ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 2466/2006, 2467/2006,
17/2007, 58/2007, 59/2007, 63/2007, 97/2007,
1188/2007, 1189/2007 και 1190/2007)
10 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 2466/2006)
1. ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΙΩΤΗΣ,
2. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΑΛΙΩΤΗΣ,
3. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΜΑΛΙΩΤΗΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 2467/2006)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΡΟΥΘΟΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 17/2007)
UNIVERSAL LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LIMITED,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
(1)ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/΄Η ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
(2)ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 58/2007)
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 59/2007)
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 63/2007)
ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 97/2007)
1. ΑΘΩΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
2. RAE GILLON,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1188/2007)
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1189/2007)
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1190/2007)
ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην 2466/2006.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην 2467/2006.
Α. Δημητριάδης, για την Αιτήτρια στην 17/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 58/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 59/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 63/2007.
Ν. Πελεκάνου για κ. Χρ. Βασιλειάδη, για τους Αιτητές στην 97/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 1188/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 1189/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή στην 1190/2007.
Ε. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση 1.
Α. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Καθ΄ου η Αίτηση 2, Δήμο Πάφου στην 17/2007.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με τις επτά από τις συνεδκικασθείσες αυτές δέκα συνολικά προσφυγές, οι αιτητές επιζητούν Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά την 27.10.2006 και με την οποία αποφάσισαν όπως εγκρίνουν την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, στο οποίο αναφερόταν η Γνωστοποίηση αρ. 311 που είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 21.3.2003, παρά τις ενστάσεις που υπέβαλαν οι αιτητές, είναι άκυρη, παράνομη, και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Με τις άλλες τρεις από τις συνεκδικασθείσες προσφυγές, οι αιτητές επιζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία είχαν απορρίψει τις ενστάσεις τις οποίες αυτοί υπέβαλαν κατά των σκοπούμενων τροποποιήσεων, μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης ημερομηνίας 21.3.2003. Πρόκειται για τις προσφυγές με αρ. 1188/2007, 1189/2009 και 1190/2007. Σημειώνεται ότι ο αιτητής είναι ίδιος στις δύο πρώτες προσφυγές και είναι επίσης αιτητής σε δύο από τις άλλες επτά συνεκδικασθείσες προσφυγές (αρ. 58/2007 και 59/2007) με τις οποίες προσβάλλεται η νομιμότητα του ίδιου του Τοπικού Σχεδίου.
Επίσης, ο αιτητής στην τρίτη προσφυγή με αρ. 1190/2007 προσβάλλει και αυτός τη νομιμότητα του Τοπικού Σχεδίου με άλλη μια από τις επτά συνεκδικασθείσες προσφυγές, αυτή με αρ. 63/2007.
Βρισκόμενος στο σημείο τούτο, θεωρώ πρόσφορο να ασχοληθώ με προδικαστική ένσταση την οποία ήγειραν και προώθησαν οι καθ΄ων η αίτηση αναφορικά ακριβώς με το γεγονός της καταχώρησης των τριών προσφυγών με αρ. 1188/2007, 1189/2007 και 1190/2007.
Προδικαστική ένσταση αναφορικά με τις υποθέσεις αρ. 1188/2007, 1189/2007 και 1190/2007.
Όπως έχει προαναφερθεί, οι αιτητές στις ανωτέρω προσφυγές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία είχαν απορριφθεί οι ενστάσεις τις οποίες αυτοί είχαν προβάλει μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Πάφου.
Σύμφωνα με την προδικαστική ένσταση την οποία πρόβαλαν οι καθ΄ων η αίτηση, η απορριπτική των ενστάσεων απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, η οποία ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για τη δημοσίευση του επίδικου τροποποιημένου Σχεδίου, δε συνιστά αφ΄ εαυτής εκτελεστή διοικητική πράξη. Όπως υποστηρίζουν οι καθ΄ων η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία, η δημοσίευση τελικού τροποποιητικού Σχεδίου μετά τη Γνωστοποίηση και την εξέταση ενστάσεων, είναι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Οι αιτητές στις αγορεύσεις τους, αρχική και απαντητική, δεν απαντούν στην ένσταση.
Οι καθ΄ων η αίτηση δικαιολογημένα εγείρουν την προδικαστική ένσταση, η οποία παρουσιάζεται να υποστηρίζεται πράγματι από σχετική νομολογία. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η τελική απόφαση, σε σύνθετη διοικητική πράξη, χάνει την αυτοτέλειά της, ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, η οποία καθίσταται και η μόνη η οποία μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης. [Άννα Ηλία κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 884, Ioannidou v. The Republic (1966) 3 CLR 480, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 ΑΑΔ 540, Χ. Κεραυνού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 398]. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση Άννα Ηλία αφορούσε, μεταξύ άλλων, σε καταχώρηση από κάποιους από τους αιτητές προσφυγών τόσο εναντίον της απόρριψης ενστάσεών τους κατά της μη συμπερίληψης τους σε κατάλογο διοριστέων εκτάκτων υπαλλήλων, όσο και εναντίον της τελικής απόφασης για το μη διορισμό τους, κρίθηκε ως θεμελιωμένη η αρχή ότι η τελική απόφαση απορρόφησε το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων που είχαν προηγηθεί, οι οποίες και συγχωνεύθηκαν με αυτή. Στην περίπτωση επομένως των αιτητών που είχαν προσβάλει, επιπρόσθετα προς την απόρριψη των ενστάσεών τους και την τελική απόφαση, η πρώτη προσφυγή τους απώλεσε την αυτοτέλειά της, συγχωνευθείσα στο αντικείμενο της δεύτερης. Περαιτέρω, στην προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ. Κεραυνού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, επιβεβαιώθηκε ότι, και αν ακόμα η δημοσίευση Γνωστοποίησης Τοπικού Σχεδίου η οποία παρέχει τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων ήθελε θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη, εν τούτοις, μετά τη δημοσίευση του εγκεκριμένου Τοπικού Σχεδίου, η οποία και αποτελεί το τέλος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η πρώτη απώλεσε την εκτελεστότητά της.
Επομένως, οι προσβαλλόμενες με τις Υποθέσεις με αρ. 1188/2007, 1189/2007 και 1190/2007 προσφυγές, έχουν χάσει προ πολλού την όποια εκτελεστότητά τους και θα πρέπει να απορριφθούν.
Εξέταση των υπολοίπων συνεκδικασθεισών Υποθέσεων.
Ένα άλλο, νομικής φύσεως θέμα, το οποίο έχει εγερθεί στο πλαίσιο μερικών από τις συνεδικασθείσες προσφυγές και θα πρέπει να εξετασθεί κατά προτεραιότητα, είναι το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό παράνομης συγκρότησης του Κοινού Συμβουλίου το οποίο είχε συσταθεί για σκοπούς μελέτης της σκοπούμενης τροποποίησης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, αλλά και του ίδιου του Πολεοδομικού Συμβουλίου.
Θέματα νόμιμης συγκρότησης οργάνων που συμμετείχαν στη διαδικασία.
Ο αιτητής στην Υπόθεση αρ. 63/2007 εγείρει στην αγόρευσή του θέμα μη νόμιμης σύνθεσης και/ή συγκρότησης και/ή λειτουργίας της Επιτροπής που συνέστησε το Πολεοδομικό Συμβούλιο, αλλά και του ίδιου του Πολεοδομικού Συμβουλίου.
Ως λόγος έγερσης του θέματος τούτου προβάλλεται το ότι, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, πουθενά στα περιεχόμενα στην Ένσταση έγγραφα δε φαίνεται να έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο διαδικασίες. Οι όποιες γενικές αναφορές στην Ένσταση σύμφωνα με τις οποίες συνεστήθη Επιτροπή από το Πολεοδομικό Συμβούλιο η οποία επεξεργάσθηκε τις ενστάσεις, ότι τέθηκαν οι ενστάσεις στην ολομέλεια του Σώματος, ότι έγινε εισήγηση για απόρριψή τους κλπ., δεν αρκούν. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, πουθενά δε φαίνεται πότε συνέστησε Επιτροπή το Πολεοδομικό Συμβούλιο, ποιοι την απάρτιζαν, ποια ήταν η σύνθεση του Συμβουλίου, πώς εξετάστηκαν οι συστάσεις του αιτητή κλπ.
Περαιτέρω, ο αιτητής στις Υποθέσεις αρ. 58/2007 και 59/2009, αφού εκθέτει στην κοινή για τις δύο προσφυγές αγόρευσή του, την ακολουθητέα διαδικασία για σκοπούμενη τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου, σύμφωνα με το Νόμο, υποστηρίζει ότι τίποτε το σχετικό δεν καταδεικνύεται στην Ένσταση ότι έχει γίνει και, συνακόλουθα, είναι η θέση του αιτητή ότι η ορθή διαδικασία δεν ακολουθήθηκε και/ή ότι η ακολουθηθείσα διαδικασία πάσχει.
Με την Ένστασή τους, και κυρίως με τα ογκώδη παραρτήματα που επισύναψαν, αλλά και με τα ογκώδη τεκμήρια τα οποία παρουσίασαν υπό μορφή τηρουμένων διοικητικών φακέλων, οι καθ΄ων η αίτηση παρουσιάζονται να απαντούν σε όλες τις ανωτέρω ανησυχίες, ερωτηματικά και αμφισβητήσεις, τις οποίες εγείρουν οι αιτητές στις προαναφερθείσες προσφυγές.
Παρόλον τούτου οι αιτητές, με την κοινή για όλες τις προσφυγές Απαντητική αγόρευσή τους, επανέρχονται με παρόμοιες αμφισβητήσεις, τις οποίες όμως δε συγκεκριμενοποιούν.
Ενώ, για παράδειγμα, στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση επεξηγείται λεπτομερώς η ακολουθηθείσα διαδικασία και γίνεται παραπομπή σε κατατεθέντα τεκμήρια, σε απάντηση, οι αιτητές απλά ισχυρίζονται ότι "δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες" του Νόμου, "ακολουθήθηκε μια διαδικασία η οποία δεν προνοείται στη νομοθεσία, η οποία είναι παράνομη" κλπ. Επιμένουν οι αιτητές ότι έπρεπε να είχε συσταθεί Κοινό Συμβούλιο και ο Υπουργός να υιοθετούσε το τροποποιηθέν Τοπικό Σχέδιο και ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε. Το ερώτημα είναι πως δεν έγινε, αφού, όπως εξηγείται στην αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση και όπως επιβεβαιώνεται από τηρηθέντα πρακτικά τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια, και Κοινό Συμβούλιο συστάθηκε, και ποιοι το απάρτιζαν αποκαλύπτεται και πότε αυτό καταρτίστηκε σε σώμα και για όλες τις συνεδρίες του τηρήθηκαν πρακτικά κλπ.
Όπως δε περαιτέρω και κάπως αόριστα ισχυρίζονται οι αιτητές, ουσιαστικά έλαβε χώρα ανάθεση ή εκχώρηση αρμοδιοτήτων του Υπουργού σε άλλο Σώμα ή Σώματα, χωρίς να υπάρξει σχετικό Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 5(1) και (2) του Νόμου. Αυτός ο ισχυρισμός προβάλλεται παρά το ότι, όπως είχαν εξηγήσει οι καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή τους, ο Υπουργός Εσωτερικών με τις ΚΔΠ 57/2001 και ΚΔΠ 343/2001, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν τα άρθρα 5 και 17 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εκχώρησε όλες τις αρμοδιότητες που του παρείχαν τα άρθρα 14 και 15, στο Πολεοδομικό Συμβούλιο. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες των άρθρων 12 και 18 του Νόμου, ο Υπουργός, κατά την εκπόνηση ή τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου, συμβουλεύεται το Κοινό Συμβούλιο το οποίο στην υπό εξέταση περίπτωση διορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 52926 ημερομηνίας 28.12.2000, που είναι επίσης Τεκμήριο.
Παρόλα τούτα, οι αιτητές στην Απαντητική τους αγόρευση επαναλαμβάνουν ότι, σύμφωνα με το Νόμο, ο Υπουργός συμβουλεύεται Κοινό Συμβούλιο, αλλά επιμένουν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε του διορισμού ούτε των συνεδριάσεών του.
Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση παρά ότι προφανώς οι αιτητές δεν επιθεώρησαν το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων ή δεν έδωσαν σημασία στα στοιχεία που παρατέθηκαν μέσω της αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση.
Εν πάση περιπτώσει, ο σχετικός λόγος ακύρωσης τον οποίο προβάλλουν οι αιτητές, δε φαίνεται να στοιχειοθετείται.
Ξεχωριστή εξέταση θεμάτων που εγείρονται σε κάθε προσφυγή.
Προσφυγή αρ. 2466/2006.
Το βασικό νομικό και πραγματικό παράπονο των αιτητών στην προσφυγή αυτή είναι ότι, ενώ είχαν υποβάλει έγκαιρα νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη ένσταση στη δημοσιευθείσα Γνωστοποίηση, αυτή αγνοήθηκε πλήρως και απορρίφθηκε, χωρίς αιτιολογία. Μάλιστα, η ένσταση συνοδευόταν από βεβαίωση του Κοινοτικού Συμβουλίου για την ανάγκη επέκτασης της οικιστικής ζώνης στην Αχέλεια, ενώ αργότερα δύο εξειδικευμένες επιτροπές, ήτοι η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων και η Επιτροπή Πολεοδομικού Συμβουλίου, δέχτηκαν ομόφωνα ότι έπρεπε να υπάρχει και σύστησαν "Μερική ικανοποίηση" της ένστασης, για σκοπούς διόρθωσης του υφιστάμενου οικιστικού ορίου της περιοχής. Παρόλον τούτου, η Ολομέλεια του Πολεοδομικού Συμβουλίου κατέγραψε μονολεκτικά την απόφασή της, "Απορρίπτεται".
Μελέτη των κατατεθέντων στο Δικαστήριο εγγράφων των τηρουμένων διοικητικών φακέλων, αποκαλύπτει ότι η μονολεκτική αυτή απάντηση στην ένσταση των αιτητών δεν ήταν παρά μια συνοπτική παρουσίαση των υποβληθεισών ενστάσεων και του αποτελέσματος της εξέτασής τους, η οποία καταγράφηκε σε σχετικό πίνακα - Παράρτημα 6 στην Ένσταση, ο οποίος υποβλήθηκε στον Υπουργό. Υπάρχουν όμως και τα τηρηθέντα πρακτικά συνεδριάσεων των προαναφερθεισών Επιτροπών. Συγκεκριμένα, όπως και οι ίδιοι οι αιτητές εντοπίζουν στη γραπτή Απαντητική τους αγόρευση, το Πολεοδομικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας ημερομηνίας 19.7.2005, αναφερόμενο στις ενστάσεις των αιτητών, αποφάσισε όπως υιοθετήσει τις εισηγήσεις της Επιτροπής του Πολεοδομικού Συμβουλίου (ΕΠΣ) για μερική αποδοχή κάποιων εκ των ενστάσεων, μεταξύ των οποίων και την ένσταση των αιτητών με αρ. 10, με επέκταση της Οικιστικής Ζώνης βόρεια, για τους ίδιους λόγους και ζητήθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως να υποβάλει στο Συμβούλιο το Σχέδιο με την Οικιστική Ζώνη για επιβεβαίωση. Παρά ταύτα, έξι μέρες μετά, όπως καταγράφηκε σε τηρηθέν πρακτικό ημερομηνίας 26.7.2005, και πάλι του Πολεοδομικού Συμβουλίου:
"... το Συμβούλιο επικύρωσε την απόφαση του για τη νέα Οικιστική Ζώνη που περιλαμβάνει εκτός από τα τεμάχια των ενστάσεων - εξαιρουμένου του τεμαχίου της ένστασης 10 - και το νέο διαχωρισμό οικοπέδων αυτοστέγασης. Τα όρια της νέας Οικιστικής καθορίστηκαν βάσει των υψομέτρων και των ορίων του διαχωρισμού αυτοστέγασης και των οικοπέδων για φτωχές οικογένειες."
Το "τεμάχιο της ένστασης 10" στο οποίο γίνεται αναφορά είναι το τεμάχιο των αιτητών σε σχέση με το οποίο αυτοί είχαν υποβάλει τις ενστάσεις τους. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, παρά την προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου με την οποία γινόταν δεκτή μερικώς η ένσταση των αιτητών, έξι μέρες μετά, αυτή του την απόφαση την επικύρωσε, εξαιρώντας όμως το τεμάχιο των αιτητών.
Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων, οι αιτητές με την Απαντητική τους αγόρευση εγείρουν πλέον θέμα όχι της μονολεκτικής απόρριψης της ένστασης τους, αλλά του τρόπου μεταχείρισής της και της κατ΄ ισχυρισμό έλλειψης αιτιολογίας για τη διαφοροποίηση στη στάση του Συμβουλίου σε σχέση με αυτήν.
Απαντώντας σ΄ αυτές τις θέσεις, οι καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή τους, αφού επισυνάπτουν και παραπέμπουν σε σωρεία εγγράφων από ογκώδεις φακέλους τους οποίους και παρουσίασαν στο Δικαστήριο, επισημαίνουν ότι από το περιεχόμενο των εγγράφων εξάγεται πλήρης και επαρκής αιτιολογία ως προς τους λόγους της εξαίρεσης του συγκεκριμένου τεμαχίου του αιτητή, που ήταν αντικείμενο της εξετασθείσας ένστασης με αρ. 10.
Η θέση των καθ΄ων η αίτηση είναι βάσιμη και στοιχειοθετείται από το περιεχόμενο των κατατεθέντων εγγράφων στα οποία γίνεται παραπομπή.
Σημειώνεται κατ΄ αρχάς ότι η οικιστική περιοχή που προτάθηκε από την Κοινότητα Αχέλειας και συστήθηκε από το Κοινό Συμβούλιο, αφορούσε επέκταση της Οικιστικής Κα6α χωρίς να περιληφθεί σ΄ αυτή οποιοδήποτε τμήμα γης που ενέπιπτε σε Ζώνη Προστασίας Δα3 (δηλαδή Ζώνη Προστασίας του ποταμού Έζουσα) όπου εμπίπτει το τεμάχιο του αιτητή. Αυτή η πρόταση αποτέλεσε και την τελική απόφαση, η οποία υιοθετήθηκε στο Τοπικό Σχέδιο Πάφου του 2003. Όπως δε διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά του Πολεοδομικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο ζήτησε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως να υποβάλει στο Συμβούλιο το σχέδιο με τη νέα Οικιστική Ζώνη για σχετική επιβεβαίωση. Το σχέδιο παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο στην επόμενη του Συνεδρία, το οποίο και αποφάσισε να εγκρίνει μέρος της πρότασης με επέκτασή της βόρεια, λαμβανομένων υπόψη των υψομέτρων της περιοχής (ποταμός Έζουσα). Όπως εισηγείται η συνήγορος των η αίτηση στην αγόρευσή της, διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι η επέκταση της Οικιστικής Ζώνης Κα8 εντός της Ζώνης Προστασίας Δα3, όπως υιοθετήθηκε στο προσβαλλόμενο τροποποιηθέν Τοπικό Σχέδιο, μπορούσε να γίνει μόνο σε μικρό μέρος λόγω των υψομέτρων της περιοχής (του ποταμού Έζουσα), με αποτέλεσμα στα τεμάχια που εντάχθηκαν στην επέκταση να μην περιλαμβανόταν και το τεμάχιο του αιτητή το οποίο, όπως φαίνεται στα κατατεθέντα σχέδια, εφαπτόταν του ποταμού.
Όπως υποβάλλει ο συνήγορος του αιτητή στην Απαντητική του αγόρευση, κάτω από δεύτερο λόγο ακύρωσης τον οποίο προβάλει σε σχέση με μη τήρηση άρτιων πρακτικών, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση επιχειρεί η ίδια να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους το ακίνητο του αιτητή δεν μπορούσε να ενταχθεί σε οικιστική ζώνη ανάπτυξης. Πρόκειται, όπως ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή, για αιτιολογία που δίδει ο δικηγόρος επιγενόμενα, αλλά που δεν αναδεικνύεται από τα πρακτικά, ούτε αναπτύσσεται από τους καθ΄ων η αίτηση πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρόκειται για ελλείψεις στην τήρηση πρακτικών, που αφαιρούν το υπόβαθρο της έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θα διαφωνήσω με τις θέσεις του αιτητή. Κατ΄ αρχάς, σε πρώτο στάδιο, στη γραπτή αγόρευσή του, ο αιτητής προέβαλε τη θέση ότι μονολεκτικά είχε απορριφθεί η αίτησή του, χωρίς πουθενά να δίδεται δικαιολογία και/ή αιτιολογία.
Αυτός ο ισχυρισμός αποδείχθηκε εσφαλμένος εφόσον, όπως έχει προαναφερθεί στο περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, υπήρχαν λεπτομερή στοιχεία ή συνιστούσαν αιτιολογία για την τελική μονολεκτική αναφορά. Μετά ταύτα ο αιτητής παραγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία εκείνα που λήφθηκαν υπόψη και στα οποία έγινε αναφορά προηγουμένως, για να εισηγηθεί ότι πρόκειται για εκ των υστέρων επιγενόμενη επεξήγηση της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση. Ούτε αυτή η θέση είναι ορθή. Δεν πρόκειται για επεξηγήσεις τις οποίες επιχείρησε εκ των υστέρων να δώσει η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση. Πρόκειται για επισήμανση υπαρκτών στοιχείων, από τα οποία εξάγονται διαπιστώσεις και συμπεράσματα που οδηγούν στο εύρημα ότι, ούτε τα τηρηθέντα πρακτικά είναι ελλιπή, ούτε ανυπαρξία αιτιολογίας παρατηρείται.
Επομένως, αυτοί οι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να ευσταθήσουν.
Στο σημείο τούτο, σημειώνεται ότι ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, αναπτύσσει μόνο το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό αναιτιολόγητης προσβαλλόμενης απόφασης και της δυσμενούς μεταχείρισης της περίπτωσης του αιτητή, ισχυρισμοί οι οποίοι απαντώνται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση. Όμως, επανερχόμενος ο αιτητής με την Απαντητική του αγόρευση, αντί να περιοριστεί να απαντήσει σε οτιδήποτε είχε αναφερθεί από τους καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή τους, εγείρει με την "απάντησή" του ένα αριθμό άλλων λόγων, τους οποίους και αναπτύσσει, τους οποίους δεν ήγειρε ή ανέπτυξε στην αρχική του αγόρευση και τους οποίους βέβαια δεν είχε πλέον ευκαιρία να αντιμετωπίσει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση. Τέτοια νέα θέματα είναι ισχυρισμός ότι έπασχε η σύνθεση και λειτουργία του Πολεοδομικού Συμβουλίου, η ανυπαρξία στοιχείων ως προς τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου που ενέκρινε την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου, κλπ. Δεν προτίθεμαι, υπό τις περιστάσεις, να εξετάσω περαιτέρω και να αποφανθώ επί των νέων τούτων σημείων.
Αυτή η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή αρ. 2467/2006.
Ο αιτητής στην προσφυγή αυτή ισχυρίζεται ότι, με επιστολή του ημερομηνίας 6.5.2003, υπέβαλε εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το Νόμο, αιτιολογημένη ένσταση κατά των προνοιών του επίδικου Τοπικού Σχεδίου, ζητώντας όπως η ακίνητη ιδιοκτησία του ενταχθεί στην οικιστική και όχι στη γεωργική ζώνη.
Με την Ένστασή τους οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν παραλήφθηκε οποιαδήποτε ένσταση από τον παρόντα αιτητή.
Απαντώντας σ΄ αυτή τη θέση, ο αιτητής στην αγόρευσή του παρουσίασε αντίγραφο επιστολής-ένστασής του ημερομηνίας 6.5.2003 η οποία, όπως ισχυρίζεται, είχε παραδοθεί δια χειρός από το γραφείο του δικηγόρου του. Επειδή όμως δεν υπήρξε ανταπόκριση, ο δικηγόρος του αιτητή επανήλθε στις 24.4.2004, με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών, παρακαλώντας όπως έχει τη θέση του στο θέμα που είχε θέσει με την επιστολή του ημερομηνίας 6.5.2003. Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής στην αγόρευσή του, επικοινώνησε τηλεφωνικά αρμόδια Λειτουργός του Υπουργείου στις 12.8.2001 και ζήτησε όπως της σταλεί εκ νέου με τηλεμοιότυπο η επιστολή, πράγμα που έγινε την ίδια ημέρα, σύμφωνα με βεβαίωση του τηλεμοιότυπου που επισύναψε ο αιτητής. Τότε, την ίδια ημέρα 12.8.2004, η ίδια Λειτουργός απευθύνθηκε με επιστολή στο δικηγόρο του αιτητή πληροφορώντας τον ότι η περίοδος υποβολής ενστάσεων είχε λήξει στις 21.11.2003, ότι η επιστολή του ημερομηνίας 6.5.2003 κατόπιν έρευνας διαπιστώθηκε ότι δεν παραλήφθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών και ότι, συνακόλουθα, η επιστολή του αποστάληκε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως "για να μελετηθεί ως αίτημα, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό."
Βασιζόμενος στο πιο πάνω πραγματικό υπόβαθρο και ισχυρισμούς του, ο αιτητής εγείρει διάφορα θέματα, όπως το ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν αποκάλυψαν ποιου είδους έρευνα διεξήγαγαν και αποφάνθηκαν ότι δεν είχε παραληφθεί η ένσταση του αιτητή, ότι πουθενά δε φαίνεται τι έγινε μετέπειτα που επρόκειτο να αποσταλεί στην Πολεοδομία η ένστασή του για να μελετηθεί ως αίτημα, αν παρέλειψαν οι καθ΄ων η αίτηση να το αποστείλουν, γιατί παρέλειψαν κλπ.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα του δημοσιευθέντος Τοπικού Σχεδίου Πάφου, παρά την προβληθείσα ένστασή του, και όχι την παράλειψη ή άρνηση κάποιας ανταπόκρισης του Τμήματος Πολεοδομίας στο οποίο φέρεται να παραπέμφθηκε η επιστολή του αιτητή για να μελετηθεί, όχι ως ένσταση, αλλά "ως αίτημα στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό."
Αναφορικά με το ουσιώδες στην παρούσα προσφυγή θέμα της υποβολής και λήψης ένστασης από την πλευρά του αιτητή, διαπιστώνεται διάσταση ως προς ένα πραγματικό γεγονός, μεταξύ των διαδίκων. Η μεν πλευρά του αιτητή διατείνεται ότι παρέδωσε την επιστολή-ένστασή του ημερομηνίας 6.5.2003 δια χειρός μέσω του γραφείου του δικηγόρου του, ενώ οι καθ΄ων η αίτηση αρνούνται ότι παρέλαβαν ποτέ μια τέτοια επιστολή.
Περισσότερες λεπτομέρειες ή τεκμηρίωση ως προς την κατ΄ ισχυρισμό παράδοση της επιστολής δε δόθηκαν από την πλευρά του αιτητή, ούτε και ζητήθηκε η λήψη μαρτυρίας ως προς το αμφισβητούμενο τούτο θέμα.
Εδώ, η κατ΄ ισχυρισμό παραδοθείσα επιστολή φέρεται να παραδόθηκε με το χέρι και όχι ταχυδρομικώς, οπότε σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να τεθεί θέμα στοιχειοθέτησης τεκμηρίου ότι θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η επιστολή έφθασε στον προορισμό της αφ΄ ης στιγμής έφερε την ορθή διεύθυνση και τα απαιτούμενα γραμματόσημα και δεν επιστράφηκε ποτέ ως μη παραδοθείσα. [Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9, Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 CLR 566].
Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί εδώ να στοιχειοθετηθεί άμεσα ή κατά τεκμήριο η παράδοση και παραλαβή της ένστασης του αιτητή προς την αρμόδια Αρχή και, επομένως, δεν μπορεί να εξετασθεί και οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης που σχετίζεται με την κατ΄ ισχυρισμό απόρριψη ή παραγνώρισή του.
Και αυτή η προσφυγή αναπόφευκτα θα πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή αρ. 17/2007.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια εταιρεία έχει περιλάβει, πέραν της Κυπριακής Δημοκρατίας, και το Δήμο Πάφου ως καθ΄ου η αίτηση αρ. 2.
Ο καθ΄ου η αίτηση Δήμος με την Ένσταση την οποία καταχώρησε και με τη γραπτή αγόρευσή του εγείρει τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Η μια εξ αυτών αφορούσε σε ισχυρισμό ότι με την προσφυγή της η αιτήτρια απαράδεκτα προσβάλλει την εγκυρότητα δύο ή περισσοτέρων διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων. Συγκεκριμένα, με τη θεραπεία στην παρα. (Α) του αιτητικού, η αιτήτρια προσέβαλλε την απόφαση με την οποία οι καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν στην αναθεώρηση ή και έγκριση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου του 2003 και με τη θεραπεία στην παρα. (Β) προσέβαλλε την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση όπως απαντήσουν στις επιστολές της αιτήτριας ή των δικηγόρων της, ημερομηνίας από 13 Μαρτίου 2006 μέχρι 3 Νοεμβρίου 2006.
Με τη γραπτή της αγόρευση όμως, η αιτήτρια, προφανώς λόγω της προαναφερθείσας προδικαστικής ένστασης, ρητά απέσυρε τη θεραπεία την οποία διεκδικούσε στην παρα. (Β) του αιτητικού της προσφυγής της ως προς την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να απαντήσουν σε επιστολές της.
Με αυτό ως δεδομένο, ο καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Δήμος Πάφου ισχυρίστηκε στη δική του γραπτή αγόρευση ότι η αιτήτρια δε νομιμοποιείται να συνεχίζει να περιλαμβάνει ως διάδικο τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Δήμο, ιδιαίτερα μετά την απόσυρση της θεραπείας στην παρα. (Β), που ήταν η μόνη που μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι στρεφόταν και εναντίον του καθ΄ου η αίτηση αρ. 2.
Ο καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 δικαίως παραπονείται για τη συμπερίληψή του ως διαδίκου. Η μοναδική εναπομείνασα θεραπεία στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που ενέκρινε την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, πράξη στην οποία δεν εμπλέκεται ο καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Δήμος Πάφου.
Επομένως, η προσφυγή εναντίον αυτού του καθ΄ου η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και αυτού δοθέντος δεν θα ήταν νοητό όπως εξεταστούν θέματα τα οποία εγείρει ο Δήμος, τα οποία καθάπτονται της δυνατότητας επιτυχίας της παρούσας προσφυγής, αφού αυτά προέρχονται από διάδικο ο οποίος δε νομιμοποιείται να υπάρχει στη διαδικασία.
Κατά τα λοιπά, η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή ισχυρίζεται κατά κύριο λόγο ότι η στάση των καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 δεν ικανοποιεί τους κανόνες άσκησης χρηστής διοίκησης, καθότι δεν προέβηκαν στις πρέπουσες παραστάσεις προς τον καθ΄ου η αίτηση αρ. 2 Δήμο Πάφου για να εξασφαλίσουν τα στοιχεία εκείνα τα οποία χρειάζονται και να τα θέσουν ενώπιον του Υπουργού ενώ μάλιστα επρόκειτο για στοιχεία τα οποία ενδέχετο να επηρεάσουν την κρίση του θετικά για την αιτήτρια. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία αφορούσαν το γεγονός της έκδοσης πολεοδομικής άδειας για διαχωρισμό σε οικόπεδα των τεμαχίων της αιτήτριας, το γεγονός της έκδοσης Άδειας Διαχωρισμού για την ίδια ανάπτυξη, της έκδοσης ακολούθως Πιστοποιητικού Πολεοδομικής Άδειας, της έκδοσης Πιστοποιητικών Έγκρισης για εκτέλεση της ανάπτυξης κλπ.
Όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 στην Ένστασή τους, κατά την περίοδο αναθεώρησης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου 2002-2003 και μέσα στο πλαίσιο ενημέρωσης των χωρομετρικών σχεδίων σε σχέση με τις εκδοθείσες άδειες, το Τμήμα Πολεοδομίας ζήτησε τα σχέδια της συγκεκριμένης εγκεκριμένης ανάπτυξης από το Δήμο Πάφου. Ο Δήμος απέστειλε στην Πολεοδομία τους όρους και το σχέδιο της άδειας διαχωρισμού, όπου εντοπίστηκε ότι οι όροι της άδειας που αφορούσαν δέσμευση χώρου για Δημόσιο Σχολείο και για Εμπορικό Κέντρο, δε σημειώνονταν σ΄ αυτό. Τα δύο αυτά σημεία διευκρινίστηκαν μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας και αποστάληκε από το Δήμο Πάφου, με τηλεομοιότυπο, σχέδιο στο οποίο σημειώνονταν το εμπορικό κέντρο και οι χώροι πρασίνου. Συγκεκριμένα, ο Δήμος Πάφου υπέδειξε ως "Τοπικό Εμπορικό Κέντρο", τα τεμάχια με αρ. 380, 381 και μέρος των τεμαχίων 379 και 380. Οι πιο πάνω πληροφορίες και εισηγήσεις του Δήμου (που μεταφέρθηκαν στα αντίστοιχα σχέδια του Τοπικού Σχεδίου Πάφου που δημοσιεύτηκε στις 21.3.2003) αφορούσαν στην ουσία σημαντική μείωση της εμπορικής επιφάνειας στο τεμάχιο με αρ. 393 (σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου 1999 και την εκδοθείσα Πολεοδομική Άδεια 502 Α) και αύξηση της εμπορικής επιφάνειας σε μέρος του τεμαχίου με αρ. 379 (στα βορειοδυτικά των τεμαχίων με αρ. 380 και 381, τα οποία ήταν καθορισμένα ως εμπορικά, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Πάφου 1999 και την εκδοθείσα Πολεοδομική Άδεια 502Α).
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, ορθά είναι που οι καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 ισχυρίζονται ότι αποτάθηκαν έγκαιρα στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, δηλαδή τους καθ΄ων η αίτηση αρ. 2, για να πάρουν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την αιτήτρια, ώστε αυτά να ληφθούν υπόψη πριν την οριστικοποίηση του νέου Τοπικού Σχεδίου, και ότι πράγματι λήφθηκαν υπόψη.
Επισημαίνεται δε, επίσης ορθά, από τους καθ΄ων η αίτηση αρ. 1, ότι η αιτήτρια ουδέποτε υπέβαλε ένσταση κατά του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου που δημοσιεύτηκε στις 21.3.2003, όπως προνοεί το άρθρο 18(5) του Νόμου 98/1972.
Αυτές οι επισημάνσεις αντικρούουν ικανοποιητικά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Ο δε πρόσθετος ισχυρισμός της τον οποίο πρόβαλε στην Απαντητική αγόρευσή της η αιτήτρια, σύμφωνα με τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 - Δήμος Πάφου καθυστερούσαν εσκεμμένα να υποβάλουν στους καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 τα προαναφερθέντα στοιχεία με συνέπεια να μη μπορούσαν οι δεύτεροι να τροποποιήσουν το Σχέδιο, όπως επροτίθεντο να πράξουν, είναι ισχυρισμός ο οποίος δεν αφορά τους καθ΄ων η αίτηση αρ. 1 και ο οποίος παρέμεινε εν πάση περιπτώσει ατεκμηρίωτος.
Επομένως, αυτή η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει.
Προσφυγές αρ. 58/2007 και 59/2007.
Πέραν του θέματος της αμφισβήτησης της νομιμότητας σύστασης της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, του Πολεοδομικού Συμβουλίου, της Επιτροπής του Πολεοδομικού Συμβουλίου και του Κοινού Συμβουλίου (θέμα το οποίο εξετάστηκε προηγουμένως στην παρούσα Απόφαση και απορρίφθηκε), ο αιτητής, ο οποίος είναι ο ίδιος και στις δύο αυτές προσφυγές, εγείρει και λόγους ακύρωσης που ανάγονται σε ισχυρισμούς περί έκδηλα ανεπαρκούς διερεύνησης των ενστάσεων τις οποίες είχε υποβάλει, περί του ότι δε λήφθηκαν οι απόψεις του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση κλπ. Εγείρει επίσης θέμα ανεπαρκούς αιτιολογίας της απόφασης για απόρριψη των ενστάσεών του.
Σύμφωνα με τον αιτητή, ο ίδιος ζητούσε ουσιαστικά όπως του δοθεί δικαίωμα ανάπτυξης της τεράστιας συμπαγούς έκτασης γης του αποτελούμενης από 100 τεμάχια για σκοπούς τουριστικής ανάπτυξης. Αυτό ήταν το όλο σκεπτικό της ένστασής του στην οποία αναφερόταν σε αύξηση της ζήτησης για διαμονή από μεγάλο αριθμό τουριστών ξένων και ντόπιων με έντονη στροφή προς επαύλεις και διαμερίσματα. Ζητούσε δηλαδή ένταξη σε ζώνη για επαύλεις και διαμερίσματα και αλλαγή της υφιστάμενης ζώνης η οποία προνοεί για παραθεριστικές και οικιστικές ανάγκες, και έλαβε απάντηση "έχουμε αρκετές ζώνες για οικιστικές και παραθεριστικές μονάδες.", χωρίς καν να ληφθούν οι απόψεις του ΚΟΤ. Όπως περαιτέρω επισημαίνει ο αιτητής, δεν αιτιολογείται ούτε εξειδικεύεται στην απάντηση-αιτιολογία της ποιες είναι οι ανάγκες που μπορούσαν να ικανοποιηθούν και δεν υπήρξε κανένας συσχετισμός με τουριστική ανάπτυξη. Γενικά δε, άλλο ήταν που ζητούσε ο αιτητής αναφορικά με την αναγκαιότητα τουριστικής ανάπτυξης και άλλη απάντηση έλαβε, ότι δηλαδή ικανοποιούνταν στην περιοχή, η ανάγκη για παραθεριστικές και οικιστικές αναπτύξεις. Ως προς τον ισχυρισμό περί άνισης μεταχείρισης, ο αιτητής αναφέρεται στις προβληθείσες προς τη διοίκηση θέσεις του με τις οποίες προέβηκε σε σύγκριση με ανάλογες περιπτώσεις στην περιοχή Τάλας και Τσάδας οι οποίες έχουν τη Ζώνη "Κα", θέσεις οι οποίες δεν εξετάστηκαν καθόλου, παραμένοντας έτσι ως θέσεις περί άνισης, δυσμενούς μεταχείρισης του αιτητή.
Στους πιο πάνω ισχυρισμούς και στις θέσεις του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση απαντούν σε λεπτομέρεια στη γραπτή αγόρευσή τους, από την οποία μεταφέρω εδώ αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
"Σε σχέση με τις προσφυγές με αρ. 58/07, 59/07, 1188/07, 1189/07 από την ένσταση του αιτητή (Παράρτημα 2 της ένστασης) είναι προφανές ότι το αίτημα του ήταν τα τεμάχια της Κατηγορίας Α (73 τεμάχια) και Γ (20 τεμάχια) όπως από ζώνη ΠΚ1 και Δα3 αναβαθμιστούν και ενταχθούν αντίστοιχα σε Ζώνη Κα.
Είναι προφανές ότι από το εκάστοτε ισχύον Τοπικό Σχέδιο, και ειδικά για την περίπτωση αυτή από το τροποποιημένο Τοπικό Σχέδιο Πάφου 2003, Πολεοδομικές Ζώνες με το χαρακτηριστικό Κα αναφέρονται σε οικιστική ανάπτυξη, Οικιστικές Ζώνες ή περιοχές με επικρατούσα χρήση την κατοικία. Συγκεκριμένα, στο κείμενο (παράγραφος 7.3.1 του Κεφαλαίου 7 "Περιοχές Κατοικίας και στέγασης") αναφέρεται: ". οικιστική ανάπτυξη θα επιτρέπεται . (α) Στις καθορισμένες Οικιστικές Ζώνες που δείχνονται τόσο στο Σχέδιο Χρήσεων Γης, όσο και στο Σχέδιο Πολεοδομικών Ζωνών του Τοπικού Σχεδίου με το κωδικό χαρακτηριστικό "Κα", "Πα" και "ΠΚ".". Επισημαίνεται ότι στο Σχέδιο Χρήσεων Γης οι περιοχές αυτές αναφέρονται ως "οικιστική ανάπτυξη" και στο Σχέδιο Πολεοδομικών Ζωνών αναφέρονται ως "περιοχές με επικρατούσα χρήση την κατοικία". Αντίγραφα της σχετικής παραγράφου 7.3.1 του Κεφαλαίου 7 και των εν λόγω σχεδίων επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 20 και Τεκμήριο 8+23 αντίστοιχα.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα πιο πάνω, το αίτημα του αιτητή ήταν τα τεμάχια του που εμπίπτουν σε Οικιστική Ζώνη ΠΚ1 να αναβαθμιστούν σε Οικιστική Ζώνη Κα, και τα τεμάχια του που εμπίπτουν σε Ζώνη Προστασίας Δα3 να ενταχθούν σε Οικιστική Ζώνη Κα.
Διευκρινίζεται ότι οι Τουριστικές ζώνες που αναφέρει ο αιτητής στην γραπτή αγόρευση του χαρακτηρίζονται από το γράμμα "Τ" και όχι από "Κα" που ζητούσε στην ένσταση του.
Επίσης στην ένσταση του δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ενδιαφέρεται για τουριστική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα στην τελευταία σελίδα της ένστασης του αναφέρει ότι ". Η Πολεοδομική αυτή Ζώνη (αναφέρει πιο πάνω "Κα") παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία για σκοπούς ανάπτυξης και κατ΄ επέκταση παροχή εναλλακτικών δυνατοτήτων στέγασης (η υπογράμμιση δική μου) σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού, καθώς και για αναβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος σε οικιστικές ζώνες...". Σχετικά με τις διάφορες ομάδες πληθυσμού επεξηγείται στην προτελευταία σελίδα της αίτησης ότι "... Η ραγδαία αυτή εξέλιξη της Πάφου έχει δημιουργήσει σημαντική ζήτηση για διαμονή (η υπογράμμιση δική μου) από μεγάλο αριθμό τουριστικών ψηλής κυρίως εισοδηματικής τάξης, ξένων και ντόπιων. Αναφορικά με τις προτιμήσεις των τουριστών, υπάρχει έντονη στροφή προς επαύλεις και διαμερίσματα."
Από τα πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι ο αιτητής ενδιαφέρεται για ένταξη ή αναβάθμιση των τεμαχίων του σε οικιστική ζώνη για διάθεση τους σε διάφορες ομάδες πληθυσμού, καθώς και τουριστών για διαμονή και στέγασή τους. Σ΄ αυτό κατά βάση το αίτημα του αίτηση έγινε και η δέουσα έρευνα, με την οποία κατέληξε το Διοικητικό Όργανο, ότι δηλαδή, οι οικιστικές ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν σε πολλαπλάσιο βαθμό στις υφιστάμενες ζώνες. Οι ανάγκες αυτές μελετήθηκαν με την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου με βάση την χωρητικότητα των οικιστικών ζωνών, τον αναμενόμενο πληθυσμό που θα εξυπηρετούν καθώς και άλλων σχετικών στατιστικών στοιχείων. Επίσης εφόσον το θέμα αφορά οικιστική ανάπτυξη δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα για να είχαν ζητηθεί οι απόψεις του ΚΟΤ.
Οι οικιστικές ανάγκες μελετήθηκαν σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας και αποτυπώθηκαν στα δημοσιευμένα σχέδια με βάση τα οποία έγινε η ένσταση. Συγκεκριμένα η χωρητικότητα των οικιστικών ζωνών φαίνεται στα σχέδια χρήσεων γης και πολεοδομικών ζωνών (σχέδια αρ. 8 και 9 αντίστοιχα του τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Πάφου 2003 - Τεκμήριο 8+23) και ο αναμενόμενος πληθυσμός που θα εξυπηρετούν οι οικιστικές περιοχές στο Κεφάλαιο 4 "Πληθυσμός" του δημοσιευμένου κειμένου του Τοπικού Σχεδίου, όπου το σχετικό κεφάλαιο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 21. Με σύγκριση αυτών των στοιχείων, στοιχεία τα οποία δημοσιεύτηκαν και είχε στη διάθεση του ο αιτητής, δικαιολογείται ότι οι οικιστικές ανάγκες της περιοχής εξυπηρετούνται στο πολλαπλάσιο. Συγκεκριμένα με απλή εμβαδομέτρηση των οικιστικών ζωνών στο χάρτη προκύπτει ότι αυτές είναι της τάξης των 197 εκταρίων η 1970000 τμ και μπορούν να εξυπηρετήσουν πληθυσμό πέραν των 13.300 κατοίκων, ενώ ο πληθυσμός της Τρεμιθούσας αναμενόταν το 2012, σύμφωνα με τις μελέτες που έγιναν το 2003, για να ανέλθει στους 748 κατοίκους, δηλαδή οι υφιστάμενες οικιστικές ζώνες εξυπηρετούν οικιστικές ανάγκες πέρα του δεκαοκταπλασίου. Τεκμήριο 17Α Παράρτημα 7 στην ένσταση.
Επισημαίνεται επίσης ότι το αίτημα του αιτητή δεν αποτελούσε αίτημα της κοινότητας και ούτε σύσταση του Κοινού Συμβουλίου (Τεκμήρια 6 και 7). Διευκρινίζεται δε ότι οι προτάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Τρεμιθούσας που κατατέθηκαν για μελέτη στο Κοινό Συμβούλιο Πάφου περιελάμβαναν κυρίως ένταξη νέων περιοχών σε οικιστικές ζώνες. Μόνο μια μικρή περιοχή, η οποία κρίθηκε πολεοδομικά προσφορότερη, ισοδύναμου περίπου μεγέθους με τα τεμάχια του αιτητή, προτεινόταν για αναβάθμιση.
Το Κοινό Συμβούλιο κατέληξε σε απόφαση για παραπέρα σύσταση, η οποία ακολουθήθηκε και από όλα τα διοικητικά όργανα, έχοντας υπόψη και τις προτεραιότητες της κοινότητας σε σχέση με την μικρή ανάγκη για επέκταση ή αναβάθμιση των υφιστάμενων τότε οικιστικών ζωνών της Τρεμιθούσας.
Επίσης κατά το στάδιο των ενστάσεων, φαίνεται από το Σχέδιο Πολεοδομικών Ζωών του οριστικοποιημένου Τοπικού Σχεδίου 2006 (επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 9+24) σε σχέση με το τροποποιημένο του 2003 (Τεκμήριο 8+23), ότι δεν εγκρίθηκαν νέες οικιστικές ζώνες ή αναβαθμίσεις παρά μόνο ασήμαντες αναπροσαρμογές μέσα πάντα στις περιοχές προτεραιότητας της κοινότητας."
Η παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος από την Αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση ήταν εκτενής και πιστεύω ότι με αυτήν απαντώνται ικανοποιητικά όλες οι ανησυχίες, παράπονα και λόγοι ακύρωσης τους οποίους προβάλλει ο αιτητής. Τελικό συμπέρασμα είναι ότι κατά την εξέταση των ενστάσεων του αιτητή και δέουσα έρευνα είχε διενεργηθεί και επαρκής αιτιολογία αποδόθηκε για την απόρριψή τους.
Επομένως, δεν μπορούν να επιτύχουν ούτε αυτές οι προσφυγές.
Προσφυγή αρ. 63/2007.
Πέραν της έγερσης του θέματος νόμιμης συγκρότησης και λειτουργίας διοικητικών οργάνων που λειτούργησαν κατά τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, θέμα με το οποίο ασχολήθηκα νωρίτερα στην παρούσα Απόφαση, ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή εγείρει και λόγους ακύρωσης, οι οποίοι αναφέρονται σε ισχυρισμούς περί μη διεξαγωγής εξουσίας έρευνας, αφού δε διερευνήθηκαν και/ή δε λήφθηκαν υπόψη οι προβληθέντες από τον ίδιο λόγοι ένστασης, περί ανεπαρκούς αιτιολογίας ως προς το τελικό συμπέρασμα/εισήγηση για απόρριψη των ενστάσεων του αιτητή και περί πλάνης των καθ΄ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Εγείρει περαιτέρω ο αιτητής λόγο ακύρωσης βασιζόμενο στην κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, καθώς επίσης και άλλο βασιζόμενο σε κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
Οι προβαλλόμενοι από τον αιτητή λόγοι ακύρωσης οι οποίοι επεξηγούνται αναλυτικά στη γραπτή αγόρευσή του αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας, με την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και την εμφιλοχώρηση πλάνης, τυγχάνουν εμπεριστατωμένης αντίκρουσης με τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, από την οποία και πάλι θεωρώ χρήσιμο όπως παραθέσω το εκτενές απόσπασμα που ακολουθεί:
"Σε σχέση με τις προσφυγές με αρ. 63/07, 1190/07 από την ένσταση του αιτητή (Παράρτημα 2 της ένστασης) είναι προφανές ότι το αίτημα του ήταν τα τεμάχια με αρ. 458 και 459, Φ/Σχ. 45/60 όπως από Ζώνη Προστασίας Δα2 ενταχθούν σε Οικιστική Ζώνη Κα9.
Στην ένσταση του όμως δεν προβάλλει οποιοδήποτε πολεοδομικό λόγο για ικανοποίηση του αιτήματος του, αλλά μόνο αυστηρά προσωπικούς λόγους, οι οποίοι δεν μπορούν να στηρίξουν και δικαιολογήσουν το αίτημα του.
Παρόλα αυτά όμως, η διοίκηση για την ορθή άσκηση της διακριτικής της εξουσίας προέβηκε σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και μάλιστα στην έκταση που απαιτείται σύμφνωα με τα περιστατικά της υπόθεσης. Γι΄ αυτό και η διοίκηση διαπιστώνοντας την ύπαρξη χειμάρρου κοντά στα τεμάχια του αιτητή, ερεύνησε την εγγύτητα τους από αυτόν, ώστε να είναι δυνατή η διεξαγωγή πολεοδομικής μελέτης για να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατή η ένταξη των τεμα΄χιων αυτών σε οικιστική ζώνη. Μάλιστα κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι το τεμάχιο με αρ. 458 αποτελεί στενή λωρίδα πλάτους της τάξης των 10 μ κατά μήκος του ποταμού και το τεμάχιο με αρ. 459 σε συνέχεια του τεμαχίου αρ. 458 βρίσκεται σε απόσταση 10 μ κυμαινόμενη απόσταση της τάξης των 30-60-50 μ από τον χείμαρρο (Τεκμήριο 27), πολύ μικρές, δηλαδή αποστάσεις ώστε να συστήνεται πολεοδομικά η προώθηση οικοδομικών αναπτύξεων.
Επισημαίνεται ότι η ίδια έρευνα έγινε για το κάθε τεμάχιο ξεχωριστά για το οποίο έγινε παρόμοιας φύσης ένσταση στην περιοχή, εξετάζοντας την κάθε περίπτωση με τα δικά της χαρακτηριστικά και περιστατικά. Οι περιπτώσεις αυτές φαίνονται ως αιτήματα με αρ. 40, 34, 2, 55, 61, 58, 10, 36 στο σχέδιο "Ενστάσεις Ιδιωτών Δήμου Πάφου" που επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 25Β και καμιά από τις ενστάσεις αυτές δεν έγινε αποδεκτή (Τεκμήριο 9+34, Σχέδια αρ. 8 και 9 του Τοπικού Σχεδίου Πάφου 2006).
Επισημαίνεται επίσης ότι από την έρευνα που έγινε διαφάνηκε ακόμη ότι στις ενστάσεις του Δήμου Πάφου (Τεκμήριο 25Γ) δεν περιλήφθηκε η περίπτωση του αιτητή και ούτε καμιά άλλη από τις πιο πάνω περιπτώσεις με απώτερο σκοπό τη διαφύλαξη του χειμάρρου, της λειτουργίας του και της όποιας χλωροπανίδας τον περιβάλλει.
Ακόμη οι καθ΄ων η αίτηση ερεύνησαν και τη σχετική μελέτη που έγινε το 2003 για την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, όπου διαπιστώθηκε ότι το αίτημα αυτό δεν αποτελούσε αίτημα του Δήμου Πάφου όπου περιλαμβάνεται το Αναβαργός (Τεκμήριο 6) και ούτε σύσταση του Κοινού Συμβουλίου (Τεκμήριο 7), ακριβώς για σκοπούς διαφύλαξης του χειμάρρου, της λειτουργίας του και της όποιας χλωροπανίδας τον περιβάλλει.
Επίσης η Διοίκηση ερεύνησε και το προηγούμενο σχέδιο ζωνών και χρήσεων γης του 1999 (Τεκμήριο 5+32) και διαπίστωσε ότι και τότε η ζώνη που ενέπιπταν τα τεμάχια του αιτητή ήταν και πάλι ζώνη προστασίας. Ερεύνησε επίσης και τα προηγούμενα χρόνια 1990, 1992-1994 και 1996 (Τεκμήριο 28, 28Α, 25, 29Α, 30, 30Α, 31, 3Α) και διαπίστωσε ότι η ζώνη ήταν γεωργική, δηλαδή το 1999 έγινε περισσότερο περιοριστική από ότι τα προηγούμενα χρόνια.
Με βάση τα πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι η έρευνα που έγινε από την Διοίκηση ήταν επαρκής αφού ερεύνησε όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα.
Διευκρινίζεται ότι πολεοδομικά, η ύπαρξη του χειμάρρου στην περιοχή απαιτεί από μόνη της την διασφάλιση ικανοποιητικής ζώνης προστασίας εκατέρωθεν του, και δεν είναι πολεοδομικά επιτρεπτή η ανέγερση οικοδομής πολύ κοντά σε αυτόν και εν πάση περιπτώσει στις αποστάσεις που βρίσκονται τα τεμάχια του αιτητή.
Το πιο πάνω γεγονός επίσης μελετήθηκε κατά την εκπόνηση, τροποποίηση και οριστικοποίηση όλων των προηγούμενων Τοπικών Σχεδίων Πάφου (1990, 1992-1994, 1996 και 1999) (Τεκμήρια 5, 32, 28, 28Α, 29, 29Α, 30, 30Α, 31, 31Α) και δεν άλλαξε οτιδήποτε ή δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα που να δικαιολογούν να επιτραπεί ανέγερση οικοδομών σε τέτοια εγγύς θέση παρά τον χείμαρρο.
Μάλιστα επισημαίνεται ότι, πέραν από το ότι σε όλα τα Τοπικά Σχέδια Πάφο τόσο το τεμάχιο του αιτητή όσο και όλα τα άλλα τεμάχια που ήταν αναγκαία για την "προστασία του χειμάρρου" δεν ενέπιπταν σε οικιστική ζώνη, ενώ μέχρι και το σχέδιο του 1996 η ζώνη που ενέπιπταν ήταν γεωργική από το επόμενο σχέδιο του 1999 και μετέπειτα (Τεκμήρια 9+34 και 5+32) και (Τεκμήριο 8+33) αυτά ενέπιπταν σε ζώνη προστασίας, ακριβώς για να μην υπάρξει το ενδεχόμενο ανέγερσης οικοδομών που θα επηρέαζαν την προστασία του χειμάρρου.
Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή ότι "το εύρος της ζώνης αλλοιώνεται και παραβιάζεται προς όφελος διαφόρων εταιρειών" είναι η θέση μας ότι τα πολεοδομικά κριτήρια διαφέρουν από τεμάχιο σε τεμάχιο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του κάθε τεμαχίου και των συνθηκών που το διέπουν, ακόμη και μεταξύ γειτονικών τεμαχίων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η σύγκριση τους κάτω από ανομοιογενείς συνθήκες.
Επίσης τόσο κατά το στάδιο τροποποίησης όσο και κατά το στάδιο των ενστάσεων, φαίνεται από τα Σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών του Τοπικού Σχεδίου 2006, 2003 και προηγούμενα (Τεκμήρια 9+34, 5+32+28 - 31Α, 8+33) ότι δεν εγκρίθηκαν οικιστικές ζώνες παρά τον πιο πάνω χείμαρρο."
Υπό το φως των πιο πάνω τεκμηριωμένων εξηγήσεων τις οποίες έδωσαν οι καθ΄ων η αίτηση, οι οποίες τεκμηριώνονται από τα έγγραφα στα οποία γίνεται παραπομπή, αδυνατώ να συμφωνήσω ότι παρατηρήθηκε στην περίπτωση του ακινήτου του αιτητή ανεπαρκής διερεύνηση ή ανεπαρκής αιτιολόγηση της μη αποδοχής των ενστάσεών του ή ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη.
Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του αιτητή, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, υπάρχει επί του θέματος πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απάντηση σ΄ αυτό τον ισχυρισμό του αιτητή δίδεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη γνωστή υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 85, απ΄ όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί:
"ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ - ΟΙ ΑΡΧΕΣ:
Η ακίνητη ιδιοκτησία και τα δικαιώματα που παρέχει, ως και οι περιορισμοί στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η χρήση της, σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας για την επιβολή περιορισμών, και, συναφώς προς αυτή, το πλαίσιο αναθεώρησης των πράξεων που εκδίδονται, ευρίσκονται στο επίκεντρο της διαφοράς. Ο καθορισμός τους αποτελεί το σημαντικότερο κεφάλαιο αυτής της απόφασης. Εξετάσαμε σ' έκταση τα θέματα αυτά. Οι αρχές οι οποίες προκύπτουν μπορεί να συνοψισθούν και να συσχετισθούν με τα επίδικα θέματα ως ακολούθως :-
1. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, κινητής και ακίνητης, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα - (Άρθρο 23.1).
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμου του 1962, (Ν. 39/62), δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενό του. Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται, στην ουσία, με εκείνες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος. (Βλ. Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62.)
2. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας υπόκειται, τόσο σε περιορισμούς, όσο και σε στέρηση, σύμφωνα με και για τους λόγους που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
Η πολεοδομία, όπως και η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ιδιοκτησίας, καθορίζονται ρητά ως λόγοι για τους οποίους μπορεί να επιβληθούν, βάσει νόμου, περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας.
.............
.............
3. Στέρηση ιδιοκτησίας μπορεί να συντελεστεί μόνο με την απαλλοτρίωση γης, διαδικασία η οποία προϋποθέτει, όπως ορίζεται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, την αποζημίωση του ιδιοκτήτη πριν την αποξένωση της περιουσίας του - (βλ., μεταξύ άλλων, Holy See of Kitium and Municipal Council, Limassol 1 R.S.C.C. 15).
Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας δεν προϋποθέτουν την εκ των προτέρων αποζημίωση του ιδιοκτήτη για ζημιά που, ενδεχομένως, θα υποστεί ως αποτέλεσμα της επιβολής τους. Αποζημίωση για ουσιαστική μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας, εξαιτίας περιορισμών στη χρήση της, καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, (Άρθρο 23.3) - (Βλ., μεταξύ άλλων, Nikos Kirzis and 2 Others ν. The Republic of Cyprus (1965) 3 C.L.R. 46· Demetrios Thymopoulos and Others v. Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588).
To βάσιμο των περιορισμών στη χρήση ακινήτου κρίνεται με αναφορά και σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται και τη φύση της ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται. Η προσδοκία επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από επενδύσεις στη γη δεν περιορίζει ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του Κράτους να επιβάλλει περιορισμούς. Εκ μέρους των αιτητών ή ορισμένων από αυτούς έγινε εισήγηση ότι οι αρχές της καλής πίστης περιορίζουν την ευχέρεια των κρατικών αρχών να μεταβάλουν το καθεστώς χρήσης της ιδιοκτησίας που αυτοί αποκτούν. Η εισήγηση στερείται παντελώς ερείσματος. Η εξουσία για την επιβολή περιορισμών πηγάζει από το Σύνταγμα και ρυθμίζεται από το νόμο. Η άσκηση της εναποτίθεται στους εκάστοτε φορείς της κρατικής εξουσίας και κανένας δεν μπορεί να την απεμπολήσει.
Το επιχείρημα ότι οι αρχές του διοικητικού δικαίου, που επιβάλλουν την επίδειξη καλής πίστης εκ μέρους του Κράτους στις συναλλαγές του ή τη μεταχείριση των πολιτών, παρεμβάλλουν κώλυμα στην αναμόρφωση του πολεοδομικού καθεστώτος μιας περιοχής, παραγνωρίζει την κυριαρχία του Κράτους στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της Δημοκρατίας. Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών συναρτάται με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά, και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες για τη μη μεταβολή της.
4. Η ζημιά η οποία, ενδεχομένως, προκαλείται ως αποτέλεσμα περιορισμών στη χρήση γης, εκτός αν απολήγει σε στέρηση της ιδιοκτησίας, δε διερευνάται στο πλαίσιο της αναθεώρησης της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται.
5. Ο χαρακτηρισμός των όρων που επιβάλλονται για τη χρήση ιδιοκτησίας ως "περιορισμών" δεν είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα τους. Εάν οι όροι οι οποίοι επιβάλλονται, περιοριστικοί της χρήσης της ιδιοκτησίας, απολήγουν σε ουσιαστική εξουδετέρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, η πράξη ακυρώνεται για κατάχρηση εξουσίας.
Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.
Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή - (βλ. Κυριακοπούλου - "Διοικητικό Ελληνικό Δίκαιο", Τόμος Γ', σελ. 366 και 368· Π.Δ. Δαγτόγλου - "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα Β'", σελ. 907, 936, 937, 938 Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (Υπόθεση Αρ. 108/88, κ.ά. - 21/12/1989)).
6. Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου.
Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Στη Simonis and Another ν. Imp. Board Latsia (1984) 3 C.L.R. 109, κρίθηκε ότι η χρήση γης για οικοδομικούς σκοπούς και, γενικά, η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση, υποκείμενη στο πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής στην οποία ευρίσκεται. Η απόφαση στη Simonis υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ορθή έκφραση του δικαίου στις υποθέσεις Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω), και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 63/82, κ.ά. - 5/4/1990).
7. Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με την ένταξη της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας - (βλ. Tryphonos and Others v. Nicosia Municipality (1988) 3 C.L.R. 901 Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλων, (Υποθέσεις Αρ. 216/86, 220/86, 222/86, 224/86, και 225/86 - 30/4/1990)).
Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής. Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα, της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση.
Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.
8. Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται. Σ' εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό.
Η ιδιοκτησία γης συναρτάται με οικοδομικούς σκοπούς μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο. Η φύση του ακινήτου προοιωνίζει, σ' εκείνη την περίπτωση, τη χρήση του για οικοδομικούς σκοπούς. Αλλά και η χρήση οικοπέδων για οικοδομικούς σκοπούς μπορεί να περιοριστεί, νοουμένου ότι με τους περιορισμούς δεν αποκλείεται κάθε οικοδομική ανάπτυξη. Περιορισμοί οι οποίοι αποκλείουν τη χρήση οικοπέδου για οικοδομικούς σκοπούς καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή, γιατί δεν επιτρέπουν τη χρήση της για τους σκοπούς για τους οποίους η φυσική της κατάσταση την προοιωνίζει - (βλ. Ιωάννης Δ. Σαρμάς - "Η συνταγματική και διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ", Β' έκδοση, σελ. 512 - 513· Κυριακοπούλου - "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον", Τόμος Γ, ειδικόν μέρος, έκδοσις τετάρτη, σελ. 367· Ανδρούλλα Π. Χριστοδούλου και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (Αναθεωρητική Έφεση 516- 30/3/1990)). Η διάκριση μεταξύ αγροτεμαχίων και οικοπέδων αναγνωρίζεται στις Κ.Δ.Π. που αποτελούν το αντικείμενο των προσφυγών. Αυτό προκύπτει από την ιδιαίτερη πρόνοια που γίνεται για οικόπεδα για τα οποία εκδόθηκε πιστοποιητικό εγκρίσεως και για γη της οποίας η υποδιαίρεση σε οικόπεδα εγκρίθηκε. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, καθορίζεται ψηλότερος συντελεστής δόμησης για τη διασφάλιση της χρήσης των οικοπέδων για οικοδομικούς σκοπούς.
9. Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες. Όπως εξηγείται στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας 739/62: "Η κρίσις του αρμοδίου τεχνικού οργάνου ως προς την εκτίμησιν των αναγκών του κοινού, αίτινες εξυπηρετούνται διά της τροποποιήσεως του σχεδίου, και την συνδρομήν ή μη των λοιπών νομίμων όρων (...), είναι ανέλεγκτος." (Βλ., επίσης Ευρετήριο Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1961 - 1970, τόμος 3ος, σελ. 306, παρ. 242). Η ίδια θέση υιοθετείται στη Lanitis E.C. Estates Ltd. και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (ανωτέρω), όπου αναφέρεται:-
"Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο πως η κρίση της Αρχής αναφορικά με την αναγκαιότητα ενός έργου για το δημόσιο συμφέρον ή ωφέλεια, δεν ελέγχεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει όπου απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις για τη δημιουργία του."
(Βλ., επίσης, Stavrinou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1195· Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) · και Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλων (ανωτέρω).)
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος συνεπάγεται την επιβολή περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας, συνιστά εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, υποκείμενη στους κανόνες της χρηστής διοίκησης. Η παροχή ευκαιρίας στον επηρεαζόμενο να ακουστεί δεν αποτελεί, όπως υποστήριξαν οι καθ' ων η αίτηση, προϋπόθεση ή ενέργεια η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας - (βλ., μεταξύ άλλων, Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027· Mobil Oil (Cyprus) Limited ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λάρνακας κ.ά., (Υπόθεση Αρ. 109/89, κ.ά., - 11/10/1991)· και Μιχαήλ Κωνσταντινίδης και Άλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου και Άλλων (ανωτέρω))."
Επανερχόμενος στα περιστατικά της παρούσας προσφυγής, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός του αυτός περί παραβίασης του δικαιώματός του ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, λόγω αποστέρησης της περιουσίας του, δεν στοιχειοθετείται.
Όπως ορθά παρατηρούν και οι καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή τους, ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης, η ιδιοκτησία του αιτητή δεν περιέπεσε σε αδράνεια, αλλά διατηρεί την περιορισμένη έστω δυνατότητά της για ανάπτυξη και τα ουσιαστικά δικαιώματα που είναι συνυφασμένα με την ιδιοκτησία γης. Διατηρεί το δικαίωμα κατοχής, χρήσης, αποξένωσης, αλλά και ανάπτυξης του ακινήτου, ανάπτυξης της οποίας περιορίζεται η φύση και/ή έκταση. Μπορεί βέβαια να εκληφθεί ότι ο συγκεκριμένος πολεοδομικός σχεδιασμός, όπως αντικατοπτρίζεται στο τροποποιημένο Τοπικό Σχέδιο, και με τους περιορισμούς που έχει επιβάλει, παραβλάπτει οικονομικά συμφέροντα του αιτητή, προκαλώντας σ΄ αυτόν ζημιά στην αξία της περιουσίας του λόγω των επιβληθέντων περιορισμών στη χρήση του ακινήτου. Όμως, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί αυτού του είδους η ζημιά, στην απουσία στέρησης της ιδιοκτησίας, δε συνιστά ζήτημα το οποίο μπορεί να εξετασθεί στο πλαίσιο άσκησης αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως προς την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Επομένως, δεν μπορεί να επιτύχει ούτε αυτή η προσφυγή.
Προσφυγή αρ. 97/2007.
Με αυτή τους την προσφυγή, οι δύο αιτητές παραπονούνται για τη μη αποδοχή του αιτήματός τους για κατάταξη του ακινήτου τους στη Γεροσκήπου, εντός της Τουριστικής Πολεοδομικής Ζώνης. Συγκεκριμένα, οι αιτητές, μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης, υπέβαλαν ένσταση ημερομηνίας 30.5.2003 με την οποία εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή τους, το ακίνητο θα έπρεπε να ενταχθεί στην Τουριστική Ζώνη.
Ένα από τα παράπονα-λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές, είναι ότι δεν κλήθηκαν από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Αυτό το παράπονο δεν είναι βάσιμο, αφού η ίδια η νενομισμένη διαδικασία προβλέπει τα του τρόπου και χρόνου υποβολής ενστάσεων και ασφαλώς, κατά την εξέταση των ενστάσεων, θα πρέπει να τηρούνται όλες οι καθιερωμένες αρχές περί διεξαγωγής δέουσας έρευνας, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων περιλαμβανομένων και των γραπτών παραστάσεων των ενισταμένων, χωρίς να παρίσταται ανάγκη περαιτέρω υποστήριξης των θέσεων τους δια ζώσης ή άλλως πως. Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έδωσαν λεπτομέρειες των όποιων διαβουλεύσεων τους με άλλες αρμόδιες Αρχές ή του ότι ακολούθησαν τη σωστή διαδικασία που τηρείται στο Πολεοδομικό Συμβούλιο. Αυτοί οι ισχυρισμοί των αιτητών δε φαίνεται να υποστηρίζονται από τα συνημμένα στην Ένσταση έγγραφα, καθώς και ογκώδη άλλα έγγραφα που περιέχονται στους κατατεθέντες στο Δικαστήριο διοικητικούς φακέλους.
Από αυτά τα έγγραφα καταδεικνύεται ότι στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος και της ένστασης των αιτητών, τόσο η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, όσο και η Επιτροπή του Πολεοδομικού Συμβουλίου, ζήτησαν και έλαβαν υπόψη τους τις απόψεις και του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού. (Τεκμήρια 12 και 13 στην Ένσταση). Για τους λόγους δε που εξηγούνται στη σχετική έκθεση, η ένσταση των αιτητών δεν έγινε αποδεκτή, λόγω της επάρκειας της έκτασης των ήδη καθοριζομένων Τουριστικών Ζωνών για την ικανοποίηση των σχετικών αναγκών στην περιοχή εκείνη του Τοπικού Σχεδίου. Τούτο δε ήταν και το αποτέλεσμα επιτόπου εξέτασης και αξιολόγησης των επηρεαζομένων ιδιοκτησιών με τη συνεργασία αρμοδίων τμημάτων και με την εφαρμογή αποκλειστικά πολεοδομικών κριτηρίων.
Όπως διαπιστώνεται από τα προαναφερθέντα τεκμήρια, το λεγόμενο Στρατηγικό Σχέδιο για το 2010 προέβλεπε μικρή αύξηση των τουριστικών κλινών, αλλά κυρίως την αναβάθμιση και παροχή ειδικών τουριστικών προϊόντων. Σημαντικό μέρος των πρόσθετων κλινών εξασφαλίστηκε με την επέκταση μέρους των Τουριστικών Ζωνών Γεροσκήπου, ανατολικά των υφισταμένων. Όμως, το ακίνητο των αιτητών εξακολουθούσε να βρίσκεται σε σημαντική απόσταση ανατολικότερα, με αποτέλεσμα να μη μπορούσε να συμπεριληφθεί στην επέκταση. Σχετικά είναι επίσης και τα Τεκμήρια 8, 9, 15 και 16 στην Ένσταση.
Όπως δε ορθά επισημαίνει και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση στην αγόρευσή της, οι αιτητές ούτε στην υποβληθείσα ένστασή τους, ούτε και ενώπιόν του Δικαστηρίου πρόβαλαν οποιοδήποτε εμπεριστατωμένο ουσιώδη πολεοδομικό λόγο, ο οποίος θα συνηγορούσε υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματός τους. Δεν παρέσχαν οποιαδήποτε στοιχεία ως προς την αναγκαιότητα διεύρυνσης της τουριστικής ζώνης σε τέτοιο βαθμό ώστε να επεκταθεί και να καλύψει και το ακίνητο των αιτητών.
Γενικά δε, μπορεί να λεχθεί ότι οι αιτητές δεν κατέδειξαν σε ποιο ή ποια σημεία έπασχε η απόφαση για απόρριψη της ένστασής τους, πέραν του λόγου της ελλειπτικής διερεύνησης και αιτιολογίας, λόγου ο οποίος δε φαίνεται να στοιχειοθετείται.
Επομένως, δεν μπορεί να επιτύχει ούτε αυτή η προσφυγή.
Συμπερασματικά, καμιά προσφυγή δεν επιτυγχάνει.
Όλες οι συνεκδικασθείσες προσφυγές απορρίπτονται και η προσβαλλόμενη απόφαση έγκρισης του Τοπικού Σχεδίου Πάφου επικυρώνεται.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα σε όλες τις προσφυγές, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των αντίστοιχων αιτητών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ