ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 786/2010)
2 Νοεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης και με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την προαγωγή της Μαργαρίτας Κουρουκλάρη στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην Ειδικότητα της Παθολογίας από 15.4.10. Η απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ) ημερ. 23.3.10.
Μετά τη σχετική δημοσίευση ημερ. 9.2.09 (η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής), υποβλήθηκαν δέκα αιτήσεις οι οποίες αποστάληκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή για να επιληφθεί. Η αρχική έκθεση της ημερ. 9.12.09 δεν ικανοποίησε την ΕΔΥ και στάλθηκε πίσω στη Συμβουλευτική Επιτροπή προκειμένου να επανεξετάσει ορισμένα από τα προσόντα των υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και το διδακτορικό τίτλο στην Ιατρική του αιτητή που δεν είχε ληφθεί υπόψη και να αποστείλει νέα έκθεση. Η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής με επιστολή της ημερ. 30.12.09 απέστειλε τη νέα έκθεση, σύμφωνα με την οποία στην προφορική εξέταση ο αιτητής αξιολογήθηκε ως Καλός ενώ το ενδ. μέρος ως Σχεδόν Εξαίρετη με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Στυλιανίδης Χριστόδουλος: Καλός (αιτητής)
Απέδωσε μέτρια κατά την προφορική εξέταση και παρουσίασε αδυναμίες στην πληρότητα των απαντήσεων που έδινε αποφεύγοντας να τοποθετηθεί. Παρόλο που διαπιστώθηκε ότι κατέχει σχετικές γνώσεις στο αντικείμενο μόνο μέρος από τις απαντήσεις του ήταν ορθές. Σε αμφιλεγόμενα θέματα επέδειξε αδυναμία να εκφράσει δικές του απόψεις και σκέψεις. Προσηνής προσωπικότητα.
Κουρουκλάρη Μαργαρίτα: Σχεδόν Εξαίρετη (ενδ. μέρος)
Ηταν σαφής και άνετη στην έκφραση και επικεντρώθηκε στο θέμα. Τα υπό συζήτηση θέματα τα ανάλυσε με κριτική διάθεση παρόλο που σε κάποια θέματα απέφευγε να τοποθετηθεί. Σοβαρή και ώριμη προσωπικότητα. Φάνηκε να έχει συναίσθηση των επαγγελματικών της υποχρεώσεων. Είναι ειλικρινής και ψύχραιμη.»
Ο τελικός χαρακτηρισμός από τη Συμβουλευτική Επιτροπή μετά τη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων ήταν, «σχεδόν εξαίρετη» για το ενδ. μέρος και «σχεδόν πολύ καλός» για τον αιτητή. Η αξιολόγηση του αιτητή ήταν οριακά ψηλότερη από την προφορική του λόγω του επιπρόσθετου τίτλου (διδακτορικό). Στον κατάλογο των τεσσάρων υποψηφίων που πρότεινε η Συμβουλευτική προς την ΕΔΥ δεν συμπεριλαμβανόταν ο αιτητής.
Η ΕΔΥ επικυρώνοντας τον κατάλογο των συστηθέντων υποψηφίων τους κάλεσε σε συνέντευξη ενώπιον της χωρίς να καλέσει τον αιτητή. Στη συνεδρία της ημερ. 23.3.10 η ΕΔΥ προχώρησε με τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Ένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής είναι ότι η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής είναι αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα αναφορικά με την πείρα, την αρχαιότητα και τα επιπρόσθετα προσόντα του. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι αποφασιστικό κριτήριο επιλογής ήταν η προφορική συνέντευξη.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή βρίσκουν έρεισμα στους φακέλους. Ο αιτητής είχε ισοδύναμες αξιολογικές εκθέσεις εφόσον ήταν καθόλα εξαίρετος στην τελευταία πενταετία. Υπερτερούσε επίσης στο κριτήριο της αρχαιότητας κατά 2½ έτη στην κατεχόμενη θέση αφού το ενδ. μέρος έγινε Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης από 1.7.93 ενώ ο αιτητής από 1.2.91.Ο αιτητής δε υπερείχε σημαντικά σε αρχαιότητα έναντι όλων των συστηθέντων υποψηφίων με ό,τι αυτό συνεπαγόταν αυξητικά και για το κριτήριο της πείρας στην ειδικότητα της παθολογίας.
Στο κριτήριο των προσόντων υπάρχει μια σαφής υπεροχή του αιτητή τουλάχιστον έναντι των τριών υποψηφίων που συστήθηκαν (εκτός από τον Παπακυριακού Παναγιώτη που επίσης διέθετε διδακτορικό τίτλο), λόγω κατοχής διδακτορικού στην Ιατρική αλλά και δεύτερης ειδικότητας στη Γενική Ιατρική (αναγνωρισμένης από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου). Παρόλο που το σχέδιο υπηρεσίας δεν προέβλεπε πλεονέκτημα, εντούτοις το πρόσθετο προσόν του αιτητή ως συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και λόγω της ύψιστης ακαδημαϊκής του αξίας έδινε υπεροχή στον αιτητή. Για τη σημασία τέτοιων προσόντων, η νομολογία διαχρονικά υποστηρίζει ότι απόκειται στην αρμόδια αρχή να τα σταθμίσει ανάλογα με την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δυο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο της έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή όπως θα ήταν αν τα προσόντα δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374, Δημοκρατία ν. Σκλάβου (2007) 3 ΑΑΔ 473, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 406, Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 377, Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395). Στη Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 ΑΑΔ 341 τονίστηκε ότι η βαρύτητα πρόσθετου προσόντος μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, είναι αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης. Η κρίση αυτή προέρχεται από τη διοίκηση και ελέγχεται δικαστικά ως προς το εύλογο της.
Στην προκείμενη περίπτωση η ΕΔΥ δεν φαίνεται να στάθμισε με τρόπο εύλογα επιτρεπτό τα δεδομένα στο σύνολο τους. Η Συμβουλευτική επέλεξε να περιοριστεί στην προφορική εξέταση στην οποία φαίνεται ο αιτητής να απέδωσε στο χαμηλότερο επίπεδο (καλός) ενώ οι συστηθέντες σε αρκετά ψηλότερο (πάρα πολύ καλός, σχεδόν εξαίρετος και εξαίρετος). Στα πλαίσια της τελικής της έκθεσης λαμβάνοντας υπόψη το διδακτορικό του δίπλωμα, ο χαρακτηρισμός «καλός» αναβαθμίστηκε οριακά σε «σχεδόν πολύ καλός» χωρίς ωστόσο αυτό να ήταν αρκετό για να προταθεί προς την ΕΔΥ.
Το άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1/90 προνοεί ότι η αιτιολογημένη έκθεση προς την ΕΔΥ με τα ονόματα των υποψηφίων που συστήνονται, διαμορφώνεται αφού ληφθούν υπόψη εκτός από το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων αξιολογήσεων καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων. Η υποψηφιότητα του αιτητή αποκλείστηκε αδικαιολόγητα παρά την ισοδυναμία του σε αξία και την υπεροχή του σε προσόντα, αρχαιότητα και πείρα. Μοναδικό έρεισμα η πολύ χαμηλή απόδοση του στις συνεντεύξεις.
Παρενθετικά σημειώνω ότι τα σχόλια αναφορικά με τις γνώσεις και την προσωπικότητα του αιτητή κατά την αιτιολόγηση της προφορικής απόδοσης του δεν αποτελούν εξωγενή στοιχεία κρίσεως ούτε ανατρέπουν με οποιονδήποτε τρόπο τα δεδομένα των αξιολογικών εκθέσεων, όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος του αιτητή. Άλλος είναι ο ρόλος των συνεντεύξεων και η υποκειμενική εκτίμηση των μελών μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής (ειδικότερα όταν απαρτίζεται από ειδικούς προς το αντικείμενο της επίδικης θέσης επιστήμονες). Τέτοια εκτίμηση όταν επεκτείνεται σε στοιχεία που θα μπορούσαν να εμπίπτουν σε οποιοδήποτε από τους τομείς αξιολόγησης των εκθέσεων (π.χ. γνώσεις, κατάρτιση, διοικητική ικανότητα) δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται απόλυτα με την εκτίμηση της επαγγελματικής αξίας των υπαλλήλων στις αξιολογικές τους εκθέσεις.
Σύμφωνα με τη νομολογία για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις αποκτά αυξημένη βαρύτητα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πλήρωση μιας ψηλής θέσης στην ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων της, προϋποθέτει πρόσωπο που να διαθέτει προσωπικότητα, διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίδικη είναι τέτοια διευθυντική θέση. Παρόλο που στην προκειμένη περίπτωση η αιτιολογία που δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αποτυπώνει διαφορές στην εικόνα της προσωπικότητας και των ικανοτήτων των υποψηφίων, εντούτοις δεν είναι τέτοιες που να δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του αιτητή ως «καλό» συγκριτικά με το εξαίρετος ή σχεδόν εξαίρετος για τους υπόλοιπους υποψηφίους. Πρόκειται για γενικές φραστικές αναφορές που δεν διαφοροποιούνται σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογούν και να ανταποκρίνονται στην τόσο μεγάλη διάκριση των χαρακτηρισμών της τελικής απόδοσης των υποψηφίων.
Συνεπακόλουθα ούτε η τελική έκθεση της Συμβουλευτικής που αποκλείει τον αιτητή, στηριζόμενη κυρίως στην απόδοση του στην συνέντευξη και χωρίς να αποδίδει την δέουσα βαρύτητα στα υπόλοιπα κριτήρια που ήταν ενισχυτικά της υποψηφιότητας του, μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένη.
Ο αιτητής πρόβαλε επίσης ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της ΕΔΥ. Επικαλείται ως επιχείρημα ενδεικτικό της προχειρότητας και αντιφατικότητας της ΕΔΥ, το γεγονός ότι στα πλαίσια της παράλληλης διαδικασίας πλήρωσης της δεύτερης κενής θέσης βοηθού Διευθυντή (που αποτελεί το αντικείμενο της υπόθεσης αρ. 237/2011), η ΕΔΥ στην ίδια συνεδρία ημερ. 26.2.10 με τους ίδιους περίπου υποψηφίους ενώπιον της και τα ίδια δεδομένα επέλεξε, δίνοντας ειδική προς τούτο αιτιολογία, να καλέσει στη συνέντευξη ενώπιον της τον αιτητή παρά το ότι δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Δημιουργείται πράγματι εύλογα η απορία πώς επί των ίδιων δεδομένων στην ίδια συνεδρία η ΕΔΥ στη μια περίπτωση έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 34(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν.1/90 να καλέσει τον αιτητή, ενώ στην άλλη που αφορούσε στην επίδικη θέση όχι.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.