ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1439/2010)
31 Οκτωβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Στ. Νικολάου, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 14.12.2009 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας συνοδευόμενη από ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του. Ο λόγος υποβολής της αίτησης ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του σε εργατικό ατύχημα που είχε συμβεί στις 28.12.2005, ενώ ασκούσε το επάγγελμα του τεχνίτη κατασκευής καλουπιών («καλουψιή»).
Στις 4.2.2010, ο αιτητής εξετάστηκε από Ορθοπεδικό-χειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία και άσκηση του επαγγέλματος του. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησαν τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου και με επιστολή τους ημερ. 30.3.2010, απέρριψαν την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας διότι το Ιατρικό Συμβούλιο έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε μόνιμα απωλέσει την ικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος του σε βαθμό που να αιτιολογούσε το αίτημα του. Συγκεκριμένα, όπως εξηγείται στην εν λόγω επιστολή, (Παράρτημα 4 στην ένσταση), το Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι τα κλινικά ευρήματα που παρουσιάζονταν από την εξέταση του αιτητή λόγω του κατάγματος του 12ου θωρακικού σπονδύλου και της ρήξης του στροφικού πετάλου δεξιού ώμου, μαζί με τα αποτελέσματα των ακτινογραφιών που ο αιτητής είχε προσκομίσει, δεν ήταν σε βαθμό που σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας του να τον καθιστούσαν ανίκανο για εργασία. Η επιστολή πληροφορούσε τον αιτητή ότι δικαιούτο εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής να αποταθεί στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με ιεραρχική προσφυγή ή να προσέφευγε στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 75 ημερών.
Ο αιτητής επέλεξε να καταθέσει υπό τύπον επιστολής ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό ζητώντας επανεξέταση της περίπτωσης του. Στις 15.6.2010, ο αιτητής επανεξετάστηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο και γνωμάτευσε ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα αυτός ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του. Συναφώς, η Υπουργός απέρριψε το αίτημα για παροχή σύνταξης ανικανότητας με επιστολή της ημερ. 12.8.2010.
Παραπονείται ο αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης που λήφθηκε από την Υπουργό, ως προς το αναιτιολόγητο της απόφασης διότι η Υπουργός υιοθετώντας το πόρισμα του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, παραγνώρισε την περί του αντιθέτου γνώμη του θεράποντος ιατρού του αιτητή Δρα Συμιλλίδη, καθώς και γνώμες άλλων κυβερνητικών και ιδιωτών ιατρών, χωρίς να αιτιολογηθεί επαρκώς η επιλογή μεταξύ των αντικρουόμενων επιστημονικών εκδοχών. Κατά τον αιτητή, η απλή ανάγνωση του πορίσματος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου καθιστά εμφανή την απουσία δέουσας αιτιολογίας ενόψει των μονολεκτικών αρνητικών απαντήσεων στα ερωτήματα κατά πόσο ο αιτητής ήταν ή όχι ικανός για εργασία.
Αντίθετη είναι η θέση της Δημοκρατίας, η οποία με παραπομπή σε σχετική νομολογία, αλλά και στα επί μέρους στοιχεία που απαντώνται στο έντυπο του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, εισηγείται ότι υπάρχει πλήρης αιτιολογία διότι καταγράφεται λεπτομερώς το ιατρικό ιστορικό του αιτητή, οι μετρήσεις των κινήσεων των αρθρώσεων στα σημεία που ήταν απαραίτητο να σημειωθούν, τα ευρήματα από την εξέταση των ακτινογραφιών, και, τέλος, πλήρης διάγνωση του προβλήματος του αιτητή με το αποτέλεσμα ότι αυτός ήταν ικανός για εργασία. Αυτό το συμπέρασμα είναι σύμφωνο με την κλινική εικόνα του αιτητή, τόσο κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση, όσο και κατά την προηγούμενη εξέταση από το Ιατρικό Συμβούλιο και το συμπέρασμα περί ικανότητας εργασίας αποτελεί κρίση επί τεχνικού θέματος που είναι ανέλεγκτη. Η έρευνα που προηγήθηκε της απόφασης της Υπουργού ήταν πλήρης και δεν υπήρχε ανάγκη για καταγραφή ειδικής αιτιολογίας λόγω της διαφορετικής γνωμάτευσης του θεράποντα ιατρού του και των γνωματεύσεων των δύο Ιατρικών Συμβουλίων.
Η προσβαλλόμενη πράξη της Υπουργού βασίζεται στο άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, ο οποίος τροποποίησε και ενοποίησε την προηγούμενη ασφαλιστική νομοθεσία, που αφορούσε την περίοδο 1980-2009. Η νέα νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από 9.7.2010, όπως δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα ΙΙΙ(Ι) της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας του 2010, σελ. 1757. Το άρθρο 40 προνοεί για δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας εάν ο ασφαλιζόμενος ήταν ανίκανος για εργασία για 156 μέρες σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησης του και σ΄ αυτή την περίοδο αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία. Να σημειωθεί εδώ ότι τόσο ο συνήγορος του αιτητή, όσο και η Δημοκρατία, αναφέρονται στις αγορεύσεις τους στο άρθρο 38 του προηγούμενου και τώρα καταργηθέντος περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, αλλά δεν είναι αυτή η βάση επί της οποίας λήφθηκε η υπό κρίση απόφαση, αλλά, ως ήδη ανεφέρθη, το άρθρο 40 του νέου Νόμου αρ. 59(Ι)/2010, ο οποίος ήταν ήδη σε ισχύ κατά τη λήψη της διοικητικής πράξης. Δεν υπάρχει όμως ουσιαστική διαφορά στα δύο άρθρα και το κύριο σημείο για την υπό κρίση υπόθεση είναι ότι δυνάμει του εδαφίου (3), αμφοτέρων των άρθρων, ο κάθε αιτητής για σύνταξη ανικανότητας υποχρεούται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση ή επανεξέταση, κατά τις οδηγίες του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Η μελέτη των στοιχείων της υπόθεσης, καθώς και του διοικητικού φακέλου, δεν πιστοποιεί τη θέση του αιτητή, η οποία στην ουσία εξαντλείται στο διπλό επιχείρημα περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρει στη δεύτερη παράγραφο, ότι εξετάστηκε η υπόθεση και λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία και οι ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονταν στο φάκελο του αιτητή. Αυτό σημαίνει ότι λήφθηκαν υπόψη από την Υπουργό, όλες οι ιατρικές εκθέσεις αναφορικά με τον αιτητή που βρίσκονταν στο φάκελο της διοίκησης. Το γεγονός ότι ο ιδιώτης ιατρός Δρ. Σιμιλλίδης είχε αντίθετη άποψη από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο (αλλά και από το Ιατρικό Συμβούλιο σε πρώτο βαθμό), δεν πιστοποιεί έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η υποχρέωση της διοίκησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 40(3)(α), είναι να ζητήσει την εξέταση ή επανεξέταση ενός αιτητή που απευθύνεται στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σύνταξη ανικανότητας. Καθηκόντως λοιπόν ο αιτητής εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο ετοίμασε έκθεση (Παράρτημα 3 στην ένσταση), από την οποία προέκυψε η διάγνωση ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία. Το Ιατρικό αυτό Συμβούλιο αποτελείτο από ειδικό ορθοπεδικό χειρούργο και αγγειοχειρούργο, η δε έκθεση που ετοιμάστηκε είναι πλήρης όσον αφορά την καταγραφή του ιστορικού, την καταγραφή των ευρημάτων από την κλινική εξέταση με σημειώσεις στη σελ. 4 για την έκταση, κάμψη και την κινητικότητα της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, καθώς και πολλών άλλων μετρήσεων όπως αναλυτικά φαίνονται στο έντυπο.
Το ιστορικό ενσωμάτωσε και τις μεταγενέστερες κακώσεις που υπέστη ο αιτητής, ενώ σημειώνεται επίσης στη σελ. 5, ότι η κινητικότητα είναι ικανοποιητική όσον αφορά την σπονδυλική στήλη, η μυϊκή ισχύς των άνω και κάτω άκρων είναι ικανοποιητική, ενώ στη σελ. 6 αναφέρονται τα ευρήματα από παλαιότερες και νεώτερες ακτινογραφίες. Εν τέλει καταγράφεται στη σελ. 8 του σχετικού εντύπου, η διάγνωση που είναι κάταγμα δωδέκατου θωρακικού και ρήξη στροφικού πετάλου δεξιού ώμου, ως τελική δε εικόνα αναφέρεται ότι η κατάσταση κλινικά παρέμενε η ίδια σε σχέση με προηγούμενη έκθεση ημερ. 26.6.2007, ο δε αιτητής κρίθηκε ικανός για την εργασία του, (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας).
Η ίδια επιμέλεια διαπιστώνεται και σε σχέση με την εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποτελούμενο από τρεις ιατρούς, ένα νευροχειρούργο, ένα χειρούργο ορθοπεδικό και τον πρόεδρο αυτού, κατέγραψε αναλυτικά τα ευρήματα του, όπως παρουσιάζονται στο Παράρτημα 5 (ερυθρά 21-10) του διοικητικού φακέλου Τεκμ. Α. Και πάλι υπάρχει λεπτομερής καταγραφή του ιστορικού των «πρωτευουσών σημερινών ενοχλήσεων», αναλυτικές μετρήσεις στα διάφορα σημεία της οσφυϊκής μοίρας και της άρθρωσης του ώμου, με κατάληξη ότι ο αιτητής είναι ικανός για την εργασία του. Μάλιστα, στο σημείο 11.4, όπου το ερώτημα είναι κατά πόσο το ασφαλισμένο άτομο μπορεί να εργάζεται με πλήρη απασχόληση στην τελευταία του θέση ως καλουψιής, σημειώνεται η ένδειξη «Ναι».
Ακολουθεί το συνοπτικό έντυπο επανεξέτασης από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, (ερυθρό 9 του διοικητικού φακέλου), όπου καταγράφεται στην παρ. IV και με ημερομηνία 15.6.2010, ότι:
«Εκ της κλινικής εξετάσεως και των εργαστηριακών ευρημάτων το ΔΙΣ κρίνει ότι ο αιτητής είναι ικανός για το επάγγελμα του.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι υπήρξε πλήρης έρευνα και, όπως ορθά εισηγείται ο συνήγορος των καθ΄ ων στην αγόρευση του, το κατά πόσο ο αιτητής είναι ή όχι ικανός για άσκηση της εργασίας του αποτελεί τεχνικό, ανέλεγκτο θέμα στο οποίο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται, εκτός εάν διαπιστωθεί πλάνη, κακοπιστία, έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του, (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113 και Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/09, ημερ. 29.3.2011). Ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835), έρευνα δε θεωρείται επαρκώς διεξαχθείσα εφόσον, επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Να σημειωθεί ότι το εδάφιο (5) του άρθρου 40 του Νόμου καθορίζει για σκοπούς του άρθρου αυτού ποιος θεωρείται «ανίκανος προς εργασία». Ως τέτοιος θεωρείται αυτός ο οποίος δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί έχοντας υπόψη τις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση κλπ του ατόμου, πέραν από το ένα τρίτο. Σαφώς επομένως η γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ως αρμοδίου για να κρίνει την ικανότητα για εργασία και με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ικανός εν τη εννοία βέβαια του Νόμου, ορθά λήφθηκε υπόψη από την Υπουργό στην προσβαλλόμενη πράξη, (δέστε και Βίκτωρας Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1218/10, ημερ. 4.10.12).
Όσον αφορά την αιτιολογία, κρίνεται ότι αυτή είναι επαρκής διότι η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται και στο άρθρο του Νόμου και, όπως ήδη λέχθηκε, στα στοιχεία και ιατρικές μαρτυρίες του φακέλου, καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, την οποία και η Υπουργός υιοθέτησε προς απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, και πάλι σε σχέση με σύνταξη ανικανότητας, η νομολογία επιβεβαιώνει ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν, ενώ πρέπει να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Όπως επαναβεβαιώνει η εν λόγω απόφαση επί αιτιολογίας συντόμου, αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία του διοικητικού φακέλου εφόσον αυτά είναι συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι ώστε να βρίσκονται πίσω από αυτή, (δέστε Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ.(2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Με άλλα λόγια, για να είναι δυνατή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου πρέπει από το πρακτικό της απόφασης να προκύπτει αναντίλεκτα η σκέψη της διοίκησης, (Δημοκρατία ν. Γαβριήλ (2004) 3 Α.Α.Δ. 234).
Η προσβαλλόμενη πράξη ρητά αναφέρεται στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, καθώς και στις υπόλοιπες ιατρικές μαρτυρίες και επομένως είναι επιτρεπτή η αναφορά στην έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου η οποία, σ΄ αντίθεση με τα λαμβανόμενα γεγονότα στην υπόθεση Ηροδότου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, είναι, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, πλήρης με δοσμένα όλα τα στοιχεία τα οποία θα ανέμενε το Δικαστήριο προς έλεγχο της απόφασης του. Οι υποθέσεις αυτής της φύσης αποφασίζονται στην ουσία επί των γεγονότων τους. Εφόσον το Ιατρικό Συμβούλιο ή το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο καταγράφει επαρκώς την κρίση του με στοιχεία που τη δικαιολογούν, τότε η έρευνα είναι πλήρης και η αιτιολογία σαφής. Σ΄ αντίθετη περίπτωση, διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας (δέστε την απόφαση Ελενίτσα Αδάμου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπόθ. αρ. 40/2012, ημερ. 15.10.2012). Δεν διαπιστώνεται, επομένως, ούτε έλλειψη αιτιολογίας.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ