ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.620 /2010)
13 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 25, 28, 30 και 146 του Συντάγματος
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ,
Αιτήτρια,
-και -
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Γ.Μηχανικός, για την Αιτήτρια.
Π.Παπαπέτρου (κα.) για Χατζηαναστασíου, Αναστασίου & Ιωαννίδη ΔΕΠΕ, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο υλοποίησης της πρόθεσης των καθ΄ων η αίτηση, να επανδρώσουν 4 θέσεις Λειτουργού Νεολαίας (Γενικών Καθηκόντων), εκδόθηκε προκήρυξη ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2009. Η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ άλλων, υπέβαλαν σχετική αίτηση. Οι υποψήφιοι παρακάθησαν σε γραπτές εξετάσεις που έγιναν στις 14 Νοεμβρίου 2009. Η αιτήτρια κατέλαβε την 9η θέση σε σειρά επιτυχίας, ο Φίλιππος Φιλίππου - ενδιαφερόμενο μέρος 1, κατέλαβε την 8η θέση, ο Θεοφάνης Κοντοζής - ενδιαφερόμενο μέρος 2 κατέλαβε την 1η θέση, η ΄Αννα Λύτρα - ενδιαφερόμενο μέρος 3, την 11η και ο Μαρίνος Παύλου - ενδιαφερόμενο μέρος 4, την 18η θέση.
Οι καθ΄ων η αίτηση κάλεσαν τους 12 πρώτους επιτυχόντες για προφορική συνέντευξη στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Μετά από σχετική αξιολόγηση το διοικητικό συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση αποφάσισε όπως διορίσει στις τέσσερις εκκρεμούσες θέσεις Λειτουργού Νεολαίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η πιο πάνω προσφυγή.
Είχε προβληθεί από πλευράς αιτήτριας ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων είναι παράνομη γιατί υιοθετήθηκαν οι πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν.6(Ι)/98). Παράλληλα, έγινε εισήγηση ότι η αξιολόγηση πάσχει γιατί έγινε χωρίς να υπάρχουν προκαθορισμένα αντικειμενικά κριτήρια για τη συνέντευξη και επίσης ότι η αξιολόγηση δεν ήταν αιτιολογημένη.
Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση αναφέρει τα ακόλουθα:
«Πριν την έναρξη της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το εδάφιο β(iii), του άρθρου 3, του Νόμου 6(1) του 1998, που προνοεί για την αξιολόγηση υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία, προσόντα, που με βάση τυχόν διατάξεις του νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονεκτήματα, βαθμολογούνται μέχρι 5 μονάδες.
Στην προκείμενη περίπτωση τέτοια είναι με βάση το σχέδιο υπηρεσίας μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή/και διετής πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, η οποία όμως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης βαθμολογείται στο β(ν), του ιδίου άρθρου μέχρι 5 μονάδες.
Οπόταν για να μην υπάρξει διαφοροποίηση από τις τελικές μονάδες όλων των υποψηφίων, αποφασίζεται ότι το εδάφιο β(ν), του ιδίου άρθρου δεν εφαρμόζεται.
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα καλεστήκαν για προφορική εξέταση οι υποψήφιοι που κατέκτησαν τις δώδεκα (12) πρώτες θέσεις στη γραπτή εξέταση, και πληρούσαν τα Απαιτούμενα προσόντα βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η διάρκεια της προφορικής εξεταστικής περιόδου καθορίστηκε στα 15 λεπτά για κάθε υποψήφιο.
Σημειώνεται ότι οι υποψήφιοι αξιολογηθήκαν βάσει των επισυνημμένων κριτήριων αξιολόγησης (Παράρτημα 3). Η βαρύτητα που δόθηκε και η σχετική αποτίμηση σε μονάδες για τα κριτήρια αυτά, έγινε σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν 6(1)/98)
Η βαθμολογική Σειρά Κατάταξης των υποψηφίων φαίνεται στον παρακάτω πίνακα ( παράρτημα 2):
................
ΑΠΟΦΑΣΗ
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ομοφώνα όπως προχωρήσει στην πρόσληψη των τεσσάρων (4) πρώτων στη βαθμολογική σειρά. Η πρόσληψη θα ισχύει από την 6η Απριλίου 20101 και θα τοποθετηθούν στην Κλίμακα Α8-10-11. Σύμφωνα με τους όρους της σχετικής προκήρυξης της Θέσης. Και οι τέσσερις επιτυχόντες καταλαμβάνουν τη θέση Λειτουργού Νεολαίας Γενικών Καθηκόντων.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως ο πιο πάνω πίνακας ισχύσει ως πίνακας επιλαχόντων για την πλήρωση οποιασδήποτε κενωθείσας θέση λειτουργού Νεολαίας που θα προκύψει.»
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν.72 των περί Οργανισμού Νεολαίας (Διάρθρωση και ΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 2007 (ΚΔΠ513/7), σε περίπτωση απουσίας ρητής πρόνοιας, αναφορικά με τη διαδικασία διορισμού και προαγωγής, θα εφαρμόζονται πλήρως ή συμπληρωματικώς, αναλόγως της περιπτώσεως, οι διατάξεις των ισχυόντων στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο και Κανονισμούς. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πρόνοια στο Νόμο 6(Ι)/98, αναφορικά με το θέμα της διαδικασίας διορισμού, ορθώς οι καθ΄ων η αίτηση υιοθέτησαν τα ισχύοντα στη δημόσια υπηρεσία.
Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων, οι καθ΄ων η αίτηση υιοθέτησαν ένα έντυπο αξιολόγησης, στο οποίο αναγραφόταν ότι κατά την προφορική εξέταση, η οποία θα αφορούσε ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, θα αποδίδοντο μέχρι και 20 μονάδες. Αναφορικά με υπάρχοντα πλεονεκτήματα θα παραχωρούντο μέχρι και 5 μονάδες, όσον αφορά δε τα ακαδημαϊκά προσόντα θα παραχωρούντο μέχρι 3 μονάδες. Στη βάση της δομής του πιο πάνω εντύπου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση, κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον τους προφορική συνέντευξη, προχώρησαν σε αριθμητική βαθμολογία των υποψηφίων.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η εν λόγω απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Η διαπίστωση ύπαρξης ή όχι αιτιολογίας εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Π.Δ.Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 4η έκδοση, παραγρ.636:
«Αιτιολογία μιας δικαστικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην απόφαση καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου και αυτή πρέπει να είναι επαρκής, σαφής και υλική. Γενικές σκέψεις κρίνονται ως ανεπαρκής αιτιολογία.»
Σχετικές επίσης επί του θέματος είναι και οι αποφάσεις: Νικολάου ν. Δημοκρατίας, (1997)3 Α.Α.Δ. 259 και Δημοκρατία ν. Bellfoods (2008) 3 A.A.Δ. 517.
Η αιτιολογία η οποία δεν αποκαλύπτει το σκεπτικό και τα κριτήρια βάσει των οποίων το διοικητικό όργανο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, κρίνεται ως ανεπαρκής. Τούτο απαιτείται ώστε να παρέχονται τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Βλ. Μαραθεύτη ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 26.
Στην προκείμενη περίπτωση, η απλή αριθμητική βαθμολογία, που παρουσιάζεται να ήταν το επίκεντρο του σκεπτικού επιλογής των υποψηφίων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής αιτιολογία γιατί, εκτός, από την αριθμητική αποτίμηση δεν φαίνεται καταγραμμένη στον Πίνακα ή στο πρακτικό οποιαδήποτε αιτιολογία για τη δοθείσα σε κάθε υποψήφιο βαθμολογία, ούτε προσδιορίζεται ο λόγος χορήγησης των συγκεκριμένων μονάδων σε κάθε υποψήφιο. Συνακόλουθα, υπάρχει κενό, προσδιοριζόμενο σε έλλειψη αιτιολογίας που προκαλεί αδυναμία στην κρίση της εν λόγω πράξεως. Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, όπου διατυπώθηκε το εξής σκεπτικό:
«Ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός ακυρωτικού δικαστηρίου και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου».
Όπως ανέφερα και πιο πάνω, δεν υπάρχει καταγραμμένο οτιδήποτε το οποίο να προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο έγινε στάθμιση των κριτηρίων, ούτε γιατί δόθηκε η σχετική βαθμολογία, γεγονός που στερεί από το δικαστήριο της δυνατότητας άσκησης διοικητικού ελέγχου.
Ένα άλλο στοιχείο που χρήζει επισήμανσης είναι η μεγάλη διαφορά που υπάρχει, στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με την ορθότητα της αξιολόγησης. Η αιτήτρια είχε αξιολογηθεί, από ορισμένα μέλη, με βαθμολογία 10, 11 ή 12 και από άλλα μέλη 20, που αποτελεί το μέγιστο βαθμό αξιολόγησης. Σχετικό θεωρώ το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Βασιλείου ν. Δήμος Αγίου Αθανασίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1301:
«Η εμφάνιση της τεράστιας διαφοράς μεταξύ της βαθμολογίας που δόθηκε από τους δυο Συμβούλους που βαθμολόγησαν την αιτήτρια με άριστα και των άλλων Συμβούλων που την βαθμολόγησαν σχεδόν με μηδέν, εξαφανίζει την όποια επίφαση αξιοπιστίας θα μπορούσε να έχει η προφορική εξέταση όταν ήδη κατά το χρόνο της διεξαγωγής της ήταν γνωστή στα Μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου η βαθμολογία των γραπτών εξετάσεων. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πως είναι δυνατό στις απλές, γνωσιολογικής φύσης ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, οι οποίες μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούσαν εντελώς εξειδικευμένα θέματα, θα ήταν δυνατό ένας να βαθμολογήσει με 100% και άλλος με 10%.»
Με γνώμονα τα πιο πάνω και την εντοπισθείσα έλλειψη αιτιολογίας θεωρώ ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Κ.Παμπαλλής,
Δ.