ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1131/2010)
26 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KINANIS LLC,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χρ. Κινάνης, για τους Αιτητές.
Λ. Ζαννέτου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές οι οποίοι είναι δικηγορική εταιρεία, ενεγράφησαν στις 20.8.2008 σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και κατόπιν έγκρισης του Νομικού Συμβουλίου, στο Ειδικό Μητρώο Δικηγορικών Εταιρειών το οποίο τηρείται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο. Η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 7.8.2008, υπό τη διπλή ιδιότητά του και ως Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου έχει ως εξής:
"Σε απάντηση της επιστολής σας ημερ. 6 Αυγούστου, 2008, αφού επανεξετάστηκε το αίτημα σας, το Νομικό Συμβούλιο ενέκρινε την εγγραφή της υπό την επωνυμία KINANIS LLC, νοουμένου ότι μοναδικός μέτοχος θα είναι ο συνεταιρισμός Kinanis & Co και ότι όλοι οι μέτοχοι του είναι εγκεκριμένοι δικηγόροι που ασκούν το επάγγελμα.
Εφιστώ όμως την προσοχή σας στο γεγονός ότι σε περίπτωση που το Ιδρυτικό Έγγραφο της εταιρείας που προτίθεσθε να εγγράψετε παρέχει στην υπό σύσταση εταιρεία την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται άμεσα με την άσκηση της δικηγορίας, οι πρόνοιες αυτές θα πρέπει να διαγραφούν.
Εν πάση όμως περιπτώσει το Νομικό Συμβούλιο έχει την άποψη ότι για σκοπούς ομοιομορφίας και συμμόρφωσης με τους κανονισμούς που ρυθμίζουν το δικηγορικό επάγγελμα θα πρέπει στο Ιδρυτικό Έγγραφο της εταιρείας να περιλαμβάνεται, στο τέλος της παραγράφου που αναφέρονται οι σκοποί της, η πιο κάτω πρόνοια:
«Παρά τους πιο πάνω σκοπούς, εξουσίες και λοιπές πρόνοιες, η εταιρεία δεν θα ενασκεί οποιαδήποτε δραστηριότητα ή εργασία κατά παράβαση των προνοιών του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, των εκάστοτε εν ισχύ κανονισμών και οδηγιών του Νομικού Συμβουλίου και τηρουμένων των αναλογιών των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών.
Αναφορά στην παράγραφο αυτή σε Νόμο, κανονισμό ή οδηγία περιλαμβάνει κάθε σχετική τροποποίηση, αντικατάσταση ή επαναθέσπιση που ισχύει από καιρού σε καιρό.»."
Λόγω του ότι οι δικηγορικές εταιρείες εγγράφονται με τον όρο να μην παραβιάζουν τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, στις 17.6.2009 ζητήθηκαν οι απόψεις του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κατά πόσο μια δικηγορική εταιρεία μπορεί να είναι μέτοχος ή διευθυντής σε άλλη ιδιωτική εταιρεία με δραστηριότητες άλλες από δικηγορικές.
Στη συνέχεια οι αιτητές στις 14.5.2010 καταχώρησαν στον Έφορο Εταιρειών αίτηση με την οποία ζητούσαν όπως εγγράψουν θυγατρική εταιρεία με την επωνυμία Zoulian Escrow Limited. Στις 19.5.2010 οι καθ' ων η αίτηση ειδοποίησαν τηλεφωνικά τους αιτητές ότι η αίτησή τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Οι αιτητές εξέφρασαν τη διαφωνία τους με επιστολή προς τον Έφορο Εταιρειών ημερομηνίας 4.6.2010, επεξηγώντας πως «η υπό σύσταση εταιρεία . δεν θα ασχολείται με παροχή δικηγορικών υπηρεσιών που αποτελεί αποκλειστική εργασία της αδειούχας εταιρείας Kinanis LLC», υποβάλλοντας ταυτόχρονα νέο ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο της Zoulian Escrow Limited για έγκριση.
Νέα επιστολή του Εφόρου στάληκε στον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου στις 17.6.2010, με την οποία ζητούνταν οι απόψεις του για το περιεχόμενο της επιστολής των αιτητών, ημερομηνίας 4.6.2010.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, με επιστολή του ημερομηνίας 23.6.2010 και αναφερόμενος στην πιο πάνω επιστολή προς τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου η οποία στάληκε στο Γενικό Εισαγγελέα από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, εξέφρασε την άποψη ότι δικηγορικές εταιρείες δεν μπορούν να μετέχουν ως μέτοχοι ή διευθυντές σε άλλη εταιρεία, ως εξής:
«Έχω τη γνώμη ότι οι δικηγορικές εταιρείες δεν μπορούν να μετέχουν ως μέτοχοι ή διευθυντές σε άλλη εταιρεία. Η δικηγορική εταιρεία εγγράφεται με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση δικηγορίας, όπως αυτή καθορίζεται στον περί Δικηγόρων Νόμο, και δεν μπορεί να έχει άλλες δραστηριότητες, εκτός από την άσκηση της δικηγορίας. Εξάλλου, στη σχετική προς τους αιτητές επιστολή, με την οποία παρέχεται έγκριση του Νομικού Συμβουλίου για εγγραφή δικηγορικής εταιρείας, επισύρεται η προσοχή τους στο γεγονός ότι θα πρέπει να διαγραφούν από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας οποιεσδήποτε εξουσίες που παρέχουν στην υπό σύσταση εταιρεία την εξουσία άσκησης δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται άμεσα με την άσκηση δικηγορίας. Επιβάλλεται δε να περιλαμβάνεται στο ιδρυτικό τους έγγραφο πρόνοια ότι η εταιρεία δεν θα ασκεί οποιαδήποτε αρμοδιότητα ή εργασία κατά παράβαση των προνοιών του περί Δικηγόρων Νόμου».
Ο Έφορος, υιοθετώντας την πιο πάνω άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, ενημέρωσε τους αιτητές σχετικά, με επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2010, ως ακολούθως:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην εγγραφή της πιο πάνω εταιρείας και να σας πληροφορήσω ότι μετά από επιστολές που έχουν αποσταλεί από το Τμήμα στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και σχετική επί του θέματος επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, η πιο πάνω εταιρεία δεν μπορεί να εγγραφεί, εφόσον έχει μέτοχο δικηγορική εταιρεία».
Αυτή την απόφαση προσβάλλουν οι αιτητές.
Οι αιτητές με επιστολή τους προς το Νομικό Συμβούλιο, ημερομηνίας 6.7.2010, εξέφραζαν τη διαφωνία τους. Η επιστολή αυτή κοινοποιήθηκε στον Έφορο Εταιρειών. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου, σε απάντηση της επιστολής των αιτητών ημερ. 6.7.2010, απέστειλε την ακόλουθη επιστολή ημερομηνίας 20.8.2010, μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 6 Ιουλίου 2010 για την εγγραφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία Zoulian Escrow Limited με μοναδικό μέτοχο την δικηγορική εταιρεία Kinanis LLC, και σας πληροφορώ ότι το Νομικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 14 Ιουλίου 2010, αποφάσισε όπως απορρίψει την αίτησή σας».
Ακολούθησε επιστολή των αιτητών ημερομηνίας 27.8.2010 προς το Γενικό Εισαγγελέα πως δεν είχαν υποβάλει στο Νομικό Συμβούλιο οποιοδήποτε αίτημα για έγκριση εγγραφής εταιρείας από το Νομικό Συμβούλιο ώστε να εγκριθεί ή απορριφθεί αίτημά τους.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης και παραβιάζει ρητές πρόνοιες της νομοθεσίας και ειδικότερα του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και των Κανονισμών Δεοντολογίας των Δικηγόρων, ΚΔΠ 237/2002. Ο περί Δικηγόρων Νόμος, Κεφ. 2, η άδεια που παραχωρήθηκε εκ μέρους του Νομικού Συμβουλίου και ο περιορισμός που τέθηκε στο ιδρυτικό έγγραφο των αιτητών στο άρθρο 46, ουδόλως τους απαγορεύουν να κατέχουν μετοχές σε εταιρεία η οποία θα ασχολείται με υπηρεσίες θεματοφυλάκων (escrow services) οι οποίες υπηρεσίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις υπηρεσίες του δικηγορικού επαγγέλματος και των δικηγορικών δραστηριοτήτων ως αυτές καθορίζονται στο Κεφ. 2.
Είναι η θέση τους πως υιοθετώντας οι καθ' ων η αίτηση την άποψη ότι οι δικηγορικές εταιρείες δεν μπορούν να αποκτούν μετοχές σε άλλες εταιρείες, διευρύνουν την εμβέλεια των προνοιών του περί Δικηγόρων Νόμου και την επεκτείνουν σε γεγονότα που δεν ρυθμίζει. Στις δε προϋποθέσεις απόκτησης άδειας για εγγραφή δικηγορικής εταιρείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 6(Γ)(1) του περί Δικηγόρων Νόμου, δεν έχει τεθεί τέτοιος περιορισμός για την παραχώρηση της σχετικής άδειας, δηλαδή να μην μπορούν να αποκτούν μετοχές σε εταιρείες που τους ανήκουν κατά 100%. Κατά συνέπεια, εάν ο νομοθέτης ήθελε να διαφοροποιηθεί από το γενικό κανόνα που παρέχει τη δυνατότητα σε ιδιωτικές εταιρείες να αποκτούν κινητή ή άλλη περιουσία συμπεριλαμβανομένων και μετοχών και να υπαγάγει αυτή τη δυνατότητα στον έλεγχο των καθ' ων η αίτηση, θα έπρεπε να το προβλέψει ρητά, όπως το πρόβλεψε και στη μεταβίβαση μετοχών της δικηγορικής εταιρείας η οποία στη βάση του άρθρου 6(Γ)(2) γίνεται μόνο αφού προηγηθεί η άδεια του Νομικού Συμβουλίου. Περαιτέρω, η σύσταση εταιρείας με σκοπό την ενάσκηση των δραστηριοτήτων θεματοφυλάκων δεν αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε πρόνοιας του περί Δικηγόρων Νόμου. Είναι προϊόν πλάνης η θέση ότι η δικηγορική εταιρεία με το να αποκτά μετοχές ή άλλη περιουσία παραβιάζει τον περί Δικηγόρων Νόμο ενώ οι δικηγόροι ως φυσικά πρόσωπα στα πλαίσια άσκησης του επαγγέλματός τους μπορούν να αποκτούν και κατέχουν μετοχές σε οποιαδήποτε εταιρεία ή να κατέχουν μετοχές υπό οποιαδήποτε νομική ιδιότητα, χωρίς να τον παραβιάζουν.
Είναι εξάλλου ο ισχυρισμός των αιτητών πως εφόσον έχει γίνει η εγγραφή της εταιρείας ως εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και εκδόθηκε το σχετικό πιστοποιητικό, αυτόματα έχει όλες τις δυνατότητες, δικαιώματα και υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Νόμο ως μια άλλη μη δικηγορική εταιρεία συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης και διάθεσης περιουσίας εκτός εάν αυτά τα δικαιώματα περιορίζονται με σχετική διάταξη νόμου. Ο επιχειρούμενος περιορισμός έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 15 και 17 του περί Εταιρειών Νόμου εφόσον καμιά διάταξη στον εν λόγω Νόμο προβλέπει ότι η δικηγορική εταιρεία λόγω της φύσης της ως δικηγορική εταιρεία δεν δύναται να αποκτά μετοχές σε άλλες εταιρείες ή δεν μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα που της παρέχουν τα άρθρα 15 και 17 του Νόμου.
Οι αιτητές επίσης εισηγούνται πως οι περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμοί, ΚΔΠ 237/2002, τους δεσμεύουν κατ' αναλογία εφόσον, κατόπιν απαίτησης του Νομικού Συμβουλίου, στο ιδρυτικό έγγραφο των αιτητών εισήχθη περί τούτου πρόνοια. Κατά συνέπεια, εφόσον στον Κανονισμό 18 προβλέπεται πως οι δικηγόροι μπορούν να κατέχουν μετοχές νομικού προσώπου το οποίο προσφέρει συμβουλευτικές ή άλλες υπηρεσίες υποβοηθητικές, συναφείς επάλληλες ή συμπληρωματικές προς την άσκηση δικηγορίας, όπως η θεματοφυλακή, η κατοχή δηλαδή αντικειμένων έναντι αμοιβής, κατ' αναλογία και η άσκηση της ίδιας δραστηριότητας από δικηγορική εταιρεία η οποία αποκλειστικά ανήκει σε δικηγόρους, δεν παραβιάζει οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμούς. Αντιθέτως, με αυτό τον τρόπο παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος).
Είναι περαιτέρω η θέση των αιτητών ότι τα Άρθρα 21, 23, και 25 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, αφορούν τόσο φυσικά, όσο και νομικά πρόσωπα. Δικαιώματα και ελευθερίες οι οποίες παραβιάζονται με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Πέραν των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τους αιτητές, είναι αναιτιολόγητη ή μη επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον παραλείπεται η αναφορά στη νομική βάση της με αποτέλεσμα η απόφαση ότι οι δικηγορικές εταιρείες στερούνται δυνατότητας όπως η πιο πάνω, να είναι αυθαίρετη.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παραπέμπει στην έννοια των όρων «ασκείν τη δικηγορία», «δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα» και «εταιρεία δικηγόρων», όπως περιέχονται στον περί Δικηγόρων Νόμο, Κεφ. 2, με την εισήγηση πως ένας δικηγόρος πρέπει να έχει ως κύριο επάγγελμά του την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Αναφέρεται επίσης στους όρους άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως περιέχονται στο άρθρο 11 του Κεφ. 2, καθώς και στα όσα το άρθρο 6Γ του Κεφ. 2 καταγράφει για τις δικηγορικές εταιρείες επισημαίνοντας πως και οι δικηγορικές εταιρείες εγγράφονται με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση δικηγορίας, όπως καθορίζεται στο Κεφ. 2. Η ευπαίδευτη δικηγόρος παραθέτει επίσης την παράγραφο 46 του Ιδρυτικού Εγγράφου των αιτητών, καθώς και τον Κανονισμό 18 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών. Αφήνει να νοηθεί ότι άνκαι οι δραστηριότητες θεματοφύλακα της υπό εγγραφή εταιρείας είναι συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα, εν τούτοις οι πλείστες δραστηριότητες της νέας εταιρείας, τις οποίες συγκεκριμενοποιεί, είναι άσχετες. Εισηγείται, εν τέλει, πως εφόσον οι σκοποί της νέας εταιρείας είναι αντίθετοι με τον Κανονισμό 18(3) των Κανονισμών Δεοντολογίας, τότε η νέα εταιρεία δεν δικαιούται να εγγραφεί βάσει του Κεφ. 113, αλλ' ούτε και η δικηγορική εταιρεία δικαιούται να συμμετέχει σε παράνομους, ως προς τη δικηγορία, σκοπούς.
Ως προς την εισήγηση των αιτητών πως παραβιάστηκε το Άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα απόκτησης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η εν λόγω απαγόρευση έγινε στη βάση νόμου, ενώ δεν παραβιάστηκε ούτε το Άρθρο 25 του Συντάγματος, αναφορικά με την επαγγελματική ελευθερία των αιτητών, εφόσον δεν πρόκειται για συναφείς με το επάγγελμα του δικηγόρου εργασίες. Περαιτέρω, κατά τους καθ' ων η αίτηση, ούτε παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος υπήρξε, ούτε συναφώς και παραβίαση του Άρθρου 21 του Συντάγματος το οποίο παρέχει το δικαίωμα σε σύσταση εταιρείας, αφού ενόψει της αντίθεσης με τον περί Δικηγόρων Νόμο και τη Δεοντολογία, είναι επιτρεπτό να υπάρχει περιορισμός του δικαιώματος ίδρυσης εταιρείας.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ως προς το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η αιτιολογία συμπληρώνεται και από το διοικητικό φάκελο, παραπέμποντας ειδικότερα στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 23.6.2010.
Είναι δεδομένο ότι η παράγραφος (46) του ιδρυτικού εγγράφου των αιτητών προβλέπει πως «η Εταιρεία δεν θα ενασκεί οποιανδήποτε δραστηριότητα ή εργασία κατά παράβαση των προνοιών του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, των εκάστοτε εν ισχύ κανονισμών και οδηγιών του Νομικού Συμβουλίου και τηρουμένων των αναλογιών, των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών». Σύμφωνα δε, με τον Κανονισμό 18(3) των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών «οίκος, ομάδα, ένωση συνεταιρισμός ή νομικό πρόσωπο (ελεγχόμενο από δικηγόρους) που παρέχει συμβουλευτικές ή άλλες υπηρεσίες υποβοηθητικές, συναφείς επάλληλες ή συμπληρωματικές των υπηρεσιών που παρέχει ή δύναται να παρέχει ο δικηγόρος προσωπικά ή ως εμπιστευματοδόχος, δεν αποτελεί εμπορική ή άλλη οικονομικής φύσης επιχείρηση». Θα αποτελούσε ενδεχομένως, παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος εάν επιτρεπόταν διάκριση μεταξύ δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών ως προς την ενάσκηση των πιο πάνω δραστηριοτήτων. Εξάλλου, αποτέλεσε εξ αρχής το κύριο επιχείρημα των αιτητών, όπως φαίνεται στην επιστολή τους προς τους καθ' ων η αίτηση ημερ. 4.6.2010, πως «η απόκτηση περιουσίας από δικηγόρους είτε είναι φυσικά πρόσωπα είτε νομικές εταιρείες δεν έχει καμιά διαφορά ούτε προβλέπεται οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση στο νόμο φυσικών ατόμων δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών».
Εν προκειμένω, δεν έχουμε διοικητική κρίση ως προς το κατά πόσο οι σκοποί της υπό εγγραφή εταιρείας παραβίαζαν τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου ή των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών. Οι καθ' ων η αίτηση, στηριζόμενοι στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισαν ότι η υπό εγγραφή εταιρεία δεν μπορεί να εγγραφεί εφόσον έχει μέτοχο δικηγορική εταιρεία. Ο Γενικός Εισαγγελέας στην εν λόγω επιστολή χαρακτήρισε τη συμμετοχή δικηγορικής εταιρείας ως μετόχου ή διευθυντή σε άλλη εταιρεία, ως δραστηριότητα άλλη από άσκηση δικηγορίας. Δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο οι δραστηριότητες της υπό εγγραφή εταιρείας είναι συναφείς ή όχι με την άσκηση δικηγορίας. Έκρινε ότι η τέτοια συμμετοχή και μόνο, σε άλλη εταιρεία, είναι ανεπίτρεπτη.
Άνκαι η θέση της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση πως οι σκοποί της υπό ίδρυση εταιρείας, πέραν της παροχής υπηρεσιών θεματοφυλάκων, στερούνται συνάφειας με το δικηγορικό επάγγελμα, παρέμεινε ουσιαστικά αναπάντητη, με τους αιτητές να σχολιάζουν απλώς πως «ούτε η δικηγορική εταιρεία ούτε η θυγατρική της θα ασκούν αυτές τις δραστηριότητες», εν τούτοις, γεγονός παραμένει πως τα όσα περί σκοπών της υπό ίδρυση εταιρείας αναφέρει η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δεν αποτέλεσαν μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης και σαφώς, ως κατοπινή αιτιολογία, απαραδέκτως τίθενται σε αυτό το στάδιο.
Νομικό πρόσωπο ελεγχόμενο από δικηγόρους το οποίο παρέχει τις περιγραφόμενες στον Κανονισμό 18(3) των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών υπηρεσίες, οι οποίοι, όπως έχει εξηγηθεί, ισχύουν κατ' αναλογία και στους αιτητές, δεν ασκεί εμπορική ή άλλη οικονομικής φύσης επιχείρηση. Θεωρώ πως είναι εδώ που έπρεπε η προσβαλλόμενη απάντηση να εστιάζεται, στη συνάφεια δηλαδή των σκοπών της υπό εγγραφή εταιρείας με την άσκηση δικηγορίας, ώστε να μην πάσχει ως αναιτιολόγητη. Και βεβαίως, το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε πρωτογενή εκτίμηση της τέτοιας συνάφειας. Εξάλλου, το ερώτημα το οποίο αρχικώς τέθηκε από τον Έφορο Εταιρειών απευθυνόμενο προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο στις 17.6.2009 αφορούσε στο κατά πόσο μια δικηγορική εταιρεία μπορεί να είναι μέτοχος ή διευθυντής σε άλλη ιδιωτική εταιρεία «με δραστηριότητες άλλες από δικηγορικές.»
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/MΔ