ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1583/2011)

 

8 Φεβρουαρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Αίτηση ημερ. 22 Νοεμβρίου 2012 για προσαγωγή μαρτυρίας

Φ. Αποστολίδης με Σ. Θεμιστοκλέους (κα), για τον Αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής επιδιώκει με την προσφυγή του την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων, όπως μη λογίσουν ως συντάξιμη υπηρεσία για σκοπούς της περί Συντάξεων Νομοθεσίας την υπηρεσία που είχε στο Κολλέγιο Αθηνών για την περίοδο 1.9.1977-31.8.1990, πριν το διορισμό του στην Κύπρο, από 1.9.1990, ως Καθηγητή Σωματικής Αγωγής, έχοντας αφυπηρετήσει την 1.9.2011 ως Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου. 

 

         Η διαφορά των διαδίκων, όπως απορρέει από τη μέχρι τώρα δικογραφία και τις αγορεύσεις, εστιάζεται κατά βάση στην άρνηση των καθ΄ ων ότι το Κολλέγιο Αθηνών ήταν ή είναι δημόσιο σχολείο στην έννοια του περί Συντάξεων Νόμου ή ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση του αιτητή, η Διακρατική Συμφωνία μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2.9.1994, αναφορικά με τον συντονισμό των συστημάτων των δημοσιοϋπαλληλικών συντάξεων με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κρατικών υπαλλήλων. 

 

         Η ημερομηνία που δόθηκε για διευκρινίσεις από το Δικαστήριο στις 11.1.2013, δεν χρησιμοποιήθηκε τελικώς για τον σκοπό αυτό, εφόσον προηγήθηκε η παρούσα αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του αιτητή, η οποία αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τους καθ΄ ων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε ακρόαση.

 

Με την αίτηση του, ο αιτητής επιδιώκει την προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως ως προς αριθμό αφυπηρετησάντων εκπαιδευτικών στους οποίους οι καθ΄ ων εφάρμοσαν τις πρόνοιες της Διακρατικής Συμφωνίας, ακόμη και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, κατέστησε ανενεργή τη Συμφωνία για τους λόγους που εξηγούν στην αγόρευση τους.  Ταυτόχρονα, επιζητείται η προσαγωγή μαρτυρίας μέσω εμπειρογνώμονα και/ή ειδήμονος υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως ή άλλως πως, ως προς το ότι η Δημοκρατία «.. έδωσε χρόνο με ρητή γνωστοποίηση σε συμβαλλόμενα με αυτή κράτη, κατά την επικείμενη ένταξη της σαν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι επιθυμούσε να τερματιστούν οι Διακρατικές Συμβάσεις που συνήψε μαζί τους.».  Τέλος, και πάλι μέσω εμπειρογνώμονα ή άλλου ειδήμονα, ζητείται η προσαγωγή μαρτυρίας για το ότι η Δημοκρατία ουδέποτε ακύρωσε ή κατάγγειλε τη Διακρατική Συμφωνία κατά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Τα πιο πάνω αιτήματα υποστηρίζονται από τη σχετική ένορκη δήλωση του αιτητή, ο οποίος εισηγείται ότι είναι υποχρεωμένος εφόσον οι καθ΄ ων τηρούν σιγή επί του θέματος, να προσάξει μαρτυρία αναφορικά με τα πιο πάνω ιδιαιτέρως ως προς τη συνέχιση της εφαρμογής της Διακρατικής Συμφωνίας, η οποία λειτούργησε προς όφελος άλλων συναδέλφων του, για τους οποίους συνυπολογίστηκε κατά την αφυπηρέτηση τους και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο χρόνος υπηρεσίας τους στην Ελλάδα, αναφορικά με τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα.  Αυτή η Διακρατική Συμφωνία ουδέποτε ακυρώθηκε ή καταγγέλθηκε από τη Δημοκρατία και επομένως τα ζητήματα αυτά είναι άμεσα σχετικά με τα επίδικα θέματα και με σκοπό την απονομή ορθής δικαιοσύνης.

 

         Οι καθ΄ ων διατείνονται αντίθετα ότι η μαρτυρία που επιθυμεί ο αιτητής να προσαγάγει είναι άσχετη με την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης και δεν συνδέεται με τα νομικά σημεία και γεγονότα στα οποία ερείδεται η προσφυγή.  Σύμφωνα με τους καθ΄ ων, δεν νομιμοποιείται ο αιτητής να προσαγάγει μαρτυρία από άλλους εκπαιδευτικούς διότι δεν τέθηκε ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας ή του Άρθρου 28 του Συντάγματος στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, ενώ όλο το υλικό το οποίο είναι σχετικό με την υπό κρίση υπόθεση είναι κατατεθειμένο στην ένσταση και την αγόρευση της Δημοκρατίας, καθώς και στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους που θα κατατεθούν κατά τις διευκρινίσεις.  Περαιτέρω, το ζήτημα της ισχύος της Διακρατικής Συμφωνίας αποτελεί νομικό θέμα και όχι πραγματικό, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για ανάγκη επεξήγησης του από εμπειρογνώμονα ή ειδικό. 

 

         Έχει πλειστάκις αναφερθεί μέσα από τη νομολογία ότι η προσαγωγή μαρτυρίας αντιμετωπίζεται με εξαιρετική φειδώ, επιτρέπεται δε μόνο εφόσον η επιδιωκόμενη μαρτυρία θεωρείται αφενός σχετική προς τα επίδικα θέματα και όταν αυτή προσδιορίζεται αφετέρου με επάρκεια στη σχετική αίτηση, (δέστε Sportsman Betting Co Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Δέσπω Λευκαρίτη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 398 και Χρυστάλλα Ιγνατίου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου, υπόθ. αρ. 1123/2011, ημερ. 14.11.2012). Περαιτέρω, η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή σκοπείται, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως και του  ρυθμιστικού ρόλου του αναθεωρητικού Δικαστηρίου που είναι βέβαια διάφορος από αυτόν που επικρατεί στο δικονομικό σύστημα στην αστική δίκη, (δέστε Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).  Έτσι, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν μπορεί να στοχεύει στη διαφοροποίηση, μεταβολή ή αλλοίωση των στοιχείων που ήσαν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης, (δέστε Ρούσσος ν. Ιωαννίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 529/09, ημερ. 25.2.2011).

 

Η γενικότερη αρχή που πρέπει να έχει κατά νουν το αναθεωρητικό Δικαστήριο εξετάζοντας αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι ότι το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης και κατά πόσο το διοικητικό όργανο διενήργησε ή όχι δέουσα έρευνα και δεν το αφορά η ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης, (δέστε Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659 και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725). 

 

         Υπό το φως των ανωτέρω αρχών, κρίνεται ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει για τους εξής λόγους: Όντως η προσφυγή του αιτητή δεν στηρίζεται με οποιοδήποτε τρόπο σε παραβίαση της αρχής της ανισότητας ή στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και, επομένως, δεν είναι σχετική ή δυνατή η προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με τη στάση που τήρησαν οι καθ΄ ων έναντι άλλων εκπαιδευτικών μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.  Ζήτημα ενδεχόμενης ανισότητας τέθηκε ακροθιγώς στην παρ. 20 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή και πλέον εξειδικευμένα στην απαντητική του αγόρευση.  Είναι γνωστό, όμως, ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο αναμόρφωσης ή ανάπλασης των λόγων ακυρότητας.  Για να έθετε ο αιτητής βάσιμα θέμα ανισότητας επιδιώκοντας την προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με συγκεκριμένους άλλους εκπαιδευτικούς που κατονομάζει στην απαντητική του αγόρευση, θα έπρεπε να είχε προβεί προηγουμένως σε τροποποίηση των λόγων ακυρότητας στην προσφυγή.

 

Να σημειωθεί όμως και το εξής:  Τόσο στην απαντητική του αγόρευση, όσο και στην αίτηση του, καταγράφεται σαφώς ότι οι άλλοι αυτοί εκπαιδευτικοί είχαν εργαστεί σε «δημόσια σχολεία της Ελλάδας», γεγονός που αμέσως αποκλείει την επιδιωκόμενη προσαγωγή μαρτυρίας διότι, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, ένα από τα ουσιώδη ζητήματα για τα οποία υφίσταται διαφορά είναι κατά πόσο το Κολλέγιο Αθηνών ήταν ή όχι δημόσιο σχολείο, στην έννοια του Νόμου και κατά πόσο ο αιτητής ήταν ή όχι «κρατικός υπάλληλος».

 

         Όσον αφορά τη Διακρατική Συμφωνία, είναι γεγονός ότι τυχόν ζήτημα ως προς την ισχύ της κατά το χρόνο της παραγωγής της προσβαλλόμενης πράξης, αποτελεί νομικό σημείο και όχι πραγματικό θέμα για το οποίο να χρειάζεται οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονος ή ειδήμονος.  Είναι δεδομένο ότι οι καθ΄ ων δεν έλαβαν υπόψη τους τις πρόνοιες της Διακρατικής Συμφωνίας θεωρώντας ότι έχουν καταστεί ανενεργείς μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των σχετικών προνοιών περί συντάξεων υποκείμενων πλέον στις κοινοτικές διατάξεις και συγκεκριμένα στον Κανονισμό (Ε.Ο.Κ.) αρ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14.6.1971, περί της εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς και τις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 20.10.2011, όπως αυτή επισυνάπτεται ως  Παράρτημα 2  στην  κυρίως  ένσταση των καθ΄ ων, ουδόλως μνημονεύει τη Διακρατική Συμφωνία.  Έπεται ότι η σχετικότητα της, συναρτώμενη με την παραγωγή της υπό κρίση διοικητικής πράξης, παρουσιάζεται πλέον απομακρυσμένη διότι το κύριο ερώτημα που αναδύεται είναι κατά πόσο το Κολλέγιο Αθηνών ήταν ή όχι δημόσιο σχολείο για σκοπούς της ημεδαπής περί Συντάξεων Νομοθεσίας.  Αυτό είναι το πρωταρχικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, έπεται δε τούτου η επίπτωση της Διακρατικής Συμφωνίας ή του Κοινοτικού Κανονσμού, εάν πράγματι η σύνταξη επιμερίζεται μεταξύ των δύο κρατών αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας σε έκαστο ή αν οι καθ΄ ων όφειλαν να συνυπολογίσουν στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που λαμβάνει στην Κύπρο ο αιτητής, και αυτά που του αναλογούν δυνάμει της εν Ελλάδι υπηρεσίας του, για τα οποία ο ίδιος δέχεται και δηλώνει στις παρ. 42 και 43 της αρχικής αγόρευσης του, ότι έχει να λαμβάνει και δικαιούται, μη αποποιηθείς αυτών, να εισπράξει μετά τη συνταξιοδότηση του.

 

         Οι καθ΄ ων ενήργησαν στη βάση του ενώπιον τους τεθέντος υλικού και ουδέν άλλο είναι δυνατό να προστεθεί εκ των υστέρων.

 

         Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα όμως με την τελική απόφαση επί της παρούσας προσφυγής.

 

 

         Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να επαναορίσει την υπόθεση για διευκρινίσεις.

 

 

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο