ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Xαραλάμπους Γεώργιος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 489
Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 96
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(Υπόθεση Αρ. 257/2011)
11 Δεκεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Κ. Χατζηιωάννου, για την Αιτήτρια.
Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια προσβάλλει το περί Τροποποίησης του Υποδείγματος Προσφοράς Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο και Υποβρόχο της ΑΤΗΚ 2010 Διάταγμα του 2010 που δημοσιεύτηκε με την ΚΔΠ 514/2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ημερ. 17.12.10.
Ο καθ' ου η αίτηση έχει την αρμοδιότητα να ρυθμίζει την προώθηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και να αναθεωρεί τα ανώτατα μηνιαία τέλη της παροχής μεριζόμενης και αδεσμοποίητης πρόσβασης στον Τοπικό βρόχο και στον Τοπικό Υπο-βρόχο αντίστοιχα.
Η αιτήτρια, επιφορτισμένη με την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη Δημοκρατία και την υποχρέωση διαφάνειας, εξέδωσε στις 29.9.2010 το «υπόδειγμα προσφοράς αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ΑΤΗΚ» έκδοση 2010-2 και ακολούθως στις 13.10.10 δημοσίευσε την έκδοση 2010-3. Η αιτήτρια ενημέρωσε τον Επίτροπο για τη δημοσίευση τους και εξέφρασε τη διαφωνία της για τη χονδρική τιμή που καθορίστηκε από τον ίδιο. Ο Επίτροπος μετά από δημόσια διαβούλευση, σχετική αλληλογραφία και τη θετική γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής εξέδωσε το επίδικο Διάταγμα, κυρίως δυνάμει των προνοιών των άρθρων 20(η), (ια), (ιε), (κδ), (κστ), 56 και 152 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου 112(Ι)/2004 (στο εξής «ο Νόμος») και της παρ. 7(2) του περί Καθορισμού Διαδικασίας Επιβολής Τροποποιήσεων στα Υποδείγματα Προσφοράς Υπηρεσιών Διατάγματος του 2007 (ΚΔΠ 112/2007) ως τροποποιείται.
Λήφθηκε, μεταξύ άλλων, υπόψη η Απόφαση του Επιτρόπου 20/2009 αναφορικά με τον ορισμό Σχετικής Αγοράς, την ανάλυση Αγοράς και την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον Οργανισμό με Σημαντική ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ) Χονδρικής Φυσικής Πρόσβασης σε υποδομή δικτύου (περιλαμβανομένης της μεριζόμενης και πλήρως αδεσμοποίητης πρόσβασης στο τοπικό υποβρόχο) σε σταθερή θέση. Η Απόφαση του Επιτρόπου 20/2009, προσβλήθηκε ανεπιτυχώς με την προσφυγή αρ. 1013/2009 στην οποία εξέδωσα απορριπτική απόφαση στις 5.4.2011 και εκκρεμεί η έφεση που άσκησε η αιτήτρια (Αναθ. Εφεση αρ. 66/2011).
Η αιτήτρια βασίζει τον πρώτο λόγο ακύρωσης στην ενδεχόμενη επιτυχία της πιο πάνω έφεσης που θα εκβαραθρώσει την επίδικη πράξη ως εκδοθείσα καθ΄ υπέρβαση. Η εισήγηση κρίνεται άτοπη εφόσον υπάρχει μόνο απλή προσδοκία ακύρωσης της εν λόγω απόφασης. Η Απόφαση του Επιτρόπου, 20/2009, ως διοικητική πράξη περιβάλλεται το τεκμήριο της νομιμότητας και ανεξάρτητα από την εκκρεμότητα ενδίκων μέσων εναντίον της, εφαρμόζεται και παράγει πλήρεις συνέπειες. Ορθά συνεπώς ο δικηγόρος της αιτήτριας δεν επέμεινε στον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης με την απαντητική του αγόρευση.
Οι διάδικοι με τις αγορεύσεις τους και κατά τις διευκρινήσεις, επικεντρώθηκαν στο δεύτερο λόγο ακύρωσης. Η αιτήτρια θεωρεί ότι η χρήση πεπαλαιωμένων στοιχείων (απολογιστικά 2008 προϋπολογιστικά του 2009) για επιβολή ρυθμίσεων που θα ίσχυαν από 17.12.10, παρότι ήταν διαθέσιμα προς έλεγχο τα απολογιστικά αποτελέσματα του 2009 και τα προϋπολογιστικά του 2010, συνιστά έλλειψη δέουσας έρευνας και πραγματική πλάνη. Παραπέμπει δε στις πρόσφατες αποφάσεις ΑΤΗΚ ν Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 1368/09, ημερ. 28.2.12 και ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 450/2010, ημερ. 9.3.12 (οι οποίες έχουν επίσης εφεσιβληθεί). Αναφέρθηκε επίσης στην υπ΄ αρ. 650/04 απόφαση, ημερ. 28.3.2007, (Κωνσταντινίδης, Δ.), η οποία επικυρώθηκε κατ΄ έφεση με την Επίτροπος Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 96, όπου το εκεί διάταγμα του Επιτρόπου ακυρώθηκε λόγω χρήσης από τον Επίτροπο της μεθοδολογίας της βέλτιστης πρακτικής αντί της μεθόδου συνάρτησης του τέλους παροχής υπηρεσιών προς το κόστος τους, για την οποία όμως δεν συμπληρώθηκε ούτε η έκθεση του Συμβούλου που ο Επίτροπος είχε διορίσει ούτε είχε διεξαχθεί ολοκληρωμένη περαιτέρω έρευνα για τη μέθοδο κοστολόγησης των αιτητών.
Ο καθ' ου η αίτηση αντιτείνει ότι όποτε η αιτήτρια κοινοποιεί μια τροποποίηση ενός Υποδείγματος Προσφοράς Υπηρεσιών (ΥΠΥ), ο έλεγχος διενεργείται με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για τα οποία όμως ο Επίτροπος έχει ολοκληρώσει τον κοστολογικό έλεγχο. Αυτός ο έλεγχος είναι χρονοβόρος και διαρκεί 6 έως 12 μήνες. Η αιτήτρια απέστειλε τα απολογιστικά στοιχεία του 2009 στις 19.10.2010 δηλαδή δυο μόλις μήνες πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος και ούτε ένα μήνα πριν την δημόσια ακρόαση που διεξήχθη στις 9.11.10. Αναφορικά με τα προϋπολογιστικά του 2010 ο ισχυρισμός του καθ' ου η αίτηση είναι ότι εστάλησαν στις 10.3.11, οπότε ήταν αδύνατο να ελεγχθούν και να ληφθούν υπόψη. Τα δεδομένα αυτά δεν αντικρούστηκαν από την αιτήτρια.
Από τη νομολογία που αναφέρθηκε ξεχωρίζω ως πιο σχετική την υπόθ. αρ. 1368/2009 (ανωτέρω) του Ναθαναήλ, Δ., στην οποία εύστοχα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Παραμένει όπως προβληματική η βάση της έκδοσης του επίδικου Διατάγματος αρ. 5/09 και ως προς αυτό παρατηρείται ότι το σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης στην υπ΄ αρ. 1013/09 προσφυγή εστίασε την προσοχή του στην πολλαπλότητα του εκεί εκδοθέντος Διατάγματος του Επιτρόπου, και την παράβαση των διαδικασιών που οδήγησαν σ΄ αυτό. Όπως ορθά υποδεικνύει ο κ. Χατζηϊωάννου, ο Επίτροπος προς έκδοση του Διατάγματος έλαβε, μεταξύ άλλων, «τα ελεγμένα στοιχεία ως έχουν προκύψει από το κοστολογικό έλεγχο για τα έτη 2006-2007». Εκδομένου του Διατάγματος στις 31.7.2009, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί ανάλυση αγοράς στη διετία που παρήλθε, δηλαδή, μεταξύ 31.7.2007-30.7.2009 κατά το άρθρο 46(8) του Νόμου. Η ανά διετία ενέργεια από τον Επίτροπο συμφώνως του εδαφίου (8) του άρθρου 46, αφορά τη διαδικασία εξέτασης της αγοράς, που περιλαμβάνει τον ορισμό των σχετικών αγορών, τη διενέργεια ανάλυσης αγοράς και τον προσδιορισμό των καταλλήλων και αναλογικών ρυθμίσεων. Αυτά σε συνάρτηση με τα προηγούμενα εδάφια του ιδίου άρθρου και μετέπειτα του επόμενου άρθρου 49, που αφορά την επιλογή διορθωτικών ρυθμίσεων, καθιστά επιβεβλημένο τον, ανά διετία τουλάχιστον, καθορισμό του προσώπου ή προσώπου που έχουν σημαντική ισχύ σε μία σχετική αγορά, το οποίο πρόσωπο ή πρόσωπα τότε μόνο υπόκεινται σε ρυθμιστικές υποχρεώσεις, κατά το άρθρο 49. .........
Εδώ να παρεμβληθεί το εξής σημαντικό κατά το Δικαστήριο. Η θέση και αποδοχή από τον Επίτροπο ότι για την έκδοση του επιδίκου διατάγματος αρ. 5/09, βασίστηκε στα απολογιστικά στοιχεία του 2006 και κυρίως στα προϋπολογιστικά του 2007, δείχνει ότι ο έλεγχος των διαθέσιμων στοιχείων γίνεται όχι στη βάση ημερολογιακών ετών ή διετίας, δηλαδή, από Ιανουάριο σε Δεκέμβριο, αλλά στη βάση στοιχείων που αφορούν το ένα έτος εκ της διετίας και τα προϋπολογιστικά του επόμενου έτους. Είναι υπόψη του Δικαστηρίου η πρόσφατη απορριπτική απόφαση στην υπόθ. αρ. 1367/09, ημερ. 2.11.2011, (Ερωτοκρίτου, Δ.), που αφορούσε τους ίδιους διαδίκους και το διάταγμα που εκεί εκδόθηκε αρ. 6/09 στις 31.7.2009, στην οποία δεν παρέπεμπε οιοσδήποτε των συνηγόρων, και στην οποία θεωρήθηκε ότι δεν είχε παρέλθει η περίοδος των δύο ετών από το τέλος του 2007, μέχρι την έκδοση του διατάγματος στις 31.7.2009. Με το δέοντα σεβασμό, εφόσον είναι τα προϋπολογιστικά στοιχεία του 2007 που λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση του διατάγματος στις 31.7.2009, η διετία είχε παρέλθει. Αλλά και εφόσον, υπενθυμίζεται, η βάση της έκδοσης του διατάγματος ήταν τα προϋπολογιστικά στοιχεία του 2007, γιατί δεν χρησιμοποιήθηκαν τα προϋπολογιστικά στοιχεία του 2008, ως προς τα οποία ο Επίτροπος τηρεί σιγή. Λογικά και κατ΄ αναλογίαν, η ίδια βάση έπρεπε να χρησιμοποιηθεί και για την έκδοση του διατάγματος αρ. 5/09.»
Υιοθετώ το πιο πάνω σκεπτικό. Τα γεγονότα ωστόσο εδώ διαφοροποιούνται από την παραταθείσα πιο πάνω καθώς και από την ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υποθ. αρ. 450/2010, (ανωτέρω) στην οποία ακυρώθηκε αντίστοιχο Διάταγμα ημερ. 29.1.10 επειδή βασίστηκε σε παλαιότερο κοστολογικό έλεγχο (απολογιστικά του έτους 2006 και προϋπολογιστικά του 2007).
Ο επίκαιρος έλεγχος στην προκειμένη περίπτωση για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, προκειμένου να πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 46(8,) θα έπρεπε να διεξαχθεί στη βάση διαθέσιμων στοιχείων που αφορούν το ένα έτος εκ της διετίας και τα προϋπολογιστικά του επόμενου. Η ημερομηνία έκδοσης εδώ είναι η 17.12.10. Συνεπώς η χρήση των απολογιστικών στοιχείων του 2008 και κυρίως των προϋπολογιστικών του 2009 συμβιβάζεται με την απαίτηση έρευνας ανά διετία. Εξάλλου είναι παραδεκτό ότι νεότερα στοιχεία ως προς το 2009 (απολογιστικά) δόθηκαν με αρκετή καθυστέρηση από την αιτήτρια, η οποία ας σημειωθεί ότι δεν τα επικαλέστηκε καν κατά την διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης που προηγήθηκε της δημοσίευσης του προσβαλλόμενου Διατάγματος ενώ τα προϋπολογιστικά του 2010 δεν ήταν καν διαθέσιμα.
Ούτε ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αιτήτριας ότι τέτοια στοιχεία ήταν εύκολα διαπιστώσιμα από το κοστολογικό σύστημα της ΑΤΗΚ και κατά συνέπεια το γεγονός ότι δεν ερευνήθηκαν από τον Επίτροπο συνιστά παράλειψη δέουσας έρευνας, με βρίσκει σύμφωνο. Η υποχρέωση δέουσας έρευνας από τον Επίτροπο, στη βάση των εξουσιών του βάσει του Νόμου δεν μπορεί να επεκτείνεται και σε στοιχεία που δεν έχουν αξιολογηθεί ως αξιόπιστα, επειδή για παράδειγμα δεν τέθηκαν στην διάθεση του Επιτρόπου έγκαιρα. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί το Διάταγμα του Επιτρόπου του 2008 (ΚΔΠ 320/2008) που επιβάλλει στους υπόχρεους οργανισμούς τη μεθοδολογία υπολογισμού του κόστους, την υποβολή σε ειδική έκθεση, την τεκμηριωμένη συμμόρφωση τους για υποβολή όχι αργότερα από τον όγδοο μήνα κάθε οικονομικού έτους των προϋπολογιστικών του τρέχοντος και των απολογιστικών στοιχείων του προηγούμενου. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί η εξουσία του Επιτρόπου να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις σε περίπτωση μη έγκαιρης υποβολής στοιχείων.
Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο Επίτροπος ενήργησε καθ' υπέρβαση της εξουσίας του στη βάση του άρθρου 20(ιζ), διότι με το Διάταγμα καθόρισε το Μηνιαίο Τέλος Μεριζόμενης Πρόσβασης στον Τοπικό βρόχο σε 1,78. Το συγκεκριμένο άρθρο περιορίζει την αρμοδιότητα του Επιτρόπου στον καθορισμό «πλαισίου χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του κατωτάτου και ανωτάτου ορίου τιμών». Μελέτησα προσεχτικά το Διάταγμα και ιδιαίτερα τις τροποποιήσεις του Παραρτήματος 3 που έχουν ως εξής:
«1. Στην παράγραφο 2.2. με τα υποστοιχεία 2.2.2 που αναφέρεται στο Μηνιαίο Τέλος Μεριζόμενης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο, ο Επίτροπος προβαίνει στην τροποποίηση τους ως εξής:
Μηνιαίο Τέλος Μεριζόμενης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο |
€1,78 |
Αιτιολογικό:
Ο Επίτροπος προβαίνει στην πιο πάνω τροποποίηση επειδή διατηρήθηκε η ποσοστιαία διαφορά από τα προηγούμενο υπόδειγμα βάσει της πλήρους αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.
Το νέο τέλος ύψους €1,78 υπολογίζεται ως η ίδια ποσοστιαία διαφορά σε σχέση με το υφιστάμενο τέλος, ....
1. Στην παράγραφο 2.3.2 και με τα στοιχεία «Ανώτατο Μηνιαίο Τέλος Πλήρως Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Υποβρόχο» ο Επίτροπος προβαίνει στην τροποποίησή τους ως εξής:
Ανώτατο Μηνιαίο Τέλος Πλήρως Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Υπο-βρόχο |
€6.31 |
Αιτιολογικό:
Ο Επίτροπος προβαίνει στην πιο πάνω τροποποίηση επειδή διατηρήθηκε η ποσοστιαία διαφορά από το προηγούμενο υπόδειγμα βάσει της πλήρους αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.»
Προκύπτει ότι η τιμή του €1,78 καθορίστηκε ως η ανώτατη δυνατή χρέωση, εφόσον το συγκεκριμένο τέλος για τη μεριζόμενη πρόσβαση τέθηκε ως ποσοστό του τέλους της πλήρους πρόσβασης σε βρόχο το οποίο αναγράφεται ως ανώτατο. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 7 δεν εμποδίζεται η αιτήτρια να συνάπτει συμφωνίες με οποιοδήποτε παροχέα με βάση ευνοϊκότερους όρους και/ή χαμηλότερες χρεώσεις.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβλήθηκαν αναφορικά με την παραβίαση των άρθρων 46, 49, 51 και 56 θα εξεταστούν σωρευτικά. Η αιτήτρια θεωρεί ότι η εξουσία του Επιτρόπου για ex ante ρύθμιση εξαντλείται με την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε Οργανισμό με σημαντική ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ). Η εξουσία του Επιτρόπου στη βάση του Μέρους 9 του Νόμου, του άρθρου 55(1) με τον πλαγιότιτλο «επιβολή, τροποποίηση ή άρση υποχρεώσεων» καθώς και των άρθρων 56-67 (που απαριθμούν τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις που μπορούν να επιβληθούν μόνο σε παροχείς με ΣΙΑ) είναι ευρύτατη. Επίσης το άρθρο 49 του Νόμου «επιλογή διορθωτικών ρυθμίσεων» υπογραμμίζει την ανάγκη οι τυχόν ρυθμίσεις που θα επιβληθούν να είναι αναλογικές, τεχνολογικά ουδέτερες και αιτιολογημένες. Κανένας άλλος περιορισμός δεν προκύπτει από τις διατάξεις του Νόμου ως προς τη δυνατότητα του Επιτρόπου να επιβάλλει υποχρεώσεις και να τις τροποποιεί ανάλογα με τα εκάστοτε δεδομένα. Εξάλλου το επίδικο Διάταγμα επιβλήθηκε δυνάμει της πρόνοιας 56(6) του Νόμου που ρητά προνοεί για την τροποποίηση των ΥΠΥ.
Το ίδιο αστήριχτος είναι και ο ισχυρισμός ότι οι μόνες τροποποιήσεις που μπορούσε ο Επίτροπος να επιβάλλει σε ένα Διάταγμα είναι όσες αποσκοπούν στη συμμόρφωση με το Νόμο και όχι στη συμμόρφωση με προηγούμενη απόφαση του, εν προκειμένω την Απόφαση του Επιτρόπου 20/2009. Ο Νόμος είναι το γενικό πλαίσιο που περιέχει τους γενικούς σκοπούς και την εμβέλεια των ρυθμιστικών υποχρεώσεων που μπορεί να επιβάλλει ο Επίτροπος. Είναι οι εκάστοτε αποφάσεις/διατάγματα του καθ' ου η αίτηση, οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια του Νόμου που εξειδικεύουν αυτές τις υποχρεώσεις. Είναι στα πλαίσια της εποπτείας που του έχει ανατεθεί από το νόμο που ο Επίτροπος εξέδωσε την απόφαση 20/2009, σε συμμόρφωση με την οποία και ειδικότερα με την υποχρέωση διαφάνειας που η αιτήτρια εξέδωσε το ΥΠΥ, και ακολούθως ενεργώντας εντός της κείμενης δευτερογενούς νομοθεσίας που προέβη στην τροποποίηση του περιεχομένου του εκδίδοντας το Διάταγμα.
Η αιτήτρια υποστηρίζει επίσης ότι η παρ.4(γ) του Διατάγματος που επιβάλλει την αναπροσαρμογή των υφιστάμενων συμφωνιών είναι αυθαίρετη. Η εν λόγω παρ. αναφέρει «εντός 2 μηνών από την τροποποίηση του ΥΠΥ ΑΠΤΒ της ΑΤΗΚ 2010, να αναπροσαρμόσει όλες τις υφιστάμενες συμφωνίες με Δικαιούχους Οργανισμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τροποποιημένο ΥΠΥ ΑΠΤΒ 2010 και να κοινοποιήσει και να γνωστοποιήσει αυτές στον Επίτροπο». Είναι φυσικό οι συμφωνίες τις οποίες είχε συνάψει η αιτήτρια με άλλους οργανισμούς και αφορούν στις συγκεκριμένες αγορές που επηρεάζει το Διάταγμα να επικαιροποιούνται με βάση το τροποποιημένο περιεχόμενο του ΥΠΥ. Διαφορετικά το περιεχόμενο του Διατάγματος θα παρέμενε ανεφάρμοστο.
Η αιτήτρια εισηγείται ότι η παρ. 5 καταστρατηγεί την ελευθερία των συμβάσεων (άρθρο 26 του Συντάγματος). Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η παρ. 5 αναφέρει:
«5. Το ΥΠΥ ΑΠΤΒ της ΑΤΗΚ 2010 περιέχει τους ελάχιστους όρους και το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να υπάρχει σε μία συμφωνία παροχής υπηρεσιών Χονδρικής Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο και Υποβρόχο. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν περιορίζει τα Πρόσωπα από του δικαιώματος τους να διαπραγματευτούν. Οποιεσδήποτε διατάξεις, όροι και προϋποθέσεις συμφωνηθούν μεταξύ των μερών, οι οποίες τροποποιούν με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του εγκεκριμένου από τον Επίτροπο ΥΠ ΑΠΤΒ της ΑΤΗΚ 2010, θα πρέπει να κοινοποιηθούν στον Επίτροπο ο οποίος και ενεργεί σύμφωνα με τους όρους και τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας.»
Με σαφήνεια προκύπτει ότι οι πρόνοιες του Υποδείγματος δεν είναι εξαντλητικές με την έννοια ότι δεν ρυθμίζουν αναλυτικά όλα τα θέματα αλλά αφήνουν περιθώρια διαπραγμάτευσης και δεν εμποδίζει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως αλλά αντίθετα το προνοεί ρητά. Εφόσον όμως συναφθούν συμφωνίες οι οποίες επεμβαίνουν τροποποιητικά στους ελάχιστους όρους του ΥΠΥ, αυτές υποβάλλονται στον Επίτροπο προκειμένου είτε αν ακυρωθούν είτε να τροποποιηθούν αναλόγως. Είναι εύστοχη εδώ η παρατήρηση της δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση ότι αν οι εκάστοτε συμφωνίες και το περιεχόμενο τους παράμεναν ανέλεγκτα από τον Επίτροπο, η αιτήτρια ως κατέχουσα ΣΙΑ θα μπορούσε να επιβάλλει συμφερότερους όρους σε βάρος των εναλλακτικών παροχέων. Συνεπώς αυτή η πρόνοια προστατεύει τις ελάχιστες ασφαλιστικές δικλείδες υπέρ του ασθενέστερου συμβαλλομένου και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Εξάλλου το ίδιο το άρθρο του Συντάγματος προνοεί για τους νόμιμους όρους και περιορισμούς του συμβάλλεσθαι ελευθέρως στην βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων (άρθρο 26.1).
Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς με τους οποίους επιδιώκει να καταδείξει το αναιτιολόγητο του Διατάγματος, ειδικότερα σε ότι αφορά την αόριστη επίκληση της συμμόρφωσης με την Απόφαση του Επιτρόπου 20/09, τροποποιήσεις που αφορούν στην ποσοστιαία διαφορά από το προηγούμενο υπόδειγμα (Τροποποιήσεις 4(α) και 4(β).) Από μια απλή ανάγνωση του Διατάγματος προκύπτει εύλογα ότι όλες οι τροποποιήσεις αιτιολογούνται πλήρως. Χαρακτηριστικά στο Παράρτημα 3 καταγράφονται ακόμη και οι μαθηματικές πράξεις που έγιναν από τις ποίες προέκυψε το μηνιαίο τέλος Μεριζόμενης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο. Σχετικά με την ποσοστιαία διαφορά που διατηρήθηκε προς διαφωνία της αιτήτριας, δεν θα υπεισέλθω σε αυτή την πτυχή αφού αποτελεί καθαρά τεχνικό θέμα και απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις. Υπενθυμίζω ότι η κρίση της Διοίκησης παραμένει ανέλεγκτη, εφόσον δεν διαπιστώνεται κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και πλάνη ως προς τα πραγματικά δεδομένα. (Χαραλάμπους (2005) 3 ΑΑΔ 489).
Δεν ευσταθεί κανένας από τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν. Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.