ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 555/2011)

 

31 Ιανουαρίου, 2013

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 MAHMOUD  H.  KHALIL,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΚΑΙ/΄Η  ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ  ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Χριστόδουλος Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

Λουΐζα Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής, ενήλικας από το Λίβανο και μουσουλμάνος το θρήσκευμα, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 7/1/2005 και ήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία την ίδια ημέρα.  Στις 15/3/2005, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι, στη χώρα του, καταδιωκόταν, μαζί με τον αδελφό του, από τις Συριακές Αρχές.  Αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε, στις 22/6/2009, συνέντευξη μαζί του, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι μέλη ενός κόμματος δημιουργούσαν προβλήματα στον ίδιο και στον αδελφό του, ότι δέχτηκε απειλές κατά της ζωής του, ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του, επειδή προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό.  Τα προβλήματά του, ανέφερε, άρχισαν όταν ο αδελφός του εγκατέλειψε, πριν από επτά χρόνια, τη χώρα τους.  Ο ίδιος δεν έφυγε προηγουμένως, γιατί δεν είχε αρκετά χρήματα και προσπαθούσε να εξασφαλίσει άδεια εξόδου.  Για τις παρενοχλήσεις που δεχόταν απευθύνθηκε στην Αστυνομία, η οποία, όμως, επειδή το κόμμα στο οποίο ανήκαν τα πρόσωπα που τον παρενοχλούσαν είχε αρκετή δύναμη, δεν προχώρησε.  Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι είναι καθολικός και ότι ούτε ο ίδιος ούτε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του ανήκουν σε πολιτική, θρησκευτική ή άλλη ομάδα.  Είναι πιθανόν, κατέληξε, επειδή έγινε χριστιανός, εάν επιστρέψει στο Λίβανο, ο θείος του, ο οποίος είναι ενεργό μέλος της  Hezbollah, να τον σκοτώσει.

 

Η Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Εισήγηση προς την Υπηρεσία της, η οποία, αφού εξέτασε το αίτημα, το απέρριψε, για το λόγο ότι τα προβλήματα που ο αιτητής αντιμετώπιζε δεν ενέπιπταν στο ΄Αρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο, που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.  Σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης, το οποίο του κοινοποιήθηκε, το αίτημά του απορρίφθηκε, γιατί αυτό δεν τεκμηριώθηκε αξιόπιστα.  Καίτοι οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση κρίθηκαν αξιόπιστοι, οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αναξιόπιστοι.  Τα στοιχεία τα οποία ο ίδιος ανέφερε δεν κατέδειξαν ότι αυτός είχε υποστεί οποιαδήποτε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα του, ή ότι θα υποστεί τέτοια, εάν επιστρέψει. 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, τους διάφορους ισχυρισμούς που πρόβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Παρουσίασε, επίσης, πιστοποιητικά γάμου του ιδίου με γυναίκα από τις Φιλιππίνες, πιστοποιητικά γέννησης των δύο παιδιών του και πιστοποιητικό βάφτισης ενός εξ αυτών. 

 

Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ερεύνησε όλα όσα τέθηκαν από τον αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και με τη διοικητική προσφυγή του.  Στη συνέχεια, ετοίμασε ΄Εκθεση, την οποία υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή, η οποία, με τη σειρά της, αφού εξέτασε την υπόθεση, έκρινε δικαιολογημένη την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε τη διοικητική προσφυγή.  Αναφορικά με τη δίωξή του από μέλη κόμματος, λόγω του αδελφού του, έκρινε ότι ορθά θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι οι ισχυρισμοί του από την Υπηρεσία Ασύλου, αφού ήταν πιο λογικό αυτός, εάν καταδιωκόταν, να εγκατέλειπε τη χώρα του ενωρίτερα και όχι τέσσερα χρόνια μετά που έφυγε ο αδελφός του.  Επιπλέον, εάν πράγματι κάποιοι τον καταδίωκαν, θα μπορούσαν, τα χρόνια αυτά, να του δημιουργήσουν προβλήματα.  Ορθά, επίσης, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του για καταδίωξή του, αφού ο ίδιος, όπως είπε, δε ζήτησε βοήθεια από οποιοδήποτε και, ιδιαίτερα, από το θείο του, υψηλόβαθμο στέλεχος της Hezbollah.  Η εξήγηση που έδωσε ότι ο θείος του ήταν πολύ απασχολημένος και δεν κατόρθωσε να τον δει, δεν ήταν λογική.  Οι ισχυρισμοί του σε σχέση με τον προσηλυτισμό του στο χριστιανισμό και το φόβο του να επιστρέψει στη χώρα του, επειδή, ένεκα του γεγονότος αυτού, κινδυνεύει, ορθά, και πάλι, δεν έγιναν δεκτοί.  Οι απαντήσεις που έδωσε αποκάλυπταν ότι δε γνώριζε οτιδήποτε για τη χριστιανική θρησκεία.  Δε διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πηγή, που να αναφέρει ότι άτομα που αλλάζουν θρησκεία κινδυνεύουν στο Λίβανο.  Και αν ακόμα υπήρχε τέτοια κατάσταση, μπορούσε να αλλάξει τόπο διαμονής, αφού πολλοί χριστιανοί ζουν αρμονικά με τους μουσουλμάνους στη χώρα του.

 

Ο αιτητής, για απόρριψη της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει σειρά λόγων· συγκεκριμένα ότι αυτή είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και κατά παράβαση βασικών αρχών της δικαιοσύνης και του Νόμου και, τέλος, ότι η Αναθεωρητική Αρχή, απλά, υιοθέτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, χωρίς να του δώσει το δικαίωμα να ακουστεί. 

 

΄Εχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα επικαλείται ο αιτητής.  Η προσφυγή στερείται ερείσματος.  Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Νόμου.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν απόλυτα ορθή.  Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία, κατά τη συνέντευξή του με τη Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα όσα αυτός πίστευε ότι στήριζαν το αίτημά του, τα οποία εξετάστηκαν και σχολιάστηκαν με κάθε προσοχή από την Υπηρεσία Ασύλου.  Με την ίδια προσοχή εξετάστηκαν και από την Αναθεωρητική Αρχή, η απόφαση της οποίας είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Για κάθε ισχυρισμό του αιτητή, δίδεται αιτιολογία γιατί η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου θεωρείται ορθή.  Εντελώς αδικαιολόγητο είναι και το παράπονό του ότι τα γεγονότα που αυτός έθεσε δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή ότι εμφιλοχώρησε πλάνη.  Ουσιαστικά, ο αιτητής, με τα όσα ο συνήγορός του προώθησε, ζητά από το Δικαστήριο επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό την υποκατάσταση της απόφασης της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο, με βάση το δίκαιο που διέπει τον αναθεωρητικό έλεγχο.  Το Δικαστήριο, όπως κατ' επανάληψη έχει λεχθεί, περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν προχωρεί περαιτέρω - (βλ. Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393· Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533 και Ince ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609). 

 

Ο ισχυρισμός ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν ήταν παραπλανητικές, με αποτέλεσμα ο αιτητής να μη θέσει όλα τα ζητήματα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, επίσης, δεν ευσταθεί.  Ανεξάρτητα από τη γενικότητα και την αοριστία του εν λόγω ισχυρισμού, παρατηρώ ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένος τρόπος υποβολής των ερωτήσεων.  Το ΄Αρθρο 17(1)(β) του Νόμου προνοεί ότι ο Προϊστάμενος, για τον καθορισμό της ιδιότητας του πρόσφυγα, καθοδηγείται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα, που εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.  Ο αιτητής δεν έχει θέσει ενώπιόν μου οτιδήποτε, από το οποίο να προκύπτει ότι δεν ακολουθήθηκε το εν λόγω Εγχειρίδιο.

 

Ούτε το παράπονο του αιτητή ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν τον κάλεσε σε συνέντευξη ευσταθεί.  Στη Singh ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), η Ολομέλεια, εξετάζοντας παρόμοιο ισχυρισμό, ανέφερε τα εξής:- (σελ. 398)

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ η διαδικασία ενώπιον της Αρχής μπορεί να είναι τόσο γραπτή, όσο και ακροαματική.  Η Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή, ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος και υποβάλλει σχετική έκθεση.  Η δυνατότητα κλήσης του αιτητή σε προσωπική συνέντευξη είναι, σύμφωνα με το άρθρο 28 Ζ (3), στην ευχέρεια τόσο της Αρχής, όσο και αρμόδιου λειτουργού.»

 

 

 

Η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε, επίσης, και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτός δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου.  Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο