ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 839/2010)
11 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Χρ. Χατζηευτυχίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «η ΕΔΥ», ημερ. 12.2.2010 με την οποία προήγαγαν την Ελένη Μιλή, Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γεωργίας Α΄, από 15.3.2010.
Αρχικά η προσφυγή στρεφόταν εναντίον της προαγωγής και τριών άλλων προσώπων, αλλά κατόπιν σχετικής προδικαστικής ένστασης ότι η προαγωγή των υπόλοιπων ΕΜ αφορούσε σε διαφορετικές και μη συναφείς διοικητικές πράξεις, η προσφυγή αποσύρθηκε εναντίον τους και παρέμεινε μόνο εναντίον του πιο πάνω ΕΜ.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ζήτησε την πλήρωση 9 μόνιμων θέσεων, Λειτουργού Γεωργίας Α΄ στο Τμήμα Γεωργίας. Επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής, κατ' αρχάς η ΕΔΥ άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, ο οποίος σύστησε για προαγωγή ανάμεσα σε άλλους και το ΕΜ. Στις 12.2.2010 η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε του Αιτητή και των υπόλοιπων υποψηφίων και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή, σε μια εκ των επίδικων θέσεων, από 15.3.2010.
Ο Αιτητής εναντίον της απόφασης προβάλλει ουσιαστικά τρεις λόγους ακύρωσης, ότι:- (1) Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αποτέλεσμα πλάνης ότι το ΕΜ υπερέχει έναντι του Αιτητή, ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα και πείρα, ενώ δεν υστερεί σε αξία, (2) είναι επίσης αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, ως προς τα προσόντα και την κατοχή μεταπτυχιακού από τον Αιτητή και (3) η σύσταση του Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακύρωσης, θα πρέπει να αναφέρω ότι επειδή το ΕΜ, μετά από εκπαιδευτική άδεια, απουσίαζε το 2008-2009, δεν υπάρχουν στο φάκελο οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τα δύο αυτά έτη. Υπάρχουν όμως για το 2006 και 2007, στις οποίες έχει βαθμολογηθεί σε όλα τα κριτήρια εξαίρετη. Στον πιο κάτω πίνακα, συμπεριλαμβάνονται οι αξιολογήσεις των δύο μερών για τα έτη 2006 και 2007 που συμπίπτουν, καθώς και η αξιολόγηση του Αιτητή για το 2008, που βρίσκεται στο φάκελό του, για να διαφανεί αν προκύπτει οτιδήποτε προς όφελός του:-
|
2006 |
2007 |
2008 |
Αιτητής |
5 Ε - 3 ΠΙ |
5 Ε - 3 ΠΙ |
6 Ε - 2 ΠΙ |
ΕΜ |
8 Ε - 0 ΠΙ |
8 Ε - 0 ΠΙ |
Δεν αξιολογήθηκε |
Θα εξετάσω και τους τρεις λόγους μαζί, εφόσον συνδέονται. Τόσο τα παράπονα του Αιτητή που αφορούν στη σύσταση, όσο και αυτά που αφορούν την ΕΔΥ, συνδέονται με το ότι ο Διευθυντής και η ΕΔΥ παραγνώρισαν την αρχαιότητα του Αιτητή και ότι δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να πλανηθούν ως προς τα προσόντα και την κατοχή μεταπτυχιακού από τον Αιτητή.
Θα αρχίσω από το λόγο που αφορά στη σύσταση. Ο συνήγορος του Αιτητή, συγκεκριμένα προβάλει ότι ο Διευθυντής παραγνώρισε την υπεροχή του Αιτητή σε αρχαιότητα και πείρα και ότι δεν υστερεί σε προσόντα.
Η νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή, εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια. Νομολογιακά τίθεται υπό το πρίσμα της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695, στην οποία κρίθηκε ότι η σύσταση δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων και ούτε συναρτάται προς την αξία του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση αποτελεί απλώς τη γνώμη του Προϊσταμένου στη βάση των κριτηρίων και με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή αναδύεται από τους φακέλους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διευθυντής, αναφέρει τα ακόλουθα στη σύστασή του:-
«Οι Φιλίππου Δέσποινα, Μιλή Ελένη, Αθανασίου Περικλής και Παύλου Ανδρέας υπερέχουν σε αρχαιότητα, με εξαίρεση του Ιορδανού Γεώργιου, ο οποίος όμως υστερεί ουσιωδώς σε αξία. Σε σύγκριση με τους λοιπούς υποψηφίους που υστερούν σε αρχαιότητα, υπερέχουν ή δεν υστερούν σε αξία. Οι Τοφαρή Δήμητρα, Αβραάμ Αβραάμ και Συκάς Κλεάνθης σε σύγκριση με τους Ιορδανού Γεώργιο και Εμμανουήλ Ζαχαρία, που υπερέχουν σε αρχαιότητα, υπερέχουν σε αξία, ενώ, σε σύγκριση με τους λοιπούς υποψηφίους που υστερούν σε αρχαιότητα, υπερέχουν ή έχουν την ίδια αξία. Η Χριστοδουλίδου Ελένη, σε σύγκριση με τους Ιορδανού Γεώργιο, Ζαχαρία Εμμανουήλ και Κώστα Χρυστάλλα, που υπερέχουν σε αρχαιότητα, υπερέχει σε αξία, ενώ, σε σύγκριση με τους υποψηφίους που υστερούν σε αρχαιότητα, έχει την ίδια σε αξία.
Σημειώνω ότι τόσο τα μεταπτυχιακά προσόντα που διαθέτουν ορισμένοι από τους υποψηφίους που συστήνω όσο και τα μεταπτυχιακά προσόντα που διαθέτουν ορισμένοι από τους υποψηφίους που δε συστήνω είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν αποτελούν πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.»
Μπορεί η σύσταση του Διευθυντή να είναι γενική, αλλά περιέχει τα αναγκαία στοιχεία, χωρίς να παραγνωρίζονται τα στοιχεία του Αιτητή. Όπως εξηγεί ο Διευθυντής, ο Αιτητής υπερτερούσε σε αρχαιότητα των άλλων υποψηφίων. Όμως, τόνισε ότι υστερούσε ουσιωδώς σε αξία. Ο Διευθυντής απλά εξέφρασε τη γνώμη του στη βάση των κριτηρίων και με δοσμένη πάντοτε την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων και δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγισή του. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν συμφωνώ με την εισήγηση της δικηγόρου του Αιτητή ότι ο Διευθυντής παραγνώρισε την αρχαιότητα του πελάτη του. Ούτε τα προσόντα του Αιτητή παραγνωρίστηκαν, αφού ο Διευθυντής έλαβε υπόψη το πτυχίο που κατείχε. Εν πάση περιπτώσει, το ότι δεν έλαβε υπόψη ότι το πτυχίο του Αιτητή ισοδυναμούσε με μεταπτυχιακό, δεν αλλοιώνει την κατάσταση, αφού ούτως ή άλλως δεν θα αποτελούσε πλεονέκτημα, αλλά θα ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Πέραν τούτου, θα πρέπει να αναφέρω ότι θεωρώ ότι ήταν ευθύνη του Αιτητή να παρουσίαζε εγκαίρως το πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ για την ισοτιμία και όχι να το παρουσιάσει στο στάδιο των διευκρινίσεων. Να σημειωθεί ότι το πιστοποιητικό φέρει ημερ. 13.1.2012. Δεν συμφωνώ ότι ο Διευθυντής ή η ΕΔΥ είχαν υποχρέωση να προβούν σε έρευνα για να εξακριβώσουν την ισοτιμία. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100, Γιωργαλλάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 954/09, ημερ. 9.3.2011 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 3/2009, ημερ. 26.5.2011).
Τα ίδια περίπου καταλογίζονται και στην ΕΔΥ, ότι δηλαδή πλανήθηκε ως προς το θέμα της αρχαιότητας και του μεταπτυχιακού. Υιοθετώ τα όσα ανέφερα πιο πάνω, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε άλλο, πλην του ότι η αρχαιότητα των δύο χρόνων για να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία θα έπρεπε οι υποψήφιοι να ήταν ισοδύναμοι. Όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν, αφού το ΕΜ υπερτερούσε σε αξία όπως ορθά εξέλαβε τόσο ο Διευθυντής, όσο και η ΕΔΥ. Σύμφωνα με τη νομολογία, βασικά κριτήρια για την προαγωγή ενός υποψηφίου είναι η αξία, όπως αυτή αναδύεται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Τα άλλα δύο κριτήρια συνυπολογίζονται γιατί αποτελούν και αυτά χρήσιμους δείχτες για τον προσδιορισμό της αξίας. Σκοπός της όλης διαδικασίας είναι να επιλεγεί ο καλύτερος υποψήφιος. Το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και έτσι δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του, έστω και αν το ίδιο ενδεχομένως να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Όμως το δικαστήριο δεν διστάζει να παρέμβει όταν διαπιστώσει ότι η υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονιστεί ότι μπορεί η διοίκηση να μην χρειάζεται να καταλήξει σε διαπίστωση έκδηλης υπεροχής του διορισθέντα, όμως το δικαστήριο για να επέμβει χρειάζεται να δεχθεί ότι ο Αιτητής «υπερέχει έκδηλα», όπως η φράση έχει ερμηνευθεί νομολογιακά (βλ. ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 329). Το βάρος για απόδειξη έκδηλης υπεροχής το έχει ο Αιτητής (βλ. Alexandrou v. COT (1980) 3 CLR 360).
Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο δεν έχει αποδειχθεί ουσιώδης πλάνη, αλλά ο Αιτητής απέτυχε να πείσει ότι υπερείχε έκδηλα του ΕΜ και ότι η ΕΔΥ απέτυχε στο έργο της στο να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο για τη θέση. Εδώ δεν επρόκειτο περί οριακής διαφοράς.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς