ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1333/2010)
5 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΠΑΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ,
Αιτήτρια,
ν.
κυπριακησ δημοκρατιασ, μεσω
επιτροπησ εκπαιδευτικησ υπηρεσιασ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Θ. Πιπερή Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), με την οποία ύστερα από επανεξέταση λόγω ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος Ελένη Χατζηκακού, στη μόνιμη θέση Προϊσταμένου Τομέα Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την Επιμόρφωση, αναδρομικά από 5.3.2008, αντί της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης ύστερα από ακύρωση προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής ημερ. 3.3.2008 για προαγωγή της Χατζηκακού στη θέση, στην προσφυγή υπ΄ αρ. 639/2008 που εκδόθηκε στις 4.6.2010.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 21.6.2010 προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της πιο πάνω θέσης υπό το φως των συμπερασμάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφάσισε ότι η διαδικασία θα έπρεπε να επανεξεταστεί από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε εκ νέου στις 12.7.2010 και αφού προέβη στις αξιολογήσεις της διαβίβασε την έκθεσή της με επιστολή της Γενικής Διευθύντριας ημερ. 12.7.2010.
Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχαν τηρηθεί ορθά τα πρακτικά για όλες τις συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής και προχώρησε στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Η αιτήτρια υποστηρίζει παράβαση του δεδικασμένου. Στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 639/2008 το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι άνκαι υπήρχαν πρακτικά αυτά δεν είχαν τηρηθεί ορθά, αφού για τη δεύτερη και τρίτη συνεδρία, οι οποίες ουσιαστικά ήταν και οι πλέον σημαντικές, υπήρχε ένα μόνο πρακτικό. Στο τέλος των πρακτικών δεν φαινόταν πουθενά η υπογραφή των μελών, αλλά απλώς η ημερομηνία 25.7.2007. Το δικαστήριο περαιτέρω επισημαίνει ότι δεν αναφέρεται ποια από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παρόντα σε κάθε συνεδρία ξεχωριστά.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε ότι η ακυρωτική απόφαση επέφερε ακύρωση σε ό,τι έγινε παρανόμως στην τότε διαδικασία και θεώρησε αρκετό να διορθώσει ή να διαμορφώσει ως η ίδια αναφέρει, τα παλαιότερα κείμενα με κάποιες πρόσφατες προσθήκες και να καταγράψει ένα ακόμα νέο πρακτικό.
Θα συμφωνήσω με την αιτήτρια. Η υποχρέωση επανεξέτασης δεν είναι θέμα διόρθωσης ή συμπλήρωσης των τότε πρακτικών. Με την ακυρωτική απόφαση ακυρώνεται ολόκληρη η διαδικασία από το σημείο στο οποίο επισημαίνεται η πλημμελής πράξη. Συνεπώς η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε την υποχρέωση να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο εκείνο.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να επανεξετάσει το ενώπιόν της θέμα από την αρχή, από το σημείο κατά το οποίο το ακυρωτικό δικαστήριο διαπίστωσε πλημμέλεια. Δεν ήταν αρκετή η «διόρθωση» των πρακτικών και η συμπλήρωσή τους μέσα σ΄ ένα καινούργιο τελευταίο πρακτικό.
Η μη τήρηση πρακτικών κατέστησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής άκυρη, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη, υποχρεώνοντας τη διοίκηση σε επανεξέταση από το σημείο κατά το οποίο παρατηρήθηκε η πλημμέλεια.
Όπως ορθά επισημαίνεται στην υπόθεση Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ.. 845/1995, ημερ. 7.10.1998 «Η ακυρωτική δικαστική απόφαση εξαφανίζει εξυπαρχής και έναντι πάντων την προσβαλλόμενη πράξη και δημιουργεί δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε κάθε υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν από το Δικαστήριο διοικητικής φύσεως ζήτημα (Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 789, ημερ. 30.5.1989 και Δημοκρατία κ.α. ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028 κ.α. ημερ. 10.7.1990). Ως κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα εκείνο το οποίο απετέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης.». Και στην παρούσα περίπτωση το κριθέν ζήτημα ήταν η παράνομη απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Εν όψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ