ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 871/2011)
27 Σεπτεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΙΚΕΛΛΙΔΗ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΚΑΙ
1.ΔΙΟΙΚΗΤΗ 211 ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ 1Ο ΓΡΑΦΕΙΟ,
2. IV ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΠΕΖΙΚΟΥ, 1Ο ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Πεζικού του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας, κατέχων από 31.12.2010 το βαθμό του Ταγματάρχη. Με διαταγή του Διοικητή του 211 Τάγματος Πεζικού ημερ. 25.8.2010, ορίστηκε να εκτελεί καθήκοντα Λοχαγού Εβδομάδας για την περίοδο 24.9.2010, μέχρι 30.9.2010. Λόγω του ότι στις 28.9.2010 δεν εκτέλεσε διαταγή του Διοικητή της μονάδας με την οποία όφειλε να προσέλθει στη μονάδα κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης αξιωματικών για εκτέλεση καθήκοντος, διετάχθη από το Διοικητή η διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης.
Το πόρισμα του ανακριτή της πειθαρχικής διαδικασίας με ημερ. 6.10.2010 έδειχνε την πιθανή διάπραξη του ποινικού αδικήματος της ανυπακοής κατά παράβαση του άρθρου 49 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου αρ. 40/64, ως τροποποιήθηκε, προτάθηκε δε όπως η πειθαρχική ανάκριση μετατραπεί σε ποινική. Κατ΄ επέκταση, ο διοικητής της μονάδας με διαταγή του ημερ. 15.10.2010, κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία, ο δε τελευταίος με αναφορά του ημερ. 19.10.2010, απάντησε ότι σύμφωνα με Πάγια Διαταγή στα καθήκοντα του Λοχαγού Εβδομάδας ορίζονται οι διοικητές των υπομονάδων, ενώ ο ίδιος εκτελούσε καθήκοντα Αξιωματικού 4ου Γραφείου.
Διατάχθηκε στη συνέχεια η διενέργεια ποινικής ανάκρισης η οποία κατέληξε στο πόρισμα ότι ο αιτητής υπέπεσε στο πιο πάνω ποινικό αδίκημα της ανυπακοής και ακολούθησαν οι δέουσες ιεραρχικές ενέργειες για τα περαιτέρω. Στις 8.3.2011, ο Διοικητής της Μονάδας κάλεσε τον αιτητή σε διοικητική απολογία, ο οποίος την υπέβαλε στις 9.3.2011. Στη συνέχεια, ο Διοικητής της Μονάδας με διαταγή του ημερ. 15.3.2011 τιμώρησε τον αιτητή με αιτιολογημένη απόφαση επιβάλλοντας του 8ήμερη φυλάκιση. Αναφορές που έγιναν από τον αιτητή τόσο προς τη μονάδα του, όσο και προς την προϊσταμένη αρχή δεν στέφθηκαν με επιτυχία εφόσον εν τέλει η τέταρτη IV Ταξιαρχία Πεζικού με επιστολή της ημερ. 17.5.2011, έκρινε το παράπονο αβάσιμο. Εναντίον αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η απόρριψη του παραπόνου του αιτητή από την προϊσταμένη αρχή ούτως ώστε να παραμείνει ισχυρή η 8ήμερη ποινή φυλάκισης, είναι άκυρη και παράνομη. Επικαλείται προς τούτο ένα ιστορικό συνεχιζόμενης εναντίον του καταδίωξης, και ότι στην προσβαλλόμενη πράξη δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία που επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο κατά παράβαση των σχετικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, ο Διοικητής της Μονάδας δεν ανέφερε ποιο κανονισμό παραβίασε ο αιτητής όταν κλήθηκε σε απολογία, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα όσα είχε ήδη καταθέσει ο αιτητής ως απάντηση στην πειθαρχική διαδικασία. Το άρθρο 49 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αφορά στην τυχόν ποινική ευθύνη του στρατιωτικού και όχι σε πειθαρχική τοιαύτη. Ο αιτητής, περαιτέρω, τελούσε προ διλήμματος εφόσον του είχαν ανατεθεί προς εκτέλεση δύο διαφορετικά καθήκοντα, τα οποία ήταν αδύνατο να εκτελεστούν ταυτοχρόνως από αυτόν. Δεν μπορούσε, επομένως, να είναι ταυτόχρονα Λοχαγός Εβδομάδας και να έπρεπε την ίδια στιγμή να υπακούσει σε οδηγία του Διοικητή για την παρουσίαση καθήκοντος το απόγευμα της 28.9.2010. Αυτή η οδηγία ήταν εν πάση περιπτώσει παράνομη διότι ήταν κατ΄ αντίθεση προς τα καθήκοντα τα οποία όφειλε να εκτελέσει ως Λοχαγός Εβδομάδας.
Πρόσθετα, του στερήθηκε το δικαίωμα να λάβει γνώση του μαρτυρικού υλικού που υπήρχε εναντίον του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ως Αξιωματικός 4ου Γραφείου δεν είχε αρμοδιότητα με βάση τις Πάγιες Διαταγές να προσέλθει στη μονάδα για έλεγχο της απογευματινής εκπαίδευσης, και επομένως τέθηκε προ διλήμματος το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη θυματοποίηση αυτού. Ασχέτως των ανωτέρω, οι καθ΄ ων έλαβαν την απόφαση απόρριψης του παραπόνου του αιτητή με μια γενική και αόριστη αιτιολογία που δείχνει ταυτόχρονα ότι δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους τη διοικητική απολογία του αιτητή και την ύπαρξη δύο χωριστών προς αυτόν, διαταγών. Ο αιτητής καλόπιστα πίστευε ότι υπερίσχυε και έπρεπε να εφαρμόσει, όπως και εφάρμοσε, τις Πάγιες Διαταγές, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να εκτελέσει τα καθήκοντα που του δόθηκαν από το Διοικητή Μονάδας εφόσον ταυτόχρονα εκτελούσε καθήκοντα Αξιωματικού 4ου Γραφείου.
Οι καθ΄ ων απαντούν ότι συγκεκριμενοποιείται στην προσβαλλόμενη πράξη το αδίκημα στο οποίο περιέπεσε ο αιτητής, δηλαδή, ο Καν. 19(2) των σχετικών Κανονισμών, ενώ σαφώς ο αιτητής περιέπεσε στο αδίκημα της ανυπακοής κατά παράβαση του άρθρου 49 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Η θέση των καθ΄ ων ήταν ότι ο αιτητής όφειλε να εκτελέσει τη διαταγή που έλαβε απευθείας από το Διοικητή του, αν πίστευε δε ότι είχε αδικηθεί, μπορούσε να υποβάλει αναφορά παραπόνου συμφώνως του Καν. 19(1) των Κανονισμών. Ο Καν. 19(1) αναφέρεται ρητώς στην έλλειψη υποταγής και αυτό αποτελούσε και επιπροσθέτως του όποιου ποινικού αδικήματος και παράπτωμα πειθαρχικής φύσεως. Ουδόλως στερήθηκε ο αιτητής του δικαιώματος ακρόασης εφόσον λήφθηκε υπόψη η διοικητική απολογία αυτού, ενώ ήταν σε γνώση του όλα τα σχετικά στοιχεία της ποινικής και πειθαρχικής ανάκρισης, τα οποία εν πάση περιπτώσει ο αιτητής δικαιούτο να λάβει εφόσον υπέβαλλε γραπτή αίτηση, πράγμα που δεν έπραξε. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη εφόσον γίνεται σαφής αναφορά στο ιστορικό, στους αναγκαίους Κανονισμούς και στα όσα ο αιτητής ανέφερε μέσω της γραπτής απολογίας του.
Το άρθρο 49 του Νόμου αρ. 40/64, ως τροποποιήθηκε, έχει ως πλαγιότιτλο την «ανυπακοή», προνοεί δε ότι στρατιωτικός ο οποίος αρνείται ή παραλείπει να υπακούσει ή να εκτελέσει διαταγή ή οποιαδήποτε υπηρεσία, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται αναλόγως. Ταυτόχρονα, οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Κ.Δ.Π. 554/64), εντάσσουν στα πειθαρχικά αδικήματα, με τον Καν. 19(1) του Πειθαρχικού Κώδικα που εμπεριέχεται στον Πρώτο Πίνακα, και τα εξής:
«Πάσα έλλειψις υποταγής, έστω και αν υποτεθεί ότι ο υποδεέστερος κατά βαθμό θεωρεί εαυτόν αδικημένο εκ τινος δοθείσης αυτώ διαταγής.».
Παράλληλα, συμφώνως του Καν. 19(2), επίσης θεωρείται πειθαρχικό αδίκημα, «πάσα παράλειψις συμμορφώσεως προς τας Γενικάς Διαταγάς του Διοικητού».
Η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 17.5.2011 (Παράρτημα 19 στην ένσταση), εμπεριέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πλήρη αιτιολογία στη βάση της οποίας απορρίφθηκε το παράπονο του αιτητή εναντίον της επιβολής σ΄ αυτόν της ποινής της 8ήμερης φυλάκισης. Η προσβαλλόμενη πράξη εμπεριέχει ρητή αναφορά στον Καν. 19(1), ότι ο αιτητής όφειλε να εκτελέσει τη διαταγή που πήρε από το Διοικητή του, έστω και αν θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, έχοντας παράλληλα το δικαίωμα, «... να υποβάλει αναφορά παραπόνου για να εξεταστεί ο ισχυρισμός του σύμφωνα με τις υπάρχουσες διαταγές.». Ταυτόχρονα, στην επίδικη πράξη αναφέρεται ότι η άρνηση του αιτητή να εκτελέσει τη διαταγή, όχι μόνο την καθιστά πειθαρχικό αδίκημα, αλλά είναι ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα όπως είχε κριθεί στο σχετικό έγγραφο ημερ. 9.2.2011 (Παράρτημα 10 στην ένσταση). Συναφώς απαντάται και το επιχείρημα του αιτητή ότι οι Πάγιες Διαταγές είναι υπεράνω των άλλων διαταγών, της θέσεως αυτής θεωρούμενης λανθασμένης, εφόσον υπεράνω των διαταγών είναι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς.
Ανεπίτρεπτα ο αιτητής θέτει προς επιχείρημα τις, κατ΄ ισχυρισμόν, αντιφατικές οδηγίες που είχε και το δίλημμα στο οποίο περιήλθε. Ο αιτητής δεν είχε δύο ταυτόχρονα και αντιφατικά καθήκοντα να διεκπεραιώσει. Όντας στρατιωτικός όφειλε να υπακούσει στην απευθείας διαταγή που έλαβε από το Διοικητή Μονάδος ώστε να ήταν παρών στη μονάδα για εκτέλεση καθηκόντων το απόγευμα της 28.9.2010. Ουδεμία θυματοποίηση υπέστη ο αιτητής, ο οποίος επίσης ανεπίτρεπτα, μέσω του δικηγόρου του, θέτει και ευρύτερο θέμα ιστορικού καταδίωξης του και επίδειξη αλαζονικής συμπεριφοράς εκ μέρους των καθ΄ ων. Το τι ελέγχεται εδώ είναι η νομιμότητα της συγκεκριμένης προσβαλλόμενης πράξης και όχι η προηγούμενη συμπεριφορά της διοίκησης, ή, η υπέρ του αιτητή εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση στην υπόθ. αρ. 1113/09, ημερ. 14.4.2010, τα γεγονότα της οποίας εν πάση περιπτώσει ουδεμία σχέση έχουν με τα παρόντα. Η εκεί προσβαλλόμενη πράξη (αύξηση της πειθαρχικής ποινής της επίπληξης σε 10 ημέρες φυλάκιση), ακυρώθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων που θα επέτρεπαν το δικαστικό έλεγχο λόγω μη αιτιολόγησης της επαύξησης της αρχικώς επιβληθείσας ποινής.
Εδώ, όμως, υπήρχε σαφής και ρητή αιτιολογία, σ΄ αντίθεση με το τι ο αιτητής αναφέρει στην αγόρευση του. Η αιτιολογία είναι σαφέστατη: καταγράφεται ότι ανεξάρτητα από το ποιοι ορίζονται ως Λοχαγοί Εβδομάδας, ο αιτητής όφειλε σύμφωνα με την παρ. 19(1), που αναγράφηκε προηγουμένως, να εκτελέσει τη διαταγή που πήρε από τον διοικητή του. Όχι μόνο λοιπόν η αιτιολογία δεν τίθεται εν αμφιβολία, αλλά και διαπιστώνεται, και πάλι σ΄ αντίθεση με το άλλο παράπονο του αιτητή, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη η διοικητική του απολογία, ότι μπορούσε ο αιτητής να υποβάλει αναφορά παραπόνου αν θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του που περιέχεται στη διοικητική του απολογία, ότι οι Πάγιες Διαταγές είναι υπεράνω των υπόλοιπων Νόμων και Πειθαρχικών Κανονισμών. Είναι φανερό ότι τα όσα ο αιτητής κατέγραψε στη διοικητική του απολογία, ουσιωδώς λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ ων κατά την παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης.
Ούτε ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης διότι καταδικάστηκε χωρίς να του δοθούν όλα τα στοιχεία της ποινικής και πειθαρχικής ανάκρισης. Κατ΄ αρχάς, δεν φαίνεται να ζητήθηκε πρόσβαση σε οποιοδήποτε σχετικό φάκελο από πλευράς του αιτητή. Το σχετικό αίτημα αποτελεί προϋπόθεση κατά το άρθρο 43(6) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Δεύτερο, τα δεδομένα της υπόθεσης ήταν πολύ απλά και στη γνώση του ιδίου του αιτητή, ο οποίος και δεν δήλωσε οποιαδήποτε αδυναμία να προβάλει τη διοικητική του απολογία όταν κλήθηκε να το πράξει. Ο αιτητής άλλωστε δεν αμφισβήτησε ποτέ ότι έλαβε ευθέως διαταγή του Διοικητή της Μονάδας, παρά μόνο αμφισβήτησε τη δυνατότητα τέτοια διαταγή να είναι υπεράνω των Πάγιων Διαταγών. Εδώ συζητείται η πειθαρχικά επιβληθείσα ποινή και όχι η τυχόν ταυτόχρονη (και για την οποία δεν διώχθηκε και δεν καταδικάστηκε), ποινική του ευθύνη (σχετικό το Παράρτημα 10 στην ένσταση).
Το άρθρο 49 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου αρ. 40/64, ως τροποποιήθηκε, δημιουργεί το ανεξάρτητο και αυτόνομο κακούργημα της «ανυπακοής», όταν στρατιωτικός ο οποίος προστάσσεται από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιανδήποτε υπηρεσία, αρνείται να την υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεση της. Οι συνέπειες σε περίπτωση καταδίκης είναι ανάλογα σοβαρές: εάν η πράξη της ανυπακοής τελέσθηκε ενώπιον εχθρού ή εν καιρώ πολέμου κλπ, η ποινή είναι η ισόβιος φυλάκισης, σε όλες δε τις υπόλοιπες περιπτώσεις, η ποινή δυνατόν να ανέλθει σε δύο έτη, μη αποκλειομένης και της έκπτωσης, αν ο υπαίτιος είναι αξιωματικός. Ανυπακοή, όμως, συνιστά και πειθαρχικό αδίκημα, ήσσονος βέβαια σημασίας, υπό το φως του Καν. 19 του Πειθαρχικού Κώδικα. Και είναι αυτή την πειθαρχική καταδίκη που προσβάλλει συγκεκριμένα ο αιτητής και ιδιαιτέρως την απόρριψη του παραπόνου του εναντίον της πειθαρχικής ποινής της οκταήμερης φυλάκισης. Έπεται ότι δεν έχουν θέση οι συσχετισμοί με ποινική δίωξη ή τα λαμβανόμενα ζητήματα υπεράσπισης σε ποινική δίκη. Στον αιτητή, εν πάση περιπτώσει, δόθηκαν όλα τα εχέγγυα της υπεράσπισης κατά τη διαδικασία της πειθαρχικής έρευνας και καταδίκης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται στη βάση του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ