ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1032/2010)
3 Δεκεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Η. Κονναρής, για τον Αιτητή.
Ευγ. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής διορίστηκε ως Ειδικός Αστυφύλακας στις 4.1.2000 και κατά τον ουσιώδη χρόνο εκτελούσε καθήκοντα φρουρού στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λεμεσού. Εναντίον του καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση αρ. 21448/2006 για τα αδικήματα της διαφθοράς, του δεκασμού δημόσιου λειτουργού, της δωροληψίας από δημόσιο λειτουργό και της κατάχρησης εξουσίας.
Ο αιτητής είχε κατηγορηθεί πως μεταξύ των ημερομηνιών 2-10.9.2006 έλαβε από αλλοδαπό κρατούμενο το χρηματικό ποσό των £300 και του επέτρεψε να εισαγάγει εντός των κρατητηρίων μια βιντεοκάμερα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για φωτογράφηση χώρων των κρατητηρίων και για συνεντεύξεις άλλων κρατουμένων. Ο αιτητής αθωώθηκε σε όλες τις κατηγορίες με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 9.7.2007.
Η διαθεσιμότητα στην οποία είχε τεθεί ο αιτητής στις 13.9.2006 ήρθη στις 14.7.2007. Εν τω μεταξύ, στις 13.9.2006 διορίστηκε ερευνών αξιωματικός για διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικού αδικήματος. Ο ερευνών αξιωματικός εισηγήθηκε την πειθαρχική του δίωξη. Ως εκ τούτου, ο Αρχηγός Αστυνομίας διόρισε στις 23.10.2006, κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης, επιτροπή για την εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης. Ο αιτητής κατηγορείτο για τα αδικήματα της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αμέλειας καθήκοντος και διαφθοράς. Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων έχουν ως εξής:
«Πρώτη Κατηγορία - Ανάρμοστη Συμπεριφορά . Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 2-10.9.2006, ενώ ήταν μέλος της Αστυνομίας ενήργησε κατά τρόπο απρεπή ή επιζήμιο για την πειθαρχία ή κατά τρόπο που εύλογα είναι δυνατό να δυσφημήσει την Αστυνομία, δηλαδή, ενώ εκτελούσε καθήκοντα φρουρού στα Αστυνομικά Κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού, πήρε από αλλοδαπό που βρισκόταν υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης, το χρηματικό ποσό των £300= και του επέτρεψε να εισάξει βιντεοκάμερα εντός του κρατητηρίου η οποία χρησιμοποιήθηκε για φωτογράφηση χώρων των κρατητηρίων και για συνεντεύξεις άλλων αλλοδαπών που επίσης τελούσαν υπό κράτηση, θέτοντας τον εαυτό του και την Αστυνομία σε διασυρμό για αρκετές ημέρες από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
. Δεύτερη Κατηγορία - Αμέλεια Καθήκοντος . Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 2-10.9.2006, ενώ ήταν μέλος της Αστυνομίας, χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία παρέλειψε να εκτελέσει με προθυμία και επιμέλεια τα καθήκοντα του. Δηλαδή, ενώ εκτελούσε καθήκοντα φρουρού στα Αστυνομικά Κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Λεμεσού, πήρε από αλλοδαπό που βρισκόταν υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης, το χρηματικό ποσό των £300= και του επέτρεψε να εισάξει βιντεοκάμερα εντός του κρατητηρίου η οποία χρησιμοποιήθηκε για φωτογράφηση χώρων των κρατητηρίων και για συνεντεύξεις άλλων αλλοδαπών που επίσης τελούσαν υπό κράτηση.
. Τρίτη Κατηγορία - Διαφθορά . Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ημερομηνιών 2-10.9.2006, ενώ ήταν μέλος της Αστυνομίας, αποδέχθηκε το χρηματικό ποσό των £300= από αλλοδαπό ο οποίος τελούσε υπό κράτηση στα Αστυνομικά Κρατητήρια του Κεντρικού Σταθμού Λεμεσού για να του επιτρέψει να εισάξει στα κρατητήρια βιντεοκάμερα την οποία χρησιμοποίησε για φωτογράφηση χώρων των κρατητηρίων και συνεντεύξεις άλλων κρατούμενων αλλοδαπών για το χρόνο και τις συνθήκες κράτησης τους».
Η Πειθαρχική Επιτροπή βρήκε ένοχο τον αιτητή σε όλες τις κατηγορίες και στις 23.6.2008 του επέβαλε στην πρώτη κατηγορία, χρηματική ποινή επτά ημερομισθίων, στη δεύτερη κατηγορία δεν του επέβαλε ποινή και στην τρίτη κατηγορία του επέβαλε την ποινή της αναβολής ετήσιας προσαύξησης για περίοδο ενός χρόνου.
Στις 25.6.2008 ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων. Ο πρώτος λόγος έφεσης κατά της απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής αφορούσε στο ότι ο αιτητής δικάστηκε στις εν λόγω πειθαρχικές κατηγορίες ενώ είχε αθωωθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στις κατηγορίες αυτές.
Στις 17.5.2010 το Συμβούλιο Εφέσεων επικύρωσε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής στην πρώτη και δεύτερη κατηγορία, καθώς και την ποινή στην πρώτη κατηγορία, ενώ ακύρωσε την καταδίκη στην τρίτη κατηγορία και ο αιτητής αθωώθηκε και απαλλάγηκε από την κατηγορία αυτή. Κατέγραψε σχετικά το Συμβούλιο:
«Αντιπαραβολή του πειθαρχικού με το ποινικό κατηγορητήριο δεικνύει ότι η μόνη κατηγορία η οποία είναι η ίδια και στα δύο είναι η κατηγορία 3 της Διαφθοράς. Οι κατηγορίες 1 και 2 δηλαδή της Ανάρμοστης Συμπεριφοράς και της Αμέλειας Καθήκοντος αναφέρονται στα καθήκοντα που είχε ο εφεσείων ως μέλος της Αστυνομίας και επομένως διαχωρίζονται από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη τυχόν θα είχε. Επομένως θα συμφωνήσουμε με το δικηγόρο του εφεσείοντα ότι όσον αφορά την τρίτη κατηγορία της Διαφθοράς, τόσο το αδίκημα, όσο και τα γεγονότα είναι τα ίδια με αυτά της ποινικής και επομένως με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 52 των αναφερόμενων Κανονισμών [περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 53/1989)] δεν έπρεπε να είχε διωχθεί πειθαρχικά».
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης οι οποίοι αναφέρονται κυρίως σε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας απορρίφθηκαν.
Η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων συνιστά και την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής παραπονείται πως η απόφαση παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Και αυτό επειδή, επί των ίδιων γεγονότων ο αιτητής δικάστηκε τόσο ποινικά, όσο και πειθαρχικά και ενώ το Δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες ως αναπόδεικτες, οι καθ' ων η αίτηση έκαναν αποδεκτά ως αληθή τα ίδια γεγονότα κρίνοντας τον αιτητή ένοχο για τα παραπτώματα της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της αμέλειας καθήκοντος.
Ο δικηγόρος του αιτητή στην αγόρευσή του υποστήριξε τη θέση πως το τεκμήριο της αθωότητας τυγχάνει εφαρμογής και σε διαδικασίες οι οποίες αν και δεν είναι ποινικές οδηγούν ωστόσο στη θεμελίωση κατηγορίας ποινικής φύσης (Μαμιδάκης κατά Ελλάδος, Προσφυγή αρ. 35533/04, ημερ. 11.1.2007, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), καθώς και σε διαδικασίες οι οποίες δεν είναι ποινικές, ούτε οδηγούν σε θεμελίωση κατηγορίας ποινικής φύσης, αλλά συνδέονται στενά με προηγηθείσα ποινική διαδικασία (Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, Προσφυγή αρ. 35522/04, ημερ. 27.9.2007). Παραπέμπει περαιτέρω στην Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας, ημερ. 10.2.1995 επίσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία κρίθηκε ότι η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέλθει όχι μόνον από ένα δικαστή ή ένα δικαστήριο, αλλά και από άλλες δημόσιες αρχές. Τονίζει, εν τέλει, πως και οι κατηγορίες των οποίων επικυρώθηκε η καταδίκη βασίζονται σε αυτά τα ίδια γεγονότα.
Οι καθ' ων η αίτηση παρατηρούν πως παρά την αθώωση του αιτητή από το ποινικό δικαστήριο το οποίο θεώρησε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας αντιφατική, η Πειθαρχική Επιτροπή αξιολόγησε η ίδια τη μαρτυρία την οποία είχε την ευκαιρία να ακούσει, θεωρώντας την ως ικανοποιητική. Επισημαίνουν πως σύμφωνα με το Συμβούλιο Εφέσεων, οι πειθαρχικές κατηγορίες της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της αμέλειας καθήκοντος αναφέρονται στα καθήκοντα που ο αιτητής είχε ως μέλος της αστυνομίας και επομένως διαχωρίζονται από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη τυχόν θα είχε. Η δε αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο η γενική συμπεριφορά του αιτητή ήταν ή όχι απρεπής. Ως προς δε τη Μαμιδάκης κατά Ελλάδος, ανωτέρω, ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παρατηρεί πως εκεί, το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η μη άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια παράβαση κρίθηκε ότι δεν συνιστά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.
Θεωρώ πως η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι, ακόμα κι΄ αν ο ίδιος ο αιτητής δεν δωροδοκήθηκε, «καταδικάστηκε πειθαρχικά για απρεπή συμπεριφορά στη βάση της ιδιότητάς του ως αστυνομικός που ήταν υπεύθυνος για την φρούρηση των κρατητηρίων και όφειλε να ελέγξει την εισαγωγή και χρήση της βιντεοκάμερας και ότι στη βάση της ηθελημένης συμμετοχής στην εισαγωγή και χρήση της ως αποτέλεσμα δωροληψίας», παραγνωρίζει το ουσιώδες πως, όσο κι΄ αν τα αδικήματα για τα οποία ο αιτητής καταδικάστηκε πειθαρχικά είναι άλλα από αυτά για τα οποία αθωώθηκε ποινικά, δεν ήταν αυτή η βάση των πειθαρχικών κατηγοριών. Καθώς προκύπτει, η βάση τόσο των ποινικών, όσο και των πειθαρχικών κατηγοριών ήταν η ίδια: η είσπραξη £300 για να επιτρέψει τη μεταφορά βιντεοκάμερας στα κρατητήρια.
Κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Είναι γεγονός εφόσον είναι κοινά αποδεχτό ότι η videocamera μεταφέρθηκε στα κρατητήρια όμως δεν έχει τεθεί μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι μεταφέρθηκε από τον κατηγορούμενο ή με την συνδρομή του κατηγορούμενου. Ο ίδιος ο ΜΚ2 δίνει διαφορετικούς ισχυρισμούς για τη σχέση που είχε με τον κατηγορούμενο αλλά και με την «συμφωνία» για να του επιτρέψει τη μεταφορά της videocamera. Μια σειρά άλλων γεγονότων τα οποία θα αποτελούσαν βάση για τους ισχυρισμούς του ΜΚ2 ο ίδιος ο ΜΚ2 τα ανατρέπει είτε με την μια ή την άλλη κατάθεση του και προφορικά στο Δικαστήριο. Επίσης την ίδια στιγμή ισχυρισμοί του ΜΚ2 για τα λεφτά που κρατούσε στα κρατητήρια ανατρέπονται από άλλη μαρτυρία που παρέθεσε στο Δικαστήριο η Κατηγορούσα Αρχή».
Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνοντας πως η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν αντιφατική, αποφάνθηκε πως δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και αθώωσε τον αιτητή.
Ο δε Κανονισμός 52 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών προβλέπει:
«Μέλος της Αστυνομίας που δικάστηκε για ποινικό αδίκημα και δε βρέθηκε ένοχο δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά με την ίδια κατηγορία, αλλά μπορεί να διωχθεί για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από τη διαγωγή του η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως η κατηγορία κατά την ποινική δίωξη».
Ορθά δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση πως ο Κανονισμός 52 «απαγορεύει την διατύπωση κατηγοριών πάνω σε γεγονότα για τα οποία ο διωκόμενος έχει αθωωθεί» αναφέροντας πως είναι για αυτό που το Συμβούλιο Εφέσεων αθώωσε τον κατηγορούμενο στην τρίτη κατηγορία.
Δεν βλέπω, όμως, πώς διαφέρει η τρίτη κατηγορία στην οποία ο αιτητής απαλλάκτηκε πειθαρχικά από την πρώτη και δεύτερη κατηγορία όταν είχαν και οι τρεις κατηγορίες ακριβώς το ίδιο επίδικο θέμα, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις κατηγορίες στην ποινική υπόθεση. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, θεωρώ πως παράνομα διατηρήθηκε η πειθαρχική διαδικασία η οποία οδήγησε στην πειθαρχική καταδίκη του αιτητή, μετά την αθώωσή του από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Αυτό δε δεν καθιστά την πειθαρχική δίωξη «δέσμια στα ευρήματα της ποινικής διαδικασίας σε όλες τις προεκτάσεις» όπως ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται. Εξάλλου, το γεγονός ότι η Πειθαρχική Επιτροπή θεώρησε ικανοποιητική τη μαρτυρία την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε αντιφατική, δεν είναι δυνατό να αποτελέσει στήριγμα για την προσβαλλόμενη απόφαση.
Όπως λέχθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 485:
«Απαλλαγή από αρμόδιο Δικαστήριο για τη διάπραξη αδικήματος επισφραγίζει το τεκμήριο της αθωότητας και το καθιστά αδιάσειστο. Οποιαδήποτε άλλη θέση θα υπέσκαπτε το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα του ανθρώπου και θα διάνοιγε τη θύρα για την κρίση αξιόποινων πράξεων από αρχή άλλη από τη Δικαιοσύνη».
Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας του αιτητή (βλ. και Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, ανωτέρω).
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.