ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                      (Υπόθεση Αρ. 1154/2011)

 

4 Μαρτίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,

                              Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

                              Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.

Ε. Καρακάννα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 8.12.10, η οποία συνοδευόταν από έκθεση του θεράποντα ιατρού της με διάγνωση «αγχώδης κατάθλιψη». Εργαζόταν ως κατ' οίκον φροντίστρια του Γραφείου Ευημερίας μέχρι την 1.3.09. Στις 16.3.11 η αιτήτρια εξετάστηκε από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της. Συγκεκριμένα αφού κατέγραψε το ιατρικό ιστορικό, τις πρωτεύουσες ενοχλήσεις και την αγωγή που ακολουθείται, υπό την παράγραφο «ευρήματα ιατρού  ειδικότητας» αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Ιστορικό ψυχασθένειας από διετίας με στοιχεία αγχώδη ως καταθλιπτικά.

 

Αναφέρει η ίδια ότι αισθανόταν κουρασμένη με την εργασία της φροντίστριας και ανεζήτησε άλλης φύσεως εργασία.

 

Η θεραπευτική αγωγή την οποία λαμβάνει δεν υποδηλοί σοβαρή ψυχική διαταραχή η οποία να της στερήσει τα 2/3 της ικανότητας της για εργασία.»

 

 

Η τελική διάγνωση κατέδειξε ήπια καταθλιπτικά στοιχεία.

 

Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 40 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου απέρριψαν την αίτηση στις 4.4.11. Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερ. 6.4.2011.

 

Με επιστολή του δικηγόρου της η αιτήτρια προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας κατά της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για απόρριψη της αίτησης της και ζήτησε επανεξέταση. Η αιτήτρια κλήθηκε στις 6.6.2011 για εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι η αιτήτρια παρουσιάζει ήπια καταθλιπτικά στοιχεία και ότι είναι ικανή να ασκήσει το επάγγελμα της. Ως ευρήματα ιατρού ειδικότητας καταγράφονται συνοπτικά ότι «η χορηγούμενη φαρμακοθεραπεία την έχει βοηθήσει μέχρι σημείου που τώρα θα ήταν σε θέση να εργασθεί».

 

Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης της αιτήτριας, υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή της Υπουργού ημερ. 5.7.11 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

Τα επιχειρήματα της αιτήτριας βάλλουν κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και της έρευνας που διεξήχθη από τα ιατρικά συμβούλια στα οποία παραπέμφθηκε. Θεωρεί πως ελλείπει η απαραίτητη αιτιολογία από την απόφαση όπως αυτή αναδύεται στην τελική επιστολή της αρμόδιας Υπουργού αλλά και στην προηγούμενη επιστολή ημερ. 6.4.11 από τον καθ' ου η αίτηση 2 που αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Στη δική σας περίπτωση το αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε στις 16/03/2011, γνωμάτευσε, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία και τις ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελο σας, ότι δεν έχετε μόνιμα απολέσει την ικανότητα προς εξάσκηση του επαγγέλματος σας σε βαθμό που να αιτιολογεί έγκριση της αίτησης σας.

 

Συγκεκριμένα το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της πάθησης σας γνωμάτευσε στο παρόν στάδιο παρουσιάζετε ήπια καταθλιπτικά στοιχεία και η ίδια αναφέρατε κουρασμένη από την εργασία σας γι΄ αυτό αναζητάτε και άλλης φύσεως εργασία. Ως εκ τούτου και σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας σας, δε θεωρείστε ανίκανη για άσκηση του επαγγέλματος σας.»

 

 

Θεωρεί επίσης ότι οι δυο ιατρικές εκθέσεις ημερ. 16.3.11 και 6.6.11, του αρχικού ιατροσυμβουλίου και του δευτεροβαθμίου αντίστοιχα, είναι αναιτιολόγητες, ιδίως ενόψει των ελλιπών συμπληρωμένων στοιχείων αλλά και της εκ διαμέτρου αντίθετης γνωμάτευσης της θεράποντος ιατρού της αιτήτριας. Επίσης επικαλείται ως γεγονός που αντικρούει τα πορίσματα των εν λόγω ιατρικών εκθέσεων στην βάση των οποίων λήφθηκε η επίδικη απόφαση, την προ εξαμηνίας γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ημερ. 15.9.10, συνεπεία της οποίας απώλεσε την εργασία της. Θεωρώ σκόπιμο να την παραθέσω αυτούσια:

 

«Αναφερόμαστε στην επιστολή σας με αριθμό φακέλου Ι.Υ. 5.21.008.03.43 και ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2010 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας παραθέτουμε τα ακόλουθα:

 

Το ιατροσυμβούλιο συνήλθε στις 15 Σεπτεμβρίου 2010 και ώρα 11:40π.μ. εξέτασε την υπόθεση της ανωτέρω και σύμφωνα με τις Ιατρικές εκθέσεις των θεράποντων ιατρών και την κλινική εξέταση διαπίστωσε ότι πάσχει από κατάθλιψη.

 

Βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

 

Η σημερινή κατάσταση της υγείας της παρουσιάζει επιδείνωση.

 

Το Ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι η ανωτέρω είναι ανίκανη πλέον να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας της.»

 

 

Πράγματι συγκρίνοντας τα πιο πάνω πορίσματα με αυτά του Ιατρικού Συμβουλίου και Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου που κατέληξαν αντιστοίχως στα αντιφατικά συμπεράσματα της ανικανότητας και ικανότητας της αιτήτριας να ασκεί τα καθήκοντα της εργασίας της, διαπιστώνεται η αντίθεση των επιστημονικών εκτιμήσεων και απόψεων. Το σημαντικό όμως εδώ είναι ότι οι δυο αναλυτικές ιατρικές εκθέσεις που έγιναν μετά την υποβολή του σχετικού αιτήματος για χορήγηση σύνταξης ανικανότητας, δηλαδή αυτή του Ιατρικού Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (παράρτημα 3 στην ένσταση) και του Δευτεροβάθμιου (παράρτημα 4 στην ένσταση) συμφωνούν μεταξύ τους και παράλληλα το περιεχόμενο τους είναι δεόντως, έστω και κατ' ελάχιστο, τεκμηριωμένο ώστε να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.

 

Δεν συμφωνώ ότι ήταν ελλιπής η αιτιολογία επειδή δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις στο έντυπο των εκθέσεων, κάποιες προφανώς ως άσχετες για την περίπτωση της αιτήτριας, εφόσον τα βασικά εδάφια που αφορούσαν στο ιστορικό, στη φαρμακευτική αγωγή αλλά και στα ευρήματα της κλινικής εξέτασης (τόσο τα ψυχιατρικά όσο και τα παθολογικά) ήταν κατάλληλα συμπληρωμένα. Στη Δημοκρατία ν. Νίκος Ιωάννου (2004) 3 ΑΑΔ 243, στην οποία εξετάστηκε όμοιας φυσιογνωμίας ζήτημα η διατύπωση της έκθεσης του Ιατροσυμβουλίου κατά τρόπο παρόμοιο προς τον παρόντα, κρίθηκε ότι περιλαμβάνει επαρκή αιτιολόγηση.

 

 Ούτε  συμφωνώ πως χρειαζόταν εδώ ρητή αναφορά στην έκθεση που επισυνάφθηκε στην αίτηση και ειδική αιτιολόγηση της παράκαμψης της αρχικής διάγνωσης, όταν προφανώς η κατάληξη του μετέπειτα Ιατρικού Συμβουλίου, ενόψει της δικής του διάγνωσης, όπως την κατέγραψε, ήταν διαφορετική. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι διαγνώσεις, που προήλθαν από ιατρικές ομάδες ψυχιάτρων με διαφορετική σύνθεση, διίστανται μόνο ως προς την ένταση των συμπτωμάτων κατάθλιψης ενώ η βελτίωση της αιτήτριας που διαπιστώθηκε με την τελευταία έκθεση του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου αποδόθηκε ρητά στην χορηγούμενη φαρμακοθεραπεία.

 

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, και πάλι σε σχέση με σύνταξη ανικανότητας, η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που τη στοιχειοθετούν, ενώ πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Όπως επαναβεβαιώνει η εν λόγω απόφαση επί σύντομης αιτιολογίας, αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία του διοικητικού φακέλου εφόσον αυτά είναι συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι ώστε να βρίσκονται πίσω από αυτή.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η εξέταση της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο και  μετά την πάροδο 6 και πλέον μηνών από την πρώτη ιατρική γνωμάτευση, κατέληξε σε δυο ομόφωνες επιστημονικές εκθέσεις αντιστοίχων ιατροσυμβουλίων από ειδικούς ψυχιάτρους οι οποίες κρίνονται δεόντως αιτιολογημένες. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στις εξειδικευμένες ουσιαστικές ιατρικές κρίσεις που θεμελιώνουν επαρκώς την επίδικη απόφαση.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

                                                                  Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο