσης:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράνομων προπαρασκευαστικών πράξεων,
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη/μη επαρκώς αιτιολογημένη και
(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς και/ή προϊόν αντιφατικής, από πλευράς της διοίκησης, συμπεριφοράς.
Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση, υποστηρίζοντας την ορθότητα της επίδικης απόφασης ισχυρίζεται πως η αιτήτρια δεν έχει καταδείξει βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί επέμβαση του Δικαστηρίου στην κρίση του αποφασίζοντος οργάνου.
Στα πλαίσια του υπό στοιχείο (α) πιο πάνω λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα παράνομων προπαρασκευαστικών πράξεων. Είναι ειδικότερα η θέση της, ότι η δειγματοληψία που διενεργήθηκε από τους καθ'ων η αίτηση προκειμένου να διαπιστωθεί η χημική σύνθεση των επίδικων εμπορευμάτων, δεν έγινε ως έπρεπε σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμων του 1996 έως 2006, των δυνάμει τούτων Κανονισμών, των περί Πωλήσεως Τροφίμων και Φαρμάκων Κανονισμών και του Κανονισμού (ΕΟΚ) Αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, ημερομηνίας 2/7/1993 και ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρο νομικό βάθρο ικανό να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, η αιτήτρια παραπέμπει στα άρθρα 15, 16 και 17(1)(2)(α)(β)(γ) των περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμων του 1996 έως 2006.
Στα πλαίσια του συγκεκριμένου ισχυρισμού, προβάλλεται ακόμη από μέρους της αιτήτριας, ότι δεν της δόθηκε μέρος του δείγματος που είχε ληφθεί, καθώς επίσης και ότι τα επίδικα δείγματα ούτε σημάνθηκαν, ούτε και σφραγίστηκαν.
Αμφισβητεί επίσης η αιτήτρια το αποτέλεσμα των χημικών αναλύσεων στις οποίες έχουν προβεί οι καθ'ων η αίτηση. Ειδικότερα η αιτήτρια υποβάλλει ότι το εν λόγω αποτέλεσμα δεν είναι έγκυρο και/ή αξιόπιστο και ως εκ τούτου δεν την δεσμεύει.
Εισηγείται τέλος η αιτήτρια στα πλαίσια του υπό αναφορά ισχυρισμού, ότι κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας δεν κρατήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων μέρος του δείγματος των επίδικων εμπορευμάτων για σκοπούς μελλοντικής σύγκρισης, και ότι παρά τη διατυπωθείσα διαφωνία του εκπροσώπου της σε σχέση με τον τρόπο διενέργειας της επίδικης δειγματοληψίας, η λειτουργός του Τμήματος Τελωνείων παρέλειψε να ακούσει και να αξιολογήσει τις προτάσεις του για να κρίνει κατά πόσο αυτές ήταν ή όχι ορθές, ούτε κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια για τον καθορισμό μιας μεθόδου κοινά αποδεκτής.
Από τις προβληθείσες αιτιάσεις στα πλαίσια του υπό στοιχείο (α) λόγου ακύρωσης, προέχει κατά την άποψη μου η εξέταση της τελευταίας εισήγησης που αφορά στην εκφρασθείσα διαφωνία του αντιπροσώπου της αιτήτριας με τη μέθοδο διενέργειας της επίδικης δειγματοληψίας, αφού η κατάληξη επί του θέματος αυτού θα κρίνει κατά τη γνώμη μου και την τύχη της προσφυγής.
Υποστηρίζεται ειδικότερα από την αιτήτρια στα πλαίσια της συγκεκριμένης εισήγησης ότι, ενώ σύμφωνα με το Έντυπο Δειγματοληψίας των επίδικων εμπορευμάτων ο εκπρόσωπος της αιτήτριας διαφώνησε με τον τρόπο λήψης των δειγμάτων, η αρμόδια λειτουργός παρέλειψε να ακούσει τις θέσεις του, πολύ δε περισσότερο δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια για την εξεύρεση μιας μεθόδου κοινά αποδεκτής.
Για τους πιο κάτω λόγους, είμαι της γνώμης ότι η συγκεκριμένη εισήγηση της αιτήτριας ευσταθεί.
Παρότι η αιτήτρια θεωρεί ότι στο σχετικό έντυπο δειγματοληψίας κατεγράφη με σαφήνεια από τον αντιπρόσωπο της, έχω την άποψη ότι η διαφωνία της από τη μια, με τον τρόπο διενέργειας της επίδικης δειγματοληψίας, και από την άλλη η συμφωνία της ότι τα δείγματα που λήφθηκαν ήταν αντιπροσωπευτικά ολόκληρης της ποσότητας των επίδικων εμπορευμάτων, για τους πιο κάτω λόγους κάθε άλλο παρά τείνουν προς την εν λόγω κατεύθυνση.
Αν ανατρέξουμε στο ίδιο το Έντυπο, θα διαπιστώσουμε πως παρότι στη σχετική «Δήλωση Ενδιαφερόμενου» σε ό,τι αφορά τη μέθοδο διενέργειας της δειγματοληψίας, ο εκπρόσωπος της αιτήτριας έχει κυκλώσει τη λέξη «διαφωνώ» και σε ό,τι αφορά την αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων τη λέξη «συμφωνώ», με δεδομένη την οδηγία που υπάρχει στο κάτω αριστερό μέρος του Εντύπου «διαγράψετε ό,τι δεν εφαρμόζεται», ένας, θα μπορούσε πολύ εύκολα να υποθέσει, πως ό,τι έχει κυκλωθεί, δεν υποδηλώνει την πρόθεση του υπογράφοντος, αλλά αυτό που πρόθεση του ήταν να διαγράψει, οπόταν και θα συνέβαινε το εξής παράδοξο. Να δηλώνεται αφενός συμφωνία με τη μέθοδο διενέργειας της επίδικης δειγματοληψίας, και αφετέρου διαφωνία ως προς την αντιπροσωπευτικότητα των ληφθέντων δειγμάτων.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εκείνο το μέρος του Εντύπου, το οποίο απεικονίζει πλήρως την περιγραφείσα πιο πάνω κατάσταση:
"Δήλωση ενδιαφερόμενου
Έλαβα γνώση της δειγματοληψίας η οποία έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας Κοινοτικής ή άλλης νομοθεσίας και συμφωνώ/ * διαφωνώ με τον τρόπο διενέργειάς της. Επίσης συμφωνώ/* διαφωνώ ότι το/τα δείγμα/τα είναι αντιπροσωπευτικό/ά ολόκληρης της αποστολής.
.................................. ............................................................
Ημερομηνία Όνομα και υπογραφή εισαγωγέα/εξαγωγέα/
Αντιπροσώπου
.........................................................................................................
* Διαγράψετε ό,τι δεν εφαρμόζεται"
(Οι λέξεις που κυκλώθηκαν στο αυθεντικό κείμενο είναι αυτές που έχουν υπογραμμιστεί από το Δικαστήριο. Όσον αφορά την έμφαση στις λέξεις συμφωνώ/διαφωνώ, αυτή είναι του κειμένου)
Ενόψει της πιο πάνω δοθείσας εικόνας και δεδομένου ότι δεν είναι έργο του δικαστηρίου να ερμηνεύσει ή να εικάσει ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του αντιπροσώπου της εταιρείας, οι καθ'ων η αίτηση, όφειλαν, κατά τη γνώμη μου, να λάβουν και τέταρτο δείγμα και να διενεργήσουν νέα δειγματοληψία.
Στην προκείμενη περίπτωση καθώς προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και γενικά το υλικό που λήφθηκε υπόψη, η επίδικη δειγματοληψία βασίστηκε στη μεθοδολογία που καθορίστηκε από το Τμήμα Τελωνείων με την Εγκύκλιο ΕΕ - «Φ.Ε.» (5) ημερομηνίας 23/11/2007, ώστε η όλη διαδικασία να είναι σύμφωνη με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και ως εκ τούτου αξιόπιστη. Στην εν λόγω εγκύκλιο προβλέπεται ρητά η δυνατότητα λήψης τέταρτου δείγματος, ειδικότερα στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος ζητήσει όπως κρατήσει και ο ίδιος δείγμα για δική του χρήση.
Θεωρώ λοιπόν, ενόψει των πιο πάνω δεδομένων, πως στην παρούσα περίπτωση, οι καθ'ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε νέα δειγματοληψία ή τουλάχιστον στη λήψη και τέταρτου δείγματος, το οποίο να δώσουν στην αιτήτρια. Η υποχρέωση τους αυτή επιβαλλόταν κατά τη γνώμη μου και από το γεγονός ότι η αιτήτρια στην υπό εξέταση υπόθεση παραπονείται ότι δεν της δόθηκε μέρος του ληφθέντος δείγματος, δεν κρατήθηκε μέρος των δειγμάτων για σκοπούς μελλοντικής σύγκρισης, ότι τα επίδικα δείγματα δεν σημάνθηκαν ούτε σφραγίστηκαν, αλλά και ότι δεν υπέγραψε το σχετικό «Έντυπο Δειγματοληψίας». Το γεγονός ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν υπέγραψε το σχετικό Έντυπο, αν και περιέχεται στο σώμα της προσφυγής, δεν προωθήθηκε στις γραπτές της αγορεύσεις, ποσώς δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω κατάληξή μου, όπως δεν την διαφοροποιεί το γεγονός ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση προβάλλει στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της, τον ισχυρισμό ότι τα δείγματα δεν καταστράφηκαν αλλά βρίσκονται στην κατοχή των Τελωνειακών Αρχών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς μελλοντικής σύγκρισης. Είναι αρκετό πιστεύω επί του εν λόγω ισχυρισμού να υπενθυμίσω τη βασική αρχή δικαίου ότι ο διάδικος με την αγόρευση του εκθέτει τα επιχειρήματα του τα οποία καθιστούν παραδεκτές τις θέσεις που προβάλλει στο δικόγραφο του. Η αγόρευση δεν προσφέρεται ως μέσο προσαγωγής μαρτυρίας.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η συγκεκριμένη πτυχή του υπό στοιχείο (α) προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης επιτυγχάνει. Η κατάληξη μου αυτή καθιστά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης περιττή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.500 υπέρ της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ