ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1432/2010)

 

8 Μαρτίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NEARCHOS BONDED STORES LTD,

 

Αιτητές,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Χρ. Θ. Χριστάκη, για τους Αιτητές.

Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές διατηρούν και διαχειρίζονται, κατόπιν άδειας από τις αρμόδιες αρχές, ιδιόκτητη αποθήκη Τελωνειακής Αποταμίευσης από τις 31.12.1984.  Στις 20.8.1996 παρέλαβαν για αποθήκευση 80 βαρέλια αλκοόλης από την Arab Bank, αποθηκευτής, στην αποθήκη τους, σε χώρο αποθήκευσης για λογαριασμό άλλης εταιρείας η οποία στη συνέχεια κηρύχθηκε σε πτώχευση.  Η Arab Bank σε αντικατάσταση της πτωχεύσασας εταιρείας παραχώρησε σε τρίτο πρόσωπο όλη την ποσότητα της αλκοόλης.  Τα βαρέλια, κατά τον ισχυρισμό των αιτητών, παρελήφθησαν με εργοστασιακό σφράγισμα και διατηρήθηκαν έτσι χωρίς καμιά εξωτερική επέμβαση. Περί τον Απρίλιο του 2009 λειτουργοί του Τμήματος Τελωνείων διενήργησαν έλεγχο στα υποστατικά της αποθήκης, στα πλαίσια του οποίου διαπιστώθηκε ότι τρία από τα πιο πάνω βαρέλια, τα οποία παρέμειναν αποταμιευμένα στην αποθήκη των αιτητών, ήσαν άδεια.  Ακολούθως, οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 5.5.2009, αναφέρθηκαν στις περιστάσεις αποθήκευσης των υπό αναφορά εμπορευμάτων, με ιδιαίτερη παρατήρηση ότι τα συγκεκριμένα τρία πλαστικά βαρέλια, άνκαι βρέθηκαν κενά περιεχομένου, εξακολουθούσαν να φέρουν άθικτη την εργοστασιακή τους σφραγίδα.  ΄Εφεραν όμως ραγίσματα στο πιο πάνω μέρος τους, τα οποία, κατά την άποψη της εταιρείας, προκλήθηκαν ένεκα του μακρού χρόνου αποθήκευσής τους, πράγμα που συνετέλεσε στην εξάτμιση του περιεχομένου της αιθυλικής αλκοόλης.  Παράλληλα με την ίδια επιστολή, η εταιρεία αιτήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων να την απαλλάξει από οποιαδήποτε υποχρέωση για καταβολή των δασμών και φόρων που αναλογούσαν στην ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης που είχε εξατμιστεί.  Ο οικείος Ανώτερος  Τελωνειακός Λειτουργός Λεμεσού, Σ. Αδάμου, με επιστολή του ημερ. 2.6.2009, διαβίβασε την υπόθεση στη Διεύθυνση του Τμήματος Τελωνείων για οδηγίες, βεβαιώνοντας ότι μετά από φυσικό έλεγχο, τον οποίο ο ίδιος διενήργησε στα συγκεκριμένα τρία βαρέλια, διαμόρφωσε την άποψη ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση σ΄ αυτά, πέραν της φθοράς που υπέστησαν λόγω του μακρού χρόνου αποθήκευσης.  Διατύπωσε τη θέση, ότι η απώλεια των εμπορευμάτων οφειλόταν σε εξάτμιση λόγω της φύσης τους, λόγω φθοράς των πλαστικών βαρελιών, προϊόντος του χρόνου από το 1996, και ότι οι διατάξεις του άρθρου 206 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2913/92 του Συμβουλίου, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 13 της περί Φόρων Κατανάλωσης Νομοθεσίας, δεν δημιουργούσαν τελωνειακή οφειλή.

 

Μετά από εξέταση της υπόθεσης, το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 23.7.2009, πληροφόρησε τους αιτητές, ότι το αίτημά τους για απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δασμών και φόρων ύψους €4.553,00, που αναλογούσαν στην ποσότητα αιθυλικής  αλκοόλης, η οποία θα έπρεπε να είναι αποθηκευμένη στα τρία βαρέλια, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.  Το αιτιολογικό: η εταιρεία ως συγκεκριμένη διαχειρίστρια της αποθήκης Τελωνειακής Αποταμίευσης, είχε υποχρέωση, όπως προκύπτει από τους όρους κάτω από τους οποίους της παραχωρήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων η άδεια για διαχείριση της αποθήκης, να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης κατά την αποθήκευση των εμπορευμάτων και ιδιαίτερα, αυτά που απαιτούνταν ως εκ της φύσης των εμπορευμάτων, και κατ΄ επέκταση να μεριμνήσουν για την ασφαλή αποθήκευσή τους.

 

Το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή του ημερ. 30.7.2009, εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, απαίτησε από τους αιτητές την καταβολή των αναλογούντων στην ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης δασμών και φόρων: εισαγωγικό δασμό €117,00, φόρο κατανάλωσης €3.644,00, φόρο προστιθέμενης αξίας €792,00, πλέον χρηματική επιβάρυνση, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.  Επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, με ταυτόσημο περιεχόμενο, στάληκε και προς τους Υφάδι Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λτδ, υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτρια των εμπορευμάτων, για την καταβολή των ως άνω ποσών, τα οποία κατέστησαν οφειλόμενα, αλλά και στην Παγκύπρια Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ, η οποία  με εγγυητήριο έγγραφο κατατεθημένο στο Τμήμα Τελωνείων, εγγυήθηκε την προσήκουσα αποταμίευση εμπορευμάτων, στην υπό αναφορά αποθήκη των αιτητών.

 

Στη συνέχεια οι αιτητές με επιστολή τους ημερ. 9.9.2009, υπέβαλαν στο Τμήμα Τελωνείων αίτημα για αναθεώρηση της εναντίον τους απαίτησης, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 112, του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004, και του άρθρου 139 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Αρ. 91/(Ι)/2004.  Με την πιο πάνω αναφορά, οι αιτητές αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπαιτιότητα σε σχέση με τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων φύλαξης των επίδικων εμπορευμάτων.  Μετά από εξέταση των αιτημάτων αναθεώρησης, το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του ημερ. 27.1.2010, αναζήτησε τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, την οποία και έλαβε στις 29.7.2010.  Παρενθετικά σημειώνεται ότι και η εταιρεία Υφάδι υπέβαλε ανάλογο αίτημα αναθεώρησης σε σχέση με την εναντίον της απαίτηση.

 

Στη βάση των πιο πάνω οι καθ΄ ων η αίτηση προχώρησαν στην εξέταση των υποβληθέντων αιτημάτων αναθεώρησης των συναφών απαιτήσεων όλων των εμπλεκομένων εταιρειών και προχώρησαν με σημειώματα από τους αρμόδιους λειτουργούς του Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 5.10.2010.  Το Τμήμα Τελωνείων με επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.  Πληροφορούσε τους αιτητές ότι το αίτημά τους για απαλλαγή υποχρέωσης καταβολής των πιο πάνω δασμών και φόρων που αναλογούσε στην ποσότητα αιθυλικής  αλκοόλης, εξετάστηκε και απορρίφθηκε.  Στηρίχθηκε η απόφαση τόσο στο νομοθετικό πλαίσιο που τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητών, όσο και στην απόφαση του ΔΕΕ C-314/06, ημερ. 18.12.2007, για να τονίσει ότι οι αιτητές δεν απέδειξαν ότι η απώλεια οφείλεται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία.

 

Η εταιρεία Υφάδι Εμπορική & Βιομηχανική Εταιρεία Λτδ, ιδιοκτήτρια των εμπορευμάτων, 80 βαρελιών, που η Arab Bank είχε ήδη αποθηκευμένα τα προηγούμενα 9 χρόνια με τους αιτητές, αμφισβήτησε και η ίδια την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 5.10.2010 καταχωρίζοντας την υπόθεση 1622/10.  Στις 30.11.2012 ο Ναθαναήλ, Δ. απέρριψε την προσφυγή επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη πράξη.  Έκρινε ότι το άρθρο 102.2 στο οποίο βασίστηκε η υπό κρίση πράξη, μεταξύ άλλων, καθορίζει τη διαρκή υπευθυνότητα του αποταμιευτή για όλες τις υποχρεώσεις, διακριτή από την ευθύνη του ιδίου του ιδιοκτήτη της αποθήκης, εδώ αιτητών, τις οποίες έκρινε ως συντρέχοντες ευθύνες.

 

Το Δικαστήριο σε προσφυγές δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος περιορίζεται να εξετάσει τη νομιμότητα της πράξης και όχι την ορθότητά της.  Θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσον οι καθ΄ων η αίτηση κατά την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, έχουν εκφύγει των ακραίων ορίων της και κατά πόσον ήταν εύλογα επιτρεπτό να αποφασίσουν, όπως αποφάσισαν, ανεξαρτήτως αν το ίδιο το Δικαστηρίου ενδεχομένως να κατέληγε σε διαφορετική απόφαση.  Το κατά πόσον μια απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, κρίνεται αντικειμενικά και σχετίζεται πάντοτε με το αν ένα λογικό πρόσωπο, στη βάση των ίδιων στοιχείων που είχαν στη διάθεσή τους οι καθ΄ ων η αίτηση, μπορεί να καταλήξει στην ίδια απόφαση (Καλογήρου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ. 534).

 

Συμφώνως του άρθρου 99 του Καν. 2913/92/ΕΟΚ, Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας, αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης μπορεί να θεωρηθεί είτε δημόσια, είτε ιδιωτική αποθήκη.  Στη δημόσια αποθήκη μπορούν να αποθηκευτούν εμπορεύματα από οποιοδήποτε πρόσωπο.  Διαχειριστής της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, είναι το πρόσωπο εκείνο που έχει άδεια διαχείρισης τέτοιας αποθήκης, και στην εδώ περίπτωση οι αιτητές.  Αποταμιευτής θεωρείται το πρόσωπο που δεσμεύεται με τη δήλωσή του για υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης ή το πρόσωπο στο οποίο έχουν μεταβιβαστεί τα διαιώματα και οι υποχρεώσεις του προηγούμενου.

 

Το άρθρο 101 του Κανονισμού επιβάλλει στο διαχειριστή την ευθύνη, ότι τα εμπορεύματα κατά την παραμονή τους στην αποθήκη, δεν θα διαφεύγουν της τελωνειακής επιτήρησης.  Εξασφάλιση που βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο.  Θα εκτελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την αποθήκευση των εμπορευμάτων και θα τηρεί τους ειδικούς όρους που αναγράφονται στην άδειά του.  Ο δε αποταμιευτής, άρθρο 102, είναι πάντοτε υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης.

 

Η έννοια της ανωτέρας βίας, την οποία έντονα επικαλούνται οι αιτητές, εξετάστηκε τόσο στην υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π. Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 465/2007, ημερ. 19.6.2007,  ΚΕΟ Plc v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1341/09, ημερ. 31.5.2011, KEO Plc v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1595/2009, ημερ. 7.11.2012,  όσο και στην Υφάδι Εμπορική & Βιομηχανική Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1622/2010, ημερ. 30.11.2012Όλες παρέπεμψαν στην υπόθεση C-314/06, ημερ. 18.12.2007 του ΔΕΚ όπου αναλύθηκε η έννοια της ανωτέρας βίας  όπως στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τις πιο πάνω αποφάσεις.

 

Κρίθηκε λοιπόν με την C-314/06, Societe Pipeline Mediterranee et Rhone (SPMR) v. Administration des douanes et droits indirects and Direction nationale du reseignement et des eenquetes douanieres (DNRED) ότι η Οδηγία 92/12/ΕΚ αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, για εμπορεύματα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης κατά ομοιογενή τρόπο.  Η φορολογία επιβάλλεται κατά την παραγωγή των προϊόντων στο έδαφος της κοινότητας ή την εισαγωγή τους στο έδαφός της.  Ο φόρος κατά το άρθρο 6.1, δεν καθίσταται απαιτητός, εκτός εκεί όπου τα προϊόντα τίθενται προς ανάλωση ή εκεί όπου διαπιστώνονται ελλείμματα.  Η απαλλαγή από το φόρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14, αφορά σε απώλεια οφειλόμενη σε ανώτερη βία ή τυχαίο γεγονός και ερμηνεύεται στενά, δεν εξισούται με τη μη οφειλή του ειδικού φόρου κατανάλωσης επειδή τα προϊόντα δεν τέθηκαν προς ανάλωση.  Σχετική με το πιο πάνω ζήτημα όπως αναφέρεται και στην υπόθεση ΚΕΟ Plc, Υποθ. Αρ. 1395/09, ημερ. 7.11.2012,  (Πασχαλίδης, Δ.), ανωτέρω, είναι και η γνωμοδότηση-πρόταση της Γενικού Εισαγγελέα Kokott, που δόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω απόφασης:

 

 «Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η έννοια της ανωτέρας βίας η του τυχαίου      συμβάντος πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα μόνον ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια.  Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι οι έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες.».

 

Στο τέλος της ημέρας, για σκοπούς απόδειξης του γεγονότος, δεν έχει σημασία ότι το συμβάν οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, ή προέρχεται από ανωτέρα βία, ούτε ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι αιτητές είναι οι διαχειριστές της αποθήκης: Το άρθρο 102 του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, προνοεί ότι ο διαχειριστής ή ο αποταμιευτής δεν υπέχουν λιγότερη ευθύνη ο ένας από τον άλλο.  Όπως αναφέρθηκε, τόσο στην ΚΕΟ Plc, όσο και στην Υφάδι, ανωτέρω, δεν είναι αρκετό να παρατηρηθεί το έλλειμμα και να αναφερθεί στις Τελωνειακές Αρχές από τους αιτητές ότι η αιθυλική αλκοόλη εξατμίστηκε, μέσω των ραγισμάτων.  Οι αιτητές, όπως παρατηρεί ο Ναθαναήλ, Δ. στην Υφάδι, ανωτέρω, θα έπρεπε να παραθέσουν και να εξηγήσουν και τους ουσιαστικούς λόγους που τα τρία αυτά βαρέλια βρέθηκαν ραγισμένα, γεγονός που δείχνει πλημμελή τρόπο αποθήκευσης και συντήρησης της αιθυλικής αλκοόλης, θέση που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη.

 

Πολύς λόγος έγινε από τους αιτητές για την αλλαγή στάσης των καθ΄ ων η αίτηση με αναφορά στην άποψη του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού, ο οποίος έκρινε αρχικά ότι δεν γεννάτο, τελωνειακή οφειλή λόγω του ότι η εξάτμιση και η απώλεια του εμπορεύματος οφειλόταν στη φύση αυτού καθ΄ εαυτού του εμπορεύματος και ως εκ τούτου καλυπτόταν από την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 206(1) του Κανονισμού ΕΟΚ αριθ. 2913/92, σε αναφορά που σχετίζεται με την ίδια τη φύση του εμπορεύματος και/ή σε τυχαίο γεγονός.  ΄Ηταν η θέση των αιτητών, ότι κατά την εξέταση της υπόθεσης, οι καθ΄ ων η αίτηση σύγχισαν και λανθασμένα ενέπλεξαν τα δύο αμέσως συνδεδεμένα αλλά ανεξάρτητα, όσον αφορά την ευθύνη των αιτητών συμβάντα: τη φθορά των τριών βαρελιών και την εξάτμιση της αλκοόλης, με την υποχρέωση ασφαλούς αποθήκευσης που είναι τελείως διαφορετική έννοια ως προς τα καθήκοντα των αιτητών και τις συνέπειές της, με αποτέλεσμα να εμφιλοχωρήσει πλάνη στο συλλογισμό που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η υποχρέωση ενός αποθηκευτή, ήταν η θέση τους, περιορίζεται στην ασφάλεια των υποστατικών του, δεν επεκτείνεται σε θέματα καταλληλότητας ή μη της εκάστοτε συσκευασίας, ή του δοχείου (βαρελιού) στα οποία ήδη τοποθετήθηκε από τρίτους το εμπόρευμα.  Ο αποθηκευτής αναλαμβάνει και αποθηκεύει το προϊόν ως έχει, με τη συσκευασία του, εκτός αν το δοχείο/βαρέλι είναι ιδιοκτησίας του αποθηκευτή και το προσφέρει για τους σκοπούς της αποθήκευσης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, επιχειρηματολογούν οι αιτητές, παρέλαβαν την επίδικη αιθυλική αλκοόλη, που αποτελεί το εμπόρευμα μέσα στα τρία συγκεκριμένα βαρέλια, συσκευασία του εμπορεύματος από τον κατασκευαστή.  Ορθώς, λοιπόν, οι καθ΄ ων η αίτηση αρχικώς, όσον αφορά τη φθορά των τριών βαρελιών, κατευθύνθηκαν μόνο να εξετάσουν ενδεχόμενη ανθρώπινη παρέμβαση, εφ΄ όσον οποιαδήποτε άλλη φθορά, οφειλόμενη σε καταλληλότητα υλικού των βαρελιών, δεν αποτελούσε ευθύνη των αιτητών.  ΄Ετσι, ενώ μέχρι αυτού του σημείου η έρευνα των καθ΄ ων η αίτηση προσανατολιζόταν, αποκλειστικά και μόνο στο αν η φθορά προήλθε από ενδεχόμενη ανθρώπινη παρέμβαση, πιθανότητα που αποκλείστηκε από τους αρχικούς ελέγχους, οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 23.7.2009, άλλαξαν στάση:

 

«Ο ισχυρισμός σας ότι το συμβάν δεν οφείλεται σε δική σας υπαιτιότητα, δεν ευσταθεί καθότι έχετε υποχρέωση να λαμβάνετε όλα τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης κατά την αποθήκευση των εμπορευμάτων στην αποθήκη σας και ιδιαίτερα αυτά που απαιτούνται ως εκ της φύσεως τους.  Κατ΄ επέκταση έπρεπε να είχατε μεριμνήσει για την ασφαλή αποθήκευση της υπό αναφορά αλκοόλης.».

 

  Εδώ έγκειται, κατά τους αιτητές, η πλάνη των καθ΄ ων η αίτηση: η αλκοόλη δεν ήταν ακατάλληλα αποθηκευμένη, αλλά ακατάλληλα συσκευασμένη για μακροχρόνια φύλαξη.  Οι καθ΄ ων η αίτηση με τον τρόπο αυτό εξισώνουν την ακατάλληλη συσκευασία με την ακαταλληλότητα της αποθήκευσης.  Το ράγισμα, είναι η θέση τους, του πάνω μέρους των 3 από τα 80 βαρέλια, δεν οφειλόταν σε μη ασφαλή αποθήκευση.  Παραπονούνται λοιπόν οι αιτητές ότι από πουθενά δεν προκύπτει, τι ήταν εκείνο το επιπλέον που οι αιτητές, πέραν των όσων πιο πάνω έπραξαν, έπρεπε να πράξουν, προκειμένου να θεωρηθεί ότι έλαβαν όλα τα δέοντα μέτρα, ώστε η αποταμιευμένη αλκοόλη να βρίσκεται σε ασφαλή αποθήκη.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση ανταπαντώντας στα επιχειρήματα των αιτητών, ισχυρίζονται ότι οι αιτητές όφειλαν, ως διαχειριστές της αποθήκης, λαμβανομένου υπ΄ όψιν της φύσεως του προϊόντος (προϊόν που εξατμίζεται), και του μακρού χρόνου αποθήκευσής του, από το 1996, να διενεργούσαν τακτικούς ελέγχους στο προϊόν με σκοπό τη διαπίστωση τυχόν ρωγμών, σκουριάς ή άλλης φθοράς της συσκευασίας, δεδομένου ότι και η ελάχιστη φθορά στη συσκευασία του συγκεκριμένου προϊόντος, θα οδηγούσε σε εξάτμισή του και κατ΄ επέκταση σε απώλειά του.  Σε περίπτωση δε που εντόπιζαν οποιαδήποτε ζημιά, όφειλαν, έστω και αν δεν ήσαν ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων, να ζητήσουν μετά από διαβούλευση με τους τελευταίους, την αλλαγή της συσκευασίας της αιθυλικής αλκοόλης με άλλη κατάλληλη.  Η νομική υποχρέωση των αιτητών, όπως και οποιουδήποτε άλλου διαχειριστή αποθήκης αποταμίευσης, δεν περιορίζεται μόνο σε αποθήκευση των εμπορευμάτων σε ασφαλή υποστατικά αλλά και στη λήψη των απαιτούμενων μέτρων που εξασφαλίζουν την ασφαλή φύλαξη και διατήρηση των αποθηκευμένων εμπορευμάτων.

 

Σε ότι αφορά τη μεταβολή στάσης των καθ΄ ων η αίτηση, γίνεται φανερό από τα γεγονότα ότι ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός Λεμεσού καταγράφει απλώς τις παρατηρήσεις του σε σχέση με την απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης, επισυνάπτοντας ταυτοχρόνως την επιστολή των αιτητών ημερ. 5.5.2009, με την οποία επιζητούσε από τη Διευθύντρια Τελωνείων να δώσει οδηγίες.  Παραγνωρίζουν οι αιτητές, όπως ορθά επιχειρηματολογεί η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, παραπέμποντας στην υπόθεση ΚΕΟ Plc, το ουσιαστικό: εκεί καταγράφεται η άποψη του Ανώτερου Τελώνη μέσα στα πλαίσια της τακτικής που ακολουθείται από τους καθ΄ ων η αίτηση, και δεν ενεργούσε υπό κάποια συμβουλευτική, θεσμοθετημένη ιδιότητα, ώστε να χρειάζεται απολογία για τη μη αποδοχή της θέσης του:

 

«Ούτε και το γεγονός ότι υπήρξε ευνοϊκή κατ΄ αρχάς εισήγηση από την τελωνειακή λειτουργό που επιθεώρησε αυθημερόν το δοχείο, με παρόμοια τοποθέτηση από τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λεμεσού, αλλοιώνει  τα δεδομένα.  Η ευθύνη αφενός παρέμενε πάντοτε στους ώμους της αιτήτριας, αφετέρου δε η απόφαση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη Διεύθυνση του Τμήματος Τελωνείων, οι δε προαναφερθέντες δεν ενεργούσαν με κάποια συμβουλευτική θεσμοθετημένη ιδιότητα, ώστε να χρειάζεται αιτιολογία για την μη αποδοχή της θέσης τους από τους καθ΄ ων, ως λανθασμένα εισηγείται η αιτήτρια.  ΄Αλλωστε, το θέμα, πριν τη λήψη της τελικής απόφασης από τη Διευθύντρια, έτυχε περαιτέρω εξέτασης από άλλους αρμόδιους τελωνειακούς λειτουργούς, ως εμφαίνεται στο Συνημμένο 1 στην αγόρευση των καθ΄ ων.». (KEO Plc, ανωτέρω).

 

Κατ΄ ακολουθίαν,  ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός, ενεργώντας πλέον στη βάση των οδηγιών της Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 23.7.2009, προχώρησε στην έκδοση της εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής, ημερ. 30.7.2009, με την οποία απαίτησε την καταβολή των φόρων για την απωλεσθείσα ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης.

 

Όντως, υπό το φως των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί των αιτητών περί μεταβολής της στάσης του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού δεν μπορούν να επιτύχουν.  Περιείχαν μόνο τις απόψεις και παρατηρήσεις του ιδίου και απευθυνόταν στη Διευθύντρια Τελωνείων για οδηγίες.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημά τους για αναθεώρηση της εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής  και άλλης τελωνειακής οφειλής, χωρίς να διενεργήσουν προς τούτο τη δέουσα έρευνα, δεν μπορεί να ευσταθήσει.  Από έλεγχο του φακέλου και τα επισυνημμένα Παραρτήματα στην ένσταση, φαίνονται τα σημειώματα της Τελωνειακού Λειτουργού Σολομωνίδου προς τον προϊστάμενο του Τομέα Νομικών Θεμάτων, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στα περιστατικά της υπόθεσης, στη σχετική νομοθεσία και νομολογία και σχολιάζονται οι ισχυρισμοί που προέβαλαν οι αιτητές.  Ακολούθως, η Διευθύντρια του  Τμήματος Τελωνείων απέστειλε στο Γενικό Εισαγγελέα επιστολή, παραθέτοντας τα γεγονότα της υπόθεσης και ζήτησε γνωμοδότηση.  Ο Γενικός Εισαγγελέας με τη γνωμάτευσή του, 29.7.2010, κατέληξε ότι η υπόθεση παρουσίαζε αρκετά κοινά με την υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π., ανωτέρω, στην οποία το Ανώτατο επικύρωσε την απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων και ζητούσε να διερευνηθεί ο ισχυρισμός των αιτητών, ότι, μη όντας ιδιοκτήτες των βαρελιών, δεν μπορούσαν να επέμβουν σε αυτά.

 

Ως εκ τούτου, κρίνεται ανεδαφική η θέση των αιτητών ότι οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν αβασάνιστα το αίτημα αναθεώρησης.  Αντιθέτως, προέβησαν στη δέουσα έρευνα δικαιολογώντας την απόφασή τους, στη βάση όχι μόνο του σημειώματος ημερ. 5.10.2010, αλλά στο σύνολο των ενδοτμηματικών σημειωμάτων και απόψεων σε σχέση με το αίτημα, υπό το φως της συναφούς νομολογίας. νομοθεσίας και της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Προβάλλεται από το δικηγόρο των αιτητών ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη από αναρμόδιο όργανο, υπογράφεται από τον Ι. Αντωνίου για Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, και όχι από τη Διευθύντρια Τελωνείων.  Οι καθ΄ ων η αίτηση ανταπαντούν, παραθέτοντας σχετικό λεπτομερές ιστορικό διορισμών και αναπληρώσεων ότι ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου δεν συμπεριλαμβάνεται ως λόγος ακύρωσης στα νομικά σημεία της προσφυγής, κατά παράβαση του Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εξετασθεί όπως αποφασίστηκε διαχρονικά από τη νομολογία (Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται τέλος ότι δεν είναι γνωστός ο χρόνος εξάτμισης της αιθυλικής αλκοόλης, λόγω αδράνειας των τελωνειακών αρχών να επιθεωρήσουν συστηματικά την αποθήκη τους, εφ΄ όσον από το 1966 που αποταμιεύθηκαν τα εμπορεύματα στην αποθήκη, οι τελωνειακές αρχές τα επιθεώρησαν για πρώτη φορά το 2009.  Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το Τελωνείο διενήργησε έλεγχο της αποθήκης για πρώτη και μοναδική φορά, 13 χρόνια μετά την αποθήκευση των εμπορευμάτων, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Από τα στοιχεία του Τμήματος Τελωνείων,  όπως παρατίθενται και ελέγχονται από το διοικητικό φάκελο, δεν διαπιστώθηκαν κατά τους δύο προηγούμενους ελέγχους που το Τελωνείο Λεμεσού πραγματοποίησε στην αποθήκη της αιτήτριας, 23.12.2002 και 20.3.2006, οποιαδήποτε ελλείμματα.  Στην Φίλιππος Χατζημάμας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2010, ημερ. 7.5.2012, εκ των υστέρων και εκεί βεβαίωση τελωνειακής οφειλής μετά από 7 χρόνια, κρίθηκε ότι η καθυστέρηση στην άσκηση ελέγχου μέσα σε εύλογο χρόνο, παραβίαζε την αρχή της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης.  Τα γεγονότα όμως στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι αντίστοιχα.  Εδώ, ναι μεν τα εμπορεύματα τοποθετήθηκαν στην αποθήκη το 1996, αλλά μόνο στην τελευταία επιθεώρηση, 27.4.2009, διαπιστώθηκε η απώλεια του προϊόντος.  Οι ενέργειες των καθ΄ ων έκτοτε φανερώνουν επίδειξη εύλογης επιμέλειας, τόσο χρονικώς όσο και διαδικαστικώς, και αφού προηγουμένως άκουσαν και εξέτασαν όσα έθεσαν ενώπιόν τους οι αιτητές.  Όπως διαπιστώνει και ο Ναθαναήλ, Δ. στην Υφάδι, ανωτέρω:

 

«΄Αλλωστε, προκειμένου περί δασμών, φόρων και γενικώς νομίμων υποχρεώσεων του διοικούμενου προς τη Δημοκρατία, ο χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα ως εκ της υποχρέωσης του διοικούμενου να καταβάλλει τους φόρους ως θέμα δημοσίου συμφέροντος συμβάλλοντας έτσι στη σύννομη επιβολή και είσπραξη τους από τη Δημοκρατία, (Fournaris M & J Imports & Exports Ltd ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 486).».

 

΄Αλλωστε το Τμήμα Τελωνείων διενεργεί ελέγχους με σκοπό να διαπιστώσει την καταλληλότητα αποθήκευσης των εμπορευμάτων, αλλά σε καμιά περίπτωση οι έλεγχοι αυτοί, δεν υποκαθιστούν τους ελέγχους ή και τις ενέργειες τις οποίες ο ίδιος ο διαχειριστής, οφείλει να λαμβάνει στην υπό έλεγχο δική του αποθήκη, με σκοπό την ασφαλή αποθήκευση και διατήρηση των αποταμιευμένων εμπορευμάτων.  Είναι ορθό ότι οι αιτητές δεν μπορούν να μεταθέτουν το βάρος των δικών τους ευθυνών και υποχρεώσεων ως διαχειριστών της αποθήκης, στους καθ΄ ων η αίτηση, και να αναμένουν ότι, αν το Τελωνείο πραγματοποιούσε συχνότερους ελέγχους, θα μπορούσε να διαπιστωθεί ενωρίτερα το πρόβλημα, ώστε να λαμβάνονταν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα.  Στο τέλος της ημέρας,  δεδομένου ότι η διαπίστωση για απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης έγινε στις 27.4.2009, το Τμήμα Τελωνείων ορθώς προχώρησε στην κοινοποίηση της οφειλής στους αιτητές μέσα στα νενομισμένα χρονικά πλαίσια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 204 και άρθρου 221 του Καν. 2913/1992/ΕΟΚ και των άρθρων 24 και 5 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, αρ. 91(Ι)/2004.  ΄Αλλωστε, είναι ορθή η θέση που προβάλλει η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση, το βάρος για αναζήτηση στοιχείων για τα ακριβή αίτια της απώλειας, βρίσκεται στους ώμους των ιδίων των αιτητών και όχι στους ώμους των καθ΄ ων η αίτηση (Υφάδι, ΚΕΟ Plc και Σ.Ο.Δ.Α.Π., ανωτέρω).

 

Οπότε και ο ισχυρισμός αυτός καταρρίπτεται.

 

Ο κ. Χριστάκη κάλεσε το Δικαστήριο να διαφοροποιηθεί από την υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π., εισηγούμενος ότι ενώ η πιο πάνω απόφαση φαινομενικά μοιάζει με την υπό κρίση περίπτωση, τα πραγματικά τους περιστατικά διαφέρουν κατά πολύ, έτσι που να μην τυγχάνει εφαρμογής.  Η ειδοποιός ουσιαστική, πραγματική και νομική διαφορά έγκειται, κατά τον ίδιο, σε δύο σημεία.  Πρώτον, οι αιτητές στην υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π. ήσαν εκτός από διαχειριστές αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης και ιδιοκτήτες.  Συνεπώς υπήχαν ευθύνη σε σχέση με την ακαταλληλότητα της δεξαμενής ως μέρος των εγκαταστάσεων φύλαξης αλκοόλης.  Αντίθετα, οι αιτητές καμία σχέση δεν είχαν με τα τρία βαρέλια που φθάρησαν και με το αν αυτά ήσαν ακατάλληλα για φύλαξη.  Δεύτερο, η απώλεια της αιθυλικής αλκοόλης προκλήθηκε στην υπόθεση Σ.Ο.Δ.Α.Π. από διαρροή της, όταν οξυδώθηκε η δεξαμενή στην οποία ήταν αποθηκευμένη, ενώ στην παρούσα εξατμίστηκε, τονίζοντας ότι ενώ η διαρροή ήταν εμφανής και εύκολα αντιληπτή, αντίθετα, η εξάτμιση δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή.  Προσθέτως η δεξαμενή αποτελούσε εγκατάσταση και μέρος των εγκαταστάσεων φύλαξης της αλκοόλης και ως εκ τούτου οι αιτητές, ως ιδιοκτήτες της δεξαμενής, είχαν την απόλυτη εξουσία και τη νομική υποχρέωση να διατηρούν τη δεξαμενή σε καλή κατάσταση.  Τέτοια υποχρέωση δεν είχαν οι αιτητές για τα βαρέλια.  Συνεπώς, οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη, θεωρώντας ότι η πιο πάνω απόφαση είχε εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση.

 

Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Είναι νομολογημένο, όπως έχει επεξηγηθεί πιο πάνω, ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ίδιους τους αιτητές να εξηγήσουν ότι η απώλεια στα εμπορεύματα που βρίσκεται κάτω από τη φύλαξη ή την ιδιοκτησία τους, οφείλεται σε λόγο που ανάγεται σε τυχαίο περιστατικό ή ανωτέρα βία (BP Eastern Meditterenean Ltd v. Υπουργού Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 520/2008, ημερ. 25.9.2009, Petrolina (Holdings) Public v. Υπουργού Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 1613/08, ημερ. 6.9.2010, KEO Plc v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, οι οποίες ακολουθήθηκαν και πολύ πρόσφατα στην υπόθεση KEO Plc v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1595/09, ημερ. 7.11.2012).  Το ίδιο βάρος εναπόκειται στον αποθηκευτή ή αποταμιευτή ως ιδιοκτήτη ή στον ιδιοκτήτη της αποταμιευτικής αποθήκης. Είναι άσχετο αν τα επί μέρους γεγονότα διακρίνονται όπως ο ισχυρισμός των αιτητών.

 

Η Δημοκρατία ήγειρε με την αγόρευσή της και μόνο προδικαστική ένσταση αναφορικά με τη μη εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, πρόκειται για πράξη πληροφοριακού περιεχομένου, ως προς την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου.  Στηρίχτηκε στην απόφαση Γ. Καλαπαλίκης κ.α. ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 818, όπου εκεί αποφασίστηκε, ότι η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη: οι επιβαρύνσεις και τόκοι προβλέπονται και επιβάλλονται κατ΄ ευθείαν εκ του Νόμου, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να παρεμβληθεί η διοικητική πράξη του Εφόρου, η οποία να παράγει αφ΄ εαυτής έννομα αποτελέσματα, όπως υιοθετήθηκε και στην Χ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 722.  Δεν τίθεται σε αμφισβήτηση η αρχή η οποία έχει επανειλημμένα επαναβεβαιωθεί.  Ούτε και ο κ. Χριστάκη τις αμφισβητεί.  Δέχεται όπως και οι αιτητές ότι αυτή καθ΄ εαυτή η βεβαίωση της τελωνειακής οφειλής σαφώς συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, οπότε και σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής οι αιτητές θα καταβάλουν και τις πρόσθετες παρεπόμενες επιβαρύνσεις που επιβάλλονται αυτομάτως εκ του Νόμου.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.

 

 

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο