ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 664/2011)
24 Ιανουαρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SYED NAVEED ALI,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Χρ. Χριστούδιας, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, Πακιστανός υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 6.2.2009, με θεώρηση εισόδου για να ακολουθήσει σπουδές σε ιδιωτικό κολλέγιο. Εξασφάλισε άδεια παραμονής ως φοιτητής μέχρι τις 13.2.2010, η οποία στη συνέχεια ανανεώθηκε μέχρι τις 30.6.2011. Τρεις μήνες πριν τη λήξη της άδειας παραμονής του υπέβαλε στις 11.3.2011 αίτηση ασύλου, η οποία απερρίφθη στις 6.4.2011. Στις 9.5.2011, ο αιτητής καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Αστυνομικοί που περιπολούσαν στις 10.5.2011 στο δρόμο Αγροκηπιάς-Μιτσερού τον ανέκοψαν για έλεγχο, διαπιστώνοντας δε μετά από εξετάσεις σε συνεργασία με το Κλιμάκιο Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι πρόκειτο για άτομο που παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, τον συνέλαβαν η ώρα 16.30. Την επομένη, 11.5.2011, στη βάση εισήγησης της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης ως το Παράρτημα 11 στην ένσταση των καθ΄ ων, δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε. Στη συνέχεια ο αιτητής απέσυρε στις 27.5.2011 την ιεραρχική του προσφυγή παραδεχόμενος ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο στη χώρα του και ακολούθως απελάθη από τη Δημοκρατία στις 3.6.2011.
Η απέλαση έλαβε χώραν παρά τις διαμαρτυρίες του αιτητή μέσω των δικηγόρων του με την επιστολή τους ημερ. 24.5.2011 (ερυθρό 122-121 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο Α), με την οποία ζητείτο η ανάκληση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ενόψει του ότι ο αιτητής είχε καταχωρήσει την προηγουμένη ημέρα στις 9.5.2011 ιεραρχική προσφυγή, που του έδινε δικαίωμα να παραμένει ελεύθερος εφόσον δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, και ήταν κατά τα άλλα νόμιμος.
Ο αιτητής επιδιώκει με την προσφυγή αυτή την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ημερ. 10.5.2011, ως παρανόμως εκδοθέντων, κατά κατάχρηση εξουσίας και χωρίς προηγουμένως να είχε ειδοποιηθεί ότι είχε κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη, η δε σύλληψη και κράτηση του, του αποστέρησε το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε διοικητικά και ένδικα μέσα. Η σύλληψη και κράτηση έγινε παρά το γεγονός ότι είχε ήδη καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή, την οποία είχε υποδείξει στα αρμόδια κρατικά όργανα.
Με την αγόρευση του ο αιτητής εισηγείται ότι ο Νόμος παρέχει το δικαίωμα σε αιτητή πολιτικού ασύλου να παραμένει ελεύθερος στη Δημοκρατία μέχρι την τελεσίδικη εξέταση της αίτησης του και την έκδοση απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής καταχώρησε εμπροθέσμως τη διοικητική προσφυγή του στις 9.5.2011, συνελήφθη παρανόμως και κατά παράβαση του άρθρου 18(6) του τροποποιητικού περί Προσφύγων Νόμου αρ. 9(Ι)/2004, με αποτέλεσμα στο τέλος να απελαθεί. Περαιτέρω, είναι η εισήγηση του ότι ακολούθησε της σύλληψης και των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η κήρυξη του σε απαγορευμένο μετανάστη κατά παράβαση του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/72, με βάση τον οποίο ο Λειτουργός Μετανάστευσης που αποφασίζει ότι κάποιο πρόσωπο είναι απαγορευμένος μετανάστης πρέπει να του επιδώσει σχετική ειδοποίηση. Κατά τον αιτητή, αυτή η ειδοποίηση, ενώ φέρει ημερ. 11.5.2011, του επιδόθηκε μόλις στις 3.6.2011, στο αεροδρόμιο Λάρνακας όπου είχε μεταφερθεί για απέλαση.
Μετέπειτα, λανθασμένα ο αιτητής κηρύχθηκε σε απαγορευμένο μετανάστη διότι κατά την ημερομηνία που κηρύχθηκε ως τέτοιος διέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία εκκρεμούσης της ιεραρχικής προσφυγής του. Οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν προέβηκαν σε καμία έρευνα για να διαπιστώσουν εάν πράγματι είχε καταχωρηθεί ιεραρχική προσφυγή και επομένως κατά πλάνη προς το νόμο και τα πράγματα και ενώ γνώριζαν ότι ο αιτητής ήταν νόμιμος, εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Η αντίθετη θέση των καθ΄ ων είναι ότι όταν ο αιτητής εντοπίστηκε στις 10.5.2011 από τα αστυνομικά όργανα, ορθά καταγγέλθηκε και συνελήφθη ως απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον είχε διαπιστωθεί ότι η αίτηση του για άσυλο είχε απορριφθεί, προφανώς δε η ιεραρχική προσφυγή που είχε καταχωρηθεί την προηγουμένη μέρα δεν είχε προλάβει να ενσωματωθεί στο μηχανογραφικό σύστημα οποιασδήποτε υπηρεσίας. Οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι ούτε ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε οτιδήποτε για ιεραρχική προσφυγή, όπως προκύπτει από την κατάθεση του Ε/Αστ. 5299, ο οποίος τον είχε συλλάβει. Δεν προκύπτει επομένως κακή πίστη εκ μέρους της διοίκησης, με αποτέλεσμα εφόσον ο αιτητής παρανόμως διέμενε στο έδαφος της Δημοκρατίας μεταξύ 13.2.2010 και 6.8.2010, η σύλληψη του να ήταν απολύτως νόμιμη για σκοπούς απέλασης, ανεξάρτητα από την αίτηση του για άσυλο. Εφόσον δε ο αιτητής απέσυρε τη διοικητική του προσφυγή δεν τίθεται και θέμα επαναπροώθησης του αιτήματος του μετά την απέλαση του.
Δεν τέθηκε οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση από τη Δημοκρατία περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή να αιτηθεί την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ενόψει του ότι ήδη απελάθη, και επομένως η προσφυγή θα εξεταστεί επί της ουσίας της, στη βάση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, υπό το φως και του ισχυρισμού στην παρ. 8 της αίτησης ακυρώσεως ότι προκλήθηκε σ΄ αυτόν ανεπανόρθωτη ζημιά διότι του αποστερήθηκε η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα του ως αιτητής πολιτικού ασύλου.
Εκείνο το οποίο διαπιστώνεται πρωτίστως από το διοικητικό φάκελο, Τεκμ. Α, είναι ότι ο αιτητής είχε νόμιμη άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι και τις 30.6.2011, άδεια που εκδόθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 19.10.2010, (δέστε ερυθρά 53 και 59 του διοικητικού φακέλου). Αυτή η άδεια παραμονής που εκδόθηκε αρμοδίως από τις αρχές της Δημοκρατίας συγκρούεται με το λόγο της θεώρησης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:
«(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.»
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εκδίδοντας στις 11.5.2011 τα διατάγματα κράτησης και απέλασης (ερυθρά 72 και 71), ενήργησε με βάση το πιο πάνω άρθρο, χωρίς όμως να εξειδικεύει το λόγο που ο αιτητής θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης. Ως αποκαλύπτει η άδεια παραμονής του, ο αιτητής είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι τις 30.6.2011 και επομένως δεν ήταν πρόσωπο που ενέπιπτε στην παρ. (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέμενε στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο ή σε Κανονισμούς ή σε οποιαδήποτε άδεια που του είχε παραχωρηθεί ή εκδοθεί δυνάμει του Νόμου ή των Κανονισμών.
Η επιστολή ημερ. 11.5.2011 που απευθύνθηκε προς τον αιτητή (ερυθρό 70), εξηγεί σ΄ αυτόν ότι κηρύχθηκε σε απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει της πιο πάνω πρόνοιας, «.. because you of illegal stay.» (διατηρείται επακριβώς το κείμενο). Ουδαμώς εξηγήθηκε στον αιτητή σε τι συνίστατο η παράνομη διαμονή του και ούτε η Δημοκρατία στην ένσταση ή την αγόρευση της εξηγεί την κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη περίοδο παραμονής. Αναφέρεται απλώς στην παρ. 3 της αγόρευσης των καθ΄ ων, ότι ο αιτητής διέμενε παράνομα για την περίοδο 13.2.2010-6.8.2010, ενώ στην παρ. 4, αναφέρεται ότι ο αιτητής «... ως αποτέλεσμα της παράνομης διαμονής του στη Δημοκρατία κατέστη απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.», χωρίς να γίνεται μνεία του ταυτόχρονου γεγονότος ότι ο αιτητής είχε νόμιμη και μη ανακληθείσα άδεια παραμονής μέχρι τις 30.6.2011. Ούτε καν η Δημοκρατία εισηγείται ότι συμπληρώνεται η αιτιολογία από οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο του διοικητικού φακέλου, εξέταση του οποίου εν πάση περιπτώσει δεν αποκαλύπτει οτιδήποτε το ουσιώδες.
Είναι πρόδηλο ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη προς τα πράγματα εφόσον ο αιτητής είχε άδεια παραμονής μέχρι 30.6.2011, ενώ ταυτόχρονα είχε δικαίωμα παραμονής ως νόμιμος διεκδικητής ασύλου στη βάση του εγγράφου που του εκδόθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας, στις 11.3.2011 (ερυθρό 58), το οποίο τιτλοφορείται «To Whom it May Concern, Confirmation of Submission of an Application» και το οποίο στη συνέχεια αναφέρει ότι το έγγραφο αυτό υπέχει θέση απόδειξης της διεκδίκησης εκ μέρους του αιτητή του καθεστώτος του ασύλου έναντι οποιασδήποτε αρχής στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου, ή, στην περίπτωση διοικητικής προσφυγής, μέχρι και την έκδοση απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Ενδεικτικό της πλάνης που εμφιλοχώρησε στη σκέψη της διοίκησης ως προς τις όλες συνθήκες παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τη σύλληψη του, αλλά και κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, είναι και η εξής χειρόγραφη σημείωση που απαντάται στο ερυθρό 122 του Τεκμ. Α, επί της επιστολής ημερ. 24.5.2011 από τους δικηγόρους του αιτητή προς τον Λάζαρο Σαββίδη, Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών. Η σημείωση, η οποία φέρει μονογραφή, προφανώς του κ. Σαββίδη, έχει ως εξής:
«κα Μ. Επιφανίου
Έκθεση/εισήγηση παρ.
Έχει πράγματι υποβάλει έφεση στην Α/Α; Τότε γιατί τέθηκε υπό κράτηση για απέλαση; (Μονογραφή)
5/6»
Είναι φανερό ότι το 5/6, υποδηλοί την 5.6.2011, εφόσον η επιστολή ημερ. 24.5.2011, λήφθηκε, στο Υπουργείο Εσωτερικών, σύμφωνα με τη σφραγίδα που φέρει, στις 27.5.2011. Στο μεταξύ, στις 3.6.2011, ο αιτητής είχε ήδη απελαθεί, και η κα Μαίρη Επιφανίου, προς την οποία απευθύνθηκε η σημείωση του Γενικού Διευθυντή έγραψε στη συνέχεια μόλις στις 29.6.2011 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, επιστολή (ερ. 123), διαβιβάζοντας την επιστολή των δικηγόρων του αιτητή, ημερ. 24.5.2011, «. με την παράκληση όπως υποβάλετε στο Υπουργείο Εσωτερικών έκθεση με τα σχόλια σας.». Η συνέχεια του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη οποιασδήποτε απάντησης, στο ερώτημα.
Η άδεια παραμονής του αιτητή μέχρι 30.6.2011, ουδέποτε ανακλήθηκε και δεν έγινε άλλωστε καμία προς το αντίθετο εισήγηση. Πέραν αυτού, όμως, δικαίως ο αιτητής παραπονείται μέσω του συνηγόρου του ότι από τη στιγμή που καταχώρησε διοικητική προσφυγή και το έφερε αυτό στη γνώση της αρμοδίας αρχής, ο αιτητής δεν μπορούσε να συλληφθεί ως παρανόμως διαμένων. Ο κ. Χριστούδιας επικαλέστηκε το άρθρο 18(6) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 9(Ι)/2004. Η τροποποίηση αυτή πράγματι προνοούσε ότι οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου δεν καθίστανται εκτελεστές πριν από την πάροδο της προθεσμίας για άσκηση διοικητικής προσφυγής και σε περίπτωση άσκησης τέτοιας διοικητικής προσφυγής, η απόφαση δεν καθίσταται εκτελεστή πριν από την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, οπότε και «.. ο αιτητής δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής.». Το εδάφιο (6) του άρθρου 18, αναριθμήθηκε σε εδάφιο (10) με το άρθρο 13 του τροποποιητικού περί Προσφύγων Νόμου αρ. 112(Ι)/2007 και στη συνέχεια αντικατεστάθη με το νέο εδάφιο (10), με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 122(Ι)/2009, το οποίο καθιστά εκτελεστές τις αρνητικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή, και ανεκτέλεστες όταν ασκηθεί κατ΄ αυτών εμπρόθεσμη προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή.
Η πρόνοια περί παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία δεν απαντάται πλέον στο νόμο, πλην όμως η ερμηνεία του νέου άρθρου 18(10), θα πρέπει να είναι ανάλογη ούτως ώστε να μην καθίσταται ουσιαστικά αναγκαία η έκδοση διατάγματος σύλληψης, κράτησης και απέλασης όταν ο αιτητής έχει προσφύγει στην Αναθεωρητική Αρχή. Αυτό συνάδει με το λεκτικό και πνεύμα του νέου εδαφίου περί ανεκτέλεστης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου όταν εκκρεμεί ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή. Εν πάση περιπτώσει από τη στιγμή, έστω και αν ο αιτητής δεν είχε πράγματι, όπως διατείνεται η Δημοκρατία, αναφέρει τη στιγμή της σύλληψης του οτιδήποτε σχετικό, αλλά ούτε και η διοικητική προσφυγή πρόλαβε να καταχωρηθεί στο μηχανογραφημένο σύστημα, η ύπαρξη της ιεραρχικής προσφυγής γνωστοποιήθηκε με την επιστολή των δικηγόρων του στις 24.5.2011 και η διοίκηση όφειλε να ενεργήσει αμέσως επ΄ αυτής της πληροφόρησης ούτως ώστε να ακυρωθούν τα εντάλματα σύλληψης και απέλασης. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι του αιτητή διατείνονται ότι είχαν εκ μέρους τους γίνει και προηγούμενες προφορικές παραστάσεις στην αρμοδία Αρχή, χωρίς όμως αποτέλεσμα, έχοντας παραπεμφθεί απλώς στον κ. Λ. Σαββίδη. Διαπιστώνεται, επομένως, και ανεπίτρεπτη αδράνεια εκ μέρους της διοίκησης, αλλά και κακή πίστη, κατάχρηση εξουσίας και υπέρβαση αυτής.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεν έχει εφαρμογή ο λόγος της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Rahal v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, σε σχέση με τη δυνατότητα της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, να εκδίδει διατάγματα κράτησης και απέλασης ατόμου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου εφόσον ο περί Προσφύγων Νόμος που προορίζεται να καλύψει τις προϋποθέσεις προστασίας αιτητών ασύλου δεν μεταβάλλει τον ρυθμιστικό ρόλο του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής Επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορά δε στα γεγονότα της Rahal δεικνύει ότι τα εκεί δεδομένα ήταν εν πάση περιπτώσει πολύ διαφορετικά από τα δεδομένα τα οποία αντιμετώπισε η διοίκηση στην παρούσα περίπτωση. Εκεί πρόκειτο για άτομο που διαπιστωμένα ήταν παράνομα στην Κύπρο, ενεγράφη μετέπειτα ως αιτητής ασύλου με ψευδή στοιχεία και στη συνέχεια καταδικάστηκε σε φυλάκιση μετά τη διαπίστωση ότι είχε δώσει ψευδή στοιχεία, ως αποτέλεσμα εμπλοκής του σε τροχαίο ατύχημα.
Υπενθυμίζεται το εδώ ουσιώδες και διαφοροποιητικό δεδομένο ότι κατά τη στιγμή της σύλληψης του ο αιτητής είχε νόμιμη άδεια παραμονής μέχρι 30.6.2011 και δεν ήταν δυνατό η διοίκηση να επικαλείται προηγούμενες περιόδους μη έγκαιρης ανανέωσης της άδειας για να τον κατατάξει στην κατηγορία των απαγορευμένων μεταναστών, ιδιαιτέρως τη στιγμή που ο αιτητής δεν είχε υποβάλει οποιοδήποτε αίτημα στη Δημοκρατία είτε για αναγνώριση του ως επί μακρόν διαμένων, είτε για πολιτογράφηση, είτε για οποιοδήποτε σχετικό αίτημα, ώστε να παρίστατο ανάγκη αναμόχλευσης των όλων στοιχείων του αιτητή, για να διαπιστωθεί η προηγούμενη θεωρούμενη παράνομη παραμονή του. Προκαλεί δε εντύπωση πώς αναφέρεται στην έκθεση του Ε/Αστ. 5299 Γ. Χαραλάμπους, ότι στις 10.5.2011 επικοινώνησε με την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας, η οποία του ανέφερε ότι ο αιτητής διαμένει παράνομα από 6.4.2011, όταν η αίτηση του για άσυλο απερρίφθη, χωρίς να του αναφερθεί ταυτόχρονα ότι ο αιτητής είχε νόμιμη άδεια παραμονής μέχρι 30.6.2011. Και προκαλεί έτι περαιτέρω έκπληξη, πώς στην έκθεση-επιστολή ημερ. 10.5.2011 του υπεύθυνου κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας (ερ. 131-130 του διοικητικού φακέλου), καταγράφεται ότι η άδεια παραμονής του είχε λήξει στις 13.2.2010, ενώ απλή αναδρομή στον ίδιο φάκελο δείχνει ότι η νέα άδεια παραμονής μέχρι 30.6.2011, είχε ήδη εγκριθεί και εκδοθεί από τις 19.10.2010 (ερ. 59).
Όλα τα πιο πάνω δείχνουν προχειρότητα και εντελώς πλημμελείς ενέργειες αναφορικά με την όλη εξέταση της υπόθεσης του αιτητή.
Υπό το φως των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.