ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 608/2011)
21 Σεπτεμβρίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28, 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YOUSSEF FAWZY ATTA ABDEL MALAK,
Αιτητής,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Γιώργος Κυριάκου, για Ρίκκο Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Βούλα Κουρουζίδου-Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, αιγυπτιακής καταγωγής, χριστιανός το θρήσκευμα, εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2008, νόμιμα, για σκοπούς εργασίας. Το Νοέμβριο του 2008 υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, λόγω των κοινωνικών συνθηκών και του σκληρού τρόπου ζωής σ' αυτήν, του μεγάλου αριθμού των μελών της οικογένειάς του, της έλλειψης αναγνώρισης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του φόβου για τη ζωή του. Κλήθηκε σε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά τη διάρκεια της οποίας, πέραν των πιο πάνω, πρόβαλε ότι, στη χώρα του, αντιμετώπιζε προβλήματα με ένα άτομο, το οποίο καθημερινά του έλεγε ότι είναι χριστιανός. Ούτε αυτός, όμως, ούτε μέλος της οικογένειάς του ανήκουν σε θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική οργάνωση. Ο ίδιος δε συνελήφθηκε, ή κρατήθηκε, ή καταδικάστηκε σε οποιοδήποτε στάδιο. Εάν, ανέφερε, επιστρέψει στην Αίγυπτο, υπάρχει κίνδυνος να τον σκοτώσουν. Η λειτουργός ετοίμασε εισηγητική ΄Εκθεση προς την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία, αφού εξέτασε το αίτημα, το απέρριψε, για το λόγο ότι τα προβλήματα που αυτός αντιμετώπιζε δεν ενέπιπταν στο ΄Αρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο, που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.
Σύμφωνα με το αιτιολογικό της απόφασης, το οποίο κοινοποιήθηκε στον αιτητή, το αίτημά του απορρίφθηκε, γιατί αυτό δεν τεκμηριώθηκε αξιόπιστα. Κατά τη συνέντευξή του με τη λειτουργό, διαπιστώθηκαν αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν αντιφάσεις αναφορικά με το χρόνο που αυτός αντιμετώπιζε το πρόβλημα και το χρόνο που εγκατέλειψε τη χώρα του. Επίσης, τα αδέλφια του, τα οποία είναι χριστιανοί, δεν αντιμετώπισαν οποιοδήποτε πρόβλημα. Τέλος, τα πρόσωπα από τα οποία, ως ανέφερε, κινδυνεύει είχαν την ευκαιρία, κατά το διάστημα των τεσσάρων χρόνων που ο ίδιος παρέμεινε στη χώρα του μετά που εκδηλώθηκε το πρόβλημα που ισχυρίστηκε ότι υπάρχει, εάν επιθυμούσαν, να τον βλάψουν.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, τους διάφορους ισχυρισμούς που πρόβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ερεύνησε όλα όσα τέθηκαν από τον αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και με τη διοικητική προσφυγή του και, στη συνέχεια, ετοίμασε ΄Εκθεση, την οποία υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή. Αυτή, με τη σειρά της, αφού εξέτασε την υπόθεση, έκρινε δικαιολογημένη την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε τη διοικητική προσφυγή.
Ο αιτητής, με την προσφυγή του, πρόβαλε σειρά λόγων, που, κατά τον ίδιο, τεκμηριώνουν το αίτημά του. Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, κατά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας. Επίσης, υποστηρίζει ότι τα γεγονότα, τα οποία αυτός έθεσε προς υποστήριξη του αιτήματός του, δεν ερευνήθηκαν και/ή δεν αξιολογήθηκαν ορθά.
΄Εχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα επικαλείται ο αιτητής. Η προσφυγή στερείται ερείσματος. Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Νόμου. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν απόλυτα ορθή. Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία, κατά τη συνέντευξή του με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα όσα αυτός πίστευε ότι στήριζαν το αίτημά του, τα οποία εξετάστηκαν και σχολιάστηκαν με κάθε προσοχή από την Υπηρεσία Ασύλου. Με την ίδια προσοχή εξετάστηκαν και από την Αναθεωρητική Αρχή, η απόφαση της οποίας είναι πλήρως αιτιολογημένη. Για κάθε ισχυρισμό του αιτητή, δίδεται αιτιολογία γιατί η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου θεωρείται ορθή. Εντελώς αδικαιολόγητο είναι και το παράπονο του αιτητή ότι τα γεγονότα που αυτός έθεσε δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή ότι εμφιλοχώρησε πλάνη. Ουσιαστικά, με τα όσα ο συνήγορός του προώθησε, ζητά από το Δικαστήριο επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό την υποκατάσταση της απόφασης της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο, με βάση το δίκαιο που διέπει τον αναθεωρητικό έλεγχο. Το Δικαστήριο, όπως κατ' επανάληψη έχει λεχθεί, περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν προχωρεί περαιτέρω - (βλ. Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε, επίσης, και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτός δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου. Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1000,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ