ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 702/2011
24 Σεπτεμβρίου, 2012
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
G.A.P. CLOSE PROTECTION (SECURITY) SERVICES LTD
Aιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
Καθ'ου η αίτηση
.......................
Χρ. Τ. Τιμοθέου, για τους αιτητές
Ρ. Παπαέτη (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία ζητά όπως κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως ημερ. 14/3/2011 η οποία περιήλθε σε γνώση της στις 17/3/2011 και αφορούσε ανάκληση της απόφασής του ημερ. 18/5/2010, με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας κατά της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 22/3/2010.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η υπό εξέταση προσφυγή και η προσφυγή με αρ. 1036/2010 παρουσιάζουν ταυτότητα πραγματικών γεγονότων. Παρόλο που θα ήταν αρκετό αν απλώς παράπεμπα σ' αυτά, για σκοπούς ευκολίας προτιμώ να τα μεταφέρω αυτούσια και στην παρούσα. Αυτά έχουν ως ακολούθως:
Στις 4/12/2009 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στον Αρχηγό Αστυνομίας (στο εξής ο Αρχηγός), για εξασφάλιση προσωρινής άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
Ο Αρχηγός, με απόφασή του που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 22/3/2010 απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7(1) του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου του 2007, (Ν. 125(Ι)/2007 όπως έχει τροποποιηθεί), (στο εξής ο Νόμος). Συγκεκριμένα, τόσο ο Διευθυντής όσο και ο Γραμματέας της αιτήτριας, δεν κριθηκαν ως κατάλληλα πρόσωπα να ασκήσουν το επάγγελμα «φύλακα ή ιδιώτη φύλακα» σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 11(1) του ιδίου Νόμου.
Να σημειωθεί πως με την εν λόγω επιστολή, η αιτήτρια, πληροφορήθηκε ακόμη, πως είχε δικαίωμα να προσβάλει τη συγκεκριμένη απόφαση καταχωρώντας ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εντός τριάντα ημερών.
Ακολούθησε στις 19/4/2010 η καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής από μέρους της αιτήτριας, μέσω του δικηγόρου της, εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Αρχηγού ημερ. 22/3/2010. Στη συνέχεια, στις 18/5/2010, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με σχετική επιστολή του προς το δικηγόρο της αιτήτριας τον ενημέρωσε για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.
Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση του Υπουργού ημερ. 18/5/2010 με την προσφυγή αρ. 1036/2010, η οποία επίσης τέθηκε ενώπιον μου για εκδίκαση. Μετά την καταχώρηση της υπό εξέταση προσφυγής, διαπιστώθηκε ότι ο σχετικός Νόμος 125(1)/2007 όπως έχει τροποποιηθεί, δεν προβλέπει δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στις περιπτώσεις απόριψης αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου για έκδοση προσωρινής άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας.
Για το λόγο αυτό, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, κατόπιν και σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 16/2/2011 αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή του ημερ. 18/5/2010. Η απόφαση της ανάκλησης κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο της αιτήτριας με επιστολή ημερ. 14/3/2011, την οποία η αιτήτρια προσέβαλε με την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με τη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προωθεί τους εξής ουσιαστικά λόγους ακύρωσης: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη επαρκούς έρευνας και προϊόν νομικής πλάνης και/ή πλάνης περί τα πράγματα και (β) στερείται της δέουσας αιτιολογίας.
Από πλευράς του καθ' ου η αίτηση υποστηρίζεται η ορθότητακαι νομιμότητα της επίδικης απόφασης.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Είναι ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση παράλειψη του καθ' ου η αίτηση να προβεί σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων με αποτέλεσμα να καταλήξει στην έκδοση της επίδικης απόφασης ευρισκόμενος σε πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο. Υποστηρίζεται ειδικότερα ότι εσφαλμένα ο καθ' ου η αίτηση υιοθέτησε αβίαστα τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (στο εξής Γενικός Εισαγγελέας) χωρίς να προβεί ο ίδιος σε περαιτέρω έρευνα για το θέμα.
Δε θα συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις. Καταρχήν ως προς τον ισχυρισμό που αναφέρεται στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα είναι πάγια νομολογημένο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας κι' ότι οι γνωμοδοτήσεις του προς τα αρμόδια όργανα του κράτους είναι δεσμευτικές (Βλ. Φιουρής ν. Δημοκρατίας κ.α. (1993) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 1760). Βέβαια αν η γνωμάτευση είναι κατά την άποψη του δικαστηρίου εσφαλμένη, αυτή μπορεί να ανατραπεί και κατ' επέκταση θα κηρυχθεί άκυρη και μια απόφαση που στηρίχθηκε σ' αυτή. Σημειώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση η σχετική γνωμοδότηση ημερ. 16/2/2011 πραγματευόταν ένα καθαρά νομικό ζήτημα, αφού ο λόγος για τον οποίο έγινε η εισήγηση για ανάκληση της απόφασης του Υπουργού ημερ. 18/5/2010 αφορούσε αποκλειστικά και μόνο εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου. Διαπιστώθηκε συγκεκριμένα, ότι ο περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος του 2007 (Ν. 125(Ι)/2007 όπως έχει τροποποιηθεί), δεν προβλέπει δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στις περιπτώσεις απόρριψης αίτησης, που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου, για έκδοση προσωρινής άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Επομένως εσφαλμένα καταχώρησε η αιτήτρια ιεραρχική προσφυγή και εσφαλμένα ο αρμόδιος Υπουργός επιλήφθηκε της ιεραρχικής προσφυγής που ασκήθηκε από την αιτήτρια και αποφάσισε σχετικά. Άλλωστε μετά την ανάκληση της απόφασης του Υπουργού να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας για τον πιο πάνω λόγο και ως επακόλουθο αυτής, ο Αρχηγός Αστυνομίας προέβη επίσης σε ανάκληση της απόφασης του ημερ. 22/3/2010 καθότι και αυτή ήταν παράνομη, αφού σε αυτή γίνεται αναφορά σε δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, δικαίωμα το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν παρέχει ο Νόμος.
Μια άλλη εισήγηση της αιτήτριας, στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού, είναι πως η εν λόγω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δεν ήταν ορθή και πως η υιοθέτηση της από τον καθ' ου η αίτηση είχε ως αποτέλεσμα να ληφθεί η επίδικη απόφαση υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Πιο συγκεκριμένα, προβάλλονται τα ακόλουθα:
(ι) Δοθέντος ότι η αίτηση της απερρίφθη στη βάση των άρθρων 7(1)(η) και 11(ι) του Νόμου, και λαμβανομένου υπόψη ότι οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και για την εξέταση αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 6 και 9 του Νόμου, συνάγεται, κατά την άποψή της, πως ό,τι ισχύει για τα υπό αναφορά άρθρα, δηλαδή το δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 25 και
(ιι) δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής στο άρθρο 12(3) του Νόμου για την περίπτωση απόρριψης αίτησης που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου.
Εξέτασα τους πιο πάνω ισχυρισμούς και τα όσα ισχυρίζεται η πλευρά του καθ' ου η αίτηση. Συμφωνώ με τα όσα αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ' ου η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση, ότι δηλαδή αν ο νομοθέτης επιθυμούσε ό,τι ισχύει στην περίπτωση της εξέτασης υποβολής αιτήσεων για παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας να ίσχυε και στις περιπτώσεις υποβολής αιτήσεων για έκδοση προσωρινής άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας δεν ήταν ανάγκη να περιλάβει στο Νόμο δύο διαφορετικά άρθρα.
Ο Ν. 125(Ι)/2007 δεν προβλέπει δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στις περιπτώσεις απόρριψης αίτησης, που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 25 του Νόμου, για έκδοση προσωρινής άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 12 του Νόμου, το δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής προβλέπεται αποκλειστικώς για τις αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 6 (αίτηση για άσκηση του επαγγέλματος του φύλακα και ιδιώτη φύλακα) και 9 (αίτηση για άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας) και για περιπτώσεις ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας δυνάμει του άρθρου 13 του Νόμου.
Όσον αφορά την υπό (ιι) πιο πάνω εισήγηση, κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να ευσταθήσει ισχυρισμός ότι επειδή δεν απαγορεύεται η άσκηση ενός δικαιώματος ρητά, σημαίνει ότι επιτρέπεται. Σε περίπτωση που ο νομοθέτης επιθυμούσε να περιλάβει το δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής και στις περιπτώσεις του άρθρου 25, θα το ανέφερε ρητά.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι τα όσα η αιτήτρια επικαλείται προς απόδειξη του ισχυρισμού της περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθούν. Ο καθ' ου η αίτηση προτού καταλήξει στην υπό αναφορά απόφαση του εξέτασε με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του. Το σύνολο των ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότων και στοιχείων καταδεικνύουν ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Τέλος με τον υπό (β) πιο πάνω λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια επικαλείται έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι η άποψή μου, πως όλα όσα παρατέθηκαν πιο πάνω δείχνουν ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Είναι καλά γνωστό ότι η επάρκεια της αιτιολογίας είναι ζήτημα βαθμού, το οποίο εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η αιτιολογία μπορεί να θεωρηθεί σαφής και επαρκής έστω και αν είναι περιληπτική, εφόσον τα επιμέρους στοιχεία υπάρχουν αναλυτικά στο φάκελο. Θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση ικανοποιούνται οι πιο πάνω απαιτήσεις της νομολογίας. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ιδιαίτερα όπως φαίνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Εξάλλου δεν βλέπω πώς η αιτήτρια έχει δυσμενώς επηρεαστεί από την επίδικη απόφαση εφόσον η πράξη που ανακλήθηκε ήταν απορριπτική για την ίδια και όχι υπέρ της.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ' ου η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ