ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 451/2011)

 

4 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

_______________

 

Στ. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής εισήγαγε στη Δημοκρατία ένα μεταχειρισμένο όχημα από το Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια αποτάθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών όπου στις 28.1.2011 ενέγραψε το όχημά του καταβάλλοντας υπό διαμαρτυρία φόρο εγγραφής και τέλη κυκλοφορίας του οχήματος στη βάση του Μέρους Ι του Παραρτήματος, των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 - 2008.  Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών στην απαντητική του επιστολή ημερ. 30.6.2011, πληροφόρησε τον αιτητή ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δεν υπήρχε περιθώριο διαφορετικού χειρισμού του θέματος και ως εκ τούτου, το αίτημα του για επιστροφή του φόρου εγγραφής του οχήματος, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.

 

Η παρούσα προσφυγή προσβάλλει τη νομιμότητα της επιβολής του προαναφερθέντος φόρου εγγραφής και τέλους κυκλοφορίας και επιζητεί την ακύρωσή της.  Φαίνεται, τόσο από τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των μερών, όσο και από την έρευνα την οποία διεξήγαγε το Δικαστήριο, ότι το επίδικο θέμα έχει εγερθεί σε ικανό αριθμό υποθέσεων και ανάλογες αποφάσεις έχουν εκδοθεί από τα Δικαστήρια όπως αναφέρονται στην απόφαση του Μ. Φωτίου, Δ., στην Αρ. 219/201, Αθηνά Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 25.6.2012 και επαναλαμβάνονται στις O. Onisiforou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1254/2010, ημερ. 4.10, 2012, Κληρίδης, Δ. και Ch. Kolokotronis Automotives Ltd ν. Δημοκρατίας, στην 1255/2010, ημερ. 15.1.2013, Πασχαλίδης, Δ.

 

Ο συνήγορος του αιτητή στηριζόμενος στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 5.2.2009  υιοθέτησε τη θέση ότι η υφιστάμενη νομοθεσία εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος ιδιοκτήτη μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που προέρχεται από άλλο κράτος:  Η Κοινοτική νομοθεσία και νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, επιτρέπει την επιβολή φόρων στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα από άλλο κράτος μέλος, υπό την ουσιαστική προϋπόθεση ότι ο επιβαλλόμενος φόρος δεν μπορεί να υπερβαίνει το κατάλοιπο το φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων οχημάτων, που βρίσκονται ήδη εγγεγραμμένα στο Μητρώο του οικείου κράτους - εισαγωγής.

 

Από την άλλη, η συνήγορος για τη Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο αιτητής είναι γενικοί και αόριστοι και κατ΄ ακολουθία απορριπτέοι:  δεν συγκεκριμενοποιεί σε ποιες βασικές νομικές και νομολογιακές αρχές, που έχουν καθιερωθεί από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, προσκρούει η προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε σε ποιο άρθρο του Συντάγματος ή της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης έρχεται σε αντίθεση.

 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διάδικος ο οποίος επιζητεί να θέσει θέμα αντισυνταγματικότητας νόμου θα πρέπει να αναφέρει το λόγο προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως τη διάταξη του Συντάγματος στην οποία ο Νόμος προσκρούει (Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 και  Improvement Board of Eylenjia v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167).  Συνεπώς, είναι η θέση της δικηγόρου για τη Δημοκρατία, ότι η συνταγματικότητα ενός νόμου μπορεί να καταστεί επίδικο ζήτημα μόνο μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου του νόμου που αμφισβητείται και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες υπάρχει ισχυρισμός ότι προσκρούει (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 611, 618, Δημοκρατία ν. Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και  Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδης (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 207, 217).

 

Καλεί λοιπόν το Δικαστήριο να δεχθεί, ότι ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος, δεν είναι επίδικος.

 

Το Μέρος Ι του Παραρτήματος του Νόμου περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε (Ν. 86(Ι)/1972), ορίζει ως αποκλειστικό κριτήριο για τον καθορισμό του φόρου τον κυβισμό του αυτοκινήτου, ανεξαρτήτως της γενικής του κατάστασης, αν είναι καινούργιο ή μεταχειρισμένο.  Στη βάση λοιπόν του λανθασμένου, κατά το δικηγόρο των αιτητών, υπολογισμού, ο Νόμος παραβιάζει το ΄Αρθρο 90 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπως ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφ΄ όσον δεν περιέχεται στο Νόμο ειδική ρύθμιση που να αφορά στη μείωση του φόρου εγγραφής αναλόγως με την πραγματική υποτίμηση της αξίας του οχήματος.

 

Αντίθετη είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση.  Η συνήγορος, με παραπομπή στο άρθρο 6Γ του νόμου, προβάλλει τη θέση ότι υπάρχει διαφοροποίηση φόρου εγγραφής και ετήσιου τέλους κυκλοφορίας, (΄Αρθρο 5, Μέρος Ι, Πίνακας) έτσι ώστε στην περίπτωση όπου ιδιοκτήτης οποιουδήποτε οχήματος προσκόμιζε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών πιστοποιητικό συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή του οποίου το όχημα είχε ταξινομηθεί σε κράτος μέλος ή προσκόμιζε πιστοποιητικό αναφορικά με την εκπομπή ρύπων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 6Β του Μέρους Ι, θα μπορούσε να λάβει περαιτέρω εκπτώσεις.

 

Χαρακτηρίζεται λοιπόν το παράπονο του αιτητή ως γενικό και άμεσα σχετικό με τη νομοθετική πολιτική της Δημοκρατίας.  Οι καθ΄ ων η αίτηση, δεν αρνούνται ούτε και αμφισβητούν τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ή τη σχετική Κοινοτική νομολογία αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι ο νόμος εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του αιτητή.  Διαφοροποιούν  όμως την περίπτωση του αιτητή υποστηρίζοντας, ότι ο τελευταίος ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης, ούτε κατά το στάδιο καταβολής των τελών, ούτε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο, οποιαδήποτε στοιχεία που να απολήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που επιβλήθηκε για το όχημά του, ήταν όντως «υψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που βρίσκεται ήδη εγγεγραμμένο στα μητρώα της Δημοκρατίας».

 

Η παράλειψη λοιπόν του αιτητή, να παρουσιάσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να επιτύχει φορολογικές εκπτώσεις ή απαλλαγές, παρείχε, είναι η εισήγησή της, στη διοίκηση την ευχέρεια να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου με βάση τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν της.  Δεν αποτελεί ευθύνη των φορολογικών αρχών και  μάλιστα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, να συγκρίνει το κατάλοιπο του φόρου που είναι ενσωματωμένο στο όχημα του αιτητή με το κατάλοιπο του φόρου ομοειδούς οχήματος στη Δημοκρατία (Κυριάκος Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 450/1989, ημερ. 29.5.1990 και  Ιωάννης Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1004, 1008).

 

Εξάλλου, εισηγείται, ο αιτητής δεν έπραξε οτιδήποτε ή δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο που να προκαλέσει τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας, προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ. στην Υποθ. Αρ. 1477/2009, Αντώνης Χ"Πέτρου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.4.2011.  Υπόθεση η οποία αφορούσε ακριβώς στα ίδια θέματα με την παρούσα.  Όντως στην κατάληξή του ο Χατζηχαμπής, Δ. πιο πάνω, καθοδηγήθηκε από την απόφαση στην υπόθεση Pavlos Ph. Varellas Co. Limited v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 703/2005, ημερ. 29.5.2006 όπου αποφασίστηκε ότι:

 

«Στην υπό κρίση υπόθεση οι αιτητές εκτός από την επιφύλαξη που διατύπωσαν κατά την πληρωμή του φόρου δεν έπραξαν ο,τιδήποτε με σκοπό να προκαλέσουν τη διενέργεια έρευνας από το Τμήμα Τελωνείων για να διαπιστωθεί αν ο υπολογισμός του φόρου για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο υπερβαίνει δραματικά το κόστος του κατάλοιπου του φόρου που έχει παραμείνει ενσωματωμένο στην αξία ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων εγγεγραμμένων στην Κύπρο.».

 

Είναι ορθή η θέση ότι στην υπό κρίση υπόθεση το Τμήμα Οδικών Μεταφορών δεν κλήθηκε από τους αιτητές να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα.  ΄Αλλωστε και οι ίδιοι δέχονται ότι δεν έθεσαν ενώπιον του  Τμήματος Οδικών Μεταφορών οποιαδήποτε στοιχεία προς εξέταση που να δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή έρευνας, για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο ο φόρος υπερβαίνει υπερβολικά το ποσό του κατάλοιπου του φόρου που είχε παραμείνει ενσωματωμένο στην αξία ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου εγγεγραμμένου στην Κύπρο.  Από την άλλη όμως,  παραμένει ως αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι ο φόρος καθορίστηκε στα πλαίσια του Νόμου κατά τρόπο απολύτως δεσμευτικό για τον ΄Εφορο εφ΄ όσον δεν εισάγονται άλλα κριτήρια ή εξαιρέσεις.  Υιοθετώ λοιπόν τη γραμμή που ακολούθησε η Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 194/2010, ημερ. 19.12.2011 όπου και συνοψίστηκαν τα εξής:

 

«Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων.  Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον ΄Εφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή.  Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού.  Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων.  Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό.  Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο ΄Εφορος όφειλε να εφαρμόσει.  Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα.  Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια.  Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν.91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ.».

 

Καταλήγω λοιπόν ότι το παράπονο των αιτητών είναι καθ΄ όλα βάσιμο.    Ο Νόμος εκ των πραγμάτων εισάγει δυσμενή διάκριση: συναρτά το φόρο μόνο σε σχέση με τον κυβισμό του οχήματος χωρίς άλλα κριτήρια και έρχεται σε αντίθεση με την Κοινοτική νομοθεσία και νομολογία, άρθρο 90 της Συνθήκης για την ΄Ιδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Americo Joao Tadeu (C-345/93, 9.3.2005) και Antonio Gomez Valente (C-393/98, 22.2.2001).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον  Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο