ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1145/2010, 1146/2010, 1205/1210, 1313/2010, 303/2011, 304/2011, 367/2011, 368/2011)
30 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
(Υπόθεση Αρ. 1145/2010)
Ε & G ELECTRICPLUS LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1146/2010)
VHR (ELECTRICAL APPLIANCES) LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1205/2010)
THETACO (TRADERS) LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1313/2010)
HADJIKYRIAKOS & SONS LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 303/2011)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΗΛΕΚΤΡΟΣΥΣΚΕΥΕΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 304/2011)
IDEEA DISTRIBUTION OF APPLIANCES LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 367/2011)
KH PAPASIAN DISTRIBUTORS LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 368/2011)
VHR ELECTRIC TRADING CO LTD,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αλ. Μαρκίδης, για τους Αιτητές.
Αλ. Κουντουρή, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές ασχολούνται με την εισαγωγή και εξαγωγή ηλεκτρικών συσκευών. Με τις πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές επιδιώκουν την ακύρωση των αποφάσεων της Αρχής Λιμένων Κύπρου με τις οποίες αντιστοίχως τους επιβλήθηκαν λιμενικά δικαιώματα σε σχέση με την εισαγωγή ηλεκτρικών συσκευών συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτιο (container). Οι αιτητές κατέβαλαν τα καθορισμένα λιμενικά δικαιώματα υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.
Τα γενικά αυτά δικαιώματα υπολογίστηκαν, ανεξάρτητα από το τέλος που επιβλήθηκε για κάθε εμπορευματοκιβώτιο, ανά κατηγορία ηλεκτρικών συσκευών δυνάμει του σχετικού Πίνακα (Κανονισμός 3) Μέρος Ι των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών του 1976 (Κ.Δ.Π. 45/76, όπως έχει τροποποιηθεί με την ΚΔΠ 155/2011).
Με τις προσφυγές 1205/2010, 1313/2010, 303/2011 και 304/2011 προσβάλλονται αντιστοίχως περισσότερα του ενός τιμολόγια. Ενόψει τούτου, ηγέρθη προδικαστική ένσταση ότι οι εν λόγω προσφυγές δεν είναι παραδεκτές λόγω της σώρευσης στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως ξεχωριστών διοικητικών αποφάσεων. Η καθ' ης η αίτηση υποστηρίζει ότι η έκδοση του ενός επίδικου τιμολογίου δεν προϋποθέτει την έκδοση του άλλου, ούτε και εκδόθηκαν κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274) επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι δε συναφείς όταν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμβαδίζει με την ελληνική νομολογία επί του θέματος. (Βλέπε: Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 258, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379, Σωματείο «Φίλοι της Λευκωσίας» ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 28).
Στην προκειμένη περίπτωση οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι συναφείς αφού στηρίχθηκαν στην ίδια νομική βάση, εκδόθηκαν από την καθ' ης η αίτηση και αφορούσαν λιμενικά δικαιώματα για εισαγωγές διαφόρων συσκευών που εισήχθηκαν και τιμολογήθηκαν σε πολύ κοντινές ημερομηνίες. Συνεπώς η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Οι αιτητές ισχυρίζονται πρωτίστως ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις προσκρούουν στο άρθρο 25 (νέο 30) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης το οποίο προβλέπει:
«Οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα.»
Οι αιτητές θεωρούν ότι τα επίδικα δικαιώματα αποτελούν επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος διότι εμπίπτουν στον ορισμό που το ΔΕΕ με τη νομολογία του έχει καθορίσει. Αντιστοιχούν δηλαδή σε φόρο ο οποίος, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα ή τη μορφή του, την ονομασία ή τον τρόπο εφαρμογής του, επιβαλλόμενος επί προϊόντος εισαγόμενου από κράτος μέλος, αποκλειόμενου ομοειδούς εθνικού προϊόντος και αλλάζοντας την τιμή του στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, καταλήγει στα ίδια προστατευτικά ή εισάγοντα διακρίσεις αποτελέσματα, στα οποία καταλήγουν και οι δασμοί που περιβάλλονται την κλασσική τελωνειακή μορφή.
Η καθ΄ ης η αίτηση αντιτείνει ότι το άρθρο 25 της Συνθήκης ΕΕ δεν εφαρμόζεται εδώ, διότι τα επίδικα δικαιώματα δεν επιβάλλονται επειδή τα αγαθά διέρχονται τα σύνορα και εισάγονται στη Δημοκρατία και δεν έχουν τον χαρακτήρα δασμού ή έστω φορολογικής επιβάρυνσης ισοδύναμου αποτελέσματος. Αποτελούν αντάλλαγμα/αντιπαροχή για την κάλυψη, μερικώς ή ολικώς, των ειδικών υπηρεσιών που η καθ΄ ης η αίτηση προσφέρει στους εμπορευόμενους. Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις περί επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και οι διατάξεις περί ενεχόντων δυσμενή διάκριση εσωτερικών φόρων δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά, οπότε ο ίδιος φόρος δεν μπορεί, στο σύστημα της Συνθήκης, να ανήκει ταυτοχρόνως και στις δύο αυτές κατηγορίες. Το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας επιβαρύνσεως ισοδυνάμου προς δασμό αποτελέσματος, το οποίο τη διακρίνει από τον εσωτερικό φόρο, έγκειται στο ότι η πρώτη πλήττει αποκλειστικώς το εισαγόμενο προϊόν λόγω της ιδιότητάς του αυτής ενώ ο δεύτερος, πλήττει τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϊόντα, περιλαμβάνοντας συστηματικά κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια εφαρμοζόμενα ανεξαρτήτως καταγωγής των προϊόντων (απόφαση της 19.2.98, C-212/96, Chevassus-Marche (Συλλογή 1998, σ. I-743, σκέψη 20), απόφαση της 19.9.02, C-101/00, Tulliasiamies και Siilin, Συλλογή 2002, σ. Ι-7487, σκέψη 115).
Ασχολήθηκα με τη διάκριση αυτή στην απόφαση μου στην Gibareio Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υποθ. αρ. 990/08, ημερ. 3.3.10 από την οποία υιοθετώ το ακόλουθο απόσπασμα:
«Έχω τη γνώμη ότι η παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση. Το εγειρόμενο θέμα μπορεί να αποφασιστεί με βεβαιότητα εφόσον ο χαραχτήρας των λιμενικών δικαιωμάτων έχει καθοριστεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου όσο και από το ΔΕΚ.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου ο όρος «δικαιώματα» ερμηνεύεται ως εξής:
«δικαιώματα σημαίνει τα δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενα δικαιώματα και περιλαμβάνει φόρους και τέλη.»
Στην Petrolina Ltd και Αλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 347 κρίθηκε ότι η επιβολή δικαιωμάτων από την Αρχή Λιμένων Κύπρου για την πετρέλευση πλοίων δεν είναι ultra vires του άρθρου 25 των περί Αρχής Λιμένων Νόμων. Η Ολομέλεια υιοθέτησε την ερμηνεία του όρου «τέλος» που δόθηκε στην I.B.S. Ltd v. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 220 ότι δηλαδή,
«Το «τέλος» μπορεί γενικά να λεχθεί ότι είναι μια επιβάρυνση για μια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται στους ιδιώτες από κάποιο κυβερνητικό όργανο και βασίζεται πάνω στα έξοδα τα οποία υφίσταται προσφέροντας μια τέτοια υπηρεσία, παρόλο που σε πλείστες ίσως περιπτώσεις τα έξοδα υπολογίζονται αυθαίρετα.»
Είναι νομίζω φανερό ότι το τέλος αποτελεί εσωτερική φορολογία ελεγχόμενη από το άρθρο 90 (πρώην 95) της Συνθήκης. (Βλ. ανάλυση στο σύγγραμμα Β. Σκουρή «Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα», σελ.809-811) και δεν συναρτάται προς το άρθρο 25 που στοχεύει στην κατάργηση όλων των δασμολογικών εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ανεξάρτητα από τον προστατευτικό ή μη χαρακτήρα των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος.
Το ΔΕΚ στις υποθέσεις C-34/01 εώς 38/01 (αίτηση του Corte Suprema di Cassazione για την εκδοση προδικαστικής αποφάσεως) Enirisorce Spa κατά Ministero delle Finanze, EEC 21 της 24.01.04, σ.3, έκρινε τα εξής:
«Επιβάρυνση, όπως το λιμενικό τέλος που αποτελεί αντικείμενο των κύριων δικών, αποτελεί εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 90 ΕΚ), μη εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 12 και 30 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 25 ΕΚ και 28 ΕΚ). Το μέτρο το οποίο συνίσταται στην επιβολή, εκ μέρους κράτους μέλους, παρόμοιου τέλους και στην υπέρ δημόσιας επιχειρήσεως διάθεση σημαντικού μέρους του προϊόντος του τέλους αυτού, χωρίς οι διατιθέμενοι κατ' αυτόν τον τρόπο πόροι να αντιστοιχούν σε υπηρεσία πράγματι παρεχόμενη εκ μέρους της επιχειρήσεως αυτής, δεν αντιβαίνει προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 95, εφόσον δεν συνεπάγεται δυσμενή διάκριση έναντι των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
Εξάλλου, σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση των εν λόγω λιμενικών επιβαρύνσεων, αυτά επιβάλλονται ανά κατηγορία προϊόντων σύμφωνα με προκαθορισμένα ποσά ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης ή προορισμού των προϊόντων, σε γενικό σύστημα εσωτερικών τελών. Δεν πρόκειται για τέλη που η επιβολή τους δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα διάκριση προς όφελος εγχώριων ή ομοειδών εθνικών προϊόντων. Συνεπώς δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 90ΕΚ. (C-234/99, Nygard, Συλλογή 2002, σ. Ι-3657, σκέψη 19).»
Ο Καν. 3 της ΚΔΠ 45/76 προνοεί για τα εκάστοτε καταβλητέα δικαιώματα για τη χρήση περιοχών λιμένων που βρίσκονται στη δικαιοδοσία της Αρχής Λιμένων Κύπρου και των εγκαταστάσεων καθώς και για αγαθά, υπηρεσίες ή διευκολύνσεις που παρέχονται από αυτήν. Ο Πίνακας και η παρ.3 (όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) εξειδικεύει τα λιμενικά δικαιώματα που επιβάλλονται για «αγαθά εισαγόμενα ή εξαγόμενα δια τινός περιοχής λιμένος». Η επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων δεν γίνεται επ΄ ευκαιρία της διέλευσης συνόρων ούτε της συμπλήρωσης των τελωνειακών διατυπώσεων, αλλά καλύπτουν την υπό των εισαγωγέων χρήση των λιμενικών εγκαταστάσεων για αποθήκευση, μετακίνηση και παράδοση του φορτίου (όπως εξειδικεύονται κυρίως στο άρθρο 10(2)(ε) του Νόμου).
Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι ότι τα συγκεκριμένα δικαιώματα, καταβάλλονται αδιακρίτως τόσο σε εισαγωγές όσο και σε εξαγωγές με προκαθορισμένα ποσά βάσει του είδους των προϊόντων. Συνεπώς δεν έχω πεισθεί ότι πλήττουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο εισάγοντας δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων κατά τρόπο που τα εν λόγω τέλη να θεωρηθεί, περιλαμβανομένων της επιβολής και της διάθεσης του προϊόντος τους, ότι αντιβαίνουν προς τις διατάξεις του άρθρου 95 της Συνθήκης.
Από τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες αναφέρθηκαν οι δυο πλευρές στα πλαίσια εξέτασης του κατ΄ ισχυρισμό ασυμβίβαστου των επίδικων τελών προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, διακρίνεται ως πιο σχετική, η C-90/94 Haahr Petroleum Ltd, ECR 1997, 4085 η οποία αφορούσε σε πρόσθετο τέλος επί των εισαγωγών ίσου προς 40% επί του γενικού τέλους επί εμπορευμάτων που φορτώνονται, εκφορτώνονται ή κατ' άλλο τρόπο τοποθετούνται σε πλωτά μέσα ή στην ξηρά στα λιμάνια της Δανίας. Το ΔΕΕ στην απόφαση του επί παραπομπής προδικαστικού ζητήματος ανέφερε, μεταξύ άλλων,
«Συναφώς πρέπει κατ΄αρχάς να τονιστεί ότι το γεγονός ότι κάποιος φόρος ή κάποιο τέλος αποτελεί φόρο ειδικό ή προοριζόμενο για ειδικό σκοπό δεν τον εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 95 της Συνθήκης (βλ. την απόφαση της 22ας Μαρτίου 1977, 74/76, Iannelli και Volpi, Συλλογή τόμος 1977, σ. 143, σκέψη 19), ούτε, ενδεχομένως, από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαγόρευση.
Ακολούθως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ένα τέλος όπως το επίμαχο τέλος στην υπόθεση της κύριας δίκης πλήττει τα προϊόντα και βαρύνει τον παραλήπτη ή τον αποστολέα των εμπορευμάτων, έστω κι αν εισπράττεται επ΄ ευκαιρία της μεταφοράς τους ή της χρησιμοποιήσεως εμπορικών λιμένων και καταβάλλεται αρχικά, από το πλοίο ή τον τοπικό του πράκτορα.
.......................................
Το Δικαστήριο έχει εξάλλου ήδη αποφανθεί ότι ένας φόρος που εισπράττεται επί των μεταφορών σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων, με το βάρος των μεταφερομένων εμπορευμάτων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 95 της Συνθήκης και καθόσον έχει άμεσες επιπτώσεις επί του κόστους του εμπορίου και του εισαγομένου προϊόντος πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να μην εισάγει δυσμενή διάκριση για τα εισαγόμενα προϊόντων (βλ. την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου, 1977, 20/76, Schottle και Sohne, Συλλογή τόμος 1977, σ. 77, σκέψεις 15 και 16).
......................................
Ακολούθως, πρέπει να υπομνηστεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν ένας φόρος είναι ασυμβίβαστος προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, απαγορεύεται κατά το μέτρο κατά το οποίο ενέχει δυσμενή διάκριση εις βάρος του εισαγομένου προϊόντος (βλ., ομοίως, τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 253, σκέψη 14, και της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbtke, Συλλογή 1993, σ.Ι-5509, σκέψη 10).
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένα τέλος όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν πρέπει να θεωρείται ασυμβίβαστο προς το άρθρο 95 και απαγορευμένο από τη διάταξη αυτή παρά μόνον όσον αφορά το πρόσθετο τέλος επί των εισαγομένων εμπορευμάτων.»
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι οι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν στην παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων υπό το πρίσμα των άρθρων 30 και 90 της Συνθήκης είναι ανεδαφικοί.
Οι αιτητές, αναλύοντας τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 82 της Συνθήκης (νέο 102) και με ιδιαίτερη αναφορά στο άρθρο 86, που καθορίζει το πλαίσιο εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού για τις δημόσιες επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, ισχυρίζονται ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Θεωρούν ότι η καθ' ης η αίτηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά (παροχή πρόσβασης σε λιμενικές εγκαταστάσεις για σκοπούς εκτελωνισμού) και συγκεκριμένα στη γεωγραφική αγορά της Κύπρου που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, την οποία καταχράται για δυο κυρίως λόγους. Με την επιβολή μη δίκαιων τιμών ή άλλων όρων συναλλαγής εφόσον οι τιμές δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχονται και με την επιβολή υπερβολικών τιμών λόγω του ότι αφενός εισάγεται διάκριση σε βάρος των προϊόντων που μεταφέρονται σε εμπορευματοκιβώτιο και αφετέρου οι ηλεκτρικές συσκευές χρεώνονται ανά τεμάχιο ανεξαρτήτως του βάρους, μεγέθους και της αξίας τους.
Η καθ' ης η αίτηση αντιτείνει ότι η επιχειρηματολογία των αιτητών λανθασμένα εκλαμβάνει ως δεδομένη την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από την Αρχή. Παραπέμπουν στην απόφαση της ΕΠΑ Αρ. 3/00 στην οποία αποφασίστηκε ότι σχετική καταγγελία του Συνδέσμου Ναυτικών Πρακτόρων εναντίον της Αρχής Λιμένων Κύπρου ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων της διότι η Αρχή Λιμένων Κύπρου συνιστά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οι πράξεις της θεωρούνται ως πράξεις προερχόμενες από το Κράτος.
Χρήσιμη αναφορά για τη φύση και χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής Λιμένων μπορεί να γίνει στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882 καθώς και στη Δημοκρατία ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ. Η Αρχή από την ίδια τη φύση της ως φορέας κρατικής δραστηριότητας δεν ασκεί κατά κανόνα επιχείρηση. Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι τα υπό διερεύνηση εδώ τέλη και δικαιώματα εμπίπτουν στην άσκηση των διοικητικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στην βάση του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου, Ν.38/1973 (όπως τροποποιήθηκε μετά το Ν.59/77).
Όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή των Κανόνων της Συνθήκης για τον ανταγωνισμό, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της περιπτώσεως όπου το κράτος ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία ή εκπληρώνοντας βασικές λειτουργίες του και της περίπτωσης όπου το κράτος ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρηση. Η διάκριση βεβαίως δεν είναι εύκολη. Η εκμετάλλευση οποιουδήποτε εμπορικού λιμανιού δεν εμπίπτει κατ΄ ανάγκη στη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ούτε τέτοια δραστηριότητα συνεπάγεται αυτομάτως την εκπλήρωση υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας.
Η είσπραξη λιμενικών τελών λόγω εκφορτώσεως/αποθήκευσης προϊόντων είναι συνάρτηση του ελέγχου και της διαχείρισης των λιμανιών που έχει ανατεθεί κατ΄ αποκλειστικότητα στην καθ΄ ης η αίτηση ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το γεγονός ότι εξυπηρετεί και οικονομικό συμφέρον της Αρχής ή ότι έχει γενικότερο ταμιευτικό χαρακτήρα δεν μεταβάλλει το σκοπό που είναι η εκμετάλλευση και η λειτουργία των λιμανιών. Συνεπώς η επιβολή και διάθεση του προϊόντος των λιμενικών τελών κυρίως υπέρ της προσφοράς λιμενικών υπηρεσιών και διευκολύνσεων που συνιστά στην Κύπρο σαφώς καθορισμένη υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας σε συνάρτηση με τον εκ των προτέρων καθορισμένο, στη βάση αντικειμενικού ποσοτικού κριτηρίου, τρόπο επιβολής τους, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αρχή Λιμένων Κύπρου λειτουργεί ως δημόσια επιχείρηση με χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου ως προς την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής της. Δεν αποδείχθηκε από τα επιχειρήματα των αιτητών ότι οι επίδικες αποφάσεις παραβιάζουν με οποιοδήποτε τρόπο το άρθρο 86 της Συνθήκης.
Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο τρόπος επιβολής των τελών χωρίς να υπολογίζεται το βάρος ή ο τύπος των συσκευών που εισάγονται οδηγεί σε άδικα και παράλογα αποτελέσματα. Ο ισχυρισμός παρέμεινε μετέωρος. Δεν έχω πεισθεί ότι τα τέλη επιβάλλονται κατά δυσανάλογο τρόπο χωρίς αντικειμενικά κριτήρια ούτε υπεδείχθη καμιά Οδηγία για εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων λιμενικών τελών. Συνεπώς το εθνικό σύστημα επιβολής τους με την κατάταξη ανά κατηγορία εισαγόμενων προϊόντων κρίνεται εύλογο και συμμορφούμενο προς την αρχή της αναλογικότητας. Οι υπηρεσίες στις οποίες αντιστοιχούν τα γενικά λιμενικά τέλη καλύπτονται από τη νομοθετική πρόνοια (10(2)(ε)) και παρέχονται σταθερά στους αιτητές. Δεν βλέπω πως η εκτίμηση του βάρους ή άλλων χαρακτηριστικών των προϊόντων θα μπορούσε να επηρεάσει το ύψος των επιβαλλόμενων τελών.
Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.