ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.516 /2010)

 

30 Νοεμβρίου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 και 24 του Συντάγματος

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 

                                                              Αιτήτρια,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ και/ή

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Π.Πολυβίου, για την Αιτήτρια.

Μ.Θεοκλείτου, (κα.), για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, κατ΄εφαρμογήν των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις αγωγές 2059/89 και 2058/89, προχώρησε στην πώληση, δια δημοσίου πλειστηριασμού, του κτήματος με αριθμό εγγραφής 4/3270 Φ.Σχ.21/60 Ε2 τεμαχ.4/3102 στο Δήμο ΄Εγκωμης, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της ενυπόθηκου οφειλέτιδος Ερμιόνης Ευάγγελου Κατσιαμπύρτα.  Από την πώληση, η οποία είχε συμπληρωθεί στις 16 Ιανουαρίου 2005, και τη συνακόλουθη εγγραφή του κτήματος στον τελευταίο πλειοδότη, την εταιρεία Kyriakos Andreou Developments Ltd, εισπράχθηκε το ποσό των £107.000.00   Το εν λόγω ποσό κατατέθηκε στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Στις 4 Μαρτίου 2005 έγινε η διανομή του εκπλειστηριάσματος. 

 

Από το εν λόγω ποσό αφαιρέθηκαν £14.676,40 ως φόρος κεφαλαιουχικών κερδών και το εναπομείναν ποσό, μετά και την αφαίρεση των υπολοίπων οφειλών, για τις οποίες δεν υπάρχει αμφισβήτηση, στάληκε προς τους αιτητές σχετική επιστολή, σύμφωνα με την οποία τους διδόταν το υπόλοιπο του εκπλειστηριάσματος, αφαιρουμένου του πιο πάνω ποσού.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου οι αιτητές καταχώρισαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την προσφυγή υπ΄αριθμό 300/2005.  Με την εκδοθείσα στις 28 Μαρτίου 2006 απόφαση, η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση κρίθηκε, ως πάσχουσα λόγω έλλειψης αιτιολογίας και ακυρώθηκε. 

 

Από το γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας στάληκε επιστολή ημερ. 27 Νοεμβρίου 2009 επί του πρακτέου, και, τελικώς οι καθ΄ων η αίτηση με νέα επιστολή τους ημερ. 26 Μαρτίου 2010, γνωστοποίησαν στους αιτητές τον τρόπο διανομής του εκπλειστηριάσματος, που σημειώνω ότι είναι πανομοιότυπος με την προηγούμενη γνωστοποίηση, επαναλαμβάνοντας ότι ποσό £14.676,40 αφαιρέθηκε για την πληρωμή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών. 

 

Οι αιτητές καταχώρισαν την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης. 

 

Υποστηρίχθηκε, κατ΄αρχήν, από τους αιτητές, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.  Με βάση τις πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν.9/65), εκπίπτουν του εκπλειστηριάσματος υποχρεώσεις βαρύνουσες το ακίνητο.  Η εν λόγω υποχρέωση καταβολής φόρου δεν έχει, ως αντικείμενο το ακίνητο, αλλά τον διαθέτη.  Με βάση τις πρόνοιες του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980, (Ν.52/80) αυτή η πληρωμή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών πρέπει να γίνει από τον ιδιοκτήτη.  Στην προκείμενη περίπτωση, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα γιατί οι αιτητές έχουν ενεργήσει κατ΄αντίθεση προς την υφιστάμενη νομοθεσία θεωρώντας ότι «διαθέτης», στην υπό εξέταση περίπτωση, ήταν οι αιτητές, ενώ η υποχρέωση πληρωμής έπρεπε να βαρύνει τον ιδιοκτήτη.

 

Μια άλλη εισήγηση που έγινε από τους αιτητές είναι ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση, γιατί στην προκείμενη περίπτωση, οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν κατ΄αντίθεση προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης.  Δεν υπήρξε επαρκής έρευνα των γεγονότων ούτε ορθή εκτίμηση της κατάστασης πραγμάτων η οποία, αν γινόταν, θα κατέληγε στη διαπίστωση ότι η υφιστάμενη υποχρέωση ήταν και ανήκε στον ιδιοκτήτη και όχι στους αιτητές. 

 

Ο κ.Πολυβίου έκαμε αναφορά στην υπόθεση αρ.300/2005, που αναφέρθηκε πιο πάνω, στην οποία ο εκπρόσωπος της νομικής υπηρεσίας είχε αποδεχθεί ότι η τότε προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.  Το ίδιο, πρόσθεσε ο συνήγορος, επαναλήφθηκε και στην υποθ. αρ. 1772/2009 Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατία, ημερ. 21 Ιανουαρίου 2011,  όπου η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας είχε αποδεχθεί ότι δεν υπήρχε επαρκής αιτιολογία έτσι ώστε να υπερασπιστεί η Δημοκρατία τη νομιμότητα της εκδοθείσας απόφασης, που όπως αποτελεί κοινό έδαφος, ήταν πανομοιότυπη με την υπό αμφισβήτηση απόφαση.

 

Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης που περιέχεται στην επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερ. 26 Μαρτίου 2010, δεν προσθέτει, υποστήριξε ο κ.Πολυβίου, οτιδήποτε άλλο στην αιτιολογία, παρά μόνο απαριθμούνται οι διατάξεις των νομοθεσιών επί των οποίων στηρίχθηκε η διοίκηση.  Αυτό δεν αποτελεί αιτιολογία, κατέληξε. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, παράγουσα έννομα αποτελέσματα καθότι, αυτά προϋπήρχαν της έκδοσης της, συναφώς πρόκειται περί χρηματικής διαφοράς, δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Οι αιτητές δεν στρέφονται εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων, ο οποίος επέβαλε τη φορολογία για την πληρωμή του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση νομιμοποιούντο, πρόσθεσε η κα.Θεοκλείτου, να ενεργήσουν με τον τρόπο που περιγράφεται στη σχετική επιστολή, έχοντας υπόψη ότι με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 52/80 ο κτηματολογικός λειτουργός νομιμοποιείτο να ενεργεί ως διαθέτης και εκπρόσωπος του ιδιοκτήτη.  Παράλληλα, συνέχισε η συνήγορος, οι αιτητές δεν αμφισβητούν ότι υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση «διάθεση» του κτήματος.

 

Υπεραμύνθηκε της διαφοροποιημένης στάσης που τηρεί η Δημοκρατία αναφορικά με την αντιμετώπιση υποθέσεων παρόμοιας φύσης, όπως στην παρούσα, κατ΄αντίθεση προς προγενέστερες υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τους αιτητές, σημειώνοντας ότι στο μεταξύ είχε εκδοθεί από το Δικαστή Χ΄Χαμπή η υπόθεση αρ.1599/2009, Ελληνική Τράπεζα ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 1ης Μαρτίου 2011.  Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο, θεώρησε ότι η απαίτηση των τότε αιτητών για αποπληρωμή ολόκληρου του ποσού του εκπλειστηριάσματος χωρίς την αφαίρεση του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ήταν χρηματική ποινή, δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστηρίου.  

 

Θα εξετάσω την παρούσα υπόθεση εκκινώντας από το θεμελιακό θέμα της παραδεκτότητας της προσφυγής.  Εάν διαπιστωθεί ότι πρόκειται περί χρηματικής διαφοράς η εισήγηση της Δημοκρατίας θα ευσταθεί.

 

Στο Σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Π.Δ.Δαγτόγλου 3η έκδοση, παρα.529, γίνεται μια ανάλυση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του θέματος και διαπιστώνεται ότι η αρχική άκαμπτη προσέγγιση εξασθενίζει.   Μια προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη όταν κατά κύριο λόγο αμφισβητείται η ύπαρξη χρηματικής οφειλής ή προσβάλλεται η άρνηση της διοίκησης να διατάξει την πληρωμή αποζημίωσης, όπως σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων.  Συνεχίζει επί του προκειμένου ο συγγραφέας αναφέροντας ότι η νομολογία δεν είναι πάντοτε σταθερή και σε άλλες περιπτώσεις κρίνεται η προσφυγή παραδεκτή, ιδιαιτέρως όταν το θέμα της χρηματικής διαφοράς προκύπτει από σχέση δημοσίου δικαίου. 

 

Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα ν. της Δημοκρατίας (ανωτέρω), ο αδελφός Δικαστής Χ΄Χαμπής καταλήγει μετά την ανάλυση της νομολογίας, αναφορικά με τις ενέργειες του κτηματολογίου και αναφέρεται:

 

Προκύπτει λοιπόν ότι η κατακράτηση του φόρου από το εκπλειστηρίασμα έγινε σε συμμόρφωση με τα ως άνω νομοθετήματα και ως προϋπόθεση της μεταβίβασης και εγγραφής του ακινήτου στην Τράπεζα. Είναι σαφές, και κοινό έδαφος, ότι ο φόρος εβάρυνε τον ιδιοκτήτη ως διαθέτη, και είναι ως έτσι οφειλόμενο από τον ιδιοκτήτη που κατακρατήθηκε από το προϊόν του εκπλειστηριάσματος, κατά προτεραιότητα έναντι της υποθήκης αφού προηγείται της μεταβίβασης. Με αυτά τα δεδομένα, φρονώ ότι η προσβαλλόμενη ενέργεια του Κτηματολογίου δεν μπορεί να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η κατακράτηση από το εκπλειστηρίασμα του οφειλόμενου φόρου, που χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση του ώστε να καθίστατο δυνατή η μεταβίβαση, βασίσθηκε στα ήδη ορισθέντα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, και δη την υποχρέωση του ιδιοκτήτη να καταβάλει το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών που προέκυπτε από το νόμο και που μάλιστα καθόρισε όχι το Κτηματολόγιο αλλά ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (και επί τούτου είναι σχετική και η παρατήρηση της Δημοκρατίας ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν προσβάλλεται), και δεν δημιούργησε οποιαδήποτε νέα κατάσταση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κατά πόσο η κατακράτηση του ποσού του φόρου από το εκπλειστηρίασμα ήταν νόμιμη ή όχι, λοιπόν, δεν είναι θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου. Στο επαρχιακό δικαστήριο θα κριθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός της Τράπεζας ότι η κατακράτηση προς πληρωμή του φόρου δεν ήταν νόμιμη, με όλες τις διαστάσεις που το θέμα μπορεί να έχει ως προς τις πρόνοιες για τις προτεραιότητες πληρωμής ή την πρόνοια για πληρωμή του φόρου πριν από τη μεταβίβαση.

 

 

Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή Χ΄Χαμπή η θέση του δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Διαφοροποιημένη από την πιο πάνω, είναι η υπόθεση αρ.55/2010 Τράπεζα Κύπρου ν. της Δημοκρατίας, ημερ. 18 Μαϊου 2012, από τον αδελφό Δικαστή, Κληρίδη.

 

Το κρίσιμο ζήτημα είναι κατά πόσο δημιουργείται νέα κατάσταση πραγμάτων και επηρεάζονται υφιστάμενα δικαιώματα των αιτητών, με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Ο τρόπος πώλησης και διάθεσης του εκπλειστηριάσματος ρυθμίζεται κατά τρόπο δεσμευτικό από τις πρόνοιες του Νόμου 9/65,  ιδιαιτέρως, στο άρθρο 42.   Αποτελεί βασική προϋπόθεση για την άσκηση της υποχρεωτικής αποκοπής από το ποσό του εκπλειστηριάσματος ο εξής προσδιορισμός.  Στο εδάφιο 1 του άρθρου 42 του Ν. 9/65 τονίζεται ότι ο επιβαλλόμενος φόρος, τέλος ή δικαίωμα, δυνάμει οποιουδήποτε εν ισχύει νόμου, «βαρύνει κατά πρώτον λόγο το τοιούτον ακίνητο ικανοποιούμενον κατά προτεραιότηταν».

 

Η ίδια φρασεολογία απαντάται και στο εδάφιο 3 του άρθρου 42 του Ν.9/65 όπου προσδιορίζεται ο τρόπος διάθεσης του εκπλειστηριάσματος. 

 

Συνεπώς, με βάση τις πρόνοιες του συγκεκριμένου εδαφίου 3 όταν καταβληθούν (α)  τα δικαιώματα, (β) φόροι, τέλη ή δικαιώματα ενεργοποιείται η παράγραφος (γ) η οποία προσδιορίζει ότι εξοφλείται κάθε ποσό το οποίο καθορίζεται σε δικαστικό διάταγμα εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 41 του Νόμου, Ν.9/65,  που αφορά πώληση ακινήτου υποκείμενου εις υποθήκη. 

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αιτητές ήταν ενυπόθηκοι δανειστές και προχώρησαν με την καταχώρηση αγωγών εναντίον της πρωτοφειλέτιδας, όπου την 1η Αυγούστου 1991 εξεδόθησαν αποφάσεις υπέρ τους που περιλάμβαναν και διατάγματα εκποίησης, δια δημοσίου πλειστηριασμού υφισταμένων, υποθηκών.  Συνεπώς, οι αιτητές είχαν δικαίωμα να εισπράξουν το υπόλοιπο του εκπλειστηριάσματος, όπως προβλέπεται στο εδάφιο 3 του άρθρου 42 του Νόμου 9/65.  Με την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτή περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 26 Μαρτίου 2010, επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τους, συνακόλουθα, είμαι της γνώμης ότι πρόκειται περί εκτελεστής διοικητικής πράξης υποκείμενης σε αναθεωρητικό έλεγχο. 

 

Το δεύτερο θέμα που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο η αφαίρεση του αναλογούντος ποσού φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που έγινε με βάση το Νόμο 52/80, ήταν ορθή.  

 

Στο άρθρο 16 του Ν.52/80 ο «διαθέτης» ιδιοκτησίας υποχρεούται να καταβάλει τον φόρο, κατά το χρόνο της διάθεσης της ακίνητης ιδιοκτησίας  Με βάση το άρθρο 4 του Ν.52/80 καταβάλλεται φόρος επί παντός κέρδους λόγω «διαθέσεως»  ιδιοκτησίας.  Στο άρθρο 10 του Ν.52/80 απαντάται ο ορισμός της λέξεως «διάθεσης ιδιοκτησίας» και τι αυτό περιλαμβάνει.  ΄Ητοι, πώληση, συμφωνία πώλησης, ανταλλαγή, μίσθωση, κ.λπ.  Ταυτοχρόνως, προσδιορίζονται ποιες πράξεις δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό της «διάθεσης» πώλησης, ήτοι (α)  μεταβίβαση συνεπεία θανάτου, (β) δωρεά που έγινε από γονέα σε τέκνο, (γ)  ανταλλαγή, (δ) δωρεά που έγινε σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης από μετόχους, (ε) δωρεά που έγινε από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης προς μετόχους, (στ) δωρεά στη Δημοκρατία για συγκεκριμένους σκοπούς, (ζ) ανταλλαγή ή πώληση δυνάμει αναδιανομής, (η)  μεταβίβαση ιδιοκτησίας σε περίπτωση αναδιοργάνωσης, (θ) μεταβίβαση μετοχών σε περίπτωση αναδιοργάνωσης, (ι) μεταβίβαση ιδιοκτησίας προσώπων που διετέλεσαν σύζυγοι.  Από τον περιορισμένο αυτό κατάλογο διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει αναφορά σε πώληση δια δημοσίου πλειστηριασμού. 

 

Το σημαντικό όμως στην προκείμενη περίπτωση είναι η διαφοροποίηση που δημιουργείται από την αναγκαιότητα προσδιορισμού του προσώπου, ο οποίος έχει την υποχρέωση καταβολής του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών.  Αυτός είναι ο διαθέτης.  Η «τεχνική», αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δόκιμη αυτή η έκφραση,  μετάθεσης της υποχρέωσης που έχει ο ιδιοκτήτης της περιουσίας σε περίπτωση διάθεσης με δημόσιο πλειστηριασμό, είτε στο κτηματολόγιο είτε στους αιτητές, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση, πουθενά δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ως νομικά δικαιολογημένη ενέργεια.  Οι υποχρεώσεις που αφαιρούνται από το εκπλειστηρίασμα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 42 του Ν.9/65 βαραίνουν το ακίνητο.  Η υποχρέωση καταβολής κεφαλαιουχικών  κερδών βαραίνει το διαθέτη και «διαθέτης» επί του προκειμένου, δεν ήταν οι αιτητές. 

 

Συνακόλουθα είμαι της γνώμης ότι η ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση να αφαιρέσουν το ποσό των κεφαλαιουχικών κερδών από το εκπλειστηρίασμα, ήταν εκτός του πλαισίου του νόμου, συνεπώς, υπάρχει νομική πλάνη ικανή να οδηγήσει σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο το οποίο θα με οδηγούσε στο ίδιο συμπέρασμα και αυτό έχει σχέση με την αιτιολογία η οποία δόθηκε στην έκδοση της συγκεκριμένης απόφασης.  Μελετώντας το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 26 Μαρτίου 2010, το τι ουσιαστικώς αναγράφεται, είναι οι νομοθετικές διατάξεις επί των οποίων στήριξε την απόφαση του ο Διευθυντής του Κτηματολογίου.  Σαφώς αυτό δεν αποτελεί αιτιολογία που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την υποχρέωση της διοίκησης.  Αυτή δεν προϋπήρχε της απόφασης η οποία, ουσιαστικώς, λήφθηκε το 2005, κι απετέλεσε το αντικείμενο της πρώτης προσφυγής αρ.300/2005. 

 

Συνακόλουθα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται δυνάμει του ΄Αρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο