ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 547/2011, 24/1/2013
ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1439/2010, 31/10/2012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1218/2010)
4 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Μ. Β. Ιωάννου, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η όλη διαδικασία για την έγκριση παροχής σύνταξης ανικανότητας προς τον αιτητή και τελικά της διακοπής της πέρασε μέσα από πολλά στάδια και τα σχετικά γεγονότα συνοψίζονται στην Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση ως ακολούθως:
Ο αιτητής, σερβιτόρος, ηλικίας 58 ετών, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 22.4.2002. Η αίτηση συνοδευόταν από Ιατρική Έκθεση από θεράποντα Καρδιολόγο ιατρό του. Στις 17.7.2002 ο αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία που απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις και μειωμένο ωράριο, ενώ συνέστησε επανεξέτασή του μετά την πάροδο ενός έτους.
Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου που εξέτασε τον αιτητή, ενέκριναν την αίτησή του για σύνταξη ανικανότητας από 1.5.2002 σε ποσοστό 75%. Ο συνταξιούχος ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 20.8.2002.
Στις 22.10.2003 ο συνταξιούχος εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ανίκανος για το επάγγελμά του και συνέστησε όπως επανεξεταστεί μετά την πάροδο έξι μηνών με την προσκόμιση αποτελεσμάτων υπερηχογραφήματος και δοκιμασίας κοπώσεως.
Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου συνέχισαν την καταβολή σύνταξης ανικανότητας στο συνταξιούχο αιτητή στο ίδιο ποσοστό.
Στις 17.11.2004 ο συνταξιούχος αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία με πολύ μειωμένο ωράριο. Σημειώνεται ότι στο Ιατρικό Συμβούλιο ο αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν για λίγες ώρες.
Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, συνέχισαν την καταβολή σύνταξης ανικανότητας στο συνταξιούχο αιτητή στο ίδιο ποσοστό.
Στις 14.11.2007 ο συνταξιούχος αιτητής επανεξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι με βάση ιατρικά κριτήρια ο αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία. Στο Ιατρικό Συμβούλιο ο αιτητής δήλωσε ότι εργάζεται και προτίθεται να συνεχίζει να εργάζεται λόγω οικονομικών αναγκών.
Μετά από όσα δήλωσε ο ίδιος ο συνταξιούχος κατά την εξέτασή του από το Ιατρικό Συμβούλιο, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων έδωσαν οδηγίες για διεξαγωγή διερεύνησης της απασχόλησης του αιτητή, με σκοπό την εξακρίβωση της συμβολής του ιδίου στη διεξαγωγή των εργασιών του εστιατορίου, στο οποίο είναι μισθωτός υπάλληλος.
Από την εν λόγω διερεύνηση η οποία ολοκληρώθηκε στις 5.10.2007, διαφάνηκε ότι ο αιτητής εργαζόταν γύρω στις 4-5 ημερησίως με μηνιαίο μισθό £300 (513 ευρώ) κατά το 2007. Σημειώνεται ότι πριν υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με τα αρχεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο αιτητής είχε πραγματικές αποδοχές που κυμαίνονταν στις £300-400 (513-683 ευρώ).
Υιοθετώντας το πόρισμα της διερεύνησης, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του αιτητή από 1.1.2006 σύμφωνα με το άρθρο 40(5) της Νομοθεσίας των Κοινωνικών Ασφαλίσεων αφού δεν υπήρχε μείωση στα εισοδήματά του κατά τα 2/3, βαθμό που να δικαιολογεί χορήγηση σύνταξης ανικανότητας. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 23.4.2008.
Στις 20.1.2009 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για σύνταξη ανικανότητας προσκομίζοντας πρόσφατη Ιατρική Έκθεση από θεράποντα Ιατρό του.
Στις 11.3.2009 ο αιτητής εξετάστηκε από Καρδιολογικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία για 2-3 ώρες την ημέρα.
Παράλληλα, διενεργήθηκε διερεύνηση της απασχόλησης του αιτητή η οποία ολοκληρώθηκε στις 15.5.2009. Από τη διερεύνηση διαφάνηκε ότι ο αιτητής εργαζόταν ως σερβιτόρος ροφημάτων τα πρωινά και ως ταμίας τα βράδια, συνολικά γύρω στις 4-5 ώρες την ημέρα. Σύμφωνα με τα μισθολόγια της εταιρείας και τις φορολογικές δηλώσεις, πριν υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 20.1.2009, είχε εισοδήματα γύρω στα €500 κάθε μήνα και από 8.8 τα εισοδήματά του μειώθηκαν κατά 50% (225-250 ευρώ μηνιαίως).
Σημειώνεται ότι ιδιοκτήτης του εστιατορίου όπου εργαζόταν ανέκαθεν ο αιτητής είναι ο αδελφός του, ο οποίος και αποφασίζει για το μισθό του. Ο αδελφός του αιτητή, σε κατάθεσή του, δήλωσε ότι ο μισθός του αιτητή μειώθηκε από τον Αύγουστο 2008 λόγω μείωσης του ωραρίου εργασίας του σε 4-5 ώρες καθημερινά. Τονίζεται ότι από τη διερεύνηση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων το 2007, το ωράριο του αιτητή ήταν και πάλι, σύμφωνα με τον ίδιο, 4-5 ώρες ημερησίως με εισοδήματα €513 μηνιαίως.
Με βάση το πόρισμα της διερεύνησης απασχόλησης του αιτητή, η αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας απορρίφθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 40(5) της Νομοθεσίας των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 17.7.2009.
Με επιστολή από το δικηγόρο του, Μιχάλη Β. Ιωάννου, ημερομηνίας 31.7.2009, ο αιτητής προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για απόρριψη της αίτησής του για σύνταξη ανικανότητας. Επειδή στην εν λόγω επιστολή γίνεται καταγγελία της επιθεωρήτριας των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων η οποία είχε διενεργήσει τις διερευνήσεις απασχόλησης του αιτητή στο παρελθόν, δόθηκαν οδηγίες για νέα διερεύνηση της απασχόλησης του αιτητή από άλλο επιθεωρητή με σκοπό την εξακρίβωση της ορθότητας των στοιχείων που είχαν οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη διάθεσή τους, και με βάση τα οποία λήφθηκε η απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή.
Από την εν λόγω έρευνα, η οποία ολοκληρώθηκε στις 2.2.2010, διαφάνηκε ότι ο αιτητής βρίσκεται στο εστιατόριο καθημερινά και σχεδόν όλες τις ώρες λειτουργίας του εστιατορίου. Ασχολείται με εποπτικά και καθήκοντα ελέγχου των υπαλλήλων του εστιατορίου και με την έκδοση λογαριασμών σε πελάτες.
Σημειώνεται ότι από τα σχόλια της επιθεωρήτριας φαίνεται ότι οι αποδοχές του αιτητή έχουν μειωθεί παρόλο που οι ώρες και τα καθήκοντά του δεν έχουν αλλάξει. Επιπλέον, σύμφωνα με τους λογαριασμούς του εστιατορίου, παρόλο που ο αιτητής έχει αποχωρήσει από διευθυντής / μέτοχος από την εταιρεία, έλαβε το ποσό των £14.500 ως αναλήψεις κατά το 2008, ποσό που αργότερα ο λογιστής διόρθωσε στους λογαριασμούς της εταιρείας μεταφέροντάς το στο όνομα των παιδιών του αδελφού του αιτητή. Τονίζεται ότι στους τραπεζικούς λογαριασμούς και τελικούς λογαριασμούς της εταιρείας, τα εν λόγω άτομα δε φαίνεται να έχουν λάβει αυτό το ποσό.
Με βάση την εν λόγω διερεύνηση, φαίνεται ότι ο αιτητής λαμβάνει ποσά από την εταιρεία (αναλήψεις) εκτός από το μισθό που δηλώνει στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τα καθήκοντά του παραμένουν τα ίδια όπως στο παρελθόν, ενώ η μείωση στα εισοδήματά του, η οποία φαίνεται να είναι εικονική, δεν είναι στο βαθμό που να δικαιολογεί χορήγηση σύνταξης ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 40(5) της Νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αφού μελέτησε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης του αιτητή, καθώς και το πόρισμα της διερεύνησης απασχόλησης, έκρινε ορθή την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 17.7.2009 για απόρριψη της αίτησης του αιτητή για σύνταξη ανικανότητας. Ο αιτητής έχει ενημερωθεί για την απόφαση της Υπουργού με επιστολή της προς το δικηγόρο του ημερομηνίας 28.6.2010 και η απόφαση αυτή προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Θα εξετάσω στη συνέχεια τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλλει ο αιτητής, ομολογουμένως με κάποια δυσχέρεια, επειδή οι λόγοι δεν συγκεκριμενοποιούνται ξεχωριστά μέσα στη γραπτή αγόρευσή του.
1. Η κατ΄ ισχυρισμό μη διεξαγωγή έρευνας από το καθ΄ου η αίτηση αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 38(5) του Νόμου.
Το άρθρο 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 - Νόμος αρ. 41/1980, όπως τροποποιήθηκε, και όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, έχει ως ακολούθως:
(5) Δια τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οοία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι΄ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:
Νοείται ότι εν ουδεμία περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου."
Όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, το καθ΄ου η αίτηση δεν προέβηκε το ίδιο σε έρευνα κατά πόσο οι αποδοχές του αιτητή υπερέβαιναν ή όχι το 1/3 που κέρδιζε ως υγιής εργαζόμενος της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης στην ίδια περιφέρεια. Εφόσον δε το καθ΄ου η αίτηση δεν το έπραξε, το πράττει, όπως αναφέρει, ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος και εξασφάλισε και επισύναψε στην αγόρευσή του δύο βεβαιώσεις από εστιατόρια γειτονικά προς εκείνα που εργαζόταν ο αιτητής, στις οποίες φαίνονται οι αποδοχές που καταβάλλονται στους σερβιτόρους τους.
Αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία όμως δεν μπορούν να γίνουν δεκτά εφόσον, όπως ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, η παρουσίασή τους στο Δικαστήριο συνιστά μαρτυρία ως προς στοιχεία τα οποία δεν ευρίσκοντο εντός του διοικητικού φακέλου και δεν παρουσιάστηκαν κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου. Εξάλλου, τα όσα επίσης παρέθεσε στην αγόρευσή της η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση σε σχέση με το θέμα τούτο, είναι ορθά, υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του φακέλου και απαντούν στον ισχυρισμό του αιτητή. Τα παραθέτω:
"Ο αιτητής στην αίτηση για σύνταξη ανικανότητας που υπέβαλε το 2002 (Παράρτημα 1 στην Ένσταση) δήλωση ότι εργαζόταν ως σερβιτόρος. Σύμφωνα με την Ιατρική Έκθεση που ετοιμάστηκε (Παράρτημα 2 στην Ένσταση), ο Αιτητής υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου την 2.3.2001. Έγινε κατ΄ αρχήν σύγκριση του εισοδήματος του Αιτητή με το εισόδημα που κέρδιζε ο ίδιος όταν ήταν υγιής. Κατά τα έτη 2000 και 2001, ο Αιτητής, όταν ακόμη ήτο υγιής, κέρδιζε £350 - £400 μηνιαίως σύμφωνα με αυτά που δήλωνε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός υγιούς εργαζόμενου σερβιτόρου κατά το έτος 2000 ήταν £645 και για το έτος 2001 £834 (Τα σχετικά στοιχεία, δηλαδή οι μέσες μηνιαίες αντιμισθίες των διαφόρων επαγγελμάτων, υπάρχουν σε Πίνακες που γίνονται από τη Στατιστική Υπηρεσία που έχει στη διάθεση του το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συνεπώς απορρίπτεται ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς το σημείο αυτό). Συνεπώς, όταν ο Αιτητής ήταν υγιής, και πριν υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας δεν κέρδιζε όσα κέρδιζαν υγιείς εργαζόμενοι στην επαγγελματική του κατηγορία, άρα η όποια αδυναμία του Αιτητή να κερδίζει από εργασία πέραν του ενός τρίτου του ποσού που κερδίζει ένας υγιής εργαζόμενος στην ίδια επαγγελματική κατηγορία, δεν οφειλόταν στην ασθένεια του."
Οι ίδιες παρατηρήσεις, ως ανωτέρω, ισχύουν και σε σχέση με έγγραφα ως προς τις ασφαλιστέες αποδοχές και φορολογικές δηλώσεις τις οποίες ο αιτητής επισύναψε στην αγόρευσή του και ασφαλώς ως προς τα επιχειρήματα τα οποία αυτός προβάλλει, βασιζόμενος στα εν λόγω έγγραφα.
2. Η κατ΄ ισχυρισμό πεπλανημένη προσέγγιση του καθ΄ου η αίτηση ως προς το ποσό ανάληψης των €14.500.
Όπως ισχυρίζεται ο καθ΄ου η αίτηση, ο αιτητής, παρόλο που απεχώρησε από διευθυντής και μέτοχος της επιχείρησης, έλαβε υπό μορφή αναλήψεων κατά το 2009 το ποσό των €14.500. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, εφόσον ο ίδιος ο λογιστής της εταιρείας εξήγησε ότι είχε γίνει ένα λογιστικό λάθος, το οποίο διορθώθηκε, και τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό των διοικητικών συμβούλων. Επισυνάπτει ο αιτητής προς τούτο στην αγόρευσή του, υποστηρικτικά στοιχεία.
Ούτε αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή περί πεπλανημένης αξιοποίησης συλλεγέντων στοιχείων φαίνεται να ευσταθεί. Τα γεγονότα και στοιχεία που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, και τα οποία επισημαίνει η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, είναι διαφορετικά και συνοψίζονται ως ακολούθως:
"Σημειώνεται κατ΄ αρχήν ότι οι αναλήψεις αφορούσαν το έτος 2008 και όχι το έτος 2009 που λανθασμένα αναφέρει ο Αιτητής στο τέλος της δεύτερης σελίδας της αγόρευσής του.
Διεφάνη από τη διερεύνηση που έγινε μετά την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής από μέρους του Αιτητή (Παράρτημα 10 στην Ένσταση), ότι εκτός από το μισθό που δήλωνε ο Αιτητής, έλαβε από την εταιρεία και αναλήψεις ύψους €14500 το 2008 (παρόλο που δεν ήταν δηλωμένος ως διευθυντής της Εταιρείας αλλά μόνο ως υπάλληλος κατά τους ισχυρισμούς στις καταθέσεις τόσο του ίδιου αλλά και του αδελφού του) (το σχετικό απόσπασμα από την έκθεση της Επιθεωρήτριας παρατίθεται στη σελίδα 9 της παρούσας αγόρευσης).
Ο Λογιστής της Εταιρείας έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι η ανάληψη των €14500 ήταν «λογιστικό λάθος» διορθώνοντας το με το να μεταφέρει από €7250 στους λογαριασμούς των 2 διοικητικών συμβούλων (ανηψιούς του Αιτητή). Τονίζεται ότι αυτές οι 2 μεταφορές έγιναν μόνο σαν λογιστική εγγραφή (book entry), αφού τουλάχιστο στον ένα λογαριασμό για το έτος 2008 του Μάριου Τουμάζου, ο οποίος δόθηκε στην Επιθεωρήτρια, δεν φαίνεται κανένα τέτοιο ποσό. Όταν υποδείχτηκε στον Αιτητή ότι τα στοιχεία αυτά θα επηρέαζαν την αίτηση του, οι λογιστές έκαναν το ανάλογο «audit adjustment» μετά το τέλος του έτους, με αναδρομική ισχύ, όπως φαίνεται και στο ισοζύγιο της Εταιρείας. Ο ίδιος άλλωστε ο δικηγόρος του Αιτητή στην αγόρευση του αναφέρει ότι φαίνονται «λογιστικά» οι εν λόγω πράξεις.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή στη 2η παράγραφο της τρίτης σελίδας της γραπτής του αγόρευσης ότι ο λογιστής παρουσίασε διάφορα στοιχεία αλλά ο Επιθεωρητής δεν τα έλαβε υπόψη, οι Καθ΄ων η Αίτηση σημειώνουν ότι οι Επιθεωρητές του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, συλλέγουν διάφορα στοιχεία τα οποία αποστέλλονται στα Κεντρικά Γραφεία Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τη λήψη απόφασης. Οι Επιθεωρητές δεν είναι αρμόδιοι για να αποφασίζουν για την έκβαση αιτήσεων, αλλά συλλέγουν στοιχεία που είναι σχετικά και τα προωθούν στα Κεντρικά Γραφεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων μαζί με το πόρισμα τους, για να εξεταστούν και να ληφθεί απόφαση. Όλα τα στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διερεύνηση αποστέλλονται στον σχετικό Κλάδο στα Κεντρικά Γραφεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την εξέταση και λήψη απόφασης. Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι Επιθεωρητές βρίσκονται στο φάκελο του Αιτητή, ο οποίος θα κατατεθεί στο Δικαστήριο στο στάδιο των Διευκρινίσεων."
Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, και με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία, περιλαμβανομένων και των παραστάσεων του λογιστή της εταιρείας, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο καθ΄ου η αίτηση ήσαν ευλόγως επιτρεπτά.
3. Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη η οποία παρατηρείται στα πορίσματα και στις εισηγήσεις των επιθεωρητών.
Παραθέτοντας διάφορα παραδείγματα από παρατηρήσεις στις οποίες προέβηκαν και στοιχεία τα οποία συνέλεξαν οι Επιθεωρήτριες του καθ΄ου η αίτηση Ν. Αϊφωτίτη και Στ. Δημοσθένους, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι φαίνεται καθαρά ότι τα δύο πορίσματα στα οποία βασίστηκε η αρμόδια Αρχή για να εκδώσει την απόφασή της ήταν αντιφατικά μεταξύ τους, αφού αλλού κατέληξε ο ένας και αλλού ο άλλος.
Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα του ή όχι, το γεγονός είναι, όπως και πάλι επισημαίνει η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, ότι στην Ιεραρχική Προσφυγή του την οποία υπέβαλε ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε παράπονα και καταγγελίες εναντίον της Επιθεωρήτριας Ν. Αϊφωτίτη η οποία είχε διερευνήσει την υπόθεση. Για να ικανοποιηθούν δε τα παράπονα του αιτητή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα τους ή μη, δόθηκαν οδηγίες όπως διεξαχθεί νέα διερεύνηση της απασχόλησης του αιτητή από άλλο Λειτουργό. Έτσι ήταν που διερευνήθηκε το θέμα ξανά από την Επιθεωρήτρια Στ. Δημοσθένους επί του πορίσματος της οποίας ήταν που βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού.
Τα πιο πάνω στοιχεία επιβεβαιώνονται πράγματι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και εξουδετερώνουν οποιοδήποτε επιχείρημα ότι το καθ΄ου η αίτηση βασίστηκε σε αντιφατικά πορίσματα.
4. Ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολογίας ή περί ανεπαρκούς αιτιολογίας.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής, δε δόθηκε αιτιολογία γιατί απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή, ή οποιαδήποτε αιτιολογία θεωρηθεί ότι δόθηκε, είναι ανεπαρκής και γενικόλογη.
Το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως ακολούθως:
"Με βάση τα στοιχεία του φακέλου του κ. Τουμάζου, ο ίδιος υπέβαλε νέα αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 20/2/2009 μετά τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητάς του από 1/1/2006, με βάση το πόρισμα διερεύνησης απασχόλησης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η αίτηση του κ. Τουμάζου απορρίφθηκε με βάση νέα διερεύνηση απασχόλησης, από την οποία διαφάνηκε ότι ο αιτητής εργαζόταν καθημερινά σε εστιατόριο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο αδελφός του, ενώ κρίθηκε ότι η δυνατότητα του να κερδίζει από εργασία δεν μειώθηκε στον βαθμό που να δικαιολογεί την παροχή σύνταξης ανικανότητας, βάσει των προνοιών του άρθρου 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
Ακολούθως, μετά την λήψη της επιστολής σας ημερ. 31/7/2009, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων διεξήγαγαν και Τρίτη διερεύνηση απασχόλησης, η οποία ολοκληρώθηκε στις 2/2/2010, και από την οποία διαφάνηκε ότι ο κ. Τουμάζου εξακολουθεί να εργάζεται στο ίδιο εστιατόριο καθημερινά για όλες σχεδόν τις ώρες λειτουργίας του, χωρίς να έχουν αλλάξει καθόλου τα καθήκοντά του, ενώ παρατηρείται μόνο μείωση στα εισοδήματά του, η οποία με βάση τα δεδομένα μπορεί να θεωρηθεί εικονική. Συγκεκριμένα, η Νομοθεσία αναφέρεται στη δυνατότητα του αιτητή να κερδίζει από εργασία και εξυπακούει αδυναμία η οποία αντικειμενικά δεν επιτρέπει στον ασφαλισμένο να κερδίζει αποδοχές στο σημείο που καθορίζει ο Νόμος, και δεν συναρτάται με το ποσό που ο ίδιος ο ασφαλισμένος θέλει ή δηλώνει ότι κερδίζει.
Ως εκ τούτου, παρόλο που το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο που εξέτασε τον κ. Τουμάζου στις 11/3/2009 και του οποίου ο ρόλος είναι συμβουλευτικής φύσεως με βάση την Νομοθεσία, γνωμάτευσε ότι είναι ικανός για ελαφρά εργασία, εντούτοις με βάση το άρθρο 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου δεν μπορεί να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας.
Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 17/7/2009 να απορρίψουν την αίτηση του κ. Τουμάζου για σύνταξη ανικανότητας κρίνεται ορθή και ως εκ τούτου απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή."
Το πιο πάνω απόσπασμα δεικνύει κατά την άποψή μου την απόδοση επαρκούς και λεπτομερούς αιτιολογίας ως προς τους λόγους της απόρριψης της προσφυγής του αιτητή. Εξηγεί δε και απαντά και σε άλλο ισχυρισμό του αιτητή ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι γνωματεύσεις του ιατροσυμβουλίου, οι οποίες, ως συμβουλευτικής φύσεως, λήφθηκαν εν πάση περιπτώσει υπόψη. Λήφθηκαν όμως παράλληλα υπόψη και οι διερευνήσεις τις οποίες διενήργησε το καθ΄ου η αίτηση. Το γεγονός ότι ένας ασφαλισμένος κρίνεται από το ιατροσυμβούλιο ως μερικώς ανίκανος για εργασία, δεν οδηγεί, χωρίς άλλο, σε απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, εφόσον διακριβώνεται ότι ο ασφαλισμένος συνεχίζει να κερδίζει από την εργασία του, οπότε και εφαρμόζονται οι πρόνοιες και προϋποθέσεις του άρθρου 38(5) του Νόμου.
Η προσφυγή απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ