ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Έπαυλις Kομήτης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 330/2012)
28 Σεπτεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
(1) ΜΑΡΙΟΣ ΜΕΛΑΝΙΤΗΣ,
(2) SVETLANA PINTESCU,
Αιτητές,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓEΙΟΥ EΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Καϊλης για κ. Μ. Βορκά, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής έχουν συνοψισθεί με επάρκεια στην Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση και τα μεταφέρω εδώ υπό τύπον εισαγωγής:
Η αλλοδαπή, αιτήτρια αρ. 2, Svetlana Pintescu από τη Μολδαβία με ημερομηνία γέννησης 14.6.1970, είναι κάτοχος διαβατηρίου με αρ. Β0854497. Αφίχθηκε αρχικά στη Δημοκρατία στις 10.7.2001 και αναχώρησε την 1.9.2001. Αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία την 31.7.2003 με θεώρηση εισόδου ως εργάτρια και της χορηγήθηκε άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι 26.8.2004.
Στις 23.12.2005 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής αρχικά μέχρι 5.1.2007 και στη συνέχεια μέχρι 27.9.2007. Στις 10.1.2008 η αλλοδαπή τέλεσε γάμο στο Δημαρχείο Λύσης με τον αιτητή αρ. 1 Ελληνοκύπριο Μάριο Μελανίτη με αρ. Διαβ. Ε299446 και ημερομηνία γέννησης 14.3.1980, ενώ στις 5.2.2008 η αιτήτρια αρ. 2 απέσυρε το αίτημά της για πολιτικό άσυλο.
Η αλλοδαπή εξασφάλισε τις ακόλουθες άδειες:
(α) Άδεια ως επισκέπτρια CY με ισχύ μέχρι 30.12.2009
(β) Άδεια εργασίας CY με ισχύ μέχρι 30.9.2010
(γ) Άδεια εργασίας CY με ισχύ μέχρι 25.11.2013.
Στο πλαίσιο ελέγχου της γνησιότητας του γάμου, πραγματοποιήθηκε επίσκεψη, στις 3.7.2011, στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους κατά την οποία εντοπίστηκε ο αιτητής αρ. 1 σύζυγος, ο οποίος ανέφερε ότι η αλλοδαπή σύζυγός του βρισκόταν στην εργασία και δήλωσε ότι μαζί διαμένουν στη βοηθητική οικία, της οποίας δεν είχε αυτός τα κλειδιά, αλλά η σύζυγός του. Σε ερώτηση για το πού εργάζεται η αλλοδαπή, ο αιτητής αρ. 1 είπε ότι πηγαίνει σε ένα ινστιτούτο αισθητικής στη Λήδρας, αλλά δεν γνώριζε πού ακριβώς βρίσκεται γιατί ποτέ δεν πήγε εκεί. Όταν του ζητήθηκε να επικοινωνήσει με την αλλοδαπή, αυτός είπε ότι δεν χρησιμοποιεί κινητό αλλά δεν έχει ούτε σταθερό τηλέφωνο. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με την αλλοδαπή, αυτή ανέφερε ότι βρισκόταν στο σπίτι με το σύζυγό της.
Το ζεύγος στη συνέχεια προσήλθε στα γραφεία του Κλιμακίου της ΥΑΜ όπου τους έγιναν χωριστές προσωπικές συνεντεύξεις:
(α) Σε ερώτηση για τις συνθήκες γνωριμίας τους η αλλοδαπή ανέφερε ότι ενοικίαζε τη βοηθητική οικία του αιτητή αρ. 1 και βρισκόταν στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου, ενώ ο σύζυγος της διέμενε με τη μητέρα του στην μπροστινή κατοικία.
(β) Οι δύο σύζυγοι δεν θυμούνται πότε σύναψαν δεσμό, ούτε πότε άρχισαν να συμβιώνουν.
(γ) Όταν ρωτήθηκε η αλλοδαπή για το πού βρισκόταν κατά την επίσκεψη του Κλιμακίου, απάντησε ότι πήγε σε φίλη της και έμεινε εκεί από το πρωί ως το απόγευμα, ενώ ουδέποτε εργάστηκε σε ινστιτούτο αισθητικής στη Λήδρας. Ο αιτητής αρ. 1 είπε ότι έκανε λάθος για το ινστιτούτο αισθητικής και ότι μάλλον δεν θυμόταν σωστά.
Το ζεύγος δήλωσε ότι ουδέποτε βγαίνει μαζί γιατί έχουν οικονομικά προβλήματα.
Η αναφερόμενη φίλη της αλλοδαπής όταν ρωτήθηκε, είπε ότι η αλλοδαπή την επισκέφθηκε αλλά έφυγε γύρω στο μεσημέρι. Δήλωσε ότι στο σπίτι βρίσκονταν και τα αδέλφια της και όταν της ζητήθηκαν τα τηλέφωνα τους για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά της αυτή διέκοψε τη συνομιλία. Η αλλοδαπή σύζυγος είπε ότι κατά την επίσκεψη στη φίλη της δεν υπήρχαν εκεί άλλα άτομα. Ο αιτητής αρ. 1 αντιμετωπίζει 17 κατηγορίες για κλοπές, ναρκωτικά, ξυλοδαρμούς αστυνομικών, απαγωγές και είναι άνεργος. Από την έρευνα διαφάνηκε ότι το ζεύγος δεν συμβιώνει κάτω από την ίδια στέγη αλλά ότι η αλλοδαπή διαμένει μόνη της στη βοηθητική οικία.
Σε συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εικονικούς Γάμους που πραγματοποιήθηκε στις 9.9.2011, ο γάμος κρίθηκε ως εικονικός λόγω του ότι οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα ήταν αντιφατικές, όπως καταγράφονται και στα πρακτικά.
Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 26.9.2011 απέστειλε επιστολές στο ζεύγος, μετά από απόφαση της Διευθύντριας ημερομηνίας 23.9.2011, με τις οποίες η αιτήτρια αρ. 2 κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία και ενημερώθηκε το ζεύγος ότι ο γάμος τους έχει κριθεί ως εικονικός και ότι έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών.
Στις 10.10.2011 το ζεύγος υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή και στις 20.12.2011 ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή ενημέρωσε το ζεύγος ότι η ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε απορρίφθηκε αφού έχει διαφανεί σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, ότι:
(α) Οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν ήταν αντιφατικές [άρθρο 7Α-(3)(δ)].
(β) Η αλλοδαπή έχει στο παρελθόν αντιμετωπίσει προβλήματα όσο αφορά την άδεια διαμονής της στη Δημοκρατία [άρθρο 7Α-(3)(ζ)], όπως προκύπτει και από τα έγγραφα που επισυνάπτονται.
Εναντίον της αλλοδαπής εκδόθηκαν στις 8.4.2012 διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η έκδοσή τους, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια αρ. 2 με επιστολή ημερομηνίας επίσης 8.4.2012. Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ανεστάλη στις 20.4.2012 ενόψει της παρούσας προσφυγής.
Με την παρούσα προσφυγή τους, οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 20.12.2012 (προφανώς εννοούν 20.11.2011 και όχι 2012), με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή με την οποία αμφισβητείτο η απόφαση ημερομηνίας 26.9.2011, με την οποία η αιτήτρια είχε κληθεί να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία επειδή ο γάμος της κρίθηκε ως εικονικός.
1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του Νόμου και των Κανονισμών κατά την έκδοση των διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης της αιτήτριας.
Όπως διαφαίνεται από τη σύνοψη γεγονότων στην Ένσταση, μετά την απόρριψη και της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών, εκδόθηκαν κατά την 8.4.2012 εναντίον της αιτήτριας διατάγματα κράτησης και απέλασης, τη νομιμότητα των οποίων και αμφισβητούν οι αιτητές με τον πρώτο τούτο λόγο ακύρωσης. Παρόλον ότι το καθ΄ου η αίτηση στην αγόρευσή του ασχολείται και απορρίπτει αυτό το λόγο ακύρωσης στην ουσία του, χωρίς να θέσει οποιοδήποτε θέμα δυνατότητας προσβολής της νέας αυτής διοικητικής απόφασης, εν τούτοις, ένα τέτοιο θέμα τέθηκε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων κατά το οποίο οι δικηγόροι των δύο πλευρών εξέθεσαν τις απόψεις τους.
Έχοντας εξετάσει το θέμα τούτο, καταλήγω στο να υιοθετήσω το σκεπτικό και την κατάληξη της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αρχιμήδης Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή. Στην απόφαση του αείμνηστου Ρ. Γαβριηλίδη, Δ., ο οποίος συμφώνησε με την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, αλλ΄ εξέθεσε τους δικούς του λόγους, γίνεται εκτενής ανάλυση Ελληνικής νομολογίας και αυθεντιών επί του θέματος, από τις οποίες καθιερώνεται η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν η αίτηση ακυρώσεως ασκηθεί κατά επιμέρους πράξης μέσα από την έκδοση της τελικής, μπορεί κατά ερμηνεία του δικογράφου να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της τελευταίας πράξης. [Βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η Έκδοση (1997) παρα. 483, σελίδα 405.] Με βάση τις αρχές οι οποίες διαγράφονται στην Ελληνική νομολογία, η προηγηθείσα πράξη της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας και επικύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, μπορεί να ερμηνευθεί ότι ενσωματώθηκε στην ακολουθήσασα απόφαση της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και η δεύτερη συνιστά φυσική απόρροια της πρώτης, οπότε προσβαλλομένης με προσφυγή της πρώτης, μπορεί να ελεγχθεί και η νομιμότητα της δεύτερης.
Όπως υποστηρίζουν οι αιτητές, η παραβίαση του Νόμου και των Κανονισμών έγκειται στο ότι το καθ΄ου η αίτηση προχώρησε στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης χωρίς προηγουμένως να έχει κηρυχθεί η αιτήτρια ως "απαγορευμένος μετανάστης", όπως είναι απαραίτητη προϋπόθεση του άρθρου 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, και χωρίς να επιδοθεί προς αυτήν η σχετική ειδοποίηση ότι κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, όπως υπαγορεύει ο Κανονισμός 19 της ΚΔΠ 242/1972.
Απαντώντας σ΄ αυτούς τους ισχυρισμούς, η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση παραπέμπει στις ειδικές πρόνοιες των άρθρων 6 και 7Α(1) του Νόμου, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
"6-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δε θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε -
[.]
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου ή περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκαν βάσει του νόμου αυτού ή Κανονισμών αυτών·"
"7A.-(1) Αν ο Διευθυντής διαπιστώσει με βάση στοιχεία που αναφέρονατι στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7Β του παρόντος Νόμου, ότι ο αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο τότε -
(α) Απαγορεύει στον εν λόγω αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία."
Η θέση της συνηγόρου του καθ΄ου η αίτηση είναι ορθή και εφαρμόζονται στην περίπτωση οι ειδικές πρόνοιες των άρθρων 6 και 7Α του Νόμου, που δεν υποστηρίζουν τη θέση των αιτητών. Είναι δε γεγονός ότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι, με επιστολή ημερομηνίας 8.4.2012, η αιτήτρια ενημερωνόταν ότι είχε καταστεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)κ. του Νόμου (Τεκμήριο 17 στην Ένσταση), πλην όμως, όπως διαφαίνεται, παρόλον ότι η επιστολή εκείνη της επιδόθηκε, αρνήθηκε να την παραλάβει, διαβάσει και υπογράψει.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και η διαπίστωση πλάνης περί τα πράγματα.
Στη γραπτή αγόρευσή τους, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι παρόλον ότι με την ιεραρχική προσφυγή τους έδωσαν στοιχεία και πληροφορίες οι οποίες συνηγορούσαν υπέρ της διακρίβωσης της γνησιότητας του γάμου τους, εν τούτοις τα στοιχεία αυτά το καθ΄ου η αίτηση δεν τα έλαβε καθόλου υπόψη, ούτε και διερεύνησε περαιτέρω. Τέτοια στοιχεία ήσαν το ότι ο αιτητής εκρατείτο στις φυλακές από τον Ιούλιο 2011, ο τρόπος με τον οποίο η αιτήτρια συμπεριφερόταν στη μητέρα του αιτητή, οι επισκέψεις της στο σύζυγό της στις φυλακές και η οικονομική στήριξη που του προσφέρει κλπ.
Παρά τα όσα αναφέρουν οι αιτητές ανωτέρω, το γεγονός παραμένει ότι το καθ΄ου η αίτηση, μέσω Λειτουργών του, είχαν διενεργήσει έλεγχο κατά την 3.7.2011, όταν ο αιτητής δεν τελούσε υπό κράτηση, οπότε και έδωσε τις όποιες εξηγήσεις ως προς την απουσία της αιτήτριας από το χώρο όπου αυτή διέμενε, και έδωσε περαιτέρω ο αιτητής και συνέντευξη στα γραφεία του οικείου κλιμακίου του καθ΄ου η αίτηση. Επομένως, τα όσα προβάλλει τώρα ο αιτητής δεν ευσταθούν.
Όπως είχα την ευκαιρία να αναφέρω και σε άλλη πρόσφατη απόφασή μου σε παρόμοια γεγονότα, η έκταση και το εύρος μιας διερεύνησης της γνησιότητας γάμου, ο απαιτούμενος αριθμός ελέγχων που απαιτείται να γίνουν και η συχνότητά τους, ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση. Μπορεί από ένα και μόνο έλεγχο, από μια και μόνη συνέντευξη, να προκύψουν τέτοια πειστικά και ακλόνητα στοιχεία, τα οποία να αρκούν για την ασφαλή άσκηση κρίσης, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις, τα αποκομισθέντα στοιχεία μπορεί να είναι ισχνά, ελλιπή ή επαμφοτερίζοντα, χωρίς να είναι ικανά να οδηγήσουνε σε ασφαλή άσκηση κρίσης, οπότε θα πρέπει να συλλεγούν και αξιολογηθούν νέα στοιχεία, να γίνουν περαιτέρω έλεγχοι και έρευνες.
Στην περίπτωση των εδώ αιτητών, τα βασικά σημεία που προέκυψαν από την έρευνα της διοίκησης ως προς τη γνησιότητα του γάμου των αιτητών, συνοψίστηκαν στο Σημείωμα ημερομηνίας 17.8.2011 (Τεκμήριο 13 στην Ένσταση), ως ακολούθως:
"● Σε ερώτηση για τις συνθήκες γνωριμίας τους η αλλοδαπή ανέφερε ότι ενοικίαζε τη βοηθητική οικία του Ε/Κύπριου και βρισκόταν στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου ενώ ο σύζυγος της διέμενε με τη μητέρα του στην μπροστινή κατοικία.
● Οι δύο σύζυγοι δεν θυμούνται πότε σύναψαν δεσμό ούτε πότε άρχισαν να συμβιώνουν.
● Όταν ρωτήθηκε η αλλοδαπή για το πού βρισκόταν κατά την επίσκεψη του Κλιμακίου απάντησε ότι πήγε σε φίλη της και έμεινε εκεί από το πρωί ως το απόγευμα ενώ ουδέποτε εργάστηκε σε ινστιτούτο αισθητικής στη Λήδρας.
● Ο Ε/Κύπριος είπε ότι έκανε λάθος για το ινστιτούτο αισθητικής και όχι μάλλον δεν θυμόταν σωστά.
● Το ζεύγος δήλωσε ότι ουδέποτε βγαίνει μαζί γιατί έχουν οικονομικά προβλήματα.
● Η αναφερόμενη φίλη της αλλοδαπής όταν ρωτήθηκε είπε ότι η αλλοδαπή την επισκέφθηκε αλλά έφυγε γύρω στο μεσημέρι. Δήλωσε ότι στο σπίτι βρίσκονταν και τα αδέλφια της και όταν της ζητήθηκαν τα τηλέφωνα τους για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα της αυτή διέκοψε τη συνομιλία. Η αλλοδαπή σύζυγος είπε ότι κατά την επίσκεψη στη φίλη της δεν υπήρχαν εκεί άλλα άτομα.
● Από την έρευνα φαίνεται ότι το ζεύγος δεν συμβιώνει κάτω από την ίδια στέγη αλλά ότι η αλλοδαπή διαμένει μόνη της στη βοηθητική οικία."
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες και με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η κρίση ότι το ζεύγος των αιτητών δε συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
3ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του καθ΄ου η αίτηση να κηρύξει το γάμο εικονικό.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, οι αιτητές επιχειρηματολογούν για να καταδείξουν ότι το καθ΄ου η αίτηση δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα να κηρύξει το γάμο των διαδίκων ως εικονικό, αφού για την κήρυξη της ακυρότητας γάμου απαιτείται επί τούτου απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου ακύρωσης, οι αιτητές παραπέμπουν στις πρόνοιες του Νόμου αρ. 104(Ι)/2003 και σε αποσπάσματα από συγγράμματα επί του Οικογενειακού Δικαίου.
Προφανώς αυτός ο λόγος ακύρωσης έχει εγερθεί λόγω παρερμηνείας του σκοπού του νομοθέτη σε σχέση με τις σχετικές πρόνοιες περί εικονικού γάμου στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105. Η κύρια πρόνοια ανευρίσκεται στο άρθρο 7Α(1) του Νόμου και έχει ως εξής:
"7Α.-(1) Αν ο Διευθυντής διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7 Β του παρόντος Νόμου, ότι αλλοδαπός συνήψει εικονικό γάμο, τότε -
(α) απαγορεύει στον εν λόγω αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία·
(β) ακυρώνει ή δεν ανανεώνει την άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αλλοδαπό και διατάζει την απέλαση του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14."
Είναι σαφές, τόσο από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου όσο και του Νόμου εκείνου ως συνόλου, ότι σε καμιά περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε περιπτώσεις, το αρμόδιο διοικητικό όργανο με βάση το νόμο εκείνο, κηρύσσει ακυρότητα γάμου ή ασχολείται με την εγκυρότητα της σύναψής του. Άλλο "εγκυρότητα" και "ακυρότητα" και άλλο "γνησιότητα" και "εικονικότητα". Ένας γάμος αλλοδαπού με Ευρωπαίο πολίτη μπορεί κάλλιστα να συνήφθηκε έγκυρα και σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα των πολιτικών γάμων. Παρά την αρχική εγκυρότητα όμως του γάμου και τη συνέχιση της νομικής του ισχύος, το αρμόδιο διοικητικό όργανο, βάσει της εξειδικευμένης νομοθεσίας περί Αλλοδαπών, δικαιούται να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες οι οποίες επηρεάζουν όχι την εγκυρότητα του γάμου, αλλά τις συνέπειές του ως προς τα δικαιώματα που επιφέρει με βάση τον ίδιο Νόμο, εάν διακριβώσει ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Δηλαδή, σε μια τέτοια περίπτωση, αφαιρούνται από τον αλλοδαπό όχι η εγκυρότητα του γάμου του, ούτε οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απέκτησε λόγω του γάμου, παρά μόνο αφαιρούνται από αυτόν τα ειδικά δικαιώματα παραμονής στη Δημοκρατία, τα οποία του είχαν αναγνωρισθεί λόγω ακριβώς του γάμου ο οποίος αποκαλύπτεται ότι ήταν εικονικός.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
4ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό ελλιπής αιτιολογία.
Σύμφωνα με τους αιτητές, η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει επειδή δεν είναι ούτε ειδική, ούτε επαρκής, αφού αναφέρονται με γενικότητα κάποιες αντιφάσεις και προβλήματα που είχε με την παραμονή της στη Δημοκρατία προηγουμένως η αιτήτρια. Αυτή η θέση των αιτητών έκδηλα δεν στοιχειοθετείται από τα περιστατικά της υπόθεσης. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί και ειδικά προνοείται και στο άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου - Νόμος αρ. 158(Ι)/1999, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η παρεχόμενη αιτιολογία είναι λιτή και/ή λακωνική, αυτή μπορεί να αναπληρώνεται ή να συμπληρώνεται από όλα τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν ευρήματα και συμπεράσματα από επιτόπια διερεύνηση, διενεργήθηκαν συνεντεύξεις, προσμέτρησαν παραστάσεις και στοιχεία. Τόσο η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και η αρχική απόφαση που προσβλήθηκε με ιεραρχική προσφυγή περιείχαν πλήρη αιτιολογία η οποία και υιοθετήθηκε από το καθ΄ου η αίτηση, κατόπιν δικής του διερεύνησης του θέματος. Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθήσει αυτός ο λόγος ακύρωσης.
5ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί των αιτητών κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, σύμφωνα με τους οποίους το καθ΄ου η αίτηση δεν ενήργησε σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα και δεν προσπάθησε να αποφύγει ανεπιεικείς λύσεις, χωρίς επαρκή στοιχεία, δεν μπορούν να εξετασθούν, αφού δεν συγκεκριμενοποιούνται ούτε και στοιχειοθετούνται με γεγονότα ή νομικές πρόνοιες. Το ίδιο ισχύει και ως προς ισχυρισμούς περί κακής πίστης και παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη διοίκηση.
6ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των προνοιών του άρθρου 7 του Κεφ. 105 και του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, οι αιτητές προβάλλουν τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί επειδή διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύνθεση της οποίας προβλέπεται στο άρθρο 7 του Νόμου.
Όπως όμως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, ένας τέτοιος νομικός λόγος δεν μπορεί να εγερθεί και εξετασθεί από το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο, εφόσον δεν ηγέρθη στη διαδικασία της Ιεραρχικής Προσφυγής η νομιμότητα της απόφασης της οποίας και προσβάλλεται με την προσφυγή.
Όπως είχε τονισθεί και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, σε σχέση με προσφυγή στο Δικαστήριο μετά την απόρριψη διοικητικής ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών:
"Όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιλέξει να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μεταξύ άλλων, έχει νομική υποχρέωση, να προσδιορίσει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, που πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Μετά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σ΄ αυτή στοιχεία, δύναται να αποφασίσει, όπως ο νόμος κατά τα ανωτέρω ορίζει. Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση, δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας και τυγχάνει εφαρμογής εκτός αν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως οι λόγοι ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Η νομιμότητα της απόφασης κρίνεται με αναφορά στα στοιχεία που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών είχε ενώπιόν της, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο παραπονούμενος (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) έθεσε ενώπιόν της. Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος."
Επομένως, ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης, όπως αυτός που εγείρεται εδώ, δεν μπορεί να εξετασθεί.
Τελικά, θα ασχοληθώ με τον τελευταίο ισχυρισμό των αιτητών, κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, σύμφωνα με τον οποίο διαπιστώνεται σαφής παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής μέλους της οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη στη Δημοκρατία, αντίθετα προς τις διατάξεις του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007.
Δεδομένου όμως ότι οι αιτητές για να στοιχειοθετήσουν αυτό τον ισχυρισμό τους, αναφέρουν απλά ότι η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση αποδίδεται στη μη νόμιμη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για όλους τους λόγους που αναπτύσσουν προηγουμένως και, δεδομένου ότι οι λόγοι που οι αιτητές ανέπτυξαν προηγουμένως, έχουν απορριφθεί, αναπόφευκτα καταλήγω ότι δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της επιδικάζονται εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ