ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 ΑΑΔ 420
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλοι ν. Χαράλαμπου Ταλιαδώρου και Άλλων (2005) 1 ΑΑΔ 586
KAZAMIAS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 239
ADAMIDES ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 343
PAYIATAS ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1239
CHRISTODOULIDES ν. CY.T.A. (1988) 3 CLR 1162
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973
Περικλέους ν. Συμβ. Βελτ. Αγ. Νάπας (1993) 3 ΑΑΔ 579
Iωσηφίδης Xρίστος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490
Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ανδρέα Πάταλλου (1999) 3 ΑΑΔ 399
Κουμέρας Ιωάννης ν. Aρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 537
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1125/2011)
14 Δεκεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΙΟΥΛΙΑ ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΟΥ,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια κατέχει τη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, στο Υπουργείο Εξωτερικών. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι οποίες διαβιβάστηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς την Υπουργό Εξωτερικών, η αιτήτρια, σε συνεννόηση με άλλους τρεις λειτουργούς του Υπουργείου, συνέταξαν στις 11.7.2011 πρακτικό σύσκεψης η οποία είχε γίνει στο Υπουργείο Άμυνας στις 7.2.2011 και σχετιζόταν με την επακολουθήσασα έκρηξη πυρομαχικών στη Ναυτική Βάση στο Μαρί και το οποίο πρακτικό εσκεμμένα διέρρευσε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ σ΄ αυτό περιλαμβάνονταν στοιχεία τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια.
Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του ημερομηνίας 12.8.2011, κατόπιν υποβολής πρότασης από την Υπουργό Εξωτερικών, διόρισε τον κ. Αντ. Βασιλειάδη, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως ερευνώντα λειτουργό, με βάση τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, για να διεξαγάγει έρευνα εναντίον των προαναφερθέντων τεσσάρων λειτουργών για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Η Υπουργός Εξωτερικών, με επιστολή της ημερομηνίας 19.8.2011 προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ενημέρωσε ως προς τα προηγηθέντα και τις κατεχόμενες μέχρι τότε πληροφορίες, και εισηγήθηκε, ως αρμόδια Αρχή, όπως η αιτήτρια και οι άλλοι λειτουργοί, τεθούν σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία δεν αναμενόταν να ξεπεράσει τον ένα μήνα. Ως λόγο για τον οποίο η διαθεσιμότητα των λειτουργών καθίστατο αναγκαία, η Υπουργός προέβαλε τη διασφάλιση ότι δε θα επηρεαστεί η ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας από την παραμονή των λειτουργών στα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, αφού αναμενόταν να ληφθούν μαρτυρικές καταθέσεις, μεταξύ άλλων και από υφισταμένους τους.
Η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερομηνίας 22.8.2011 αποφάσισε να αποδεχτεί την εισήγηση και έθεσε την αιτήτρια και τους άλλους λειτουργούς σε διαθεσιμότητα από την ίδια ημερομηνία (22.8.2011) και για περίοδο 15 ημερών, επιτρέποντάς τους να λαμβάνουν το ½ των απολαβών τους.
Ενημέρωσε δε η ΕΔΥ σχετικά τους επηρεαζόμενους λειτουργούς, πληροφορώντας τους ταυτόχρονα ότι εδικαιούντο να υποβάλουν γραπτή ένσταση μέχρι την 26.8.2011. Πράγματι, οι δικηγόροι της αιτήτριας, με επιστολή τους ημερομηνίας 25.8.2011, υπέβαλαν την ένστασή τους κατά της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση.
Η καθ΄ης η αίτηση ακολούθως, επιλήφθηκε ξανά του θέματος και των υποβληθεισών ενστάσεων και, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε να παραμείνει η αιτήτρια σε διαθεσιμότητα με τους ίδιους όρους.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 22.8.2011 με την οποία διατάχθηκε η διαθεσιμότητά της για περίοδο 15 ημερών και προβάλλει διάφορους λόγους, επιζητώντας την ακύρωσή της.
Στην Ένσταση, την οποία καταχώρησε, η καθ΄ης η αίτηση εγείρει και δύο προδικαστικές ενστάσεις εκ των οποίων απέσυρε τη δεύτερη με τη γραπτή αγόρευσή της. Ως εκ της φύσεώς της, θα εξετάσω κατά προτεραιότητα την εναπομείνασα προδικαστική ένσταση.
Προδικαστική ένσταση. Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη εννόμου συμφέροντος από την πλευρά της αιτήτριας.
Όπως ισχυρίζεται η καθ΄ης η αίτηση, η αιτήτρια έπαυσε να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να προσβάλλει την επίδικη απόφαση, επειδή η διαθεσιμότητα στην οποία είχε τεθεί, ήρθη ή έληξε αυτοδικαίως στις 5.9.2011. Εξαλείφθηκε έτσι το αντικείμενο της προσφυγής, χωρίς να αφήσει κανένα κατάλοιπο υλικής ζημιάς ή βλάβης, ώστε να μπορούσε ενδεχόμενα να συνεχιστεί η διαδικασία προς το σκοπό διεκδίκησης αποζημιώσεων με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Η δε επίκληση πρόκλησης ηθικής βλάβης, όπως προσθέτει η καθ΄ης η αίτηση, δε συνιστά κεφάλαιο ζημιάς το οποίο να καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6.
Διαφωνώντας με την προδικαστική ένσταση, η αιτήτρια παρατηρεί ότι, πέραν από τη "ρετσινιά" και/ή διαπόμπευσή της εντός της υπηρεσίας για δήθεν ευθύνες της για την καταστροφή που επέφερε η έκρηξη στο Μαρί και πέραν από την υποχρεωτική αποχή από τα καθήκοντά της, η προσβαλλόμενη απόφαση, της επέφερε σαφέστατη ηθική μείωση και παραμένει το γεγονός της διαθεσιμότητας ως στοιχείο της σταδιοδρομίας της στο φάκελό της, ενώ της επέφερε και οικονομική ζημιά με όλα όσα της επιβλήθηκαν και όσα όφειλε η ίδια να προστατεύσει δικαστικά. Η διαθεσιμότητα, συνεχίζει η αιτήτρια, ήταν εκτελεστή πράξη που είχε συγκεκριμένη χρονική ισχύ, προσβλήθηκε εμπρόθεσμα και πριν τη λήξη της ισχύος της και, επομένως, παρέμεινε χωρίς απόφαση για την ακύρωσή της.
Η μελέτη της σχετικής με το θέμα νομολογίας δυστυχώς δε δίδει ξεκάθαρη απάντηση στο ζήτημα το οποίο τίθεται προς επίλυση με την προδικαστική ένσταση. Αντίθετα, φαίνεται να υπάρχει συγκρουόμενη νομολογία, τόσο ως προς το γενικό θέμα του τερματισμού της δίκης λόγω ανάκλησης ή λήξης της ισχύος διοικητικής πράξης, όσο και ως προς το ειδικότερο θέμα της ανάκλησης ή λήξης της ισχύος διαθεσιμότητας υπαλλήλου και ως προς το είδος της βλάβης την οποία η διαθεσιμότητα προκαλεί ή καταλείπει μετά την ανάκληση ή λήξη της ισχύος της.
Στις υποθέσεις Vakis v. Republic (1985) 3 CLR 530 και Christodoulides v. CY.T.A. (1988) 3 CLR 1162, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 146 και ειδικά της παρα. 6, η ανάκληση διοικητικής πράξης δεν καταργεί τη δίκη, αλλά ο προσφεύγων μπορεί να αξιώσει συνέχισή της για να διαπιστωθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και να ικανοποιηθεί ενδεχόμενα η προϋπόθεση για διεκδίκηση θεραπείας κάτω από την παρα. 6 του Άρθρου 146.
Στην υπόθεση Kyriakides v. Educational Service Commission (1987) 3 CLR 457 αποφασίστηκε ότι η ανάκληση δεν επέφερε τον τερματισμό της δίκης και ότι η έννοια της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος περιλαμβάνει και ηθική ζημία, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο θεραπείας, βάσει του Άρθρου 146.6. Όπως δε επισημάνθηκε στην υπόθεση Valiantis and others v. Republic (1987) 3 CLR 151, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διερεύνηση του κατά πόσο οι αιτητές υπέστησαν οποιαδήποτε ζημία εκ των ανακληθεισών αποφάσεων, κάτι που εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Χρ. Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέβηκε σε εκτενή ανασκόπηση της επί του θέματος νομολογίας σε υπόθεση η οποία αφορούσε ανάκληση απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους εκκρεμούσας της προσφυγής του αιτητή με την οποία προσβαλλόταν η νομιμότητά της. Ο αιτητής είχε καλέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει και να ακυρώσει την ανακληθείσα απόφαση ώστε να μπορεί να διεκδικήσει από το Επαρχιακό Δικαστήριο αποζημιώσεις για υλική και ηθική ζημιά που θεωρούσε ότι είχε υποστεί εξαιτίας της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους αντ΄ αυτού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Panayiotou v. Republic (1984) 3 CLR 1239 και Christodoulides v. CY.T.A. (ανωτέρω) και Vakis v. Republic (ανωτέρω), βασίζονται σε σωστή θεώρηση του Άρθρου 146, ο προσφεύγων δικαιούται να αξιώνει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και το Δικαστήριο είναι υπόχρεο να την ακυρώσει, εφόσον κριθεί παράνομη. Η πλειοψηφία όμως της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα απόφαση Χρ. Ιωσηφίδης έκρινε, συμφωνώντας με την απόφαση στην Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973 ότι το Ανώτατο Δικαστήριο σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης, εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξει οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δε θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παρα. 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη συνέπεια την κατάργηση της δίκης.
Ως προς το θέμα του είδους της ζημιάς την οποία θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο αιτητής ότι είναι ενδεχόμενο να υποστεί ως αποτέλεσμα της ανακληθείσας ή λήξασας διοικητικής πράξης, και εδώ παρουσιάζεται να υπάρχει κάποια διάσταση μεταξύ αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Πάτταλου (1999) 3 ΑΑΔ 399, το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε περίπτωσης παρόμοιας με την εδώ εξεταζόμενη, ως προς το κατά πόσο ο τερματισμός της ισχύος της διαθεσιμότητας στην οποία είχε τεθεί υπάλληλος, ο οποίος τερματισμός έλαβε χώρα μετά την καταχώρηση της προσφυγής του εναντίον της νομιμότητας της διαθεσιμότητας, αποστερούσε ή όχι από τον αιτητή το έννομο συμφέρον για την περαιτέρω προώθηση της προσφυγής. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού ανασκόπησε τη σχετική νομολογία και ειδικότερα τις αποφάσεις στις υποθέσεις Παπαδοπούλλου και Ιωσηφίδη (ανωτέρω), επεσήμανε το ιδιαίτερο στοιχείο ότι, στην υπό εξέταση εκεί περίπτωση, δεν ανακλήθηκε η διαθεσιμότητα, αλλά τερματίστηκε η ισχύς της και, επομένως, χωρίς την ακύρωση της, θα παρέμενε ως νομίμως ισχύσασα μέχρι τον τερματισμό της. Ετίθετο δε ζήτημα υλικής ζημιάς ως εκ του ισχυρισμού του αιτητή ότι είχε απολέσει τη δυνατότητα υπερωριακής εργασίας, αλλά, όπως πρόσθεσε η Ολομέλεια, ετίθετο και θέμα ηθικής ζημιάς, "αφού θα παραμείνει στο χώρο των εγκύρων πράξεων, απόφαση σύμφωνα με την οποία το δημόσιο συμφέρον δικαιολογούσε την απομάκρυνση του από την υπηρεσία του". Ευθέως, επομένως, αναγνωρίστηκε εδώ από την Ολομέλεια ότι, τόσο το στοιχείο της έμμεσης υλικής ζημιάς είναι αρκετό για να κρατήσει τη διαδικασία ακύρωσης σε ζωή, όσο επίσης και το στοιχείο της ηθικής ζημιάς.
Με το θέμα του κατάλοιπου της ηθικής ζημιάς ασχολήθηκε και τριμελές Εφετείο στις Πολιτικές Εφέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χ. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1 ΑΑΔ 586. Οι εκεί αιτητές είχαν παυθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο από τις τάξεις της Αστυνομικής Δύναμης στην οποία υπηρετούσαν ως αξιωματικοί, μετά από πόρισμα περί κακομεταχείρισης και βασανισμού συλληφθέντων πολιτών και καταχώρησαν προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης για παύση τους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε τις αποφάσεις παύσης των αιτητών, οι οποίοι προχώρησαν στην καταχώρηση αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ζητώντας αποζημιώσεις, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι οι ενάγοντες εδικαιούντο σε αποζημίωση για τον τραυματισμό του ψυχικού τους κόσμου και επεδίκασε σ΄ αυτούς ποσά κυμαινόμενα μεταξύ £5.000-£7.500. Το τριμελές Εφετείο που εκδίκασε την έφεση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 ΑΑΔ 420 και Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 ΑΑΔ για να επιβεβαιώσει ότι η διεκδικούμενη αποζημίωση λόγω ζημιάς πρέπει να απορρέει από την ίδια την παράνομη ακυρωθείσα πράξη και θα πρέπει να αποδεικνύεται, χωρίς να τεκμαίρεται. Όπως ανέφερε περαιτέρω το Εφετείο, το κατά πόσο ο όρος ζημιά ("ζημιωθέν") στο Άρθρο 146.6 περιορίζεται μόνο σε υλικές ζημιές ή επεκτείνεται και σε κάθε μορφής ζημιά η οποία μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, όπως είναι ο τραυματισμός του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου του παραπονούμενου, παρέμενε ανοικτό. Έκρινε όμως το Εφετείο ότι στην ενώπιόν του υπόθεση, η ηθική βλάβη δε συνιστούσε άμεσο αποτέλεσμα ή άμεση συνέπεια της ακυρωθείσας παράνομης πράξης και δεν καλυπτόταν από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Μετά την απόφαση του τριμελούς Εφετείου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ταλιαδώρου (ανωτέρω), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασχολήθηκε με παρόμοιο θέμα που αφορούσε σε λήξη διαθεσιμότητας υπαλλήλου εκκρεμούσας της προσφυγής του στην αναθεωρητική έφεση Κουμέρας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 537. Στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής είχε τεθεί σε τρίμηνη διαθεσιμότητα λόγω της διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας εναντίον του ή για όση περίοδο διαρκούσε η έρευνα. Η έρευνα ολοκληρώθηκε, οπότε η αρμόδια Αρχή δύο μέρες αργότερα απεφάσισε την άρση της, μετά που ο αιτητής είχε ήδη καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της διαθεσιμότητάς του. Ο πρωτόδικος Δικαστής που επιλαμβανόταν της προσφυγής αποδέχθηκε σχετική προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία ο αιτητής απώλεσε το έννομο του συμφέρον, εφόσον δεν υπήρχε το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε υποστεί ζημιά η οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση. Ως προς τη ζημιά την οποία ο αιτητής ισχυριζόταν ότι υπέστη εξαιτίας της επίδικης απόφασης (διασυρμός, ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, μείωση, απομόνωση, πόνος και οδύνη), το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτή η ζημιά είναι ηθική και όχι υλική και ότι σύμφωνα δε με την απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ταλιαδώρος, η ηθική ζημιά ή βλάβη δε συνιστά κεφάλαιο ζημιάς το οποίο να καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Στην απόφασή της η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που επιλήφθηκε της αναθεωρητικής έφεσης, συμφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση, παρατηρώντας ότι με τη λήξη της ισχύος της διαθεσιμότητας όταν ολοκληρώθηκε η έρευνα, η δίκη έχασε το αντικείμενό της και δεν υπήρχε οποιαδήποτε απόφαση για να ανακληθεί από τους εφεσίβλητους, ούτε και οι κατ΄ ισχυρισμό συνέπειες στον εφεσείοντα αποτελούσαν βλάβη που να καλύπτεται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Η ανωτέρω ανασκόπηση των επί του θέματος αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναδεικνύει την ύπαρξη διιστάμενων ετυμηγοριών, όσο και αν προσπαθήσει ο αναγνώστης να διαφοροποιήσει τη μια απόφαση από την άλλη, ως προς τα ακριβή γεγονότα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως επισήμανε και ο Πικής, Π. στην υπόθεση G.A.P. Estates Limited ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Γ ΑΑΔ 1641, όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τους ανάλογα με την κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητά τους. [Βλπ. Young v. Bristol Aeroplane Co. (1946) 1 All E.R. 98)]
Αφού μελέτησα προσεκτικά τις προαναφερθείσες αποφάσεις, έχω την άποψη ότι ο λόγος της απόφασης στην υπόθεση Αρχή Λιμένων ν. Πάτταλου (ανωτέρω) είναι ο ορθός και εφαρμόσιμος σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Πρόκειται κατ΄ αρχάς για απόφαση Ολομέλειας, με πενταμελή δηλαδή σύνθεση σε αναθεωρητική έφεση. Στην άλλη απόφαση της Ολομέλειας στην Κουμέρας ν. Α.Η.Κ. (ανωτέρω), ενώ υπήρχε η απόφαση στην Πάτταλου, δυστυχώς δε φαίνεται αυτή να λήφθηκε υπόψη. Η απόφαση στην υπόθεση Ταλιαδώρου κ.ά. (ανωτέρω) ήταν απόφαση τριμελούς Εφετείου που εξέταζε πολιτική έφεση στην οποία και πάλι αγνοήθηκε η απόφαση της Ολομέλειας στην Πάτταλου και δεν αφορούσε σε απόφαση για διαθεσιμότητα η οποία δεν ανακλήθηκε, όπως εδώ, αλλά σε απόφαση για τερματισμό υπηρεσιών η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και, επομένως, εξαλείφθηκε.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, η απόφαση με την οποία η αιτήτρια τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ούτε τερματίστηκε, ούτε ανακλήθηκε και βεβαίως ούτε ακυρώθηκε, παρά μόνο έληξε η πλήρης χρονική διάρκεια η οποία της αποδόθηκε. Όπως λέχθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση Πάτταλου, τίθεται επομένως θέμα ζημιάς αφού η προσβαλλόμενη απόφαση θα παραμείνει στο χώρο των εγκύρων πράξεων σύμφωνα με την απομάκρυνση της αιτήτριας από τα σοβαρά καθήκοντα τα οποία εκτελούσε, για τη καθορισθείσα χρονική περίοδο, χωρίς ποτέ να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόφασης αυτής. Η διοίκηση σε καμιά ενέργεια δεν προέβηκε με την οποία να ανακαλείται ή να καταδεικνύεται ότι εξαλείφθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η πράξη της τοποθέτησης της αιτήτριας σε διαθεσιμότητα και αυτή έχει κάθε δικαίωμα να απαιτεί όπως διαπιστωθεί κατά πόσο νόμιμη ήταν η απόφαση εκείνη της διοίκησης ή παράνομη, όπως η ίδια υποστηρίζει. Πιστεύω ότι τυχόν διαφορετική αντίκρυση του θέματος θα έδιδε προς το διοικούμενο πολίτη, το λανθασμένο μήνυμα ότι η διοίκηση μπορεί κατά το δοκούν, νόμιμα ή παράνομα, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, να λαμβάνει δυσμενείς γι΄ αυτόν αποφάσεις και εάν μετέπειτα ακολουθήσουν άλλα γεγονότα ή άλλες σκέψεις, ή απλά παρέλθει η ισχύς της απόφασης, να μη δίδεται οποιαδήποτε συνέχεια, της αποφάσεως όμως παραμένουσας ανεξέλεγκτης και φαινομενικά νόμιμης.
Πέραν δε των ανωτέρω, προκύπτει και θέμα οικονομικής επιβάρυνσης την οποία υπέστη η αιτήτρια, η οποία υποχρεώθηκε να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες έμπειρου δικηγόρου ο οποίος παρέσχε συμβουλευτικές υπηρεσίες, προέβηκε σε παραστάσεις και ενστάσεις προς την αρμόδια Αρχή και, ακολούθως, έλαβε δικαστικά μέτρα.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η αιτήτρια διατηρεί έννομο συμφέρον για την προώθηση της προσφυγής της. Η σχετική προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.
Στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας δε γίνεται διαχωρισμός και περιγραφή ξεχωριστών λόγων ακύρωσης, πλην όμως, η ανάγνωση του κειμένου της αγόρευσης ως συνόλου, οδηγεί στην αντίληψη ότι η αιτήτρια εγείρει ουσιαστικά δύο λόγους ακύρωσης:
α. Ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δε συνέτρεχαν ή δεν εξειδικεύτηκαν από την αρμόδια Αρχή προς την καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ λόγοι δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσαν τη λήψη του μέτρου της διαθεσιμότητας, και,
β. Ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν παρασχέθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα όπως ακουστεί πριν αποφασισθεί η διαθεσιμότητά της.
1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό ανυπαρξία ή έλλειψη συγκεκριμενοποίησης λόγων δημοσίου συμφέροντος.
Ειδική επίκληση και προϋπόθεση ύπαρξης του στοιχείου του δημοσίου συμφέροντος για τοποθέτηση υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα, γίνεται στο άρθρο 85(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου - Νόμος αρ. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε, το κείμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:
"85.-(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β):
Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες."
Ρητά, επομένως, απαιτείται από το Νόμο όπως ενυπάρχει το στοιχείο του δημόσιου συμφέροντος ώστε να τεθεί υπάλληλος σε διαθεσιμότητα. Ποια είναι η έννοια και φύση του δημόσιου συμφέροντος σε τέτοια περίπτωση, έχει επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 ΑΑΔ 579, στην οποία παρέπεμψε και ο συνήγορος της αιτήτριας, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε και τα ακόλουθα:
"Το δημόσιο συμφέρον είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο ένας υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του, προς αποφυγή του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά στην απόφαση του διοικητικού οργάνου. Για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος, ώστε να τεθεί ένας υπάλληλος σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και μέχρι την τελική εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, είναι απαραίτητη η αποκάλυψη της αληθούς φύσης των παραπτωμάτων και των στοιχείων που να συνθέτουν, ώστε το δημόσιο συμφέρον να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό του έλεγχο (βλ. σχετικά, P. Adamides v. R. (1982) 3 CLR 343, 5 Kazamias v. R. (1982) 3 CLR 239, Σκαρπάρης ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 263/92 και Θεόδουλος Χαραλαμπίδης ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 61/93, ημερ. 17.11.93)."
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Υπουργός Εξωτερικών ως αρμόδια Αρχή, με την επιστολή της ημερομηνίας 19.8.2011 προς τον Πρόεδρο της καθ΄ης η αίτηση, εισηγήθηκε όπως η αιτήτρια και άλλοι υπάλληλοι του Υπουργείου τεθούν σε διαθεσιμότητα. Λόγω της αμφισβήτησης από πλευράς αιτήτριας του ότι με την επιστολή εκείνη δόθηκαν επαρκή στοιχεία από τα οποία να στοιχειοθετούντο λόγοι δημοσίου συμφέροντος, είναι αναγκαίο όπως παρατεθεί εδώ ολόκληρο το κείμενο της προαναφερθείσας επιστολής το οποίο είχε ως εξής:
"ΘΕΜΑ: ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΠΙΘΑΝΗ ΔΙΑΠΡΑΞΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Κ.Κ. ΝΙΚΟ ΑΙΜΙΛΙΟΥ, ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΥΡΙΝΟ, ΓΙΩΡΓΟ ΓΙΑΓΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑ ΙΟΥΛΙΑ ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Με βάση επιστολή που στάληκε προς εμένα από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 12 Αυγούστου 2011 προκύπτει ότι οι ανωτέρω λειτουργοί του Υπουργείου Εξωτερικών ενδέχεται να έχουν διαπράξει σοβαρά πειθαρχικά αδικήματα κατά παράβαση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
Πιο συγκεκριμένα, στις 11 Ιουλίου σε συνεννόηση μεταξύ τους, συνέταξαν πρακτικό σε σχέση με την έκρηξη στο Μαρί, το οποίο ανάγεται στα όσα διεμείφθησαν σε σύσκεψη, η οποία έγινε στο Υπουργείο Άμυνας στις 7 Φεβρουαρίου 2011.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και την ποινική ανάκριση η οποία διεξήχθη από την Αστυνομία με οδηγίες τους, φαίνεται να ετοιμάστηκε σχετικό πρακτικό το οποίο εσκεμμένα διέρρευσε στα ΜΜΕ και με το οποίο δεν αποδίδονται ορθά τα όσα αναφέρθησαν κατά τη σύσκεψη της 7ης Φεβρουαρίου 2011. Πιο συγκεκριμένα στο εν λόγω πρακτικό, που δεν αναφέρεται η ημερομηνία σύνταξης του, να καταγράφησαν από την κα Ιουλία Συκοπετρίτου στοιχεία τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, καθ΄ υπόδειξη του κ. Γιάγκου.
Επίσης φαίνεται σύμφωνα με τις πληροφορίες ότι ο κ. Σταυρινός εκμυστηρεύθηκε στον κ. Τάσο Τζιωνή ότι από το συγκεκριμένο φάκελο του Υπουργείου Εξωτερικών, ελλείπουν αρκετά έγγραφα, γεγονός το οποίο ο κ. Σταυρινός αρνήθηκε να σχολιάσει στην κατάθεση του προς την Αστυνομία.
Υφίσταται επίσης πληφορία ότι ο κ. Αιμιλίου επικοινώνησε με συγκεκριμένα πρόσωπα στα οποία διέρρευσε το πρακτικό της 11ης Ιουλίου 2011, με σκοπό να βοηθήσει τον τότε Υπουργό Εξωτερικών κ. Μάρκο Κυπριανού.
Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί την συμπεριφορά όλων των εμπλεκομένων εξαιρετικά σοβαρή λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη σημασία την οποία έχει η ποινική ανάκριση, η οποία διεξάγεται με σκοπό τη διαπίστωση των τυχόν ποινικών αδικημάτων και των προσώπων που τυχόν ενέχονται σ΄ αυτά, σε σχέση με την έκρηξη στο Μαρί.
Με βάση εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα ενημέρωσα για τα ανωτέρω το Υπουργικό Συμβούλιο και με σχετική Πρόταση μου ζήτησα από το Υπουργικό Συμβούλιο όπως διορίσει ερευνώντα λειτουργό με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 81(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου για να διεξάγει έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη σοβαρών πειθαρχικών αδικημάτων κατά παράβαση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου εκ μέρους των λειτουργών του Υπουργείου Εξωτερικών κ.κ. Νίκου Αιμιλίου, Πρέσβη και Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, Μιχάλη Σταυρινού, Πληρεξούσιου Υπουργού και Προϊσταμένου του Τμήματος Πολυμερών Σχέσεων και Διεθνών Οργανισμών, Γεώργιου Γιάγκου, Γραμματέα Β και Διευθυντή του Γραφείου του Γενικού Διευθυντή και την κα Ιουλία Συκοπετρίτη, Ακόλουθο. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την σημερινή απόφαση του αποφάσισε το διορισμό του κ. Αντώνη Βασιλειάδη, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως ερευνώντα λειτουργού.
Προς διευκόλυνση της έρευνας και προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος γίνεται εισήγηση από την υπογράφουσα, Υπουργό Εξωτερικών, ως Αρμοδία Αρχή, όπως οι πιο πάνω δημόσιοι υπάλληλοι τεθούν σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας που αναμένεται να μην ξεπεράσει τον ένα μήνα, εκτός εάν στο μεταξύ προκύψουν εξελίξεις που να δικαιολογούν τερματισμό της διαθεσιμότητας τους. Ο λόγος για τον οποίο καθίσταται αναγκαία η διαθεσιμότητα των πιο πάνω λειτουργών είναι η διασφάλιση ότι δεν θα επηρεαστεί η ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας από την παραμονή των εν λόγω λειτουργών στα καθήκοντα τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, αφού αναμένεται να ληφθούν μαρτυρικές καταθέσεις μεταξύ άλλων και από υφιστάμενους τους."
(Παράρτημα 1 στην Ένσταση).
Όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, στην πιο πάνω επιστολή γίνεται απλά μια αόριστη και γενική επίκληση του δημόσιου συμφέροντος η οποία συνιστά επανάληψη των όρων ή λέξεων του Νόμου που δεν αποτελεί αιτιολογία και, βεβαίως, δε συγκεκριμενοποιεί το δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα για την αιτήτρια, η οποία είχε διορισθεί στην υπηρεσία πολύ πρόσφατα με διορισμό επί δοκιμασία, η αναφορά ότι θα μπορούσε να επηρεάσει υφιστάμενούς της υπαλλήλους, δεικνύει την προχειρότητα και το αβάσιμο της εισήγησης για διαθεσιμότητα.
Αντίθετη είναι η άποψη της καθ΄ης η αίτηση η οποία ισχυρίζεται ότι, τόσο από το κείμενο της επιστολής της Υπουργού, όσο και από την ίδια την απόφαση της πλειοψηφίας της καθ΄ης η αίτηση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, επίκληση του οποίου γίνεται στην επιστολή και όπως αυτό απαιτείται από το Νόμο, συγκεκριμενοποιούνται ικανοποιητικά.
Όπως διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, ημερομηνίας 22.8.2011, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και με αυτή διαφώνησε ένα μέλος το οποίο έκρινε ότι, προτού αποφασισθεί το μέτρο της διαθεσιμότητας, θα έπρεπε να δοθεί προηγουμένως στους επηρεαζόμενους υπαλλήλους το δικαίωμα να ακουσθούν.
Η προσέγγιση της πλειοψηφίας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο τηρηθέν πρακτικό, ήταν η εξής:
"Η πλειοψηφία της Επιτροπής (Πρόεδρος, κ.κ. Κ. Φλουρέντζου-Μελισσηνού, Σ. Χατζηγιάννης, Χρ. Χριστοφόρου), αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία φέρεται να εμπλέκονται οι πιο πάνω λειτουργοί και/ή τις έκνομες ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί, όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, τις θέσεις που κατέχουν στο Υπουργείο Εξωτερικών, το γεγονός ότι σχετίζονται και/ή σχετίζονται σε κάποιο βαθμό με τα καθήκοντα της θέσης τους και/ή διαπράχθησαν εν ώρα εργασίας και/ή άλλως πως, την πιθανότητα και/ή δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων και την αλλοίωση και/ή εξαφάνιση μαρτυρικού υλικού και/ή άλλων στοιχείων και τεκμηρίων, από την παραμονή τους στα καθήκοντά τους, νοουμένου μάλιστα ότι θα ληφθούν καταθέσεις και από υφισταμένους τους και με δεδομένο ότι υπάρχει μαρτυρία και/ή ισχυρισμός για εξαφάνιση και άλλων εγγράφων, καθώς και τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτεί η διερεύνηση της όλης υπόθεσης, έκρινε ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 85(1Β)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων και ότι επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος να τεθούν αμέσως σε διαθεσιμότητα και αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 85, να θέσει τους ΑΙΜΙΛΙΟΥ Νικόλα, Πρέσβη (εκτελούντα χρέη Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Εξωτερικών), ΣΤΑΥΡΙΝΟ Μιχάλη, Πληρεξούσιο Υπουργό, ΓΙΑΓΚΟΥ Γεώργιο, Γραμματέα Α΄ή Πρόξενο, και ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΟΥ Ιουλία, Ακόλουθο, Εξωτερικές Υπηρεσίες, σε διαθεσιμότητα από σήμερα, 22.8.2011, και για περίοδο 15 ημερών, ήτοι μέχρι 5.9.2011 συμπεριλαμβανομένης, εκτός εάν η απόφαση της Επιτροπής διαφοροποιηθεί όταν θα επανεξετάσει το θέμα, αφού λάβει υπόψη τις παραστάσεις που τυχόν θα υποβάλουν οι υπάλληλοι ή και σε περίπτωση που η πειθαρχική έρευνα ολοκληρωθεί ενωρίτερα και/ή προκύψουν εξελίξεις που να δικαιολογούν τερματισμό της διαθεσιμότητάς τους.
..........................................................................................
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα της Συκοπετρίτου, η οποία κατέχει θέση Ακολούθου, παρά το γεγονός ότι θεωρεί ότι δεν μπορεί και/ή δεν μπορεί στον ίδιο βαθμό να επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, ενόψει των υπόλοιπων σοβαρών λόγων που αναφέρθηκαν και που συντρέχουν και για την ίδια, έκρινε ότι δεν πρέπει να διαφοροποιήσει την απόφασή της σε σχέση και με τους άλλους εμπλεκόμενους στην υπόθεση."
Έχοντας υπόψη το πιο πάνω σκεπτικό και αιτιολογικό της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, αδυνατώ να συμφωνήσω ότι στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση και στην εισήγηση του Υπουργού γίνεται απλά μια αναιτιολόγητη, γενική και αόριστη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος. Αντίθετα, μπορεί να λεχθεί με ασφάλεια ότι, σύμφωνα με ό,τι επιτάσσει η νομολογία, τόσο στην εισήγηση της Υπουργού, όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε εξειδικευμένα περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας το συλλογισμό του διοικητικού οργάνου και επιτρέποντας το δικαστικό έλεγχο. [Adamides v. Republic (1982) 3 CLR 343, Π. Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Ε ΑΑΔ 3959, Περικλέους ν. Σ.Β. Αγίας Νάπας (ανωτέρω)].
Εκείνο το οποίο η Υπουργός αναφέρει στην εισηγητική επιστολή της ότι η εισήγηση για διαθεσιμότητα γίνεται προς διευκόλυνση της έρευνας και προς "εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος" είναι μεν γενικό και είναι το ζητούμενο, πλην όμως, θα πρέπει να ιδωθεί ως η κατάληξη και το συμπέρασμα των όσων άλλων προηγούνται. Δε θα επαναλάβω εδώ όλα τα λεπτομερή στοιχεία και περιστατικά από τα οποία αποκαλύπτεται ο συλλογισμός και στα οποία στηρίζεται η εισήγηση της Υπουργού, αρκούμενος να πω ότι αυτά ήσαν επαρκή. Όπως επίσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα όσα έπονται της εισήγησης για τη διαθεσιμότητα τα οποία αναφέρονται και στη διασφάλιση ότι δε θα επηρεαζόταν η ομαλή διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας από την παραμονή των εμπλεκόμενων λειτουργών στα καθήκοντά τους.
Τα ίδια με τα ανωτέρω ισχύουν και εφαρμόζονται και στην περίπτωση της προσβαλλόμενης απόφασης της καθ΄ης η αίτηση όπου επίσης ενυπήρχαν και λήφθηκαν υπόψη τα ίδια περιστατικά και στοιχεία. Αναφορικά δε με την περίπτωση της αιτήτριας, λήφθηκε ειδικά υπόψη το θέμα που εγείρει εδώ αναφορικά με τη χαμηλή θέση την οποία κατέχει στην υπηρεσία, πλην όμως κρίθηκε αιτιολογημένα, ότι δε θα έπρεπε να διαφοροποιήσει η Επιτροπή την απόφασή της σε σχέση με το ό,τι αποφασίστηκε για τους άλλους λειτουργούς.
Επομένως, καταλήγω ότι, τόσο στην εισηγητική επιστολή της Υπουργού ως αρμόδιας Αρχής, όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση η οποία στηρίχτηκε στην εισήγηση, περιέχονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία από τα οποία μπορεί να διαγνωσθεί η ύπαρξη του στοιχείου του δημοσίου συμφέροντος το οποίο επιδιώκετο όπως εξυπηρετηθεί με την προτεινόμενη και αποφασισθείσα διαθεσιμότητα.
2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό αποστέρηση από την αιτήτρια του δικαιώματος όπως ακουστεί.
Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια με την προαναφερθείσα εισηγητική επιστολή της προς την ΕΔΥ, η Υπουργός δε ζήτησε την τοποθέτηση των υπό αναφορά υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα άμεσα, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί το δικαίωμα των υπαλλήλων όπως ακουσθούν, προφανώς επειδή δε μπορούσε να στηρίξει ένα τέτοιο αίτημα, καθότι ούτε περί εξαιρετικής περίπτωσης επρόκειτο, ούτε το ζήτημα ήταν επείγον. Παρά ταύτα όμως, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, άνευ λόγου ή αιτίας, έκρινε από μόνη της ότι επρόκειτο περί εξαιρετικής περίπτωσης, χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Δύο είναι επομένως τα θέματα τα οποία εγείρει η αιτήτρια κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης:
α. Κατά πόσο η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ μπορούσε να προβεί στη λήψη του μέτρου της άμεσης διαθεσιμότητας, χωρίς δηλαδή να παρασχεθεί στους εμπλεκόμενους υπαλλήλους το δικαίωμα όπως ακουστούν προηγουμένως, ενώ κάτι τέτοιο δεν της είχε ζητηθεί από την αρμόδια Αρχή, δηλαδή την Υπουργό, και,
β. Κατά πόσο ικανοποιούντο στην υπό εξέταση περίπτωση οι προϋποθέσεις και συνέτρεχαν οι περιστάσεις που θα νομιμοποιούσαν τη λήψη του δραστικού τούτου μέτρου.
Έχω προηγουμένως παραθέσει τις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του Νόμου ως προς την εξουσία της ΕΔΥ να θέτει σε διαθεσιμότητα υπάλληλο αν αυτό απαιτείται από το δημόσιο συμφέρον. Στη συνέχεια του άρθρου εκείνου, προνοούνται τα ακόλουθα στα εδάφια (1Α) και (1Β) (α)(β):
"(1Α) Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα τον ενημερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυμεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις μελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα θέσει ή μη τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
(1Β)(α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1 Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωμα να υποβάλει, αν το επιθυμεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιμότητα.
(β) Σε περίπτωση που υποβληθεί ένσταση δυνάμει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ΄ αυτήν αποφασίζει ευθύς αμέσως κατά πόσο θα διατάξει τη συνέχιση ή τον τερματισμό της διαθεσιμότητας και αν η Επιτροπή τερματίσει τη διαθεσιμότητα υπαλλήλου αυτός επανακτά, από την ημέρα έναρξης της διαθεσιμότητας, όλες τις εξουσίες και τα ωφελήματα που αναστάληκαν δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου."
Όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίασής της, η καθ΄ης η αίτηση, μετά τη μελέτη της εισήγησης της Υπουργού, προχώρησε στην απόφασή της περί άμεσης διαθεσιμότητας των προαναφερθέντων υπαλλήλων. Ενεργώντας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου, τις οποίες πρόνοιες και επικαλέστηκε. Το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση, το έχω παραθέσει προηγουμένως.
Το πρώτο θέμα, ως προς το κατά πόσο δηλαδή η καθ΄ης η αίτηση μπορούσε να προβεί στη λήψη του μέτρου της άμεσης διαθεσιμότητας χωρίς κάτι τέτοιο να ζητηθεί από την αρμόδια Αρχή, δεν μπορεί παρά να απαντηθεί, κατά την άποψή μου, καταφατικά. Κατ΄ αρχάς, όπως διαπιστώνεται από την απλή ανάγνωση του άρθρου 85(1), η ΕΔΥ δεν απαιτείται καν να υποκινηθεί από οποιαδήποτε άλλη αρχή ή όργανο, έτσι ώστε να θέσει υπάλληλο σε διαθεσιμότητα. Φυσιολογικά όμως η αρμόδια Αρχή, η οποία διατάσσει τη διεξαγωγή έρευνας, δυνάμει του άρθρου 81 του Νόμου, απευθύνεται και θέτει ενώπιον της ΕΔΥ εισήγηση συνοδευόμενη από υποστηρικτικά στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη διαθεσιμότητα κάποιου υπαλλήλου. Επαφίεται τότε στην ΕΔΥ να αξιολογήσει τα διαθέσιμα στοιχεία και να αποφασίσει κατά πόσο θα θέσει ή όχι τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα και αν ναι, κατά πόσο η διαθεσιμότητα θα έπρεπε να ήταν άμεση, είτε ζητήσει κάτι τέτοιο η αρμόδια Αρχή, είτε όχι.
Ως προς το δεύτερο θέμα, κατά πόσο δηλαδή εδικαιολογείτο ή ενομιμοποιείτο η καθ΄ης η αίτηση να θέσει την αιτήτρια σε άμεση διαθεσιμότητα, χωρίς προηγουμένως να της δοθεί η ευκαιρία να ακουσθεί, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Η εξουσία η οποία αποδίδεται στην ΕΔΥ δυνάμει του άρθρου 85(1) να θέτει υπάλληλο σε διαθεσιμότητα, παρουσιάζεται να διέρχεται μέσα από τρεις φάσεις:
α. Η Επιτροπή πρέπει να ικανοποιηθεί ότι έχει διαταχθεί εναντίον του υπαλλήλου έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, ή ότι έχει αρχίσει αστυνομική έρευνα με σκοπό την ποινική δίωξή του.
β. Η Επιτροπή θα πρέπει ακολούθως να διακριβώσει κατά πόσο στη βάση των διαθέσιμων στοιχείων, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί όπως ο υπάλληλος τεθεί σε διαθεσιμότητα.
γ. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι πράγματι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί όπως ο υπάλληλος τεθεί σε διαθεσιμότητα, θα πρέπει τότε να ενεργήσει δυνάμει του εδαφίου (1Α) του άρθρου 85, ενημερώνοντας τον υπάλληλο περί της πρόθεσής της και καλώντας τον όπως υποβάλει γραπτές παραστάσεις, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει δυνάμει του εδαφίου (1Β) ότι πρόκειται περί "εξαιρετικής περίπτωσης" και, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα επηρεαστεί με οποιονδήποτε τρόπο η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας, οπότε η Επιτροπή μπορεί να θέσει αμέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιμότητα.
Είναι επομένως φανερό από το κείμενο της νομοθετικής διάταξης ότι ο κανόνας είναι όπως δίδεται το δικαίωμα σε υπάλληλο να ακουσθεί προτού ληφθεί απόφαση για διαθεσιμότητά του και μόνο κατ΄ εξαίρεση, εκεί δηλαδή όπου μια περίπτωση κρίνεται ως εξαιρετική, μπορεί να αποφασισθεί η άμεση διαθεσιμότητά του.
Εγκύπτοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δε μπορώ παρά να συμπεράνω ότι ακολουθήθηκε μια εσφαλμένη διαδικασία και εντοπίζονται επίσης τρωτά σημεία από απόψεως εφαρμογής αρχών του διοικητικού δικαίου, ως ακολούθως:
Κατ΄ αρχάς, από την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος είναι αδύνατο να διακρίνει κάποιος ποια από τα παρατιθέμενα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο περί "εξαιρετικής περίπτωσης" που δικαιολογούσε την άμεση διαθεσιμότητα. Ο λόγος προς τούτο είναι ότι η καθ΄ης η αίτηση στην απόφασή της, μετά που παραθέτει ευάριθμα στοιχεία, τα οποία και εξειδικεύει, όπως π.χ. τις θέσεις που κατέχουν οι υπό αναφορά λειτουργοί, τη σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων, την πιθανότητα ή δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων κλπ, προχωρεί η Επιτροπή να κρίνει ότι συντρέχουν "εξαιρετικές περιστάσεις", όπως τις χαρακτηρίζει, σύμφωνα με το άρθρο 85(1Β)(α) του Νόμου και "ότι επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος να τεθούν αμέσως σε διαθεσιμότητα". Κατ΄ αυτό τον τρόπο παρουσιάζεται η Επιτροπή να δικαιολογεί την απόφασή της περί άμεσης διαθεσιμότητας δυνάμει του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου με την επίκληση του δημόσιου συμφέροντος. Όμως, το "δημόσιο συμφέρον" δεν είναι το κριτήριο το οποίο εάν ικανοποιείται, τότε η διαθεσιμότητα μπορεί να είναι άμεση. Το δημόσιο συμφέρον είναι απλά το προαπαιτούμενο έτσι ώστε να μπορεί να τεθεί υπάλληλος σε διαθεσιμότητα. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται επίκλησή του, δυνάμει του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου για να στοιχειοθετηθεί ή να δικαιολογηθεί η ύπαρξη "εξαιρετικής περίπτωσης" και επιβολή διαθεσιμότητας άμεσης ισχύος κατά παρέκκλιση του κανόνα. Ούτε και θα μπορούσε να προταχθεί ότι, ανεξάρτητα από την λεκτική επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου, αυτό θα μπορούσε να παραβλεφθεί, δεδομένου ότι προηγείται η παράθεση τέτοιων στοιχείων που θα εδικαιολογούσαν εν πάση περιπτώσει την ενεργοποίησή του. Και τούτο επειδή, αν και πράγματι, όπως έχω προαναφέρει, παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση μεγάλος αριθμός στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, εν τούτοις, δε γίνεται κανένας διαχωρισμός και δεν επεξηγείται κατά πόσο το ένα ή το άλλο στοιχείο, ή ποια από τα στοιχεία εκείνα στοιχειοθετούσαν και/ή δικαιολογούσαν την ενεργοποίηση της εξαίρεσης κάτω από το άρθρο 85(1Β)(α). Λαμβάνω για παράδειγμα το στοιχείο που λήφθηκε υπόψη, της πιθανότητας ή δυνατότητας επηρεασμού μαρτύρων και της αλλοίωσης ή εξαφάνισης μαρτυρικού υλικού. Ένα τέτοιο στοιχείο είναι κλασσικό κατά τη διάγνωση του κατά πόσο ένας υπάλληλος θα έπρεπε να παραμείνει εκτός του χώρου εργασίας και της άσκησης των καθηκόντων του εκκρεμούσας μιας έρευνας. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα μπορούσε ταυτόχρονα ή εναλλακτικά να προσφέρεται και προς το σκοπό της κατάδειξης του στοιχείου της "εξαιρετικής περίπτωσης" δικαιολογώντας ή αιτιολογώντας την άμεση ισχύ του μέτρου της διαθεσιμότητας. Όπως άλλωστε υπέδειξε και το μέλος της Επιτροπής το οποίο διαφώνησε με το να μη δοθεί προηγουμένως στους υπό αναφορά υπαλλήλους το δικαίωμα να ακουσθούν, υπήρχαν στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής που κατεδείκνυαν, κατά την άποψή του, ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο της "εξαιρετικής περίπτωσης", αφού τα σχετικά έγγραφα είχαν τεθεί προ καιρού ενώπιον της Αστυνομίας η οποία ήδη διεξήγαγε έρευνα και είχαν ήδη ληφθεί και σχετικές μαρτυρικές καταθέσεις στο πλαίσιο της ποινικής ανάκρισης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν αιτιολόγησε ούτε στοιχειοθέτησε επαρκώς την κρίση της όπως προχωρήσει και ενεργοποιήσει τις εξαιρετικές πρόνοιες του άρθρου 85(1Β)(α) και, συνακόλουθα, η αποστέρηση από την αιτήτρια του δικαιώματός της όπως ακουσθεί προτού της επιβληθεί η διαθεσιμότητα, όπως επιτάσσει το άρθρο 85(1Α) ήταν επίσης αδικαιολόγητη και αναιτιολόγητη.
Ο λόγος τούτος ακύρωσης επιτυγχάνει και οδηγεί την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ