ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.1090 /2010)

 

26 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 23, 28, 29 και 146 του Συντάγματος

 

FONTANA AMOROZA COAST LTD

 

                                                              Αιτήτρια,

-και -

 

1.       ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

α.  Υπουργικού Συμβουλίου

β.  Υπουργείου Εσωτερικών

 

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Λ.Λουκαϊδης, για την Αιτήτρια.

Δ.Εργατούδη, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες: 

 

«Α.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του λειτουργού του Υπουργείου Εσωτερικών όπως εκφράστηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 27/5/2010 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου ή/και του Υπουργείου Εσωτερικών να εξετάσει τα νεότερα ουσιαστικά στοιχεία τα οποία έθεσε υπόψη τους ο αιτητής με το υπόμνημα του ημερομηνίας 5.5.2010 που συνόδευε την επιστολή του δικηγόρου του αιτητή κ.Λουκή Λουκαϊδη ημερομηνίας 28.4.2010 είναι παράνομη, άκυρη και ότι «παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή».

 

Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στην περιοχή Ακάμα-Πάφος, Νέο Χωριό, τοποθεσία Άγιος Νικόλαος, αρ. τεμαχίου 1 Σχ. 2-137-382, τμήμα 5, η ανάπτυξη της οποίας, με βάση την κρατική πολιτική για τη διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα, υπόκειται σε περιορισμούς.

 

Οι αιτητές με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ 28 Απριλίου 2010 ζήτησαν όπως τεθεί ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Υπουργικού Συμβουλίου αίτημα τους για αναθεώρηση της αρνητικής θέσης του κράτους έναντι της επιδίωξης τους για ανάπτυξη της εν λόγω περιουσίας τους, επισυνάπτοντας και σχετικό υπόμνημα.

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, στον οποίο διαβιβάστηκε στις 12 Μαΐου 2010 το εν λόγω αίτημα, απάντησε με επιστολή ημερ. 27 Μαΐου 2010, ότι το Υπουργείο Εσωτερικών δεν προτίθεται να υποβάλλει οποιαδήποτε πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο αναφορικά με το εν λόγω θέμα. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή, οι αιτητές προτρέποντο όπως απευθύνονται προς το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ως το αρμόδιο υπουργείο, αναφορικά με την διαχείριση της χερσονήσου του Ακάμα.

 

Οι αιτητές με νέα επιστολή τους ημερ 10 Ιουνίου 2010 εκδήλωσαν την αντίθεση τους επί των πιο πάνω.

 

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόρριψης από το Υπουργείο Εσωτερικών του αιτήματος των αιτητών για επανεξέταση από το Υπουργικό Συμβούλιο προηγούμενης απόφασης του, ενόψει νέων στοιχείων τα οποία υποβλήθηκαν, όπως αναφέρεται, με την επιστολή του ημερ 28 Απριλίου 2010, και περαιτέρω προσβάλλεται και η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να απαντήσει στο σχετικό αίτημα.

 

Υποβλήθηκε από πλευράς Δημοκρατίας, προδικαστική ένσταση γιατί, όπως τονίστηκε, η προσφυγή στρέφεται εναντίον μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και/ή πράξη με την οποία εκφράζεται η άποψη του Υπουργείου Εσωτερικών. Περαιτέρω, εισηγήθηκαν ότι δεν επιβαλλόταν η διεξαγωγή νέας έρευνας ούτε ήταν αναγκαία η επανεξέταση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, εφόσον δεν υπήρξαν νέα στοιχεία.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι εκτελεστή καθότι απορρίπτει αίτημα των αιτητών για επανεξέταση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι μόνο εκτελεστές διοικητικές πράξεις με τις οποίες δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μια νομική κατάσταση είναι προσβλητέες δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το κριτήριο για την απόδοση εκτελεστότητας μιας πράξης ή απόφασης συναρτάται από τα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω πράξεως. Αν η πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα, αυτή είναι εκτελεστή. Στην υπόθεση  Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 4 Α.Α.Δ. 26 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διατύπωσε επί του προκειμένου:

 

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή της."

 

Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27 Μαϊου 2010, δεν έχει τα στοιχεία της εκτελεστότητας.  Γνωστοποιείται στους αιτητές αφενός, ότι αρμόδιο όργανο για το θέμα του Ακάμα είναι το Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και αφετέρου, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε τις αποφάσεις του επί του προκειμένου και δεν θα την επαναλάβει.

 

Οι αιτητές έχουν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, πληροφορηθεί για την κατάσταση πραγμάτων και με αυτή δεν δημιουργούνται δικαιώματα ή υποχρεώσεις.  Επαναλαμβάνεται ουσιαστικώς η δεδηλωμένη κυβερνητική πολιτική επί του θέματος του Ακάμα.  Ανάλογο θέμα απασχόλησε στην υπόθεση Fontana Amoroza ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 209

 

Αναφορικά με το παράπονο των αιτητών ότι η υποβολή από αυτούς, νέων στοιχείων που καθιστούσαν την επανεξέταση επιβεβλημένη, έχω να παρατηρήσω ότι τούτο θα μπορούσε μόνο να στοιχειοθετηθεί εάν και εφόσον τέθηκαν νέα στοιχεία τα οποία, είτε προέκυψαν σε μεταγενέστερο στάδιο, είτε προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα ή και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα.  (Δέστε: Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", έκδοση τρίτη, σελ. 131-132 και Pieris v. Republic (1983) 3 C. L.R. 1054, Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.

 

Δεν εγείρεται, κατά την άποψη μου ζήτημα επανεξέτασης για τον λόγο πως δεν προέκυψαν οποιαδήποτε νέα γεγονότα ή στοιχεία, τα οποία θα δικαιολογούσαν διεξαγωγή νέας έρευνας.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί της ύπαρξης βρετανικών συμφερόντων, που επέβαλλαν τη μη αξιοποίηση του Ακάμα και η απουσία επηρεασμού και βλάβης του περιβάλλοντος, τα οποία θεωρούν ως νέα στοιχεία, είχαν τεθεί επανειλημμένα ενώπιον των αρμόδιων οργάνων και του Υπουργικού Συμβουλίου.  Συναφώς, δεν μπορούν τώρα οι αιτητές να επικαλούνται ότι, με βάση τα στοιχεία αυτά, θα έπρεπε να είχε γίνει επανεξέταση της απόφασης. Σχετικά παραδείγματα η επιστολή κοινοταρχών και δήμαρχου, ημερ. 2 Νοέμβριου 1995, και η ένσταση των αιτητών ημερ. 14 Αυγούστου 2009, ως προς την περίληψη του εν λόγω κτήματος στον κατάλογο περιοχών περιβαλλοντικής σημασίας. Μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή νέας έρευνας προκύπτει καθήκον για επανεξέταση του θέματος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο εκτελεστής διοικητικής πράξης.  (Βλ. Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998)3 ΑΑΔ 67).

 

Με δοσμένη την έλλειψη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, θεωρώ ότι το θέμα της αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, ως λόγος ακυρώσεως, δεν τίθεται προς εξέταση ελλείψει δικαιοδοσίας.

 

Ανάλογο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Παπαδόπουλος κ.ά ν. ΡΙΚ (1996)3 ΑΑΔ 1 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Έχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών ότι η έρευνα της αρμοδιότητας ή μη του οργάνου που πήρε την απόφαση και η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης από την άποψη αρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, λόγω του ότι είναι ανεξάρτητη από το κατ'ουσίαν βάσιμο ή μη των προβαλλόμενων λόγων, προέχει και ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει πρώτα τη νομιμότητα σύνθεσης του οργάνου και στη συνέχεια την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Δεν διαφωνούμε ότι η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης εξ απόψεως αρμοδιότητος του οργάνου που την εξέδωσε, προέχει και ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Όμως κάτι τέτοιο γίνεται μόνο αν το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του προς εξέταση διοικητική πράξη. Θα ήταν πρωθύστερο αν το Δικαστήριο εξέταζε τη νομιμότητα της σύνθεσης ή την αρμοδιότητα του οργάνου και στη συνέχεια κατέληγε ότι η υπό εξέταση πράξη δεν είναι διοικητική και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασής της. Αν όμως δεν είχε δικαιοδοσία πώς θα αποφάσιζε περί της νομιμότητας του διοικητικού οργάνου; Η οποιαδήποτε ακυρότητα λόγω μη αρμοδιότητας ή κακής σύνθεσης του οργάνου πλήττει τη λειτουργία του συγκεκριμένου οργάνου στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Αν το όργανο δεν ενήργησε στον τομέα του δημόσιου δικαίου το ακυρωτικό διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τις πράξεις του. Την ορθότητα της θέσης τονίζει και το γεγονός ότι το εκ της αρμοδιότητας ελάττωμα δεν θεραπεύεται με την επικύρωση της πράξης από το αρμόδιο όργανο, παρόλον ότι η επικύρωση συνιστά νέα αυτοτελή πράξη. Βλ. σχετικά και Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1977, παραγρ. 440, όπου σαφώς αναφέρεται ότι διάφορη προς την ακυρωτέα λόγω αναρμοδιότητος διοικητική πράξη η οποία έχει τα χαρακτηριστικά του τεκμηρίου της νομιμότητας και της εκτελεστότηταςείναι οι κατά "νόσφυσιν εξουσίας " ή "αντιποίησιν αρχής " εκδοθείσες πράξεις. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει διοικητική πράξη, ούτως ώστε το Δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα της ή την αρμοδιότητα του οργάνου που την εξέδωσε. Η αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποφασίζει βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και μάλιστα των εκτελεστών διοικητικών πράξεων.»

  

Οι αιτητές προσβάλλουν επίσης την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημα όπως αυτό διατυπώνεται στην πιο πάνω αναφερθείσα επιστολή τους.  Όπως καθιερώθηκε νομολογιακά ένας αιτητής δεν μπορεί να προσβάλλει την ουσία του αιτήματος του και ταυτοχρόνως να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία για την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 29 του συντάγματος.

 

Στην υπόθεση αριθμ. 428/00 Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας, 15 Μαρτίου 2001 αναφέρθησαν τα ακόλουθα από τον Καλλή, Δ., με τα οποία συμφωνώ:

 

«Για την επίκληση του άρθρου 29 σε προσφυγή πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου πρέπει να βρίσκεται εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Άλλως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί προσφυγής δυνάμει του άρθρου 29.2 (Βλ. Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89 και Yialousa Savings Bank v. Republic (1977) 3 C.L.R. 25).

 

Σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση: Εφόσον ένας αιτητής ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 σε σχέση με την ουσία του αιτήματος του δεν μπορεί να αξιώνει ξεχωριστή θεραπεία από το δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει (Βλ. Kyriakides v. Republic , 1 R.S.C.C. 66, Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Sevastides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 309 και Sofocleous v. Republic (1974) 3 C.L.R. 63).

 

«Το κατά πόσο το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου βρίσκεται εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτάται από τη φύση της απόφασης που θα ληφθεί από τη διοίκηση επί της αίτησης ή του παραπόνου. Η απόφαση που θα ληφθεί πρέπει να είναι απόφαση που λαμβάνεται, σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας, από όργανο της Δημοκρατίας που ενεργεί εντός της έννοιας που εμπίπτει εντός του πεδίου αρμοδιότητας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος»

 

 Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, παράλειψη μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, όταν με σαφή διάταξη η διοίκηση υποχρεούται σε συγκεκριμένη ενέργεια για τη ρύθμιση ορισμένης σχέσης και όχι όταν το όργανο, ενδεχομένως να προβεί στην ενέργεια, ως αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας, παρεχόμενης από το Νόμο. Αν η ενέργεια δεν επιβάλλεται ρητά από το Νόμο, συνεπώς μη υποχρεωτική για τη διοίκηση, αλλά αφήνεται στη διακριτική της ευχέρεια, η παράλειψη της να ενεργήσει δεν θεωρείται παράλειψη οφειλομένης ενέργειας, συνεπώς δεν προσβάλλεται βασίμως με αίτηση ακυρώσεως. (βλ. Mavrommatis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006, Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1989) 3 ΑΑΔ 1230,  Δημοκρατία ν. Philips College κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 723).

 

Ρητή νομοθετική διάταξη η οποία να επιβάλει στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως προβεί σε επανεξέταση της υπόθεσης, δεν υπήρχε.  Αναφορικά  με υποχρέωση, με βάση το ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εάν η απόφαση ή η άρνηση του αιτήματος θα είχε εκτελεστό χαρακτήρα.  (Βλ. υπόθ. αρ 1070/2010 Παρνέρος ν. Δήμου Παραλιμνίου, ημερ 15 Μαρτίου 2012).  Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω οι αιτητές δεν είχαν θέσει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία να επέβαλλαν την διεξαγωγή νέας έρευνας και κατ΄επέκταση γένεση εκτελεστής διοικητικής πράξης.   Ως αποτέλεσμα τούτου η όποια απόφαση θα εκδιδόταν θα ήταν βεβαιωτική και συνεπώς θα στερείτο εκτελεστότητας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                      Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο