ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.1040 /2010)

 

15 Ιανουαρίου, 2013

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΔΕΣΠΟΙΝΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΗΛΙΑ

                                                              Αιτήτρια,

-και -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

Αρ.Κορακίδου Μακρίδου, (κα.), για την αιτήτρια

Κάλια Στιβαρού, (κα.), για Ιωαννίδη Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους καθ΄ων η αίτηση.

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Mε την παρούσα προσφυγή αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, με την οποία ένας εναέριος αγωγός υψηλής τάσεως θα περνούσε πάνω από το κτήμα της αιτήτριας και θα τοποθετούνταν εντός αυτού, εφτά αγωγοί και δυο πυλώνες.

 

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια των τεμαχίων με αριθμό 1214 και 1215, Φ/Σχ.45/13 της Κοινότητας Στρουμπίου της Επαρχίας Πάφου τα οποία εμπίπτουν σε βιοτεχνική ζώνη, στο εξής «το κτήμα». 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση εξασφάλισαν πολεοδομική άδεια και πολεοδομική έγκριση για εγκατάσταση γραμμής μεταφοράς 132KV και αποξήλωσης υφιστάμενης γραμμής στην Κοινότητα Στρουμπίου στην Πόλης Χρυσοχούς[1].

 

Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των καθ΄ ων η αίτηση και της Πολεοδομικής Αρχής, οι πρώτοι ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες των επηρεαζόμενων κτημάτων, εφόσον αυτοί θα υπέβαλλαν ανάλογη απαίτηση. Το δε ύψος των αποζημιώσεων θα καθοριζόταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72.

 

Ήταν περαιτέρω, ρητός όρος της χορηγηθείσας πολεοδομικής άδειας, η εξασφάλιση της συγκατάθεσης των ιδιοκτητών περιουσιών που θα επηρεάζονταν από την προτεινόμενη ανάπτυξη.  Σ΄αντίθετη περίπτωση εφαρμογή θα είχε η διαδικασία που προνοείται στον περί Ηλεκτρισμού Νόμο, Κεφ. 170.

 

Μεταξύ των επηρεαζομένων ιδιοκτητών ήταν και η αιτήτρια.  Με επιστολή ημερ. 4 Νοεμβρίου 2008 οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν με βάση το άρθρο 31 του περί Αρχής Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ 170, την έγγραφη της συγκατάθεση.

 

Μετά από παραστάσεις που υποβλήθηκαν από επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, οι καθ΄ων η αίτηση, προέβηκαν σε τροποποίηση της όδευσης της προτιθέμενης γραμμής και εξασφάλισαν πολεοδομική έγκριση, ημερ 29 Ιανουαρίου 2010.[2]

 

Οι καθ΄ων η αίτηση απευθύνθηκαν εκ νέου προς την αιτήτρια και με επιστολή τους, ημερ 9 Μαρτίου 2010, την ενημέρωσαν για την εγκατάσταση της νέας γραμμής στο κτήμα της και ζήτησαν την συγκατάθεση της. Επισυνάφθηκε και το σχετικό έντυπο, προς συμπλήρωση και επιστροφή εντός 14 ημερών από τη λήψη της επιστολής.

 

Παρελθούσης της πιο πάνω προθεσμίας, χωρίς ανταπόκριση από πλευράς αιτήτριας, οι καθ΄ων η αίτηση ζήτησαν, με επιστολή τους ημερ. 3 Μαϊου 2010, τη συγκατάθεση του Επάρχου Πάφου, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170.   Το αίτημα έγινε αποδεχτό και παραχωρήθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου με επιστολή ημερ. 28 Μαϊου 2010.  Η αιτήτρια ενημερώθηκε γραπτώς, επί του προκειμένου την 1η Ιουνίου 2010.

 

Με την πολεοδομική έγκριση αρ. ΠΑΦ/00407/2004/Γ, η ισχύ της πολεοδομικής άδειας παρατάθηκε μέχρι τις 13.7.2012.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή. 

 

Εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής, εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση αρ. 59/2009 Στεφάνου κ.α  ν. Δημοκρατίας, 11.2.2011, η οποία πραγματευόταν την όδευση γραμμής και τις ίδιες πολεοδομικές άδειες, όπως η παρούσα υπόθεση. 

 

Οι καθ΄ων η αίτηση με την αγόρευση τους εισηγούνται ότι από τη στιγμή που έγινε επανεξέταση και χορηγήθηκαν, στις 7 Ιουνίου 2011, η πολεοδομική άδεια αρ.ΠΑΦ/0407/04 και στις 8 και 9 Ιουνίου 2011, οι πολεοδομικές εγκρίσεις αρ.ΠΑΦ/0407/2004/Α και αρ.ΠΑΦ/0407/2004/8Β,  με αναδρομική ισχύ από 14 Ιουλίου 2006, έχει αποκατασταθεί το πραγματικό και το νομικό βάθρο στο οποίο βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.

 

Η αιτήτρια αντιπρότεινε ότι από τη στιγμή που, με την απόφαση στην υπόθεση Στεφάνου (πιο πάνω), η πολεοδομική άδεια και δοθείσα έγκριση έχουν ακυρωθεί, συμπαρασύρονται σε ακύρωση τόσο η μεταγενέστερη πολεοδομική έγκριση όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση. Προβάλλεται επίσης ότι, μετά την έκδοση των νέων αποφάσεων (ΠΑΦ/407/04/, ΠΑΦ/407/04/Α και ΠΑΦ/407/04/Β) ημερ. 7 Ιουνίου 2011, 8 Ιουνίου 2011, και 9 Ιουνίου 2011, θα έπρεπε να εκδοθεί νέα απόφαση και να εξασφαλίζετο εκ νέου η συγκατάθεση του Επάρχου.

 

Είχα αναζητήσει και εξασφάλισα τους διοικητικούς φάκελους της υπόθεσης, που είχαν κατατεθεί στην υπόθεση Στεφάνου, και έχω ανατρέξει στα έγγραφα που περιλαμβάνονται σε αυτούς.  Πουθενά δεν έχω εντοπίσει τις αποφάσεις που αναφέρονται πιο πάνω, σύμφωνα με τις οποίες, όπως αναφέρουν οι καθ΄ων η αίτηση επανεξετάστηκαν οι αιτήσεις και δόθηκε σε αυτές αναδρομική ισχύ. Δεν έχω εντοπίσει επίσης ούτε την ΠΑΦ/0407/2004/Γ, με την οποία ανανεώθηκε η ισχύς της ΠΑΦ/0407/2004 μέχρι τις 13.7.2012. Παρόλο που, τόσο στις αγορεύσεις των καθ΄ων η αίτηση, όσο και της αιτήτριας, γίνεται αναφορά στα πιο πάνω έγγραφα, αυτά δεν έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο, ούτως ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος των συνθηκών λήψης της προσβαλλομένης απόφασης. Στην υπόθεση Στεφάνου (ανωτέρω) είχαν ακυρωθεί, η πολεοδομική άδεια και η έγκριση στις οποίες στηριζόταν η προσβαλλόμενη απόφαση. Η απουσία στοιχείων, που θα προσέδιδαν εγκυρότητα στις πιο πάνω άδειες, αποκλείει τη δυνατότητα αναθεώρησης, των εγειρομένων θεμάτων επί της ουσίας. Η προσκόμιση των διοικητικών φακέλων ή όσων διοικητικών στοιχείων είναι εξ αντικειμένου σχετικά, συνιστά όρο για την άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου από ένα διοικητικό Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας και Άλλου (1989) 3 A.A.Δ. 741 αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Το άρθρο 146 του Συντάγματος προβλέπει τον αναθεωρητικό δικαστικό έλεγχο των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων της Διοίκησης. Αντικείμενο της διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης κρινόμενης από τη σκοπιά των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης. Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεσή τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα. Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης. Όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης. (Βλ. μεταξύ άλλων, Ierides ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, και Angelidou and Others ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 520). Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης.»

 

Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης μου θα προχωρήσω να εξετάσω την προσφυγή.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν ότι, με την έκδοση των νεώτερων αποφάσεων, διασώζεται το νομικό υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Είμαι της γνώμης ότι, δοθείσης της ακύρωσης των προηγούμενων αδειών, με την έκδοση νέων, οι καθ΄ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να αναζητήσουν εκ νέου τη συγκατάθεση των επηρεαζομένων ιδιοκτητών.  Σε περίπτωση που αυτή δεν θα εξασφαλιζόταν, οι καθ΄ων η αίτηση είχαν καθήκον να απευθυνθούν, εκ νέου, στον ΄Επαρχο Πάφου για την εξασφάλιση της δικής του έγκρισης.

 

Η, εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, θεώρηση ότι η εξασφαλισθείσα αναδρομική ισχύ των αδειών, καλύπτει και την έγκριση του Επάρχου, ήταν λανθασμένη.

 

Είμαι της γνώμης ότι οι, μεταγενέστερα, εκδοθείσες άδειες, παρόλο που έχουν αναδρομική ισχύ δεν διασώζουν την εγκυρότητα της προσβαλλομένης απόφασης, έχοντας ως νομικό βάθρο, το οποίο ακυρώθηκε με την απόφαση Στεφάνου.

 

Ανάλογη προσέγγιση, υιοθέτησε η νομολογία και αναφέρομαι στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Επαρχιακού Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (2006) 3 Α.Α.Δ. 190, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η δικαστική ακύρωση μιας πράξης εξαφανίζει τόσο την πράξη, όσο και την αιτιολογία επί της οποίας στηρίχτηκε. Η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης (άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999). Η διοίκηση υποχρεούται ακόμα να εξαφανίσει τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση της ακυρωθείσας πράξης της (Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107, 115-116). Επίσης, η κατάργηση ακυρωθείσας πράξης επεκτείνεται επί πάσης πράξεως που εκδόθηκε εν τω μεταξύ και η οποία έχει ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα (Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, ανωτέρω, σελ. 126-127).

 

Στις υποθέσεις ΣΕ 1063/39, 608/45 και 1586/48 κρίθηκε ότι κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη. ή, με άλλη διατύπωση, «ακυρουμένης πράξεως 'συνακυρούνται' πάσαι αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι» (ΣΕ 1910/52, 2436/52 (Ολομ.)).»

 

 

Στο σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι συνέπιαι της ακυρώσεως διοικητικής Πράξεως,1998 στη σελίδα 124-125, αναφέρεται: 

«Είναι αληθές ότι όπως κάθε εκτελεστή διοικητική πράξις τοιουτοτρόπως και  η ακυρωθείσας ακολουθείται πολλάκις και από άλλας πράξεις ή ενέργειας της Διοικήσεως. Αι πράξεις αυταί είναι δυνατόν να είναι είτε πράξεις εκτελεσταί εκδοθείσαι μεταξύ της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως και της ακυρώσεως της, συνδεδεμέναι δι΄αιτιώδους δεσμού με την ακυρωθείσαν, είτε πράξεις εκτελέσεως ή υλικαί ενέργειαι αποβλέπουσαι εις την εκτέλεσιν της προσβληθείσης και ακυρωθείσης πράξεως ή αποβλέπουσαι εις την εκτέλεσιν των ενδιαμέσων εκτελεστών πράξεων. Η ακυρωτική απόφασης εξαφανίζει λογικώς και τας δυο κατηγορίας πράξεων.

...

Τοιουτοτρόπως, ο ακυρωτικός δικαστής απαγγέλει πολλάκις την ακύρωσιν εκτελεστών διοικητικών πράξεων, χωρίς να ερευνήσει ιδιαιτέρως την νομιμότητα τούτων, ως συνέπειαν προηγουμένης ακυρώσεως, εφ΄οσον αι πράξεις αυταί ελήφθησαν με βάσιν την ακυρωθέισαν ή εξεδοθήσαν κατά συνέπειαν της ακυρωθείσης.

Τούτο είναι λογικόν, δεδομένου ότι η ακυρωθείσα πράξις θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα και κατ΄ακολουθίαν, όλαι αι πράξεις αι οποίαι έχουν ως βάσιν την ακυρωθείσαν δέον να εξαφανισθούν. Ακριβώς δε είς το σημείον αυτό γεννάται ή αναλόγος υποχρέωσις της Διοικήσεως, όπως έν συνεχεία μιας ακυρώσεως, ακυρώση ή ανακαλέση άλλας πράξεις πλην της ακυρωθείσης»

 

Η αιτήτρια εισηγήθηκε επίσης ότι η συγκατάθεση που φέρεται ότι έδωσε ο Έπαρχος Πάφου στις 28 Μαΐου 2010, δεν φέρει υπογραφή, συνεπώς είναι άκυρη.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση σε απάντηση, πρόβαλαν ότι το έντυπο της συγκατάθεσης του Επάρχου, αποστέλλεται σε τρία αντίγραφα.  Το ένα  κρατείται στα γραφεία του έπαρχου και τα δύο επιστρέφονται στην ΑΗΚ.  Ένα από αυτά αποστέλλεται στον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη.  Στην αιτήτρια αποστάληκε αντίγραφο με την σφραγίδα του Επάρχου και οι καθ΄ων η αίτηση κράτησαν το αντίγραφο με την υπογραφή του Επάρχου.  Πανομοιότυπος ισχυρισμός είχε τεθεί στην προσφυγή αρ.1440/09 Παπαναστασίου ν. ΑΗΚ, ημερ. 4.11.2010 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ:

 

«Όπως πολύ ορθά παρατηρεί η συνήγορος της καθ' ης η αίτηση, το συγκεκριμένο έντυπο αποστέλλεται στον Έπαρχο σε τρία αντίγραφα. Από αυτά, το ένα κρατείται στο γραφείο του, ενώ τα άλλα δύο αφού πρώτα επιστραφούν στην Αρχή, το ένα εξ' αυτών αποστέλλεται στον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, προκύπτει με σαφήνεια από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, πως το έντυπο που κρατήθηκε στο γραφείο του Επάρχου είναι πανομοιότυπο με το έντυπο που στάληκε στην αιτήτρια από την Αρχή. Και τα δύο φέρουν σφραγίδα με το όνομα της Επαρχιακής Επόπτριας κας Ιωάννας Αναστασιάδου καθώς και σφραγίδα του Επάρχου Λευκωσίας. Αντίθετα, το έντυπο που κρατήθηκε στο γραφείο της Αρχής, ενώ φέρει επίσης τη σφραγίδα του Επάρχου Λευκωσίας, αντί της σφραγίδας της Επαρχιακής Επόπτριας, φέρει μόνο τη μονογραφή της.»

 

 

Αυτό έγινε και στην παρούσα υπόθεση.  Το έντυπο που στάληκε στην αιτήτρια έφερε την σφραγίδα της επόπτριας και του επάρχου, ενώ το αντίγραφο που κρατήθηκε από την ΑΗΚ φέρει μόνο την σφραγίδα του επάρχου και την μονογραφή της επόπτριας.

 

Άλλος ισχυρισμός που προτάθηκε από την αιτήτρια ήταν ότι ο έπαρχος δεν προέβη στη δέουσα έρευνα, πριν να χορηγήσει τη συγκατάθεση του και συγκεκριμένα ότι δεν έκανε οποιαδήποτε έρευνα για την τοποθέτηση πυλώνων και των αγωγών, στη ζώνη προστασίας του κτήματος της αιτήτριας.

 

Το άρθρο 31(1) του περί Ηλεκτρισμού Νόμου έχει ως εξής:

 

«31.(1) Οι ανάδοχοι δύνανται να τοποθετήσουν οποιαδήποτε ηλεκτρική γραμμή είτε πάνω είτε κάτω από το έδαφος διαμέσου οποιασδήποτε γης, άλλης από γη καλυμμένη με οικοδομές, νοείται ότι πριν από την τοποθέτηση οποιασδήποτε τέτοιας γραμμής διαμέσου οποιασδήποτε γης οι ανάδοχοι επιδίδουν στο ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης, ή αν ο ιδιοκτήτης και κάτοχος δεν είναι γνωστοί, αναρτούν στη γη μέσω πίνακα ειδοποιήσεων, ειδοποίηση περί της πρόθεσης τους μαζί με περιγραφή των γραμμών που υπάρχει πρόθεση να τοποθετηθούν και αν εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την επίδοση ή ανάρτηση της ειδοποίησης ο ιδιοκτήτης και κάτοχος παραλείψουν να δώσουν τη συγκατάθεση τους ή αν επισυνάψουν στη συγκατάθεση τους οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις στους οποίους οι ανάδοχοι ενίστανται, ο Έπαρχος αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης δύναται να δώσει τη συγκατάθεση του για την τοποθέτηση τέτοιων γραμμών, είτε άνευ όρων ή υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως θεωρεί δίκαιο.»

 

΄Εχω διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης και δεν εντόπισα να είχε προηγηθεί οποιασδήποτε μορφής διαβούλευσης μεταξύ του Επάρχου και των καθ΄ων η αίτηση, πριν τη χορήγηση της συγκατάθεσης του πρώτου. Το παράρτημα Β, στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση (πρακτικά συνεδρίας ημερ. 4 Σεπτεμβρίου 2004), αφορά συζήτηση για την όδευση της γραμμής πριν, όμως, την χορήγηση της πολεοδομικής άδειας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διαβούλευση, με την αρμόδια αρχή, για σκοπούς παροχής συγκατάθεσης από τον Έπαρχο, σύμφωνα με την σαφή διατύπωση του πιο πάνω άρθρου.

 

Η αναγκαιότητα κατάδειξης, με θετικό τρόπο της επιβαλλόμενης διαβούλευσης μεταξύ Επάρχου και ΑΗΚ, έχει σημειωθεί και στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Πασχαλίδη στις υποθέσεις αρ. 1546/2009 και 1547/2009, Μιχαήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 7 Νοεμβρίου 2012. 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με έξοδα, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.



[1] Πολεοδομική άδεια αρ ΠΑΦ/0407/2004 και Πολεοδομική Έγκριση αρ ΠΑΦ/0407/2004/Α

[2] Πολεοδομική Έγκριση αρ ΠΑΦ/407/2004/Β


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο