ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1254/2010)
4 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
O. ONISIFOROU MOTORS LTD,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Στ. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Αλ. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το επίδικο θέμα το οποίο εγείρεται στην παρούσα προσφυγή και αφορά στον ορθό τρόπο επιβολής φόρου εγγραφής και τελών κυκλοφορίας επί εισαχθέντος στη Δημοκρατία μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, φαίνεται να έχει επανειλημμένα απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο παρουσιάζεται, όπως θα φανεί στη συνέχεια, να έχει εκδώσει σε αριθμό προσφυγών που εκδικάστηκαν, διαφορετικές αποφάσεις.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αιτήτρια είχε εισαγάγει στη Δημοκρατία από το Ηνωμένο Βασίλειο ένα μεταχειρισμένο όχημα τύπου BMW κατά την 20.8.2010. Μετά την εκτελώνιση του αυτοκινήτου, η αιτήτρια αποτάθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών στις 14.9.2010 και ενέγραψε το όχημα με αρ. εγγραφής ΚΥΗ400. Ζητήθηκε από την αιτήτρια κατά την εγγραφή του οχήματος όπως καταβάλει φόρο εγγραφής ύψους €3.206,00 και τέλη κυκλοφορίας μέχρι το τέλος του 2010, ύψους €225,00 με βάση το Μέρος Ι του Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972-2008. Η αιτήτρια κατέβαλε τα προαναφερθέντα ποσά υπό διαμαρτυρία και, ακολούθως, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα της επιβολής του προαναφερθέντος φόρου εγγραφής και τέλους κυκλοφορίας του οχήματος και επιζητεί την ακύρωσή της.
Προς υποστήριξη της προσφυγής της και αντί δικής της γραπτής αγόρευσης, η αιτήτρια, η οποία ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει νομικά, παραπέμπει το Δικαστήριο σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ημερομηνίας 5.2.2009, αντίγραφο της οποίας και παρουσιάζει. Όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, από την ανάλυση των νομικών και των νομολογιακών αρχών που περιέχονται στη γνωμάτευση, το περιεχόμενο της οποίας και υιοθετεί πλήρως, η επιβολή του υπό αναφορά φόρου εγγραφής σε σχέση με όχημα που εισάγεται στη Δημοκρατία από άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση λόγω ηλικίας, γενικής κατάστασης και άλλων χαρακτηριστικών του οχήματος, αντίκειται στην Κοινοτική νομοθεσία, καθώς επίσης και στην ημεδαπή νομολογία δημιουργώντας δυσμενή διάκριση εις βάρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που προέρχεται από άλλο κράτος-μέλος.
Εγκύπτοντας στη νομική γνωμάτευση την οποία υιοθετεί η πλευρά της αιτήτριας, διαπιστώνεται ότι το εγειρόμενο θέμα αφορά άμεσα στην ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 90 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατόπιν αναδρομής τόσο στο ακριβές κείμενο του Άρθρου 90 όσο και σε συγκεκριμένες αποφάσεις του Δ.Ε.Κ., στις οποίες παραπέμπει η γνωμάτευση, οι οποίες και εφαρμόστηκαν σε Κυπριακές δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες επίσης γίνεται παραπομπή, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιβολή φόρου σε εισαγόμενο μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, ως εάν τούτο ήταν καινούριο σύμφωνα με τον περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμο του 2004 [Νόμος 91(Ι)/2004], αντίκειται στις πρόνοιες του Άρθρου 90 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης.
Στη δική του αγόρευση ο καθ΄ου η αίτηση κατ΄ αρχάς δεν αρνείται ούτε και αμφισβητεί το περιεχόμενο της εν λόγω γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας και την Κυπριακή νομολογία. Διαφοροποιεί όμως την περίπτωση της εδώ αιτήτριας, υποστηρίζοντας ότι αυτή ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης, ούτε κατά το στάδιο της καταβολής των τελών, ούτε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο, οποιαδήποτε στοιχεία που να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που της επιβλήθηκε για το συγκεκριμένο όχημά της ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο μητρώο της Δημοκρατίας.
Όπως έχω αναφέρει στην αρχή της παρούσας Απόφασης, το εγειρόμενο εδώ κύριο νομικό ζήτημα έχει καταστεί αντικείμενο ικανού αριθμού αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες όμως η κατάληξη δεν ήταν η ίδια.
Η δική μου έρευνα έχει εντοπίσει ως πιο πρόσφατη από τη σειρά αυτή των αποφάσεων, την απόφαση του Μ. Φωτίου, Δ., στην Υπόθεση αρ. 219/2011, Αθηνά Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.6.2012. Στην απόφαση αυτή γίνεται, μεταξύ άλλων, και ανασκόπηση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, η οποία και συνοψίζεται ως ακολούθως:
"Σε τέσσερεις περιπτώσεις έχουν δικαιωθεί οι αιτητές και σε μια οι καθ' ων η αίτηση. Υπέρ των αιτητών (ακυρωτική δηλαδή απόφαση) υπήρξε στις πιο κάτω υποθέσεις:
(1) Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, Τμήμα Οδικών Μεταφορών (υποθ. αρ. 462/2010 ημερ. 8/9/2011 (Μ.Μ. Νικολάτος Δ)
(2) Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, υποθ. αρ. 194/2010 ημερ. 19/12/2011 (Γ. Κωνσταντινίδης Δ)
(3) Κρις Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, υποθ. αρ. 368/2010 ημερ. 10/2/2012 (Γ. Κωνσταντινίδης Δ)
(4) Αθηνά Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, υποθ. αρ. 1748/2009 ημερ. 10/2/2012 (Γ. Κωνσταντινίδης Δ).
Εναντίον των αιτητών (υπέρ των καθ' ων η αίτηση) ήταν η απόφαση στις εξής περιπτώσεις:
Αντώνης Χατζηπέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών, υποθ. αρ. 1477/2009 ημερ. 13/4/2011 (Χατζηχαμπής, Δ.), που υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Pavlos Ph. Varellas Trading Co. Limited v. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 703/2005 ημερ. 29/5/2006 (Κραμβής Δ.). Επίσης επικαλέστηκε η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση μεταξύ άλλων και την απόφαση στην υπόθεση 334/2005, Pavlos Ph. Varellas Trading Co. Ltd. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 11/7/2006, όπου και πάλιν η προσφυγή απορρίφθηκε βασιζόμενη στο σκεπτικό της 703/2005, για το λόγο ότι οι αιτητές δεν είχαν παρουσιάσει στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι ο επιβαλλόμενος φόρος ήταν υψηλότερος από το φόρο που παρέμεινε ενσωματωμένος στην εναπομείνασα αξία αυτοκινήτου και ούτε έπραξαν οτιδήποτε με σκοπό να προκαλέσουν τη διενέργεια έρευνας από το Τμήμα Τελωνείων.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η απόφαση στην 334/2005 είχε εφεσιβληθεί με την Α.Ε. 109/2006 η οποία έφεση πέτυχε και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε λόγω ΚΟΙΝΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ημερ. 12/4/2007 η οποία, στο ουσιαστικό της μέρος, είχε ως ακολούθως:
«Επειδή η προσβαλλόμενη Διοικητική πράξη στην Προσφυγή με αριθμό 334/2005, έχει ανακληθεί από το Τμήμα Τελωνείων μετά από σωρείαν Ακυρωτικών Αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο για παρόμοιες υποθέσεις, με την παρούσα μας κοινή δήλωση, ζητούμεν όπως η Πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 334/05 παραμερισθεί με έξοδα υπέρ των Αιτητών.
Εάν και εφ' όσον η Πρωτόδικη απόφαση παραμερισθεί υπό του Δικαστηρίου, τότε η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Έφεση, η οποία είναι ορισμένη για προδικασία στις 17.4.07 θα αποσυρθεί.»
Ως αποτέλεσμα στις 17/4/2007 η Ολομέλεια αποφάσισε ως ακολούθως:
«Αρτεμίδης, Π: Ενόψει των όσων αναφέρονται στην κοινή δήλωση των διαδίκων που καταχωρίστικε στις 12/4/2007, είναι ορθή η θέση τους πως η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί, και παραμερίζεται. Ως εκ τούτου, η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπερ της εφεσείουσας εταιρείας, τόσο στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και εδώ, τα οποία υπολογίζουμε σε £800 και για τις δύο διαδικασίες.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι όσον αφορά τις υποθέσεις εκείνες που η προσφυγή ήταν εναντίον του αιτητή, η διοίκηση δέχθηκε «τη σωρείαν ακυρωτικών αποφάσεων».
Τελικά, στην προαναφερθείσα απόφασή του ημερομηνίας 25.6.2012, ο Φωτίου, Δ., ακολούθησε τη γραμμή των προαναφερθεισών ακυρωτικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν εφεσιβληθεί, κρίνοντας ότι τα όσα αποφασίστηκαν εκεί τυγχάνουν εφαρμογής και στην Υπόθεση αρ. 219/2011 και οδηγούσαν σε επιτυχία της προσφυγής.
Έχοντας μελετήσει τις επί του θέματος τούτου εκδοθείσες αποφάσεις, είμαι της άποψης ότι οι θέσεις του καθ΄ου η αίτηση περί μη υποβολής και/ή απόδειξης από την πλευρά της αιτήτριας των όσων έχουν αναφερθεί, θέτει ένα ανεπίτρεπτο και μη προβλεπόμενο από τη νομοθεσία βάρος και δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Τα όσα είχε αναφέρει ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην απόφασή του στην Υπόθεση αρ. 194/2010 (ανωτέρω) με βρίσκουν πλήρως σύμφωνο. Τα παραθέτω προς διευκόλυνση:
"Γνωμάτευση ακριβώς επί του θέματος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.2.09 (βλ. και Γνωμάτευση της 5.11.09) ήταν κάθετη. Με αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, συμβούλευσε πως, πραγματικά, ο Νόμος εισήγαγε δυσμενή διάκριση αφού συναρτά το φόρο μόνο προς τον κυβισμό του αυτοκινήτου, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση με βάση την ηλικία, τον τύπο, τη γενική κατάσταση και τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος. Αυτή η θέση, όπως αναφέρεται, διατηρείται από τη Νομική Υπηρεσία μέχρι σήμερα. Θεωρούν, όμως, οι καθ' ων η αίτηση πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί επειδή ο αιτητής ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης «οποιαδήποτε στοιχεία που να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που του επιβλήθηκε για το όχημα του ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο Μητρώο της Δημοκρατίας». Εμφανώς το παράπονό του «είναι γενικό και άπτεται της νομοθετικής πολιτικής της Δημοκρατίας», ήταν δικό του το βάρος απόδειξης και δεν υπολειπόταν οτιδήποτε από την έρευνα που η Δημοκρατία όφειλε να είχε διεξαγάγει. Θεωρούν, συνεπώς, πως η Varella (ανωτέρω) ήταν από αυτή την άποψη λανθασμένη και επικαλούνται τις Pavlos Ph. Varellas Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 703/05, ημερομηνίας 29.5.06 και Αντώνης Χ. Πέτρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1477/09 ημερομηνίας 13.4.11. Για να αναφερθούν, όμως, κατά τις διευκρινήσεις και στην πρόσφατη απόφαση στη Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 462/10, ημερομηνίας 8.9.11, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην οποία επισημάνθηκε πως δεν παρεχόταν στον αιτητή, ενόψει των προνοιών του Νόμου, ευχέρεια αμφισβήτησης του ποσού του φόρου, με την έννοια που το θέμα εξηγήθηκε από το ΔΕΚ στην Gomez Valente, (ανωτέρω).
Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων. Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή. Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων. Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό. Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει. Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα. Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια. Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ. Σε συμφωνία, επομένως, με την απόφαση στην Ασπρομάλλης, (ανωτέρω), καταλήγω ότι η προσφυγή είναι βάσιμη. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται."
Για τους ίδιους δε λόγους, όπως με αυτούς που εκτέθηκαν με σαφήνεια στην πιο πάνω σειρά αποφάσεων, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρούται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ