ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1255/2010)
15 Ιανουαρίου, 2013
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CH. KOLOKOTRONIS AUTOMOTIVES LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Στ. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στόχος της παρούσας προσφυγής είναι η ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 11/8/2010, με την οποία επιβλήθηκαν στους αιτητές τέλη και/ή φόροι εγγραφής και κυκλοφορίας σε σχέση με το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο τύπου ML 320 CD1, με αριθμό εγγραφής KYD 88, το οποίο είχε εισαχθεί από τη Βρετανία.
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή και τα οποία είναι απλά, έχουν ως εξής:
Στις 11/6/2010 η εταιρεία P.A.N. Motors Ltd, εισήγαγε από τη Βρετανία ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο κατασκευής Mercedes Suv, το οποίο εκτελωνίστηκε από το Τμήμα Τελωνείων στις 25/6/2010, αφού καταβλήθηκαν οι νενομισμένοι τελωνειακοί δασμοί και φόροι κατανάλωσης.
Στη συνέχεια, το αυτοκίνητο πωλήθηκε στην αιτήτρια η οποία στις 11/8/2010 αποτάθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών και το ενέγραψε με αριθμό εγγραφής KYD088, καταβάλλοντας ως φόρο εγγραφής το ποσό των €3.200,00 και ως τέλη κυκλοφορίας μέχρι το τέλος 2010 το ποσό των €281,00. Τα εν λόγω ποσά, τα οποία η αιτήτρια κατέβαλε υπό διαμαρτυρία, υπολογίστηκαν από τους καθ'ων η αίτηση με βάση το Μέρος Ι του Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 μέχρι 2008 (ο Νόμος) και συγκεκριμένα με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων 1, 6, και 6Γ του Μέρους Ι του Παραρτήματος του εν λόγω Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες τα μηχανοκίνητα οχήματα ιδιωτικής χρήσης επιβαρύνονται με φόρο εγγραφής, το ύψος του οποίου καθορίζεται από τον κυβισμό της μηχανής και τη μάζα εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα CO2 (συνδυασμένος) κύκλος του οχήματος, χωρίς δηλαδή να προβλέπεται οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος.
Την ίδια μέρα που το όχημα ενεγράφη στο όνομα της αιτήτριας, αυτό μεταβιβάστηκε από την αιτήτρια στο όνομα τρίτων και συγκεκριμένα στο όνομα της εταιρείας Nikos Kallenos Enterprises Ltd.
Στα πλαίσια του βασικού λόγου ακύρωσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση πάσχει νομικά με την έννοια ότι αντίκειται στη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Η Συνθήκη) και συγκεκριμένα αντίκειται στις πρόνοιες των άρθρων 90 και 95 της Συνθήκης, όπως και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακύρωσης η έλλειψη αιτιολογίας, όπως και η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Όλοι οι λόγοι ακύρωσης έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι η επιβολή φόρων σε εισαγόμενα στη Δημοκρατία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντα, στην παρούσα περίπτωση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου από το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, την κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος, αντίκεται στο κοινοτικό κεκτημένο και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως και στην ημεδαπή νομολογία, καθότι εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που εισάγεται στη Δημοκρατία.
Προς επίρρωση της πιο πάνω βασικής τους θέσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας αντί οποιασδήποτε άλλης σχετικής με το θέμα επιχειρηματολογίας, περιορίζονται στη γραπτή αγόρευση τους, στην επίκληση Γνωμάτευσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5/2/2009, ακριβώς επί του θέματος, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτουν στη γραπτή αγόρευση τους και της οποίας το περιεχόμενο υιοθετούν ως τον πυρήνα της δικής τους επιχειρηματολογίας. Η εν λόγω Γνωμάτευση είναι κάθετη. Με αναφορά σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Americo Joao Nunes Tadeu (C-345/93, ημερομηνίας 9/3/95, Συλλογή 1995, σ. 1479 και Antonio Gomes Valente (C-393/98, ημερομηνίας 22/2/2001, Συλλογή 2001, σ. 101327), όπως και σε κυπριακές υποθέσεις (Θωμάς Τριφύλλης ν. Τμήματος Τελωνείων, Υπόθ. Αρ. 1161/2004, ημερομηνίας 26/5/2006 και Pavlos Varellas Trading Co. Limited v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 333/2005, ημερομηνίας 17/7/2006), συμβούλευσε πως ο Νόμος όντως εισήγαγε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εισαγόμενου αυτοκινήτου, αφού συναρτά το φόρο μόνο προς τον κυβισμό του αυτοκινήτου, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος.
Σ' αυτό το στάδιο και προτού αναφερθώ στις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω τα πιο κάτω.
Τόσο η υπόθεση Joao Nunes (πιο πάνω), όσο και η υπόθεση Antonio Gomes (πιο πάνω), αφορούσαν παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για σκοπούς γνωμοδότησης σε υποθέσεις παρόμοιας ουσιαστικά φύσης με την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Joao Nunes (πιο πάνω), ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που ο εκεί αιτητής εισήγαγε, υπολογίστηκε από τις πορτογαλικές αρχές με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία, η οποία προέβλεπε ως φόρο επί εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ποσοστό το οποίο θα ανερχόταν στο 90% του αντίστοιχου για τα καινούρια, ανεξάρτητα από την πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος. Κρίθηκε ότι η πορτογαλική νομοθεσία παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης γιατί:
"...... η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη φόρου επί των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αντιβαίνει προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν το ποσό του φόρου, υπολογιζόμενο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, υπερβαίνει το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του πρώτου κράτους."
Στην υπόθεση Antonio Gomes ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου υπολογίστηκε στη βάση του νομοθετικού καθεστώτος που αντικατέστησε το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε στην υπόθεση Joao Nunes. Και σ' αυτή την περίπτωση κρίθηκε πως το νέο νομοθετικό καθεστώς παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης. Το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει ως πιο κάτω:
"42. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ανέφερε επ' ακροατηρίου ότι το σύστημα φορολογήσεως των εισαγομένων μεταχειρισμένων οχημάτων σκοπό είχε, στην πραγματικότητα, να αποκαθιστά μια κατ' αρχήν ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ της εμπορικής αξίας των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην εγχώρια αγορά και της των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
43. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ένα εθνικό φορολογικό καθεστώς το οποίο τείνει να εξαλείψει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διαθέτουν τα εισαγόμενα προϊόντα έναντι των της εγχωρίας αγοράς είναι προδήλως αντίθετο προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, το οποίο επιδιώκει να διασφαλίσει την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων έναντι του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Nunes Tadeu, σκέψη 18).
44. Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ναι μεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη μεταχειρισμένων οχημάτων σύστημα φορολογήσεως, κατά το οποίο η απόσβεση της πραγματικής αξίας των εν λόγω οχημάτων υπολογίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κλιμάκων οριζομένων με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, αλλά μόνον υπό τον όρον ότι τα εν λόγω κριτήρια ή κλίμακες εγγυώνται ότι το ποσό του φόρου δεν υπερβαίνει - ούτε καν σε ορισμένες περιπτώσεις - το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του οικείου κράτους."
(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου)
Επανερχόμενος στην παρούσα υπόθεση επισημαίνω τα εξής σε σχέση με τις θέσεις της κας Καλησπέρα. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, ναι μεν δέχεται ότι σύμφωνα με τη Γνωμάτευση ο Νόμος εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του εισαγόμενου οχήματος και συνεπώς παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία, ισχυρίζεται όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το παράπονο της αιτήτριας «είναι γενικό και άπτεται της νομοθετικής πολιτικής της Δημοκρατίας». Η κα Καλησπέρα εστιάζει την επιχειρηματολογία της στη θέση ότι η αιτήτρια, η οποία φέρει, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, το βάρος απόδειξης, ουδέποτε έθεσε ενώπιον των καθ'ων η αίτηση οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι ο φόρος που επιβλήθηκε για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο μητρώο της Δημοκρατίας. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, επικαλούμενη τις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις (Αντώνης Χ" Πέτρου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1477/2009, ημερομηνίας 13/4/2011, Pavlos Ph. Varella Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 703/2005, ημερομηνίας 29/5/2006 και Κύρος Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1318/2008, ημερομηνίας 22/3/2010), εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής.
Είχα την ευκαιρία πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια της υπόθεσης Δήμος Δημοσθένους ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 698/2010, ημερομηνίας 29/8/2012, να ασχοληθώ σε έκταση τόσο με τη συγκεκριμένη Γνωμάτευση που δόθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και την εκεί νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην οποία η Γνωμάτευση παραπέμπει, όσο και με τις εκατέρωθεν προβαλλόμενες σε εκείνη την υπόθεση θέσεις και επιχειρήματα, που είναι οι ίδιες με τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση. Τα ίδια ακριβώς επίδικα θέματα με αυτά που είχαν εγερθεί στην υπόθεση Δημοσθένους εγείρονται και στην παρούσα.
Στην υπόθεση Δημοσθένους (πιο πάνω), υιοθετώντας το σκεπτικό της υπόθεσης Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφ. 194/2010, ημερομηνίας 19/12/2011 (Κωνσταντινίδης, Δ.), απέρριψα τις θέσεις και τη σχετική με αυτές επιχειρηματολογία της κας Καλησπέρα ως ανεπίτρεπτες, καθότι θέτουν στους ώμους του αιτητή βάρος απόδειξης μη προβλεπόμενο από τη νομοθεσία. Επειδή έχω την άποψη ότι η θέση της νομολογίας μας εξακολουθεί να παραμένει η ίδια, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση μου στην υπόθεση Δημοσθένους, το οποίο υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου:
"Τα ίδια επίδικα θέματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στις προσφυγές Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 462/2010, ημερομηνίας 8/9/2011 (Νικολάτος, Δ.) και Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 194/2010, ημερομηνίας 19/12/2011 (Κωνσταντινίδης, Δ.), στα πλαίσια των οποίων προβλήθηκαν πανομοιότυπα με την υπό κρίση περίπτωση εκατέρωθεν επιχειρήματα. Στην υπόθεση Ασπρομάλλης, αφού επισημάνθηκε πως στον αιτητή δεν παρεχόταν ενόψει των σχετικών νομοθετικών προνοιών ευχέρεια αμφισβήτησης του φόρου, με την έννοια που το συγκεκριμένο θέμα εξηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προαναφερθείσα νομολογία του, η επίδικη φορολογία ακυρώθηκε ως «μη συνάδουσα με το άρθρο 90 της Συνθήκης ΕΚ». Στην υπόθεση Χρυσάνθου ο αδελφός μου Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης υιοθετώντας πανομοιότυπη προσέγγιση με αυτή του Δικαστή Νικολάτου στην υπόθεση Ασπρομάλλης, στην οποία ο Δικαστής Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε με επιδοκιμασία, επίσης ακύρωσε την επίδικη φορολογία. Παραθέτω το σκεπτικό με βάση το οποίο ακυρώθηκε η επίδικη φορολογία στην υπόθεση Χρυσάνθου, με το οποίο και συμφωνώ:
"Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων. Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή. Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων. Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό. Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει. Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα. Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια. Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ. Σε συμφωνία, επομένως, με την απόφαση στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω), καταλήγω ότι η προσφυγή είναι βάσιμη. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.""
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα €1.350 υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ'ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ