ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1409/2009)
26 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AHMED HANY DIAB SMIER,
Αιτητής,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Παπαντωνίου (κα) για Γεώργιο Παπαντωνίου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 8.10.2009 με την οποία απέρριψαν αίτησή του για εξασφάλιση άδειας παραμονής στην Κύπρο.
Aφίχθηκε στην Κύπρο στις 21.9.1999, αλλά μετά τη λήξη της ισχύος της θεώρησης εισόδου που κατείχε, παρέλειψε να αποταθεί για άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα, αφού συνελήφθη, να απελαθεί στη χώρα του στις 3.11.1999.
Στις 3.9.2000 αφίχθη εκ νέου στην Κύπρο με νέο διαβατήριο αλλά, ύστερα από το σχετικό έλεγχο, δεν του επετράπη η είσοδος στη Δημοκρατία.
Στις 17.12.2000 επέστρεψε στην Κύπρο με διαβατήριο με παραποιημένα στοιχεία, αλλά και πάλι δεν του επετράπη η είσοδος, αφού ήταν καταχωρημένος στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
Στις 16.12.2002 ο αιτητής χρησιμοποιώντας το όνομα Al Shehaby Hany παρουσιάστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου και ζήτησε να υποβάλει αίτηση για πολιτικό άσυλο. Ανέφερε ότι αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 4.4.2003 υπέβαλε και πάλιν αίτηση για πολιτικό άσυλο, οπότε και του παραχωρήθηκε ειδική άδεια παραμονής ως αιτητής ασύλου, μέχρις ότου εξεταστεί η αίτησή του.
Η Υπηρεσία Ασύλου τον κάλεσε σε συνέντευξη, αλλά οι προσπάθειες εντοπισμού του, τόσο στη δηλωθείσα του διεύθυνση, όσο και στο τηλέφωνο που δήλωσε στην αίτησή του δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η αίτησή του να απορριφθεί.
Ο αιτητής, παρ΄ όλον ότι είχε κληθεί να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, συνέχισε να παραμένει σε άγνωστη διεύθυνση, ενώ στις 8.3.2005 ο Αρχηγός της Αστυνομίας διαβίβασε στο Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής, μαζί με άλλο ομοεθνή του, ενεχόταν σε υπόθεση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων. Τελικά συνελήφθη στις 15.8.2005 να οδηγεί όχημα υπό την επήρεια αλκοόλης και οδηγήθηκε στα κρατητήρια του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβητού.
Στις 15.8.2005 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, αλλά η απέλασή του δεν έγινε κατορθωτή, γιατί δεν ήταν κάτοχος διαβατηρίου ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου.
Όταν το διαβατήριό του παραδόθηκε από ομοεθνή του στα αστυνομικά κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών διαπιστώθηκε ότι ο Al Shehaby Hany και ο Alehmad Haene, υπήκοος Συρίας, ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Αφού τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης είχαν εκδοθεί με βάση τα ψευδή στοιχεία του αιτητή ακυρώθηκαν και στις 17.8.2005 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στη συνέχεια ο αιτητής απελάθηκε στις 18.10.2005 στη χώρα του.
Στις 8.6.2006 ο Διοικητής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ενημέρωσε τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «η Διευθύντρια») ότι ο αιτητής απέκτησε νέο διαβατήριο, ενώ είχε συνάψει εικονικό γάμο με κάποια Σβετλάνα Κυπριανού, Μολδαβικής καταγωγής, κάτοχο κυπριακού διαβατηρίου. Σύμφωνα με την ίδια πηγή ο αιτητής εμπλεκόταν σε κύκλωμα κατασκευής και κυκλοφορίας πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων της Τσεχίας, καθώς και παλαιστινιακών πιστοποιητικών γέννησης.
Στις 27.10.2006, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραμονή στη Δημοκρατία ως επισκέπτης με τη σύζυγό του και του εκδόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 30.7.2007, ενώ τα στοιχεία του παρέμειναν στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών. ΄Υστερα από αίτηση, του χορηγήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 30.4.2008.
΄Ερευνες που έγιναν σχετικά με τη γνησιότητα του γάμου του έδειξαν ότι ο γάμος ήταν γνήσιος και ότι ο αιτητής ήταν προηγουμένως διαζευγμένος και πατέρας τριών παιδιών.
Στις 3.4.2008 ο αιτητής ζήτησε άδεια προσωρινής παραμονής ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει στη Συρία για να παραστεί σε δίκη στην οποία ήταν κατηγορούμενος. Του παραχωρήθηκε σχετική άδεια και άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 31.3.2009.
Ζήτησε ξανά όπως του επιτραπεί να ταξιδέψει στη Συρία για να παρευρεθεί στο γάμο της αδελφής του και για άλλους προσωπικούς λόγους και το Τμήμα Μετανάστευσης του επέτρεψε ξανά να ταξιδέψει, ενώ τα στοιχεία του παρέμεναν στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών.
Στη συνέχεια, ύστερα από σχετική αίτηση του χορηγήθηκε η άδεια να ταξιδέψει στη Μολδαβία μαζί με την εγκυμονούσα σύζυγό του, ενώ στις 2.4.2009 γεννήθηκε η κόρη του.
Στις 31.3.2009 ο αιτητής ζήτησε εκ νέου άδεια προσωρινής παραμονής η οποία όμως απορρίφθηκε στις 8.10.2009, αφού λήφθηκαν υπ΄ όψιν πληροφορίες της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες ενεχόταν σε κύκλωμα κατασκευής και κυκλοφορίας πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων της Τσεχίας, παλαιστινιακών πιστοποιητικών γέννησης και στη μεταφορά λαθρομεταναστών από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, από την οποία φαίνεται να έχει κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά με τα οποία έχει επεκταθεί επαγγελματικά εκτελώντας παράνομα οικοδομικές εργασίες και εργοδοτώντας παράνομους αλλοδαπούς.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ο αιτητής χαρακτηρίζεται ως άτομο οξύθυμο και βίαιο και είναι σκοπός του όπως μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, χωρίσει με τη Μολδαβή σύζυγό του και μεταφέρει το παιδί του στη Συρία.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η διοίκηση δεν έχει προχωρήσει με καλή πίστη κατά την απόρριψη της αίτησής του, αφού χωρίς να ερευνήσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία, αποφάσισε να μην του ανανεώσει την άδεια παραμονής του. Επισημαίνει ότι είναι πατέρας ανήλικου κοριτσιού, ενώ σύντομα η γυναίκα του θα γεννήσει το δεύτερό τους παιδί. Η οικογενειακή του ζωή θα πρέπει να προστατευθεί, ενώ η αιτιολογία της διοίκησης είναι προκλητική και χωρίς ουσία. Παρ΄ όλον ότι υπήρχαν πληροφορίες για δήθεν εικονικότητα γάμου, οι καθ΄ ων η αίτηση συνέχισαν να εκδίδουν άδειες παραμονής του αιτητή επί σειρά ετών. Τέλος η βιαιότητα του χαρακτήρα του είναι ισχυρισμός χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη απόδειξη, οι δε μελλοντικές προθέσεις του, εκφράσεις απροκάλυπτης ανησυχίας των καθ΄ ων η αίτηση.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, είναι αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης και αντίθετη με το νόμο και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υποστηρίζει ακόμα ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει θεμελιώδη του δικαιώματα και ιδιαίτερα το δικαίωμά του σε απόλαυση της οικογενειακής του ζωής. Ακόμα ότι ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα και συνιστά έκδηλη παρανομία, αφού δεν προηγήθηκε η έκδοση ειδοποίησης με την οποία να του δοθεί η ευκαιρία να υπερασπιστεί.
Είναι η θέση του ότι καταστρατηγήθηκε ο περί Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμος του 2007, Ν.7(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε και ειδικότερα του άρθρου 30, το οποίο προβλέπει για προστασία κατά της απέλασης.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί αφού σύμφωνα με το άρθρο 30(2) του Νόμου «Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της ΄Ενωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας».
Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα γεγονότα για να αποδειχθεί ότι πράγματι ο αιτητής απελάθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Όπως ήδη είδαμε ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη. Το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, προνοεί ότι η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της διοικητικής ενέργειας. Στην παρούσα υπόθεση η δοθείσα αιτιολογία είναι πλήρης και επαρκής, χωρίς καν να είναι ανάγκη να ανατρέξει κάποιος στα στοιχεία του φακέλου. Ο αιτητής είχε ενταχθεί στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων, ενώ το βεβαρημένο ιστορικό του, όπως αναλύεται στα γεγονότα, κρίνεται ως επαρκής αιτιολογία.
Ως προς το επιχείρημα για λανθασμένη άσκηση διακριτικής εξουσίας και κατάχρηση εξουσίας, αλλά και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, θα πρέπει να λεχθεί ότι η διακριτική εξουσία δεν ασκείται σωστά όταν κατά την άσκησή της επιδιώκεται σκοπός ξένος προς εκείνο που επιδίωξε ο νομοθέτης ή αν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας πρέπει να καθοδηγείται, μεταξύ άλλων και από την αρχή της υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος και τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν φαίνεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν υπερβεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα όρια της άσκησης της διακριτικής τους εξουσίας και δεν έχω επισημάνει οτιδήποτε που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό για κατάχρηση εξουσίας ή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Η έρευνα η οποία έγινε φαίνεται να είναι επαρκής, αφού λήφθηκαν υπ΄ όψιν όλα τα απαραίτητα στοιχεία.
Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι εμφιλοχώρησε πλάνη περί το νόμο ή και τα πράγματα. Σύμφωνα με το άρθρο 6 (στ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης μπορεί να κηρυχθεί οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο από τα επίσημα κυβερνητικά γραφεία ή από επίσημες πληροφορίες ή από οποιαδήποτε άλλη έμπιστη πηγή θεωρηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ως ανεπιθύμητο πρόσωπο. Οποιοδήποτε πρόσωπο είχε απελαθεί σύμφωνα με το νόμο θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης. Είναι καθαρό από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο αιτητής εμπίπτει στην πιο πάνω κατηγορία και συνεπώς ορθά εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επιστρέφοντας στο Ν.7(Ι)/2007 θα πρέπει να λεχθεί ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν γίνεται λόγος για εικονικότητα του γάμου, αλλά για το βεβαρημένο ιστορικό του, καθώς και την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη, δηλαδή για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας που δικαιολογεί το άρθρο 30(2) του Νόμου.
Ως προς το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή, θα πρέπει να γίνει αναφορά στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 273, όπου το δικαστήριο επισήμανε ότι το θέμα της ύπαρξης ή μη οικογενειακής ζωής είναι ουσιαστικά θέμα πραγματικό. Όπως τονίζεται στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 68/2001 ημερ. 28.3.2003, τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα μέλη της οικογένειας για να ενωθούν με τον άλλο εκτός του συμβαλλόμενου κράτους (βλέπε άρθρο 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) θα πρέπει να είναι ουσιαστικά. Οικονομικά ή πολιτιστικά μειονεκτήματα, γενικώς κρίνονται ως μη ικανοποιητικά (Beldjoudi v. France 26/3/1992, Series A No 234). Η άρνηση άσκησης των δικαιωμάτων της Σύμβασης θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ενός πλέον καταπιεστικού λόγου.
Η τέλεση γάμου δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετηθεί το επιχείρημα της επέμβασης στην οικογενειακή ζωή, αφού όπως κρίθηκε στην υπόθεση Balalas and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2127 κρίθηκε ότι η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν την παραμονή του αλλοδαπού συζύγου δεν αποτελούσε επέμβαση στο συνταγματικό δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 15, επειδή η οικογένεια μπορούσε να διατηρηθεί και εκτός της Δημοκρατίας.
Ούτως ή άλλως η οικογένεια του αιτητή ουδέποτε ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία. Παρέμεναν εδώ ως επισκέπτες με την προσωρινή άδεια παραμονής τους να ανανεώνεται επανειλημμένα (βλέπε ακόμα Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505 και Joudine v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500).
Λαμβάνεται υπ΄ όψιν ότι ούτε ο αιτητής, ούτε η οικογένειά του απέκτησαν μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία, ενώ καθ΄ όλη τη διάρκεια των ανανεώσεων της παραμονής του διατηρείτο στο κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων. Ακόμα η σύνδεσή του με τη χώρα καταγωγής του διατηρείται, ενώ όταν εισήλθε στη Δημοκρατία, μετά το γάμο του, η πρόθεσή του ήταν να διαμένει στην Κύπρο ως επισκέπτης. Κυρίως όμως θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν το βεβαρημένο ιστορικό του, το οποίο επηρεάζει τη δημόσια ασφάλεια.
Στην υπόθεση Hoeksma v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1651/2008, ημερ. 10.5.2011 αναφέρεται ότι παρέχεται στην αρμόδια αρχή το δικαίωμα να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της ΄Ενωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, ακόμα κι΄ αν ληφθούν υπ΄ όψιν στοιχεία όπως η οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, η κοινωνική και πολιτιστική του ενσωμάτωση, αλλά και γενικότερα οι ενέργειές του.
Το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί σύμφωνα και με το Διεθνές Δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας της. Η ευρεία αυτή διακριτική εξουσία του κράτους περιορίζεται μόνο από την υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη. Εφ΄ όσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Moyo and another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).
Τηρουμένων των όποιων ειδικών διευθετήσεων που τυχόν προβλέπονται από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία και ειδικότερα από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, κανένας αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει είσοδο ή παραμονή του στο έδαφός της. Η Δημοκρατία τηρουμένης της υποχρέωσης για επίδειξη καλής πίστης διατηρεί κυρίαρχο δικαίωμα να μην επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφός της, να μην ανανεώνει προσωρινή άδεια παραμονής και να ακυρώνει ακόμα και προσωρινή άδεια παραμονής που δεν έχει λήξει (Eddine v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 355/05, ημερ. 4.7.2005 και Majed v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1099/2009, ημερ. 7.2.2011).
Τονίζεται για μια ακόμη φορά η διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να δέχεται στο έδαφός της αλλοδαπούς, ευχέρεια που είναι ευρεία, ιδιαίτερα όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας (Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716, Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443).
Είναι τέλος ισχυρισμός του αιτητή ότι εμφιλοχώρησε κατάχρηση εξουσίας, αφού η διοίκηση δεν έλαβε υπ΄ όψιν το γεγονός ότι η παραμονή του ανανεωνόταν επί σειρά ετών.
Το υφιστάμενο τεκμήριο καλόπιστης άσκησης της ευχέρειας της διοίκησης παραμένει έγκυρο, μέχρι απoδείξεως του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 226).
Οποιαδήποτε άδεια που χορηγείται μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί και η ευχέρεια της διοίκησης να ανανεώνει όσες φορές επιθυμεί την άδεια προσωρινής διαμονής. Η ανανέωση της προσωρινής διαμονής δεν στερεί από τη διοίκηση του δικαιώματος να αποφασίσει όπως μη ανανεώνει την άδεια παραμονής στο μέλλον. Εξάλλου ο αιτητής ήταν στον κατάλογο απαγορευμένων μεταναστών και η άδεια παραμονής του εκδιδόταν υπό όρους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ