ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1612/2010)
5 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 23(5), 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
1. ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΙΩΑΝΝΑ,
2. KALETA SERVICES LTD,
3. ADVANTAGE CAPITAL HOLDINGS PLC,
4. JUPIWIND LTD,
5. GOUMOUTI LTD,
6. TYGOONATO COFFEE LOUNGE LTD,
7. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ,
8. ΣΤΗΒΕΝ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ,
9. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΙΔΑΛΗΣ,
10. ΚΙΚΗΣ ΧΑΝΝΙΔΗΣ,
11. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗΣ,
12. EDEM MANAGEMENT LTD,
Αιτητές,
-ν-
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Α. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία είχαν προηγηθεί της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής παρατίθενται με επάρκεια στο κυρίως σώμα της Ένστασης του καθ΄ου η αίτηση και τα μεταφέρω εδώ, όπως είχαν παρατεθεί στο δικόγραφο:
Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δυνάμει του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου, Ν.48/1963, σύμφωνα με τα Άρθρα 118 και 121 του Συντάγματος. Ο Ν.48/1963 αντικαταστάθηκε από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, Ν.138(Ι)/2002, ο οποίος τροποποιήθηκε με τους Ν.166(Ι)/2003 και Ν.34(Ι)/2007 (στο εξής «ο Νόμος»). Όργανα της Κεντρικής Τράπεζας είναι το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής. Ο Διοικητής είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με βάση το Άρθρο 118 του Συντάγματος.
Οι εξουσίες του καθ΄ου η αίτηση βασίζονται στις συνδυασμένες διατάξεις του Άρθρου 119 του Συντάγματος και του άρθρου 20 του Νόμου.
Οι σκοποί και οι αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας έχουν καθοριστεί στα άρθρα 5 και 6 του Νόμου, μεταξύ των οποίων είναι και η εποπτεία των τραπεζών, χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, Ν.66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Ο πιο πάνω Νόμος 66(Ι)1997 αποσκοπεί στην προστασία και διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και ακολούθησε την Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ο Ν.66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, μεταξύ άλλων, προνόησε στο άρθρο 17 την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, σε περίπτωση που πρόσωπο μαζί με τους συνεργάτες του προτίθεται να αποκτήσει τον έλεγχο τράπεζας, δηλαδή ποσοστό πέραν του 10% του μετοχικού κεφαλαίου τράπεζας, είτε να αυξήσει περαιτέρω τον έλεγχο σε τέτοια τράπεζα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50%, ή ώστε η τράπεζα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση. Η εξασφάλιση προηγούμενης γραπτής έγκρισης της Κεντρικής Τράπεζας για την απόκτηση ή την αύξηση του ελέγχου σε τράπεζα αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας των καταθετών και στην ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Με βάση το άρθρο 17(10)(α) του Ν.66(Ι)/1997, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ο καθ΄ου η αίτηση έχει το δικαίωμα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση που πρόσωπο αποκτά έλεγχο σε τράπεζα χωρίς την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Οι εταιρείες ΑΣΠΙΣ Πρόνοια ΑΕΓΑ και Commercial Value AAE κατείχαν ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της USB Bank Plc («η USB»). Με απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 17.4.2008 αναστάληκε μέχρι τις 31.12.2008 η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου των προαναφερόμενων εταιρειών σε ποσοστό19,55% στο μετοχικό κεφάλαιο της USB. Ωστόσο, παρά την πιο πάνω απόφαση, η εταιρεία Commercial Value AAE, κατά ή περί τον Ιούνιο 2008, προέβη στις ακόλουθες μεταβιβάσεις:
(i) 1.114.134 μετοχές μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία E & G Electricplus Ltd,
(ii) 395.571 μετοχές μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία Goumouti Ltd (Αιτήτρια 5) και
(iii) 1.450.000 μετοχές μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία Kaleta Services Ltd (Αιτήτρια 2).
Στη συνέχεια, η εταιρεία Goumouti Ltd (Αιτήτρια 5) προέβη στις ακόλουθες πράξεις:
(i) κατά ή περί τις 23 Οκτωβρίου 2008 μεταβίβασε στην Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1, 320.000 μετοχές που κατείχε στη USB, και
(ii) κατά ή περί τις 2 Απριλίου 2009 αγόρασε 577.000 μετοχές της USB από την Jupiwind Ltd (Αιτήτρια 4).
Κατά ή περί τις 6.11.2008 η εταιρεία E & G Electricplus Ltd μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών που κατείχε στη USB. 514.134 από αυτές τις μετοχές της, μεταβιβάστηκαν στην Jupiwind Ltd (Αιτήτρια 4).
Περαιτέρω, κατά ή περί τις 29.12.2008, η Commercial Value AAE μεταβίβασε 5,09% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στη USB στη Χρύσω Παπαϊωάννου.
Στις 25.2.2012 η Χρύσω Παπαϊωάννου πώλησε το 4.96% το μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στη USB στην εταιρεία Advantage Capital Holdings Plc (πρώην Aspis Holdings Public Company Ltd) (Αιτήτρια 3).
Μετά τις πιο πάνω μεταβιβάσεις, η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) μαζί με τις εταιρείες Kaleta Services Ltd (Αιτήτρια 2), Advantage Capital Holdings Plc (Αιτήτρια 3), Jupiwind Ltd (Αιτήτρια 4), Goumouti Ltd (Αιτήτρια 5) και Tygoonato Coffee Lounge Ltd (Αιτήτρια 6), κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τα ακόλουθα ποσοστά στο μετοχικό κεφάλαιο της USB:
Πίνακας: Μετοχική Δομή
Μέτοχος |
Ποσοστό % |
Ιωάννα Χριστοφή |
8,05 |
Tygoonato Coffee Lounge Ltd |
1,52 |
Goumouti Ltd |
1,77 |
Jupiwind Ltd |
5,71 |
Advantage Capital Holding Plc |
5,31 |
Kaleta Services Ltd |
9,58 |
Σύνολο |
31,94 |
Με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία και μετά από διεξαγωγή έρευνας, κρίθηκε ότι εκ πρώτης όψεως, η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) είναι συνεργάτης με τις Advantage Capital Holdings Plc (Αιτήτρια 3) και Kaleta Services Ltd (Αιτήτρια 2), εντός της έννοιας του Ν.66(Ι)/1997, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.
Περαιτέρω, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, κρίθηκε ότι εκ πρώτης όψεως η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) είναι συνεργάτης με τις Tygoonato Coffee Lounge Ltd (Αιτήτρια 6), Goumouti Ltd (Αιτήτρια 5) και Jupiwind Ltd (Αιτήτρια 4), εντός της έννοιας του Ν.66(Ι)/1997, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.
Ενόψει των πιο πάνω στοιχείων, ο καθ΄ου η αίτηση έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως παραβιάζονται οι πρόνοιες του άρθρου 17(1)(α)(i) και 17(1)(α)(ii) του Νόμου, καθότι η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) μαζί με τους συνεργάτες της δεν είχαν κοινοποιήσει στην Κεντρική Τράπεζα την πρόθεσή τους να αυξήσουν το ποσοστό ελέγχου τους πέραν 20% των δικαιωμάτων ψήφου και πέραν του 30% των δικαιωμάτων ψήφου σε γενική συνέλευση της USB και δεν έλαβαν την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για την πιο πάνω αύξηση του ποσοστού ελέγχου τους.
Εν τω μεταξύ, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ο καθ΄ου η αίτηση, οι πιο κάτω ήταν διοικητικοί σύμβουλοι ως εξής:
(α) ο Δημήτρης Βιδάλης (Αιτητής 9), ο Κίκης Χαννίδης (Αιτητής 10) και ο Ανδρέας Σεργίδης (Αιτητής 11) ήταν διοικητικοί σύμβουλοι της Advantage Capital Holdings Plc (Αιτήτριας 3).
(β) Η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) ήταν διοικητικός σύμβουλος της Tygoonato Coffee Lounge Ltd (Αιτήτριας 6).
(γ) Η Edem Management Ltd (Αιτήτρια 12) ήταν διοικητικός σύμβουλος της Kaleta Services Ltd (Αιτήτριας 2).
(δ) Ο Θεόδωρος Θεοδωράκης (Αιτητής 7) ήταν διοικητικός σύμβουλος της Jupiwind Ltd (Αιτήτριας 4), και
(ε) Ο Στήβεν Χατζημάρκου (Αιτητής 8) ήταν διοικητικός σύμβουλος της Goumouti Ltd (Αιτήτριας 5).
Με επιστολή του ημερομηνίας 22.6.2010 ο καθ΄ου η αίτηση απέστειλε στους αιτητές την απόφασή του ότι οι αιτήτριες 1-6 παραβίασαν εκ πρώτης όψεως τις διατάξεις του άρθρου 17(1)(α)(i) και του άρθρου 17(1)(α)(ii) του Νόμου. Με την πιο πάνω επιστολή ο καθ΄ου η αίτηση αναφέρθηκε στο ποσοστό των μετοχών που κατέχουν οι αιτήτριες 1-6 στο μετοχικό κεφάλαιο της USB και στην εκ πρώτης όψεως ευθύνη/παράλειψη των διοικητικών τους συμβούλων (Αιτητές 7-12), και κάλεσε όλους τους αιτητές να προβάλουν γραπτώς οποιαδήποτε σχόλια, απόψεις και εξηγήσεις μέχρι τις 6.7.2010.
Ο δικηγόρος των αιτητών 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 10 και 11, με επιστολή του προς τον καθ΄ου η αίτηση, ημερομηνίας 2.7.2012, αιτήθηκε παράταση για υποβολή των εξηγήσεων των πιο πάνω αιτητών μέχρι τις 15.7.2010.
Περαιτέρω, ο δικηγόρος των αιτητών 2 και 12, με επιστολή του προς τον καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 2.7.2010, αιτήθηκε παράταση 20 ημερών για υποβολή των εξηγήσεων των πιο πάνω αιτητών.
Τα πιο πάνω αιτήματα των δικηγόρων των αιτητών εγκρίθηκαν στις 6.7.2010 και η προθεσμία για υποβολή των εξηγήσεων των αιτητών παρατάθηκε μέχρι τις 20.7.2010.
Οι αιτητές, με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 20.7.2010 προς τον καθ΄ου η αίτηση, έθεσαν τις απόψεις τους σε σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση.
Στην εν λόγω επιστολή ο δικηγόρος των αιτητών, μεταξύ άλλων, υπέβαλε αίτημα να δοθεί στους αιτητές η ευκαιρία να αναπτύξουν και προφορικά μερικές από τις θέσεις τους ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση.
Με επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 26.7.2010, αφού δόθηκαν στο δικηγόρο των αιτητών διευκρινίσεις σχετικά με τη διαδικασία διεξαγωγής της έρευνας και εξέτασης παραβιάσεων, όπως οι επίδικες, και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η εν λόγω διαδικασία, έκανε αποδεκτό το αίτημα του δικηγόρου των αιτητών να προσέλθει ενώπιόν του για να αναπτύξει και προφορικά τις θέσεις του. Η πιο πάνω συνάντηση έγινε στις 2.8.2010.
Εν τω μεταξύ, με επιστολή του δικηγόρου των αιτητών, ημερομηνίας 7.9.2010, οι αιτήτριες 1, 2, 3, 4 και 6 πληροφόρησαν τον καθ΄ου η αίτηση ότι υπέγραψαν συμφωνία για πώληση όλων των μετοχών που κατέχουν στην USB.
Αφού εξέτασε τις θέσεις και εισηγήσεις του δικηγόρου των αιτητών, όπως αυτές αναπτύχθηκαν γραπτώς μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 20.7.2010 και προφορικά κατά τη συνάντηση που είχαν στις 2.8.2010, και, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και περιστατικά, ακολουθώντας τη νενομισμένη διαδικασία εξέτασης παραβάσεων, ο καθ΄ου η αίτηση, με απόφασή του ημερομηνίας 22.9.2010, έκρινε ότι:
(α) η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) είναι συνεργάτης με την αιτήτρια 2, εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β)(iv) του Νόμου,
(β) η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) είναι συνεργάτης με την αιτήτρια 3, εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β)(ii),
(γ) η Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης με τις αιτήτριες 4 και 5, εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β)(iv),
(δ) η Ιωάννα Χριστοφή (Αιτήτρια 1) είναι συνεργάτης με την αιτήτρια 6, εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β)(ii).
Ο καθ΄ου η αίτηση, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθώς επίσης ότι οι προαναφερόμενοι αιτητές κατέχουν όλοι μαζί ποσοστό 31,94% στο μετοχικό κεφάλαιο της USB και ότι συνεπώς όφειλαν να ακολουθήσουν τις πρόνοιες των άρθρων 17(1)(α)(i) και 17(1)(α)(ii) του Νόμου, κάτι που παρέλειψαν να κάνουν, έκρινε ότι οι αιτητές 1-6 παραβίασαν τα προαναφερόμενα άρθρα.
Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η επίδικη απόκτηση ελέγχου από τις αιτήτριες 2-6 έγινε εξ υπαιτιότητας ή εν γνώσει των διοικητικών τους συμβούλων, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν οι αιτητές 7-12, ως περιγράφονται στην παράγραφο 14 πιο πάνω.
Η πιο πάνω απόφαση στάληκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 22.9.2010, με την οποία τους δόθηκε η ευκαιρία να ακουστούν μετά τη διαπίστωση της παράβασης για σκοπούς επιβολής κύρωσης.
Με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 22.9.2010, ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε παράταση χρόνου μέχρι τις 15.10.2010 για υποβολή των θέσεων των πελατών του.
Με επιστολή του ημερομηνίας 24.9.2010, ο καθ΄ου η αίτηση έκανε αποδεκτό το αίτημα του δικηγόρου των αιτητών για παράταση της προθεσμίας υποβολής των θέσεων τους μέχρι τις 15.10.2010.
Με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 15.10.2010, οι αιτητές εξέθεσαν τις θέσεις και εισηγήσεις τους σχετικά με την πιο πάνω απόφαση.
Ο καθ΄ου η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και περιστατικά, συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών απόψεων του δικηγόρου των αιτητών, στις 16.11.2010 αποφάσισε και επέβαλε στους αιτητές 1-7 τα πιο κάτω διοικητικά πρόστιμα για παράβαση μόνο των διατάξεων του άρθρου 17(1)(α)(ii) του Νόμου:
(α) Στην αιτήτρια 1 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 60.000
(β) Στην αιτήτρια 2 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 45.000
(γ) Στην αιτήτρια 3 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 30.000
(δ) Στην αιτήτρια 4 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 25.000
(ε) Στην αιτήτρια 5 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 7.500
(στ) Στην αιτήτρια 6 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 7.500.
Περαιτέρω, ο καθ΄ου η αίτηση στους αιτητές 1, 7-12 οι οποίοι ενεργούσαν ως διοικητικοί σύμβουλοι των αιτητριών 2-6, αποφάσισε και επέβαλε, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 17(10)(β) και 42 του Νόμου, τα πιο κάτω διοικητικά πρόστιμα:
(α) Στην αιτήτρια 1 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 20.000
(β) Στον αιτητή 7 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 20.000
(γ) Στον αιτητή 8 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 20.000
(δ) Στον αιτητή 9 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 5.000
(ε) Στον αιτητή 10 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 5.000
(στ) Στον αιτητή 11 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 5.000, και
(ζ) Στην αιτήτρια 12 διοικητικό πρόστιμο ύψους ΕΥΡΩ 5.000.
Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 16.11.2010, με την οποία τους καλούσε να εμβάσουν προς την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου τα πιο πάνω ποσά μέχρι τις 19.11.2010.
Με την παρούσα προσφυγή τους, οι αιτητές επιζητούν την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 22.9.2010 αναφορικά με την κρίση του περί παραβίασης της νομοθεσίας και, επίσης, επιζητούν την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 16.11.2010, με την οποία επιβλήθηκε στους αιτητές το προαναφερθέν διοικητικό πρόστιμο. Εγείρουν προς τούτο οι αιτητές εννέα συνολικά λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια με την ίδια σειρά με την οποία έχουν παρατεθεί και αναπτυχθεί με τη γραπτή αγόρευσή τους.
1ος λόγος ακύρωσης - Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Στην επιστολή, ημερομηνίας 22.6.2010, προς τους αιτητές, την οποία απηύθυνε και υπογράφει ο καθ΄ου η αίτηση Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αναφερόταν σε δύο σημεία της ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι της γνώμης ότι οι αιτητές αρ. 1 και 2 είναι συνεργάτες εντός της εννοίας του Νόμου, ως έχοντες αλληλοεξαρτώμενα συμφέροντα.
Αναφερόμενοι στο πιο πάνω γεγονός, οι αιτητές, αφού επισημαίνουν ότι δεν εντόπισαν οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο να επιβεβαιώνει την εμπλοκή του Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας στη λήψη της "προπαρασκευαστικής απόφασης", όπως τη χαρακτηρίζει, η οποία μνημονεύεται στην επιστολή, ισχυρίζονται ότι, στην απουσία οποιουδήποτε πρακτικού περί εμπλοκής της Κεντρικής Τράπεζας, έχει σημειωθεί παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Εξετάζοντας το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής, διαπιστώνω ότι πράγματι σ΄ αυτήν χρησιμοποιείται πρώτο πρόσωπο πληθυντικού, όπως π.χ. "σύμφωνα με ενώπιον μας στοιχεία", ή "λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον μας στοιχεία" κλπ. Περαιτέρω, είναι γεγονός ότι εκεί όπου γίνονται κάποιες αναφορές σε κρίσεις και συμπεράσματα, αυτά φαίνονται να προέρχονται από την Κεντρική Τράπεζα όπως π.χ. "από τα στοιχεία που έχει η Κεντρική Τράπεζα ενώπιόν της.", ή ". η Κεντρική Τράπεζα είναι της γνώμης ότι η κα Ιωάννα Χριστοφή και η εταιρεία Kaleta Services Ltd είναι συνεργάτες.." κλπ.
Σε σχέση με τέτοιες διακριβώσεις, εκ πρώτης όψεως ευρήματα κλπ. πράγματι δε φαίνεται να υπάρχει πρακτικό συνεδρίας του Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας όπως αναφέρουν οι αιτητές. Διερωτάται όμως κάποιος γιατί θα έπρεπε να υπάρχει. Είναι φανερό ότι οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 17(10)(α), 18(10)(β) και 42(1) του Νόμου, αρμόδια Αρχή όπως επιλαμβάνεται θεμάτων όπως τα επίδικα και να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα, δεν είναι η Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή το Συμβούλιό της, αλλά ο Διοικητής. Είναι δε φανερό από το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής ότι, των θεμάτων που θίγονται, είχε επιληφθεί ο ίδιος ο Διοικητής, ο οποίος και υπογράφει την επιστολή προσωπικά. Οι αναφορές σε στοιχεία που κατέχει η Τράπεζα, σε πεποίθηση της Τράπεζας κλπ είναι φανερό ότι αναφέρονται στον ίδιο τον υπογράφοντα Διοικητή, ο οποίος ασφαλώς δεν ενεργούσε υπό καμιά προσωπική ιδιότητα, αλλά υπό την ιδιότητά του ως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δε φαίνεται να βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στα γεγονότα.
2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, ο καθ΄ου η αίτηση Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο εντός της εννοίας του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Και δεν είναι, επειδή έχει υποδυθεί τρεις ρόλους στην όλη διαδικασία, δηλαδή αυτό του ερευνητή (investigator), του διώκτη (prosecutor) και του δικαστή της ίδιας αυτού υπόθεσης (judge in his own cause).
Στο σημείο τούτο παρατηρώ ότι ταυτόσημος λόγος ακύρωσης ηγέρθηκε από κάποιους από τους εδώ αιτητές στις Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις αρ. 791/2010, 886/2010, 887/2010 και 7889/2010, Jupiwind Ltd v. Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, στις οποίες, κατόπιν πλήρους εκδίκασης, εκδόθηκε απόφαση τις 28.2.2012 από τον αδελφό Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου. Η απόφαση εκείνη έχει εφεσιβληθεί από τους αιτητές των οποίων η προσφυγές έχουν απορριφθεί και έχω κληθεί από το συνήγορο των αιτητών όπως μη ακολουθήσω το σκεπτικό και ασφαλώς το αποτέλεσμα της απόφασης εκείνης.
Έχω μελετήσει την απόφαση στις συνεκδικασθείσες εκείνες προσφυγές οι οποίες κρίθηκαν επί πολύ παρόμοιων γεγονότων. Εκεί, όπου συμφωνώ με συγκεκριμένα μέρη της απόφασης, άντλησα από αυτή βοηθητική καθοδήγηση, γεγονός το οποίο θα αναφέρω, εκεί όπου αυτό ισχύει.
Οι συνήγοροι του αιτητή κάλεσαν το Δικαστήριο να εφαρμόσει την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Dubus 5 A v. France, Appl. No.5242/2004, ημερομηνίας 11.6.2009, στην οποία η ανάληψη διαφορετικών ρόλων από Τραπεζική Αρχή κρίθηκε ως αποδοκιμαστέα, αφού δεν πληρούσε τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας.
Όπως όμως ορθά εντοπίστηκε και στην απόφαση στις προαναφερθείσες Συνεδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 791/2010 κ.ά., αυτά τα ζητήματα που άπτονται ή καθάπτονται, κατά τον ισχυρισμό, της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας ενός διοικητικού οργάνου, το οποίο υπό παρόμοιες περιστάσεις ερευνά και επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα, έχει ήδη εξετασθεί και κριθεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου στην υπόθεση Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134. Δε θα αναφερθώ σε έκταση στα διάφορα σημεία της απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας αρκούμενος να επαναλάβω τα όσα έχουν εκεί αποφασισθεί σε σχέση με άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που διεξάγει έρευνα διοικητικής φύσεως και ενδεχόμενα επιβάλλει κυρώσεις. Τα ίδια εφαρμόζονται και στην περίπτωση της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία εδώ ενεργεί μέσω του Διοικητή της. Εξάλλου, η ορθότητα της απόφασης στην υπόθεση Sigma Radio TV εξετάστηκε και επιβεβαιώθηκε από το ίδιο το ΕΔΑΔ στο οποίο οι εκεί αιτητές προσέφυγαν. (Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus, Applications Nos. 32181/04 και 35122/05 ημερομηνίας 21.7.2011). Κατά τα άλλα, και αναφορικά με την απόφαση στην Dubus S.A. v. France (ανωτέρω), συμφωνώ πλήρως με την προσέγγιση στις Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις 791/2010 κ.ά.
Κάτω από τον ίδιο τούτο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές υποβάλλουν ως άλλη ένδειξη μεροληψίας του Διοικητή ότι σε διάφορα μέρη της επιστολής του ημερομηνίας 22.6.2010, παρόλο ότι η διερεύνηση βρισκόταν σε αρχικά της στάδια, εν τούτοις, ο διοικητής προέβηκε σε αναφορές που καταδεικνύουν ότι είχε ήδη τελικά αποφασίσει ως προς τη διάπραξη παραβιάσεων της νομοθεσίας από τους αιτητές.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με αυτή την εισήγηση. Αντίθετα θα έλεγα, οι σχετικές αναφορές του Διοικητή καταδεικνύουν τη χρησιμοποίηση προσεκτικού λεκτικού από το οποίο να αποφεύγεται η άσκηση τελικής κρίσης ως προς τις διερευνώμενες παραβιάσεις της νομοθεσίας. Χαρακτηριστική είναι η χρήση στην επιστολή φράσεων όπως "προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι η κα Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης..." ". η κα Ιωάννα Χριστοφή εκ πρώτης όψεως έχει τον έλεγχο της Advantage Capital Holdings Plc..." "...η Κεντρική Τράπεζα είναι της γνώμης ότι η κα Ιωάννα Χριστοφή και η εταιρεία Kaleta Service Ltd είναι συνεργάτες εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(β)(iv) του Νόμου καθότι τα συμφέροντα της κας Ιωάννας Χριστοφή με εκείνα της εταιρείας Kaleta Services Ltd είναι εκ πρώτης όψεως κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας αλληλοεξαρτώμενα..." κλπ.
Εκείνο το οποίο διαφαίνεται, είναι ότι ο Διοικητής παρέθετε στοιχεία και λόγους για τους οποίους είχε εκ πρώτης όψεως τη γνώμη ότι δυνατόν να υπήρξε παραβίαση. Γνώμη η οποία βέβαια μπορούσε να μεταβληθεί στη συνέχεια, επί πλήρους διερεύνησης.
3ος λόγος ακύρωσης - Ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παράνομων και αντισυνταγματικών προπαρασκευαστικών πράξεων και διαδικασιών.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης εδράζεται στη θέση των αιτητών σύμφωνα με την οποία, εφόσον η ακολουθηθείσα στην περίπτωση διαδικασία είναι πειθαρχικής φύσεως, τυγχάνουν εφαρμογής σ΄ αυτήν οι πρόνοιες του Άρθρου 12 του Συντάγματος ως προς τα εχέγγυα μιας δίκαιης ποινικής διαδικασίας. (Didier v. France, Αρ. 58188/2000, ημερομηνίας 27.8.2002, ECHR 2002-VII).
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, το οποίο οι αιτητές αναπτύσσουν εμπεριστατωμένα στη γραπτή τους αγόρευση, με βρίσκει πλήρως σύμφωνο το σχετικό μέρος της απόφασης στις προαναφερθείσες Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 791/2010 κ.ά. Στην απόφαση εκείνη έγινε παραπομπή και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2009) 3 ΑΑΔ 465, στην οποία διαφοροποιείται η περίπτωση διαδικασίας που απολήγει σε επιβολή ποινής, από διαδικασία φύσεως στην οποία επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο. Εξάλλου, το άρθρο 42 του Νόμου το οποίο δίδει εξουσία στο Διοικητή να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο περιλαμβάνεται στο Μέρος XV του Νόμου (άρθρο 35-42), ενώ τα ποινικά αδικήματα περιλαμβάνονται στο Μέρος XVI (άρθρο 43-44) διευκρινίζοντας ότι διώξεις σε σχέση με τα αδικήματα εκείνα ασκούνται μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του.
Ούτε και μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση των αιτητών ότι η αδυναμία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης και να κρίνει το δυσανάλογο ή μη της επιβληθείσας κύρωσης, στοιχειοθετεί παραβίαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος. Υπενθυμίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάζει τη νομιμότητα της απόφασης του διοικητικού οργάνου και της κύρωσης εκεί όπου επιβάλλεται, ακυρώνοντάς τις όπου παρατηρείται παραβίαση νόμου, πρόνοιας του Συντάγματος ή αρχής του διοικητικού δικαίου.
4ος λόγος ακύρωσης - Ισχυρισμός ότι όλα τα συμπεράσματα του καθ΄ου η αίτηση αναφορικά με την ενοχή των αιτητών είναι πεπλανημένα ως προς το Νόμο, ως προς τα πράγματα και ή ως προς την ερμηνεία του Νόμου.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητή με την οποία κρίθηκαν υπεύθυνοι οι αιτητές αρ. 1, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 ως διοικητικοί σύμβουλοι των εταιρειών Advantage Capital Holdings Plc, Tygoonato Coffee Lounge Ltd, Kaleta Services Ltd, Jupiwind Ltd και Gourmouti Ltd.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση Διοικητή, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η ευθύνη των προαναφερθέντων αιτητών βασίστηκε στην απόκτηση ελέγχου των υπό αναφορά εταιρειών από μεν τους Ι. Χριστοφή, Θ. Θεοδωράκη και Σ. Χατζημάρκου "εξ υπαιτιότητας ή εν γνώσει" τους από δε τους Δ. Βιδάλη, Κ. Χαννίδη, Α. Σεργίδη και Edem Management Ltd "εξ αμελείας ή παράλειψης". Όπως υποβάλλουν οι αιτητές, ένα πρόσωπο μπορεί να κριθεί ένοχο για τη διάπραξη παραβίασης νομοθετικής πρόνοιας με τον ένα προβλεπόμενο τρόπο ή άλλο, πλην όμως όχι διαζευκτικά. Η διαγνωστική διατύπωση διάπραξης αδικήματος δημιουργεί αοριστία και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Η σχετική πρόνοια στο άρθρο 17(10)(β) του Νόμου έχει ως ακολούθως:
"Σε περίπτωση νομικού προσώπου, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) κυρώσεις και στους διοικητικούς συμβούλους ή/και διευθυντές εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει των οποίων το νομικό πρόσωπο (i) παραβαίνει..........."
Σε σχέση με το ζήτημα τούτο, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, οι όροι "εξ υπαιτιότητας" "εν γνώσει" και "εξ αμελείας ή παράλειψης", όπως αυτοί αναφέρονται στο πιο πάνω άρθρο, μπορούν να συνυπάρξουν διαζευκτικά. Στην περίπτωση της αιτήτριας Χριστοφή και των αιτητών Θεοδωράκη και Χατζημάρκου, από το σύνολο των γεγονότων που παρατέθηκαν στην απόφαση και αναλύθηκαν, ανάγεται ότι και οι τρεις ήσαν γνώστες της κατοχής ελέγχου των εταιρειών τους στη USB, αλλ΄ ήταν παράλληλα και η αιτία για την κατοχή του ελέγχου. Στην περίπτωση των αιτητών Βιδάλη, Χαννίδη, Σεργίδη και Eden Management Ltd, είναι καθαρό από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η κατοχή ελέγχου των εταιρειών τους στη USB έγινε εξαιτίας αμέλειας την οποία αυτοί επέδειξαν και συνάμα λόγω δικών τους παραλείψεων.
Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του καθ΄ου η αίτηση, δεχόμενος περαιτέρω ότι η αιτιολογία της απόφασης υπό το φως των παρατιθέμενων σ΄ αυτήν στοιχείων, είναι σαφής και σίγουρα επιτρέπει την άσκηση δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης.
5ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Έρεισμα για την προβολή αυτού του λόγου ακύρωσης έδωσε απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση, όπου γίνεται αναφορά και αξιολόγηση των παραστάσεων στις οποίες είχαν προβεί οι αιτητές σε απαντητική επιστολή τους προς τον καθ΄ου η αίτηση. Όπως παρατηρεί εκεί ο Διοικητής, στην επιστολή εκείνη δε δίνονται ικανοποιητικές απαντήσεις επί της ουσίας των γεγονότων, ούτε παρατίθενται απόψεις ή σχόλια των αιτητών ως προς τα γεγονότα.
Για να στηρίξουν αυτό το λόγο ακύρωσης, οι αιτητές παραθέτουν εκτενή αποσπάσματα από την επιστολή με την οποία είχαν προβάλει τις παραστάσεις τους προς το Διοικητή, φέροντας εις γνώση του κάποια γεγονότα και στοιχεία εις απάντηση.
Ο ισχυρισμός αυτός των αιτητών έκδηλα δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο καθ΄ου η αίτηση μπορεί πράγματι να προέβηκε στη γενική διατύπωση και χαρακτηρισμό του συνόλου των παραστάσεων στις οποίες προέβηκαν οι αιτητές ως μη ικανοποιητικών. Όμως, απλή ανάγνωση των όσων έχει προηγουμένως παραθέσει ο καθ΄ου η αίτηση στην απόφασή του, αποκαλύπτει ότι ασχολήθηκε με τις επί μέρους παραστάσεις των αιτητών μία προς μία και εξηγεί αναλυτικά γιατί κατά την άποψή του η κάθε μια παράσταση δεν ευσταθεί ή δεν είναι ικανοποιητική ή δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων ως προς ένα συγκεκριμένο θέμα.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί γενικότητας ή μη επαρκούς αιτιολογίας για τη μη αποδοχή των παραστάσεων των αιτητών, δε φαίνεται να στοιχειοθετείται.
6ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό ύπαρξη πλάνης και έλλειψη αιτιολογίας.
Κεντρικός άξονας του παραπόνου των αιτητών κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης είναι ο τρόπος προσέγγισης από τον καθ΄ου η αίτηση των εισηγήσεων του δικηγόρου των αιτητών. Εισηγήσεων οι οποίες βέβαια αφορούν σε θέματα τα οποία έχουν ήδη εξετασθεί και απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο νωρίτερα στην παρούσα απόφαση, αλλά και από το Δικαστήριο στις προαναφερθείσες Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 791/2010 κ.ά. Τέτοια θέματα αφορούν στην εμπλοκή των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τη μη τήρηση εχεγγύων ποινικής δίκης κλπ.
Παρόλον ότι η ουσία των παραστάσεων εκείνων έχει δικαστικά κριθεί απορριπτέα, εν τούτοις, θα έλεγα ότι και η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα οι σελίδες 12-14 ασχολούνται ικανοποιητικά με τις παραστάσεις των δικηγόρων των αιτητών, όπως βέβαια αναμένεται από ένα διοικητικό όργανο και όχι Δικαστήριο που ασκεί αναθεωρητική δικαιοδοσία.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
7ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των θέσεων που είχαν προβάλει οι αιτητές μέσω των δικηγόρων τους.
Παρά το ότι η συνάφεια αυτού του λόγου ακύρωσης με τον προηγούμενο είναι έκδηλη, εν τούτοις, οι αιτητές εγείρουν κάτω από αυτόν κάποια περαιτέρω θέματα, τα οποία, κατά την άποψή τους, δεν έτυχαν απάντησης από τον καθ΄ου η αίτηση, ενώ είχαν εγερθεί και υποστηριχθεί από το δικηγόρο των αιτητών.
Ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Εξετάζοντας το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης διαπιστώνεται ότι στις σελίδες 9-12 (μέσον), ο Διοικητής αναφέρεται στη συνάντηση ημερομηνίας 2.8.2010, την οποία είχε με το δικηγόρο των αιτητών. Περιγράφει δε με περισσή λεπτομέρεια κάθε θέμα το οποίο ήγειρε ο δικηγόρος των αιτητών, πού το βάσισε και πώς το υποστήριξε. Στη συνέχεια, στις σελίδες 12-15 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Διοικητής πραγματεύεται ένα προς ένα τα εγερθέντα από το δικηγόρο των αιτητών θέματα, μεταξύ των οποίων και αυτά που οι αιτητές ισχυρίζονται κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης ότι δεν εξετάστηκαν, και δίδει τη δική του απάντηση, τεκμηριωμένη με παραπομπές στο Νόμο, στο Σύνταγμα, σε αυθεντίες και σε νομολογία.
Λαμβάνω για παράδειγμα τον ισχυρισμό των αιτητών κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης ότι ο καθ΄ου η αίτηση δεν εξέτασε καθόλου τη θέση του δικηγόρου των αιτητών περί παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος ως εκ της ακολουθηθείσας διαδικασίας. Αυτός ο ισχυρισμός ελέγχεται ως μη ορθός. Ο καθ΄ου η αίτηση, αφού προηγουμένως παραθέτει τις θέσεις που είχε προβάλει ο δικηγόρος των αιτητών επί του θέματος τούτου, έρχεται να την απορρίψει, παραπέμποντας στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 1006/2009, Aspis Πρόνοια ΑΕΓΑ κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ημερομηνίας 22.7.2010, στην οποία είχε τονισθεί ότι μια διοικητική αρχή δεν είναι Δικαστήριο stricto sensu και δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεδομένου ότι παρέχονται τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας. Γίνεται επίσης παραπομπή και σε άλλη σχετική με το θέμα νομολογία.
Κατά παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται ο καθ΄ου η αίτηση να έχει εξετάσει όλα τα εγερθέντα θέματα και, επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν έχει έρεισμα.
8ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη αρμοδιότητας του Διοικητή.
Όπως πράγματι είχαν υποστηρίξει οι αιτητές στην προαναφερθείσα επιστολή τους ημερομηνίας 22.6.2010, η σχετική αρμοδιότητα διαπίστωσης παραβίασης των προνοιών του Νόμου, που απασχολούσαν στην αρξάμενη διαδικασία, ανήκε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας και όχι στο Διοικητή της. Οι αιτητές προβαίνουν στην αγόρευσή τους σε εκτενή και λεπτομερή επιχειρηματολογία για να υποστηρίξουν αυτή τη θέση τους και κατ΄ ανάλογο τρόπο ο καθ΄ου η αίτηση με την επιχειρηματολογία του στη δική του αγόρευση, την απορρίπτει.
Η διατύπωση του σχετικού μέρους της νομοθεσίας δε φαίνεται να υποστηρίζει αυτή τη θέση των αιτητών. Παρόλον ότι η αρμοδιότητα εφαρμογής γενικά του άρθρου 17 του Νόμου, όπως και η εξασφάλιση έγκρισης αποδίδεται στην Κεντρική Τράπεζα, εν τούτοις είναι καθαρό ότι η αρμοδιότητα του Διοικητή να επιλαμβάνεται περιπτώσεων παραβίασης των προνοιών του άρθρου 17, εκπηγάζει από το άρθρο 17(10) του Νόμου 66(Ι)/1997. Σε περίπτωση δηλαδή απόκτησης ελέγχου, κατά παράβαση του άρθρου 17(1)(α)(ii), το άρθρο 17(10)(α), ρητά ορίζει ότι ο Διοικητής δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 42. Το δε άρθρο 42 ρητά ορίζει ότι ο Διοικητής έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο από €1.000-80.000 κλπ. Όπως δε ορθά υποστήριξαν και οι συνήγοροι του καθ΄ου η αίτηση, από τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 20(1)(α) του Νόμου που ομιλεί για την αρμοδιότητα του Διοικητή όπως εφαρμόζει την πολιτική της Τράπεζας και του Άρθρου 119.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Διοικητής είναι επιφορτισμένος με τη διοίκηση της Τράπεζας και έχει αρμοδιότητα να ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία και εκτελεί οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία ή καθήκον που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Τράπεζας, συνάγεται ότι την εξουσία της Τράπεζας να αποφασίζει πάνω σε θέματα όπως τα υπό εξέταση, την ασκεί ο Διοικητής της.
9ος λόγος ακύρωσης. Ισχυρισμός ως προς το πεπλανημένα υπερβολικό ύψος της επιβληθείσας κύρωσης και της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας ως προς τούτο.
Με τον τελευταίο τούτο λόγο ακύρωσης, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι κατά την επιμέτρηση του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, δε λήφθηκαν υπόψη ουσιώδεις παράγοντες, ενώ λήφθηκαν υπόψη επουσιώδεις και εξωγενείς παράγοντες και παρουσιάζεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Ως ουσιώδεις παράγοντες που δε λήφθηκαν υπόψη, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι είναι το λευκό ποινικό μητρώο τους, το ότι δεν τους παρασχέθηκε ο ζητηθείς χρόνος ώστε να αποξενώσουν το ποσοστό των μετοχών το οποίο κατά το Διοικητή είχε κτηθεί κατά παράβαση του Νόμου και ότι δεν υπάρχει έξαρση ή συχνότητα στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.
Και αυτοί οι ισχυρισμοί των αιτητών ελέγχονται ως εσφαλμένοι. Κατ΄ αρχάς, το αν παρασχέθηκε ή όχι χρόνος στους αιτητές να αποξενώσουν τις ούτω κτηθείσες μετοχές, ήταν καθαρά θέμα που επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του Διοικητή. Όπως όμως είναι καθαρό από τις σελίδες 3-4 της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Διοικητής κάνει ειδική αναφορά στο γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών, οι πελάτες του πώλησαν τις μετοχές τους σε τρίτη Τράπεζα και, αφού ορθά επισημαίνει ότι το στοιχείο τούτο δε σχετίζεται με το θέμα της διάπραξης ή μη των παραβιάσεων, προσθέτει ότι "λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντικό για την επιμέτρηση της ποινής". Αργότερα δε στην ίδια απόφασή του, ο Διοικητής ειδικά αναφέρει ότι "Η προσπάθεια των μετόχων να πωλήσουν τις μετοχές λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντικό στην επιμέτρηση της ποινής". Ως προς τις προηγούμενες καταδίκες ο Διοικητής, αφού ορθά βέβαια δεν έλαβε υπόψη του οποιοδήποτε λευκό ποινικό μητρώο των αιτητών, αφού δεν επρόκειτο για ποινική δίωξη, δεν παρέλειψε εν τούτοις, εξίσου ορθά, να λάβει υπόψη του και ένα εις βάρος κάποιων εκ των ιδίων αιτητών προηγούμενο, την επιβολή δηλαδή διοικητικού προστίμου για παραβιάσεις του Νόμου. Συγκεκριμένα, ότι με την απόφαση αρ. 2/2010 ημερομηνίας 4.5.2010, είχαν επιβληθεί σ΄ αυτούς κυρώσεις για παραβιάσεις της ίδιας νομοθεσίας.
Αυτό δε το στοιχείο αφαιρούσε από την επιείκεια στην οποία διαφορετικά θα εδικαιούντο οι αιτητές στους οποίους η επιβληθείσα προηγουμένως κύρωση, προφανώς δεν επέδρασε αποτρεπτικά.
Ως προς εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση του επιβληθέντος προστίμου, οι αιτητές αναφέρουν το ότι ο Διοικητής εσφαλμένα έλαβε υπόψη του ότι το επιβληθέν πρόστιμο στην προηγηθείσα υπόθεση αρ. 2/2010 ακόμα δεν έχει καταβληθεί από τους αιτητές και το ότι κακώς ο Διοικητής αναφέρθηκε στο ότι η σημερινή κατάσταση της Τράπεζας USB ήταν ζημιογόνα.
Ως προς το πρώτο από τα ανωτέρω στοιχεία, είναι φανερό ότι ο Διοικητής ανέφερε τα περί μη πληρωμής του προηγουμένως επιβληθέντως προστίμου ως ένδειξη της έλλειψης αποτρεπτικότητας της ποινής εκείνης. Όπως ρητά ανέφερε στην σελίδα 7 της απόφασης για την επιβολή της κύρωσης ημερομηνίας 16.11.2010, ο Διοικητής:
"Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στους μετόχους της USB Bank Plc με την απόφαση αρ. 2/2010 δεν ήταν αποτρεπτικές αφού έκτοτε δεν έχουν καταβάλει οποιοδήποτε ποσό."
Ως προς το θέμα του ότι η κατάσταση της Τράπεζας USB κατέστη ζημιογόνα, θα πρέπει να αναφέρω ότι εκπλήττει η έγερση ισχυρισμού ότι κακώς αναφέρθηκε σε ένα τέτοιο θέμα ο Διοικητής. Και εκπλήττει καθ΄ όσον, όπως αναφέρεται στην ίδια την Απόφαση επιβολής του προστίμου, ήταν ο ίδιος ο δικηγόρος των αιτητών που ήγειρε το θέμα τούτο, ζητώντας όπως ληφθεί υπόψη υπέρ των πελατών του ως μετριαστικός παράγοντας το γεγονός ότι από τη συμπεριφορά τους όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν δυσμενώς οποιαδήποτε συμφέροντα της Τράπεζας ή μετόχων της, αλλ΄ αντίθετα έχουν εξυπηρετηθεί. Όπως ειδικά ανέφερε ο δικηγόρος των αιτητών: "Στη διάρκεια της συμμετοχής των πελατών μας στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, όπως πολύ καλώς γνωρίζετε, οι εργασίες της Τράπεζας σημείωσαν αυξητική τάση, η δε αξία της μετοχής της αυξήθηκε. Επαναλαμβάνουμε λοιπόν τη θέση μας ότι με την επίδικη συμπεριφορά των πελατών μας δεν είχαν επηρεασθεί δυσμενώς οποιαδήποτε συμφέροντα. Αντίθετα, έχουν εξυπηρετηθεί." Απαντώντας δε σ΄ αυτή την επίκληση στοιχείου ως ελαφρυντικού, ο καθ΄ου η αίτηση την απέρριψε, επισημαίνοντας ότι "για σκοπούς αναφοράς και μόνο σημειώνω ότι με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία, η τράπεζα από κερδοφόρα έχει μετατραπεί σε ζημιογόνα, ο δείκτης κεφαλαιακής της επάρκειας έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ η τιμή της μετοχής της δεν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής των πελατών του κ. Καλλή στο μετοχικό της κεφάλαιο". Δεν μπορεί επομένως οι αιτητές να ζητούν όπως ένα συγκεκριμένο στοιχείο ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντικό και από την άλλη, η επισήμανση από το διοικητικό όργανο ότι κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα, να θεωρείται από τους αιτητές ως επιλήψιμη.
Γενικά δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με την επιβολή του διοικητικού προστίμου. Ενός προστίμου το ύψος του οποίου ασφαλώς δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως σύνολο για όλους τους αιτητές, αλλά ξεχωριστά για τον καθένα, ανάλογα με τη συμμετοχή του.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδά της επιδικάζονται εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ