ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Σπύρου Κόκκινου και Άλλες (2005) 3 ΑΑΔ 199
Mehmet Nesin Aydin ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 578
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Πόλυς Xαραλάμπους Bαλιαντή (2007) 3 ΑΑΔ 446
Κατερίνας Γιαννάκη ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθεση Αρ. 910/98, 7 Ιουνίου 2000
ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 942/2003, 15 Σεπτεμβρίου 2005
Χριστοδούλου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 115
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 1/1990 - Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990
Ν. 6(I)/1998 - Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1393/2010)
29 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΕΛΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χ. Καραπατάκης, για Karapatakis Pavlides LLC, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ν. Παρτασίδου (κα), για ΄Αντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς και άλλο άτομο στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ (Κτηματολογίου) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αντί του αιτητή.
Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Επιτροπής να προβεί στην πλήρωση επειδή η αρμόδια αρχή παρέλειψε να υποβάλει πρόταση για πλήρωση εντός της πρώτης τετραμηνίας του έτους, όπως προβλέπει το άρθρο 29(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε.
Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και διέπεται από τις διατάξεις του περί Αξιολόγησης των Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, Ν.6(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε γραπτό διαγωνισμό και κατάρτισε ονομαστικό κατάλογο κατά σειρά επιτυχίας των υποψηφίων τον οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή με σχετική έκθεσή της, ημερ. 22.2.2010. Το ενδιαφερόμενο μέρος εξασφάλισε 71,25 βαθμούς και ο αιτητής 69. Κατατάγηκαν 2η και 3ος αντιστοίχως.
Η Επιτροπή στη συνέχεια, κάλεσε τους έξι πρώτους σε σειρά επιτυχίας προσοντούχους υποψήφιους σε ενώπιόν της προφορική εξέταση, περιλαμβανομένων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. Στην εξέταση παρέστη ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ο οποίος αφού βαθμολόγησε χωριστά την απόδοση του κάθε υποψήφιου αποχώρησε από τη συνεδρία. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής βαθμολόγησαν χωριστά την απόδοση των υποψήφιων στην προφορική εξέταση, μελέτησαν το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψήφιου αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα του και αφού έλαβαν υπ΄ όψιν όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα κριτήρια που προνοούνται στο Ν.6(Ι)/98.
Ακολούθως, στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, προστέθηκε ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα πιο πάνω κριτήρια. Η Επιτροπή κατάρτισε τον Πίνακα Διοριστέων στον οποίο αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που συγκέντρωσαν, με πρώτο στη σειρά τον υποψήφιο με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων.
Με την απόφασή της ημερ. 24.6.2010, η Επιτροπή πρόσφερε διορισμό στους δύο πρώτους σε σειρά συνολικών μονάδων υποψήφιους στον Πίνακα Διοριστέων, δηλαδή το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλο υποψήφιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(7)(α) του Ν. 6(1)/98.
Ο αιτητής προβάλλει ως πρώτο επιχείρημά του το αναιτιολόγητο των μονάδων που δόθηκαν στον κάθε υποψήφιο από τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής κατά την προφορική εξέταση, το οποίο καθιστά πάσχουσα την προσβαλλόμενη απόφαση η οποία συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Περαιτέρω η Επιτροπή έπρεπε να καταγράψει την απόδοση των υποψηφίων ενώπιον της περιγραφικά και όχι αριθμητικά για να μπορέσει το δικαστήριο να αξιολογήσει τις εντυπώσεις του προέδρου και των μελών της. Παραθέτει σειρά νομολογίας, μεταξύ των οποίων και την υπόθεση Βαλιαντή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1116/2002, ημερ. 14.7.2005.
Ως προς την παρατήρηση του δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι πιο πάνω αποφάσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής εφ΄ όσον εν τω μεταξύ άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς, ο δικηγόρος του αιτητή τονίζει πως αυτό δεν οδηγεί στην καταστρατήγηση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου εφ΄ όσον αιτιολογία θα πρέπει να δίδεται σε κάθε περίπτωση ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους παρατηρεί πως η πιο πάνω νομολογία δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Με ειδική αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 Α.Α.Δ. 446, με την οποία ανατράπηκε η πιο πάνω προσφυγή Βαλιαντή ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος εκφράζει τη διαφωνία του ως προς την ανάγκη για αιτιολόγηση της βαθμολογίας των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και εισηγείται πως το άρθρο 3(1) του Ν.6(Ι)/98 απαιτεί μόνο την καταγραφή του μέσου όρου της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια για τα οποία έχει βαθμολογηθεί ο κάθε υποψήφιος. Συνεπώς ορθά, κατά το ενδιαφερόμενο μέρος, ο πρόεδρος και το κάθε μέλος της Επιτροπής βαθμολόγησαν ο καθένας ξεχωριστά τους υποψήφιους για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση, καθώς και τον κάθε υποψήφιο αναφορικά με τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα του.
Είναι, κατά την κρίση μου, σημαντικό να σημειωθεί εξ αρχής ότι οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό μόνο χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (βλ. απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην Aydin v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578). Συναφώς, εδώ έχουμε νόμο ο οποίος ρυθμίζει τα εγειρόμενα ζητήματα με αποτέλεσμα οι γενικές αρχές να αποκτούν δευτερεύουσα σημασία.
Παρά την αναφορά από το δικηγόρο του ενδιαφερόμενου μέρους στη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή, ανωτέρω, ο δικηγόρος του αιτητή επανέρχεται στην πρωτόδικη απόφαση, αφήνοντας ασχολίαστη την έφεση. Στη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή, η Ολομέλεια, υιοθετώντας το σκεπτικό της Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1371/2005, ημερ. 7.3.2007, έκρινε πως αναφορικά με τον καθορισμό μονάδων για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής δεν απαιτείται αιτιολογία, στα πλαίσια του Ν.6(Ι)/98. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από τη Χριστοδούλου:
«Ο νόμος όπως τον έχω παραθέσει, ορίζει ρητά πως στις μονάδες που εξασφαλίστηκαν στη γραπτή εξέταση προστίθεται «ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου 1 του άρθρου 3». Τηρήθηκε ο νόμος, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας».
Δεν υπάρχει λόγος απόκλισης από τη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή, ανωτέρω, η οποία εν προκειμένω υιοθετείται και η οποία οδηγεί στην απόρριψη του ισχυρισμού περί ανάγκης αιτιολογίας για τον καθορισμό μονάδων σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Η ΕΔΥ δεν όφειλε να καταγράψει την απόδοση των υποψηφίων ενώπιόν της περιγραφικά αντί αριθμητικά. Σχετική με τη μη ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η απόφαση Ανδρέου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 543/2007, ημερ. 22.7.2009.
Ως προς δε την περαιτέρω νομολογία την οποία ο αιτητής επικαλείται παρατηρείται πως η Γιαννάκη ν. ΚΟΤ, Υπόθεση αρ. 910/98, ημερ. 7.6.2000 και η Γεωργιάδης ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 942/03, ημερ. 15.9.2005, δεν ακολουθήθηκαν από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Βαλιαντή, ανωτέρω. Οι δε Παπαστυλιανού ν. ΕΔΥ, Υπόθεση αρ. 136/08 κ.α., ημερ. 6.10.2000 και η Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 757/09, ημερ. 19.1.2011 που επίσης επικαλέστηκε ο αιτητής δεν του προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια.
Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίζεται πως αναιτιολόγητα και χωρίς τη δέουσα έρευνα η Επιτροπή βαθμολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος στον ίδιο ψηλότερο βαθμό μονάδων (5) με τον αιτητή σε σχέση με την πείρα που αφορούσε τα καθήκοντα της θέσης και που αποτελούσε, στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας, πλεονέκτημα. Κατά τον ισχυρισμό, παρόλο που όσα καθόριζαν την πείρα των μερών βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής, εν τούτοις, η Επιτροπή χωρίς να προβεί στη δέουσα έρευνα προς εξακρίβωση της σχετικότητας της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως, αναιτιολόγητα αξιολόγησε την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους στον ίδιο βαθμό με του αιτητή. Αντιθέτως, η προερχόμενη από την άσκηση δικηγορίας πείρα του αιτητή η οποία ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και εκτενέστερη από του ενδιαφερόμενου μέρους (Δημοκρατία κ.α. ν. Κόκκινου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199), σε συνδυασμό με το γεγονός της κατοχής σε έκτακτη βάση της θέσης Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, από την οποία προέκυπτε απολύτως σχετική πείρα, δεν σταθμίστηκε με αποτέλεσμα την πεπλανημένη εξίσωση της πείρας του αιτητή με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η επιφύλαξη στο άρθρο 3(1)(β)(ν) του Νόμου προβλέπει πως οι μονάδες για την πείρα (0-5) «απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο..αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας».
Υιοθετείται επί τούτου η κατάληξη του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω:
«Πράγματι λοιπόν, δεν αρκεί η απλή απόδοση μονάδων. Θα πρέπει η απόδοση να συναρτάται προς παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο αλλά, βεβαίως, και να είναι, στο πλαίσιο των ορίων του Νόμου, εύλογα επιτρεπτή».
Εν προκειμένω, το κάθε μέλος απένειμε στους υποψήφιους μονάδες για την πείρα, όπως καταγράφηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση «ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού». Τελικώς, εξήχθη ο μέσος όρος.
Τα μέρη επισύναψαν στις αιτήσεις τους πιστοποιητικά με τα οποία βεβαιωνόταν η πείρα τους ως ακολούθως: Το ενδιαφερόμενο μέρος από το Γενάρη του 2001 μέχρι τον Ιούλιο του 2003 εργαζόταν ως δικηγόρος σε δικηγορικά γραφεία και παράλληλα ως νομικός σύμβουλος σε κέντρο ειδικών θεραπειών στην Ελλάδα. Από τον Αύγουστο του 2003 μέχρι το Νιόβρη του 2004 εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος για το UNHCR στην Κύπρο και από το Δεκέμβρη του 2004 μέχρι την ημέρα διορισμού της στην επίδικη θέση εργαζόταν ως έκτακτη λειτουργός στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως.
Ο αιτητής εργαζόταν από τον Ιούνιο του 2004 μέχρι το Φεβράρη του 2006, από τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο 2006 και από το Νοέμβρη του 2006 μέχρι το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως έκτακτος Κτηματολογικός Λειτουργός Β΄. Από τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο του 2007 και από τον Οκτώβρη του ιδίου έτους μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν αποσπασμένος στη Νομική Υπηρεσία όπου χειριζόταν τις δικαστικές υποθέσεις του Κτηματολογίου.
Έχω την άποψη ότι η απονομή των μονάδων ως προς την πείρα από την Επιτροπή ήταν εύλογη. Το πραγματικό υπόβαθρο φανερώνει πως και τα δύο μέρη είχαν, στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας, συναφή με τα καθήκοντα της θέσης πείρα. Αποδοχή του ισχυρισμού του αιτητή πως η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αναφορικά με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους, θα οδηγούσε στο παράδοξο πείρα η οποία αποκτήθηκε ως δικηγόρος, νομικός σύμβουλος και έκτακτος λειτουργός στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως να κρινόταν ως άσχετη, ενώ το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ως απαιτούμενο προσόν πανεπιστημιακό δίπλωμα στα νομικά το οποίο η αιτήτρια διαθέτει και στη βάση του οποίου απέκτησε την πιο πάνω πείρα.
Τις θέσεις του αιτητή δεν προωθεί ούτε η υπόθεση Δημοκρατία κ.α. ν. Κόκκινου κ.α., ανωτέρω, την οποία επικαλείται. Εκεί, πράγματι υπήρχε εκτενέστερη άσκηση δικηγορικού επαγγέλματος η οποία ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, σε αντιπαραβολή με την από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχή επαγγελματικού προσόντος.
Ο αιτητής, όπως προκύπτει, μέχρι την τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων (9.6.2009), είχε περίπου 5 χρόνια πείρας ως έκτακτος Κτηματολογικός Λειτουργός Β΄ από τα οποία τα τρία περίπου χρόνια ασκούσε δικηγορία, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε περίπου οκτώ και μισό χρόνια νομικής φύσης πείρα, από τα οποία περίπου τα δύο και μισό ασκούσε δικηγορία.
Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν διακρίνει μεταξύ διαφόρων ειδών πείρας ώστε να αποδοθεί ενδεχομένως μεγαλύτερη βαρύτητα στην άσκηση δικηγορίας, αντί σε νομικής φύσης καθήκοντα. Ήταν και των δύο υποψηφίων νομική η κατάρτισή τους και η συνεπαγόμενη πείρα τους και συνεπώς δεν δικαιολογείται διάκριση ως η προβαλλόμενη. Αντιθέτως, ως καταγράφηκε πιο πάνω, η νομικής φύσης πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν καταφανώς εκτενέστερη. Συνεπώς δε χωρεί παρέμβαση.
Είναι ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή πως η Επιτροπή αναιτιολόγητα του απέδωσε μόνο 2 από τις 3 μονάδες για άλλα ακαδημαϊκά προσόντα. Και αυτό επειδή κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στα νομικά. Δεν αναφέρεται πουθενά στην απόφαση της Επιτροπής ποιο ήταν το επίπεδο των σπουδών του αιτητή και ποια κριτήρια έλαβε υπ΄ όψιν αναφορικά με την απόδοση στον αιτητή των 2 μονάδων. Αναφορικά με τον ισχυρισμό των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση παροχής αιτιολογίας, ο αιτητής παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός προσκρούει στη γενική αρχή αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων.
Είναι η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο αιτητής όχι μόνο δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντί της, αλλά είναι το ενδιαφερόμενο μέρος που υπερέχει έκδηλα έναντι του αιτητή, εφ΄ όσον υπερέχει κατά την απόδοσή τους τόσο στη γραπτή, όσο και στην προφορική εξέταση. Κατά τα άλλα, το δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοικητική κρίση με τη δική του, ενώ στην απουσία έκδηλης υπεροχής το δικαστήριο δεν επεμβαίνει.
Τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με τον πρώτο ισχυρισμό και την Aydin v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, τυγχάνουν εφαρμογής και εδώ. Περαιτέρω, ούτε για τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» απαιτείται αιτιολογία για την απονομή των μονάδων, όπως προκύπτει από το άρθρο 3(1)(β)(iv) του Νόμου. Στον πίνακα διοριστέων για τη θέση καταγράφηκαν οι μονάδες με τις οποίες αποτιμήθηκαν τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» από το κάθε μέλος χωριστά και αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους (βλέπε Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ