ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 251/2011)

 

27 Σεπτεμβρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SATARI SABET BEHZAD,

Αιτητή,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

 ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------------

Νατ. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Τόσο η αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο, όσο και η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είχαν ανεπιτυχή κατάληξη εφόσον ο αιτητής κρίθηκε ως μη δικαιούμενος σε προστασία ενόψει του ότι αυτός δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε κατηγορία που θα μπορούσε να του δώσει το δικαίωμα αναγνώρισης ως πολιτικού πρόσφυγα. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

         Ο αιτητής κατάγεται από το Ιράν, είναι μουσουλμάνος στο θρήσκευμα και αφού εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, εισήλθε παρανόμως στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 10.10.2005.  Μια εβδομάδα μετά στις 17.10.2005, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.  Η αίτηση υπεβλήθη λόγω των πολιτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του, ιδιαιτέρως από την στρατηγική ηγεσία της χώρας, ώστε τυχόν επιστροφή του να ήταν και επικίνδυνη για τη ζωή του, αλλά και σε καταστρατήγηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής στη συνέντευξη που είχε με την Υπηρεσία Ασύλου ενάμιση χρόνο μετά, στις 10.4.2007, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις και εξήγησε τους κινδύνους που αντιμετωπίζει στη χώρα του, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, η διοικητική δε προσφυγή που καταχωρήθηκε εμπροθέσμως ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής επίσης απερρίφθη, παρά το γεγονός ότι είχε ενώπιον της όλο το απαραίτητο υλικό που υποστήριζε το πραγματικό πρόβλημα που υπάρχει για την περίπτωση του αιτητή. 

 

         Στην καταχωρηθείσα αγόρευση του ο αιτητής διά της συνηγόρου του εισηγείται ότι η Αναθεωρητική Αρχή απλώς ενέκρινε χωρίς οποιαδήποτε έρευνα τα όσα αποφάσισε η Υπηρεσία Ασύλου, η οποία διαμόρφωσε κρίση για τον αιτητή σε μια συνέντευξη διαρκείας μόνο 40 λεπτών, διακρινόμενη από προσπάθεια ταχείας απόρριψης του αιτήματος.  Τα δεδομένα και γεγονότα που βρίσκονταν στο φάκελο του αιτητή δεν αξιολογήθηκαν ως έπρεπε, με αποτέλεσμα η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής να εκδοθεί κατά πλάνη προς τα πράγματα, χωρίς έρευνα και αναιτιολόγητα.  Ενδεικτικό είναι και το γεγονός, κατά τη συνήγορο, ότι η απορριπτική απόφαση της Αρχής ημερ. 7.12.2010, αποτελεί πιστή αντιγραφή της εισήγησης της αρμοδίας λειτουργού της Αρχής ίδιας ημερομηνίας.  Με άλλα λόγια, ο εκδώσας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, χωρίς άλλη εξέταση,  όπως  προβλέπει το άρθρο 28Ζ(2) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, απλώς αντέγραψε την εισήγηση της λειτουργού ώστε βάσιμα να θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από τη λειτουργό αυτή και όχι από την Αναθεωρητική Αρχή.  Πρόσθετα, οι ισχυρισμοί του αιτητή ούτε διερευνήθηκαν, ούτε αξιολογήθηκαν ιδιαιτέρως σε σχέση με το δικαίωμα του στην εκπαίδευση, το δικαίωμα του να εκφράζεται ελεύθερα και τις εν γένει συνθήκες που επικρατούν στη χώρα του.  Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι ο αιτητής δεν κλήθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής  να αιτιολογήσει τις θέσεις του, να δώσει εξηγήσεις ή να παρουσιάσει στοιχεία και δικαιολογητικά. 

 

         Εντελώς αντίθετη είναι η εισήγηση της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία προβάλλει τους ισχυρισμούς ότι από την έκθεση του αρμοδίου λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής προκύπτει ότι έγινε ενδελεχής διερεύνηση της υπόθεσης, η δε απόφαση της αρχής δεν ήταν πιστή αντιγραφή του αρμοδίου λειτουργού.  Λήφθηκαν και αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και ασκήθηκε διακριτική ευχέρεια από πλευράς της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση, το δε γεγονός ότι η Αρχή συμφώνησε με το σκεπτικό του λειτουργού της, δεν είναι μεμπτό, αφού αυτός είναι ο ρόλος των λειτουργών, να υποβοηθούν, δηλαδή, την Αναθεωρητική Αρχή στο έργο της.  Καμία πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα δεν υπήρξε από πλευράς της Αρχής, ενώ δεν ήταν αναγκαία, εφόσον δεν κρίθηκε σκόπιμο, η κλήση του αιτητή ενώπιον της Αρχής για περαιτέρω εξηγήσεις. 

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη, Παράρτημα 9 στην ένσταση, αποτελείται από 9 σελίδες και απλή ανάγνωση της φανερώνει ότι η Αναθεωρητική Αρχή προέβηκε σε μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη ανάλυση των στοιχείων που είχε ενώπιον της, όπως ο ίδιος ο αιτητής τα είχε εκθέσει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Έγινε αναφορά στον ισχυρισμό του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω φτώχειας, έλλειψης διευκολύνσεων, άγχους και διαρκών συνθηκών ανεργίας. Περαιτέρω, ότι στερείται πολλών φυσικών αναγκών και ελευθεριών, όπως την ελευθερία λόγου, έκφρασης και  των ατομικών  του δικαιωμάτων.  Ήλθε στην Κύπρο ζητώντας βοήθεια ώστε να μπορέσει να ασκήσει εκείνα τα φυσικά δικαιώματα, που αποτελούν δικαίωμα κάθε ανθρώπου.  Στη συνέντευξη  του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής κατέστησε σαφές ότι έφυγε από το Ιράν διότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, δεν του άρεσε το καθεστώς, είχε προβλήματα με την εκπαίδευση του διότι δεν τον δέχθηκαν σε κάποιο πανεπιστήμιο, θέλοντας να ζήσει σε ένα νέο περιβάλλον, όπου θα μπορέσει να κινείται ελεύθερα.  Δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα πολιτικό ή θρησκευτικό πέραν της απόρριψης του για πανεπιστημιακή μόρφωση, επειδή δεν γνώριζε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικές με τη θρησκεία και την Ισλαμική επανάσταση, ούτε ανήκε στο παρελθόν ή κατά το χρόνο της συνέντευξης του, σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική οργάνωση.  Σε περίπτωση που θα ήθελε να επιστρέψει, οι αρχές της χώρας του θα του το επέτρεπαν, αλλά στην ηλικία των 33 σχεδόν ετών δεν κατέχει ούτε κάποιο πτυχίο, ούτε θα μπορούσε να βρει εργασία στο Ιράν.  Τέλος, ο αιτητής ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος, ούτε κάποιο μέλος της οικογένειας του είχε συλληφθεί, κρατηθεί, καταδικασθεί ή παρενοχληθεί από το καθεστώς. 

 

         Στην προσβαλλόμενη πράξη διαπιστώνεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκαμε επαρκείς ερωτήσεις στον αιτητή με τη βοήθεια δωρεάν διερμηνείας, ο δε αιτητής υπέγραψε το περιεχόμενο της συνέντευξης συμφωνώντας με αυτό.  Κρίθηκε, εύλογα, ότι εφόσον ο αιτητής δεν μπορούσε να ενταχθεί με βάση το Νόμο στα πρόσωπα εκείνα που έχρηζαν προστασίας λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης, αλλά ούτε και χρειαζόταν συμπληρωματική προστασία, η αίτηση του έπρεπε να απορριφθεί.  Η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε τους λόγους της διοικητικής προσφυγής και εφόσον έκρινε ότι δεν υπεβλήθησαν νέα στοιχεία υποστηρίζοντα την προσφυγή, δεν κρίθηκε σκόπιμη  η κλήση του αιτητή σε νέα συνέντευξη ή ακροαματική διαδικασία.

 

  Στη συνέχεια, παρατηρείται ότι  η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε τους λόγους που προβλήθηκαν από τον νομικό εκπρόσωπο του αιτητή απορρίπτοντας αυτούς, κρίνοντας, σε συμφωνία με την Υπηρεσία Ασύλου, ότι ο αιτητής δεν κατάφερε «..  να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.».  Επίσης, δεν κατάφερε να αποδείξει ότι έχρηζε του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ούτε κατείχε τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους.  Στην ουσία, ο αιτητής ήταν μετανάστης για οικονομικούς και προσωπικούς λόγους και η μόνη συνέπεια που θα αντιμετώπιζε σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του θα ήταν η μη ανεύρεση εργασίας. 

 

Δεν δικαιολογείται επέμβαση στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής.  Αυτή, όπως ήδη υποδείχθηκε, ήταν καθόλα εύλογη υπό το φως των όσων ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε.  Δεν υπήρχε ουσιαστικός φόβος καταδίωξης από το καθεστώς της χώρας του, δεν ήταν μέλος κάποιας πολιτικής ή άλλης οργάνωσης που να έδινε αφορμή στο καθεστώς να τον έχει στο στόχαστρο, ούτε και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά που πιστοποιούσαν βάσιμα φόβο ή καταπίεση ή διωγμό.  Το γεγονός ότι δεν εισήχθηκε, καθώς ο ίδιος ανέφερε, σε πανεπιστήμιο επειδή δεν μπορούσε να απαντήσει σε θέματα που σχετίζονταν με την ισλαμική θρησκεία και το καθεστώς, ουδόλως τον κατατάσσουν στην κατηγορία του πρόσφυγα ή του χρήζοντα ανθρωπιστικής βοήθειας.  Έφυγε από τη χώρα του χωρίς πρόβλημα με νόμιμο διαβατήριο και δύναται να επιστρέψει χωρίς πρόβλημα.  Οι λόγοι που τον ώθησαν να φύγει είναι καθαρά οικονομικοί και όπως ο ίδιος δήλωσε στη συνέντευξη του δεν ήθελε να εργάζεται λόγω πολύ χαμηλών μισθών.  Οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πολιτικού πρόσφυγα, (δέστε τις υποθέσεις Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2012 και Irene Ferenko v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1051/10, ημερ. 21.12.2011).

 

Ο αιτητής κρίθηκε αξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου.  Το πρόβλημα που τον έκανε να φύγει από τη χώρα του, ήταν προσωπικής φύσης, ήτοι, η αποτυχία του να εισέλθει σε πανεπιστήμιο, σε συνδυασμό με οικονομικούς λόγους.  Κανένας από τους λόγους δεν δικαιολογούσε αποδοχή της  αίτησης του ως πρόσφυγα.  Κατά την ιεραρχική προσφυγή τέθηκαν νέα θέματα και επισυνάφθηκαν έγγραφα που κατ΄ ισχυρισμόν τεκμηρίωναν τους φόβους δίωξης του.  Εύλογα, όμως, όλοι απορρίφθηκαν από την Αναθεωρητική Αρχή.  Η διάρκεια της συνέντευξης στην Υπηρεσία Ασύλου των 40 λεπτών δεν ήταν μικρή περίοδος χρόνου, παραχωρήθηκαν υπηρεσίες μεταφραστή, ο δε αιτητής είχε κάθε ευκαιρία να εκφραστεί και να καταθέσει τις θέσεις του.  Μπορούσε να υποστηρίξει το αίτημα του με την παρουσίαση εγγράφων, αλλά παρέλειψε να το πράξει.  Ο αιτητής έφυγε από τη χώρα του για προσωπικούς και οικονομικούς λόγους και ανυπόστατα κατά την ιεραρχική προσφυγή προβλήθηκε επιχείρημα ότι δεν εξετάστηκε τυχόν κίνδυνος που θα διέτρεχε αν απελαύνετο στη χώρα του. 

 

Επί των εγγράφων που παρουσιάστηκαν στην ιεραρχική προσφυγή, η Αναθεωρητική Αρχή ευλόγως τοποθετήθηκε αρνητικά υπό το φως του αμφιβόλου της γνησιότητας τους.  Πρόκειτο για έγγραφα που ενώ υποτίθετο πραγματεύονταν το ίδιο ζήτημα (κλείσιμο εργοστασίου όπου εργαζόταν, απεργία στην οποία συμμετείχε και έκδοση εντάλματος σύλληψης του), εν τούτοις παρουσίαζαν διαφορετικά γεγονότα, ακόμη και όσον αφορούσε την ημερομηνία γέννησης του.  Το ένα έγγραφο ήταν ανυπόγραφο και το άλλο χωρίς ημερομηνία.  Επιπλέον, καμιά αναφορά δεν έκανε ο ίδιος ο αιτητής στην αρχική συνέντευξη του σ΄ οποιεσδήποτε τέτοιες διαδικασίες ή προβλήματα, παρά μόνο, ως ανεφέρθη αρκέστηκε να προβάλει τα οικονομικά αδιέξοδα στη χώρα του.  Ορθά επίσης εντοπίστηκε ότι και ορθά να ήταν τα έγγραφα, αυτά αφορούσαν συγκεκριμένο πρόβλημα για συγκεκριμένο αδίκημα κατά το νόμο της χώρας του και δεν αποτελούσαν στοιχείο για εν γένει φόβο δίωξης του για τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, εύλογη ήταν η κρίση της Αναθεωρητικής Αρχής να μην κληθεί ο αιτητής σε συνέντευξη.  Τέτοια συνέντευξη είναι δυνητική κατά το άρθρο 28Ζ(1), (3) και (4) του Νόμου και όχι υποχρεωτική, (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.).  Η Αναθεωρητική Αρχή, άλλωστε, δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωση της εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων, (Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005).  Και πάντοτε υπό το φως των όσων ο ίδιος ο αιτητής θέτει ενώπιον της, (Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.2009).

 

Τα έγγραφα που υποβλήθηκαν έχουν μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα και εφόσον εναπόκειται στον αιτητή να θεμελιώσει το αίτημα του, όφειλε να παρουσιάσει έγγραφα αξιόπιστα και όχι αντιφατικά, (δέστε και Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, των Ηνωμένων Εθνών).

 

Περαιτέρω, τίποτε από όσα αναφέρει ο αιτητής δεν δικαιολογεί τη θέση ότι ήταν ο λειτουργός που έλαβε την απόφαση και όχι η ίδια η Αναθεωρητική Αρχή, η οποία, ως ανεφέρθη, ενδιέτριψε στο όλο ζήτημα.  Συμφωνία με την εισήγηση του λειτουργού της, δεν καθιστά την απόφαση τρωτή, (Mr Raju Banik v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, υπόθ. αρ. 1695/07, ημερ. 10.10.2008).  Εδώ, το Παράρτημα 8, ημερ. 7.12.2010, αποτελεί απλώς την έκθεση της αρμοδίας λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία καταλήγει με σχετική εισήγηση στις σελ. 9-10, όπως η διοικητική προσφυγή απορριφθεί.  Η ίδιας ημερομηνίας τελική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής δεν πάσχει επειδή έχει πανομοιότυπο στην ουσία λεκτικό.  Η εισήγηση της λειτουργού, μετατράπηκε σε απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, αφού, τεκμαίρεται κατά την αρχή της νομιμότητας, ότι μελετήθηκε.  Ουδέν μεμπτόν υπάρχει. 

 

Η απόφαση λήφθηκε εντός των ορθών παραμέτρων κρίσης, στα πλαίσια της νομιμότητας, με πλήρη έρευνα και σαφή αιτιολογία.  Δεν υπάρχει λόγος επέμβασης στην απόφαση από το Δικαστήριο, το οποίο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά ελέγχει μόνο τη νομιμότητα αυτής, (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το              Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                         

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο