ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1924/2008 και 138/2009)
3 Δεκεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1924/2008)
ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΡΑΦΤΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 138/2009)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΣΟΛΑΚΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση υπ΄ αρ. 1924/08.
Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση υπ΄ αρ.138/09.
Β. Χριστοφόρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Ζ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές αξιώνεται η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Ύστερα από τη δημοσίευση της θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβλήθηκαν πέντε αιτήσεις. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συνεστήθη, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), την έκθεσή της στις 22.4.2008. Συστήνονταν για επιλογή τέσσερις από τους πέντε υποψήφιους. Μέσα στους συστηνόμενους ήταν και ο αιτητής στην υπόθεση υπ΄ αρ. 138/09. Η Επιτροπή όμως, αφού εξέτασε και έλαβε υπ΄ όψιν την επιστολή του υποψήφιου που δεν συστηνόταν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφάσισε όπως όλοι οι υποψήφιοι κληθούν για συνέντευξη.
Η προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 27.10.2008 και στη συνέχεια ο Διευθυντής, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και αποχώρησε από τη συνεδρία.
Στη συνεδρία της ημερομηνίας 29.10.2008, η Επιτροπή κατέληξε κατά πλειοψηφία, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη θέση.
Στις δύο προσφυγές, πλην του λόγου ακύρωσης λόγω μη κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, εγείρονται διαφορετικοί λόγοι ακύρωσης σε κάθε προσφυγή. Θα εξετάσω πρώτα το λόγο που εγείρεται από κοινού.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής. Επισημαίνουν ότι έχει παρακολουθήσει μόνο εξάμηνο πρόγραμμα σπουδών σε αγγλόφωνο πανεπιστήμιο, σε αντίθεση με τους αιτητές οι οποίοι κατέχουν το συγκεκριμένο προσόν. Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1924/2008 ισχυρίζεται ότι εμφανώς υπερέχει και στο σημείο αυτό του ενδιαφερόμενου μέρους, όμως δεν τίθεται θέμα υπεροχής, αλλά κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι κατέχει το συγκεκριμένο προσόν ή όχι.
Έγινε αναφορά στην υπόθεση Ανδρέα Χ" Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 950/1998, ημερ. 14.7.2000 η οποία αφορούσε προσφυγή εναντίον του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους για τη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού Χωρομετρίας, όπου η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώθηκε γιατί, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, δεν προέβη στη δέουσα διερεύνηση για την κατοχή του επιπέδου της «πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής» από το ενδιαφερόμενο μέρος. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με τους αιτητές, συνιστά δεδικασμένο και συνεπώς εσφαλμένα η Επιτροπή δέκτηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το συγκεκριμένο προσόν.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θεμελίωσε τη θέση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής στο ότι κατείχε ήδη τη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, της οποίας βασικό προσόν ήταν η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, αποφασίστηκε ότι η κοινή λογική αναντίλεκτα επιβάλλει η Επιτροπή να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που ήταν, και στην περίπτωση εκείνη, η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, αφού το συγκεκριμένο προσόν απαιτείτο και για τη θέση την οποία ήδη κατείχε. Η θέση αυτή παγιώνεται, σύμφωνα πάντα με την πιο πάνω απόφαση, από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου στην προηγούμενη θέση, η οποία ουδέποτε προσεβλήθη. Οποιαδήποτε νέα έρευνα από την Επιτροπή για το επίμαχο προσόν θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφιση του διορισμού του προαχθέντος που είχε γίνει στη θέση που κατέχει, κάτι νομικά ανεπίτρεπτο (βλέπε ακόμα Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 468, Κούλη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1038/2000, ημερ. 22.1.2002).
Εν όψει της πιο πάνω προσέγγισης είναι φανερό ότι το σχετικό επιχείρημα των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί. Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω τα επιχειρήματα τα οποία εγείρονται από τους αιτητές χωριστά.
Προσφυγή 1924/2008
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις είναι αναιτιολόγητη, ενώ λήφθηκαν υπ΄ όψιν στοιχεία της βαθμολογίας των υποψηφίων στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.
Σε συμφωνία με τους καθ΄ ων η αίτηση καταλήγω ότι το άρθρο 34 (10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/1990, όπως τροποποιήθηκε, απαιτεί την καταγραφή της γενικής εντύπωσης της εκάστοτε Συμβουλευτικής Επιτροπής στα πρακτικά και αιτιολόγησή της. Δεν απαιτείται η αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και καταγράφοντας τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τον καθένα ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Ισχυρίζεται ότι σε αξία είναι ισάξιος με το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ υπερέχει έκδηλα σε προσόντα και πείρα.
Ως προς το θέμα της σύγκρισης του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους αρκεί να παρατηρήσω ότι όσον αφορά το κριτήριο της αξίας, πράγματι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι όντως ισάξιοι, όπως προκύπτει από τις τελευταίες πέντε υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τη διάρκεια των ετών 2002-2006, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα λόγω μισθολογικής κλίμακας, υπεροχή η οποία βέβαια δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.
Ως προς τα προσόντα θα πρέπει να σημειώσω ότι πλην των απαιτουμένων προσόντων ο αιτητής διαθέτει πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα, τα οποία, όμως, σύμφωνα με τη νομολογία (Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468) περιθωριακή μόνο σημασία έχουν. Τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπ΄ όψιν εφ΄ όσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης και απόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας αφ΄ ενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και αφ΄ ετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα στα όρια αυτά το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων (Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 2847 κ.α., ημερ. 30.4.2000).
Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό για υπεροχή του αιτητή σε πείρα, θα πρέπει να λεχθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία, η πείρα δεν συνιστά ξεχωριστό παράγοντα τον οποίο η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν (βλέπε Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118).
Είναι περαιτέρω σαφές ότι κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής συνέντευξη, το ενδιαφερόμενο μέρος δημιούργησε πολύ καλύτερη εντύπωση από τον αιτητή, αφού κρίθηκε ότι έδωσε σχεδόν εξαίρετες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις και παρουσίασε ιδιαίτερη ωριμότητα σκέψης και ευελιξία στις προσεγγίσεις του, ενώ οι απαντήσεις του αιτητή κρίθηκαν απλώς ως πάρα πολύ καλές. Ο αιτητής αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλός, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως σχεδόν εξαίρετος.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και αναιτιολόγητη. Σημειώνει ότι ο Διευθυντής του Τμήματος ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε αποκλείσει τον αιτητή και συνεπώς είχε διαμορφωμένη μεροληπτική στάση και αξιολόγησε, μετά το πέρας της προφορικής συνέντευξης, το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετο και τον ίδιο ως πάρα πολύ καλό. Τελικά σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς αιτιολογία και χωρίς να λάβει υπ΄ όψιν τα στοιχεία κρίσης, όπως προκύπτουν από τους φακέλους.
Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου που τυγχάνει εφαρμογής, οι συστάσεις του προϊσταμένου δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένες. Η σύσταση στην οποία προέβη τελικά ο προϊστάμενος αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιλογή ως προς τον καταλληλότερο υποψήφιο και συνεπώς ο ισχυρισμός για έλλειψη αιτιολογίας θα πρέπει να απορριφθεί.
Από την άλλη δεν φαίνεται, αλλά και ούτε επισημαίνεται οποιοδήποτε σημείο από τον αιτητή που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι η σύσταση είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων. Όπως έχει λεχθεί (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387), η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου, ενώ αν είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του φακέλου θα πρέπει να παραγνωρίζεται.
Τέλος ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ότι αποφασιστικό κριτήριο επιλογής υπήρξε η προφορική συνέντευξη στην οποία μάλιστα εμφιλοχώρησε και πλάνη ως προς τη διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Η απόφαση της Επιτροπής δεν φαίνεται να είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αφού το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής ήταν περίπου ισάξιοι. Πέραν όμως αυτού και εκτός του γεγονότος ότι η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της προφορικής συνέντευξης ευνοεί το ενδιαφερόμενο μέρος, διαθέτει υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή, απόκλιση από την οποία όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά.
Η όποια τυχόν υπεροχή του αιτητή σε πρόσθετα προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν από τη μικρή σημασία που έχει, ελήφθη εν πάση περιπτώσει υπ΄ όψιν από την Επιτροπή. Με τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος να είναι σχεδόν ίσοι στα τρία νομοθετημένα κριτήρια και το ενδιαφερόμενο μέρος να έχει υπέρ του την υπεροχή στην προφορική συνέντευξη, αλλά ιδίως και τη σύσταση του Διευθυντή, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί πλάνη της Επιτροπής.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 138/2009
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3(1) τα απαιτούμενα προσόντα είναι η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στη διαχείριση ακινήτων, στις Εκτιμήσεις, στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at law), στη χωρομετρία, στη χαρτογραφία ή σε άλλο θέμα σε συναφείς τομείς ή ο υποψήφιος να είναι πλήρες μέλος (Fellow ή Professional Associate) του Royal Institution of Chartered Surveyors (General Practice ή Land Surveying Division) ή να είναι μέλος άλλου ισότιμου σχετικού επαγγελματικού σώματος, μετά από επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού κύκλου σπουδών.
Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το δίπλωμα Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού, το οποίο, σύμφωνα με τον αιτητή, δεν καλύπτεται και δεν περιλαμβάνεται στα προσόντα της παραγράφου 3(1).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους καλύπτουν το σχέδιο υπηρεσίας. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι το προσόν που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος δεν φαίνεται εξόφθαλμα να ανήκει σε κάποιο από τα θέματα που καλύπτονται από την παράγραφο (1) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας και κατέληξε ότι: «Παρόλο που στην ΄Εκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν κάνει οιανδήποτε ιδιαίτερη αναφορά διαφαίνεται ότι έκρινε πως το προσόν αυτό εμπίπτει σε «θέμα σε συναφείς τομείς» σύμφωνα με την σχετική πρόνοια της παραγράφου (1)».
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι ούτε στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, αλλά ούτε και στην αγόρευση του ενδιαφερόμενου μέρους σχολιάζεται το πιο πάνω επιχείρημα του αιτητή ή δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση ή ανάλυση.
Είναι ορθό ότι η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας και ο καθορισμός των κριτηρίων της εκάστοτε υπό πλήρωση θέσης, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν η δοθείσα ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή.
Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή επισήμανε το γεγονός ότι το πτυχίο το οποίο κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος «δεν φαίνεται εξόφθαλμα να ανήκει σε κάποιο από τα θέματα που καλύπτονται από την παράγραφο (1) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας», αλλά αντί να προχωρήσει σε έρευνα για να διαπιστώσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ή όχι το συγκεκριμένο προσόν, επέλεξε να πει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή «διαφαίνεται ότι έκρινε πως το προσόν αυτό εμπίπτει σε θέμα σε συναφείς τομείς σύμφωνα με την σχετική πρόνοια της παραγράφου (1)».
Θεωρώ, σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, ότι η ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή αποφασίζοντας ότι διαφαίνεται ότι το προσόν του εμπίπτει σε θέματα σε συναφείς τομείς, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Η Επιτροπή, αφού είχε οποιεσδήποτε αμφιβολίες για την κατοχή ή μη του συγκεκριμένου προσόντος, θα έπρεπε να προβεί σε δική της έρευνα και όχι να υποθέσει ποια ήταν η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. ΄Ετσι λοιπόν, η προσφυγή υπ΄ αρ. 138/2009 θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, δεν είναι απαραίτητο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που εγείρονται στην προσφυγή.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 138/2009 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 1924/2008, απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, επίσης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ