ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1299/2010)
20 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΥΡΑΤΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την προσφυγή του ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, ημερ. 30.8.2010, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης προήγαγαν τον Στέλιο Στυλιανού, Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), στη μόνιμη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), αναδρομικά από 15.11.2007. Η συγκεκριμένη θέση με τον τρόπο που δημοσιεύτηκε, εντάσσεται στη δικαιοδοσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), αντί της ΕΕΥ.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης, μετά που το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή του ΕΜ στην υπόθεση Στέλιος Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1719/07, ημερ. 22.7.2010 και ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ να προαγάγει τον Αιτητή, στην επίδικη θέση. Προτού προχωρήσω, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ έστω και συνοπτικά, στο δεδικασμένο που προκύπτει από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του αδελφού δικαστή Ναθαναήλ, το αποτέλεσμα της οποίας δεσμεύει την παρούσα προσφυγή. Όπως εκεί κρίθηκε, το ΕΜ (τότε Αιτητής), σε αξία «ήταν σαφώς υπέρτερο» του Αιτητή. Ο αδελφός δικαστής άντλησε το συμπέρασμα του από τα πιο κάτω ουσιώδη γεγονότα που αφορούν στο κάθε ένα από τα δύο μέρη. Ως προς τα προσόντα και αξία του νυν ΕΜ, το Δικαστήριο σημειώνει ότι:-
«..γεννήθηκε στις 9.11.1953, αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1972, στη συνέχεια δε τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1975 με άριστα, έλαβε το 1982 πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με Λίαν Καλώς, και ακολούθως πήρε το Bachelor of Education και M.A. Education, από το Western Australian College και Antioch University, αντίστοιχα. Διορίστηκε ως δάσκαλος αρχικά και ανεβαίνοντας τις διάφορες βαθμίδες, κατείχε πριν την επίδικη θέση, τη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης από το Νοέμβριο του 2006, ενώ προηγουμένως ήταν Γενικός Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης από τον Ιούνιο 2006, μέχρι το Νοέμβριο 2006.
Ως προς την αξία, τα τελευταία δέκα έτη, είχε από 38 για το 1996 και 1997, το 2000 έξι εξαίρετα και δύο πολύ ικανοποιητικά, το 2001 επτά εξαίρετα και ένα πολύ ικανοποιητικά και από το 2002-2006, οκτώ εξαίρετα.»
Ως προς τα προσόντα και αξία του Αιτητή, αναφέρει ότι αυτός:-
«.. γεννήθηκε στις 15.10.1952, διορίστηκε δάσκαλος το 1975 και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1998, όταν έγινε Βοηθός Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης μέχρι το 2001 και από το 2001-2005, ήταν Διευθυντής Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το Σεπτέμβριο του 2005, προήχθη στη θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μετά την αποφοίτηση του από την Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου με Λίαν Καλώς, φοίτησε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, από όπου πήρε πτυχίο με Λίαν Καλώς, και μετέπειτα πήρε μεταπτυχιακό στην Εκπαιδευτική διοίκηση από το Τμήμα Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, μετά από φοίτηση μεταξύ των ετών 1997-2000.
Από πλευράς αξίας, έχει από 38 το 1997-2003, το 2005 έξι «εξαίρετα» και δύο «πολύ ικανοποιητικά» και το 2006, επτά «εξαίρετα» και ένα «πολύ ικανοποιητικά».
Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο απέρριψε τις εισηγήσεις του δικηγόρου του νυν Αιτητή ότι το ΕΜ δεν είναι προσοντούχο. Θεώρησε τις εισηγήσεις «αστήριχτες και θεμελιακά εσφαλμένες αιτιάσεις που ετεροχρονισμένα και μόνο προβάλλονται». Τελικά, παρά τη διαπίστωση ότι το ΕΜ ήταν προσοντούχο, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αξιολογήθηκαν όλα τα προσόντα του. Σημείωσε ότι το νυν ΕΜ, πέραν του απαιτούμενου πτυχίου και μεταπτυχιακού, κατέχει και το πτυχίο νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι αποτελεί πρόσθετο προσόν το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί. Τότε δεν συνεκτιμήθηκε, αλλά η ΕΔΥ, υπό τη νέα σύσταση της, το συνεκτίμησε.
Μέρος του δεδικασμένου αποτελεί και η διαπίστωση του αδελφού δικαστή ότι το νυν ΕΜ έχει προβάδισμα και ως προς την αρχαιότητα, η οποία του δίδει υπέρμετρη πείρα. Η αρχαιότητα του προκύπτει από την κατοχή της θέσης Επιθεωρητή στην Κλίμακα Α13+2, από 1.9.2000, ενώ ο νυν Αιτητής κατείχε τη θέση αυτή από 1.9.2005. Περαιτέρω, το νυν ΕΜ προήχθη την 1.9.2004 στη θέση Πρώτη Λειτουργού Εκπαίδευσης, Κλίμακα Α14+2. Πέραν τούτου, το νυν ΕΜ μέχρι την επίδικη πράξη που αφορούσε στην προσφυγή 1719/07, κατείχε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης μεταξύ Ιουνίου-Νοεμβρίου 2006 και μετά ως Αναπληρωτή, τη θέση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ενώ ο νυν Αιτητής παρέμεινε στη θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, από το Νοέμβριο του 2005.
Ο Ναθαναήλ, Δ., σημειώνει επίσης την υπέρ του νυν ΕΜ σύσταση της Διευθύντριας η οποία, όπως έκρινε, δεν έπασχε από ακυρότητα.
Τέλος, σημειώνει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε το νυν ΕΜ ως «Εξαίρετο» και τον Αιτητή ως «Πάρα Πολύ Καλό», ενώ η Διευθύντρια επέκτεινε περισσότερο τη διαφορά μεταξύ τους, αφού κατά την προφορική εξέταση αξιολόγησε το ΕΜ «Εξαίρετο» και τον Αιτητή «Πολύ Καλό».
Η ΕΔΥ συμμορφούμενη με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, σε συνεδρία της στις 27.7.2010, προχώρησε στην επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την ακυρωθείσα απόφαση, ενώ ειδοποιήθηκε σχετικά και ο Αιτητής.
Στη συνέχεια η ΕΔΥ, συνεδρίασε στις 30.8.2010 με σκοπό την επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Η ΕΔΥ ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 34(Α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), στο εξής «ο Νόμος» και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι πάσχει η κρίση που αποκόμισε τόσο η Επιτροπή όσο και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, κατά την οικεία προφορική εξέταση, αποφάσισε ότι αυτή διασώζεται και λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς επανεξέτασης. Αφού σύμφωνα με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας κρίθηκε νόμιμη και αιτιολογημένη, η ΕΔΥ αποφάσισε, στα πλαίσια της παρούσας επανεξέτασης, όπως και αυτή διασωθεί και ληφθεί υπόψη.
Επίσης η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων. Επίσης έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, καθώς και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αφού όλοι οι υποψήφιοι που προσήλθαν στην προφορική εξέταση ενώπιον της, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προέρχονται από τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία. Με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, η Επιτροπή αποφάσισε ότι καταλληλότερο πρόσωπο για προαγωγή στην επίδικη θέση είναι το ΕΜ, στο οποίο και πρόσφερε τη θέση αναδρομικά από 15.11.2007.
Ο Αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει ουσιαστικά δύο λόγους ακύρωσης, ότι:- (1) Η ΕΔΥ λόγω μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, λανθασμένα έκρινε ότι το ΕΜ ήταν προσοντούχο και (2) κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ, υπό νέα σύνθεση, λανθασμένα και αντίθετα στη νομολογία έλαβε υπόψη την κρίση και εντυπώσεις της ΕΔΥ υπό προηγούμενη σύνθεση.
Η ΕΔΥ λόγω μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, λανθασμένα έκρινε ότι το ΕΜ ήταν προσοντούχος-Λόγος ακύρωσης 1
Σε σχέση με την έρευνα, το πρώτο που προβάλλει ο δικηγόρος του Αιτητή, στη σελίδα 2 της αγόρευσής του, είναι ότι κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 27.8.2010 ανέφερε ότι «η επανεξέταση .. αναβάλλεται, γιατί χρήζει περαιτέρω υπηρεσιακής μελέτης». Όμως ουδείς γνωρίζει τι σημαίνει «υπηρεσιακή μελέτη» και εάν αυτή ολοκληρώθηκε. Ως αποτέλεσμα, αυτής της αναφοράς, ο κ. Αγγελίδης υποθέτει ότι ουδέποτε έγινε η αναγκαία μελέτη και έρευνα. Δεν συμφωνώ. «Υπηρεσιακή μελέτη» με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε, σημαίνει μελέτη των υπηρεσιακών φακέλων και εντοπισμός των χρήσιμων στοιχείων. Τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της ΕΔΥ ημερ. 30.8.2010, είναι ενδεικτικά της έρευνας που έγινε.
Στην παράγραφο 1.8 της αγόρευσης του δικηγόρου του Αιτητή, εγείρεται επίσης θέμα ότι στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 27.8.2010, αναφέρεται ότι τα νέα μέλη της ΕΔΥ «ενημερώθηκαν για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής..», χωρίς να διευκρινίζεται ποια ήταν τα στοιχεία αυτά, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Ούτε αυτό το συμπέρασμα ευσταθεί. Η ενημέρωση σαφώς αναφέρεται στα στοιχεία των φακέλων και δεν χρειαζόταν να γίνει ειδική αναφορά.
Ένα άλλο θέμα που εγείρει ο δικηγόρος του Αιτητή, είναι ότι προτού προχωρήσει η ΕΔΥ σε επανεξέταση, με επιστολή του ιδίου ζητήθηκε όπως διερευνηθεί η κατοχή από μέρους του ΕΜ τριών από τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι:-
«1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισοδύναμο προσόν σ' ένα τουλάχιστον από τα θέματα που απαιτούνται για διορισμό στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία.
2. Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε θέμα συναφές με την εκπαίδευση ή τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.
3. Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας.»
Όμως η ΕΔΥ, ανέφερε ο κ. Αγγελίδης, αγνόησε την έκκληση, γεγονός που κατά τον ίδιο, υποδεικνύει έλλειψη δέουσας έρευνας η οποία οδήγησε σε πλάνη. Το κενό, είπε, δεν μπορεί να πληρωθεί με πρωτογενή έρευνα από το Δικαστήριο.
Από την άλλη, οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ, προβάλλουν ότι αναφορικά με τα προσόντα του ΕΜ, υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι είναι κάτοχος των πιο πάνω προσόντων λόγω της κατοχής προηγούμενων θέσεων στις οποίες τα Σχέδια Υπηρεσίας καθιστούσαν ως απαραίτητη την κατοχή των εν λόγω προσόντων. Πέραν τούτου, το θέμα αποτελεί δεδικασμένο, αφού κρίθηκε στην προηγούμενη διαδικασία η οποία οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν νέα έρευνα θα σήμαινε αναψηλάφηση του διορισμού και προαγωγών των ΕΜ σε προηγούμενες θέσεις, κάτι νομικά ανεπίτρεπτο.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Συμφωνώ τόσο με τη συνήγορο των Καθ' ων η αίτηση, όσο και με το συνήγορο του ΕΜ, ότι Αιτητής δεν μπορεί να θέτει ένα τέτοιο ζήτημα, αφού η κατοχή των αιτούμενων προσόντων από το ΕΜ, όχι μόνο καλύπτεται από το δεδικασμένο στην υπόθεση 1719/07, αλλά αποτελεί και αμάχητο τεκμήριο ως αποτέλεσμα του αρχικού διορισμού του ΕΜ στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία και των μετέπειτα προαγωγών που έτυχε σε θέσεις που απαιτούνται τα επίδικα προσόντα, σύμφωνα με τα Σχέδια Υπηρεσίας τα οποία δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Πανεπιστημιακός τίτλος ήταν απαραίτητο προσόν, όχι μόνο για να διοριστεί στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, αλλά και για να προαχθεί στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης. Περαιτέρω, το προσόν της άριστης γνώσης της Ελληνικής και πολύ καλής γνώσης μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, αναγνωρίστηκε κατά την προαγωγή του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης. Σχετικά είναι τα Σχέδια Υπηρεσίας που επισυνάπτονται στις αγορεύσεις των δικηγόρων των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ. Για το μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο συναφή με την εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, που είναι το τρίτο προσόν για το οποίο γίνεται λόγος, υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ως αποτέλεσμα του διορισμού του στη θέση Αναπληρωτή Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, από 16.11.2006, μέχρι και την πλήρωση της θέσης στις 2.11.2007. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(1) της ΚΔΠ 98/91, οι αναπληρωματικοί διορισμοί γίνονται, νοουμένου ότι ο υπάλληλος που συστήνεται για τέτοιο διορισμό, κατέχει τα προσόντα της θέσης. Σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 442 και τα οποία υιοθετήθηκαν στη μετέπειτα απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468 ότι «η κοινή λογική αναντίρρητα επιβάλλει, και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε παραπέρα «έρευνα» από την ΕΔΥ να κρίνει ως πραγματικό γεγονός ότι ο προαχθείς διέθετε το επίμαχο προσόν, που είναι το ίδιο με αυτό που απαιτείτο για τη θέση στην οποία διορίστηκε» από παλιά. Όπως εξηγήθηκε, το συμπέρασμα αυτό «δεν επιβάλλεται μόνο από την κοινή λογική αλλά και παγιώνεται από την αρχή του διοικητικού δικαίου περί της νομιμότητας του διορισμού του ΕΜ στην προηγούμενη θέση». Επίσης επεξηγείται στην ίδια υπόθεση (Πογιατζή, ανωτέρω) ότι οποιαδήποτε «έρευνα» από την ΕΔΥ για τα επίμαχα προσόντα, «θα απέληγε στην πράξη σε αναψηλάφηση» όχι μόνο του διορισμού του προαχθέντος, αλλά και των μετέπειτα προαγωγών του, πράγμα νομικά ανεπίτρεπτο.
Τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Τιμοθέου ν. ΕΕΥ, Υπόθ. Αρ. 908/97, ημερ. 28.1.1999, τα οποία παραθέτει στη σελίδα 2 της απαντητικής του αγόρευσης ο δικηγόρος του Αιτητή, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού ο δικαστικός λόγος της συγκεκριμένης απόφασης ανατράπηκε από την ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 ΑΑΔ 468 στην οποία υιοθετήθηκαν τα αποφασισθέντα στην Κούλη ν. Δημοκρατία, Υπόθ. Αρ. 1038/2000, ημερ. 22.1.2002, η οποία με τη σειρά της υιοθετεί την Πογιατζής, ανωτέρω.
Η «έρευνα» όπως την εισηγείται ο δικηγόρος του Αιτητή, δεν ενδείκνυτο να γίνει και για το λόγο ότι θα συγκρουόταν με το δικαστικό δεδικασμένο στην προσφυγή 1719/07, στην οποία ο αδελφός δικαστής Ναθαναήλ έκρινε ότι:-
«Είναι κατάλληλο το σημείο να απαντηθεί η θέση του ενδιαφερομένου μέρους[1] ότι ο αιτητής[2] δεν είναι καν προσοντούχος όχι απλώς για την επίδικη θέση, αλλά ως γίνεται αντιληπτό, για εξαρχής προαγωγή εφόσον αμφισβητείται η επάρκεια του βασικού πανεπιστημιακού τίτλου ή του μεταπτυχιακού. Πρόκειται για αστήρικτες και θεμελιακά εσφαλμένες αιτιάσεις που ετεροχρονισμένα και μόνο προβάλλονται. Όπως ορθά παρατηρεί ο συνήγορος του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση, στη βάση των συνημμένων σ΄ αυτή σχεδίων υπηρεσίας για τις προηγούμενες θέσεις Επιθεωρητή (Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης), και Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης, τα εκεί απαιτούμενα προσόντα ήταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, ή μεταπτυχιακό. Η κατοχή από τον αιτητή διαδοχικά των πιο πάνω θέσεων, θέτει τέρμα στην περαιτέρω συζήτηση, το αυτό δε ισχύει και σε ό,τι αφορά την κατοχή για πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, ενόψει των σπουδών του αιτητή σε δύο Αγγλόφωνα πανεπιστήμια στην Αυστραλία και Η.Π.Α., ασχέτως του ότι δεν είχε φοιτήσει εκεί ως διαμένων στα πανεπιστήμια αυτά φοιτητής, προϋπόθεση που δεν απαιτείται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο προβλέπει απλώς στο στοιχείο 3(5), «Άριστη γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής, ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας».
Σύμφωνα με τη νομολογία, η ακυρωτική απόφαση ενός δικαστηρίου, όπως ήταν η απόφαση στην προσφυγή 1719/07, δημιουργεί απόλυτο δεδικασμένο και ισχύει έναντι πάντων. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (1993) 3 ΑΑΔ 280). Κάθε αίτημα που κρίνεται από το δικαστήριο, όπως εδώ το θέμα των προσόντων, είναι δεσμευτικό για τη διοίκηση. Επομένως, η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση δεν εδικαιούτο να προβεί σε νέα έρευνα, αφού σαφώς εμποδίζετο από το δικαστικό δεδικασμένο που υπήρχε (βλ. Χατζηχάννα (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 527, Χατζηγέρου ν. ΑΗΚ (2007) 3 ΑΑΔ 345). Η υπόθεση Πιλλά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 920/06, ημερ. 4.7.2008, στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος του Αιτητή, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Όπως ορθά υποδεικνύει ο δικηγόρος του ΕΜ, εκεί το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε για φοίτηση-εκπαίδευση στο εξωτερικό για την οποία κρίθηκε ότι θα έπρεπε να είχε γίνει έρευνα.
Κατά την επανεξέταση, η ΕΔΥ, υπό νέα σύνθεση, λανθασμένα και αντίθετα στη νομολογία, έλαβε υπόψη την κρίση και εντυπώσεις της ΕΔΥ υπό προηγούμενη σύνθεση - Λόγος ακύρωσης 2
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, με τρία νέα μέλη, δεν θα έπρεπε να δεσμευτεί από την υποκειμενική, όπως την χαρακτηρίζει, κρίση της προηγούμενης σύνθεσης. Επίσης ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το ΕΜ υπερέχει σε αξία, πείρα, προσόντα και αρχαιότητα. Τέλος, εισηγήθηκε ότι από τη στιγμή που η απόφαση στην υπόθεση 1719/07 εφεσιβλήθηκε από τον Αιτητή (Α.Ε. 145/10), η ΕΔΥ δεν έπρεπε να θεωρήσει ότι δεσμευόταν από δεδικασμένο.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατ' αρχάς θα ήθελα να αναφέρω ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας που κωδικοποιούνται στο άρθρο 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής, κατά την επανεξέταση το αποφασίζον όργανο, που στην παρούσα περίπτωση είναι η ΕΔΥ, είναι υποχρεωμένο να ενεργήσει με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, καθώς και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση, δηλαδή το δεδικασμένο, έστω και αν στο μεταξύ έχει αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής (άρθρο 34Α(3)). Το περιεχόμενο του δεδικασμένου της απόφασης στην υπόθεση 1719/07 είναι δεσμευτικό, εκτός αν ανασταλεί η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης ή εάν ακυρωθεί κατόπιν εφέσεως, γεγονός το οποίο δεν υφίσταται προς το παρόν (βλ. Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) ΑΑΔ 7 και Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και άρθρο 59 του Νόμου 158(Ι)/1999).
Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, νόμιμα, αιτιολογημένα και σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε στα τρία αξιολογικά κριτήρια. Αυτό προκύπτει τόσο από τα στοιχεία των φακέλων, όσο και από την ακυρωτική απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας και για αυτό το ζήτημα έχει κριθεί και είναι δεσμευτικό και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τα διάδικα μέρη, εκτός αν ακυρωθεί κατόπιν έφεσης. Στο κριτήριο αξία το ΕΜ, σύμφωνα με το δεδικασμένο, ήταν σαφώς υπέρτερο. Η βαθμολογημένη αξία του στα τελευταία πέντε χρόνια, ήταν οκτώ Εξαίρετα, ενώ ο Αιτητής είχε δύο λιγότερα. Ακόμα και στα δέκα χρόνια η εικόνα δεν αλλάζει. Η συγκεκριμένη υπεροχή, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση 1719/07, αναπόφευκτα προσμετρά στην όλη υπηρεσιακή του εικόνα, όταν αναμφισβήτητα σε αρχαιότητα και πείρα το ΕΜ, κρίθηκε στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία, ότι υπερέχει έναντι του Αιτητή. Σχετικά το Δικαστήριο στην απόφαση του στην Υπόθ. Αρ. 1719/07, ανωτέρω, ανέφερε τα ακόλουθα:-
«Η αρχαιότητα, ως ανωτέρω, επιφέρει μαζί της και υπέρτερη πείρα όπως έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί από τη νομολογία. Η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία λόγω της πείρας που λογικά προστίθεται με τα χρόνια υπηρεσίας του υπαλλήλου. Όπως ορθά αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή,[3] η πείρα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους,[4] λογίζεται από την τελευταία ή και την προτελευταία θέση πριν την επίδικη κρίση, ώστε να μην ισχύουν τα όσα η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται αναφορικά με πείρα που θα έπρεπε να λογισθεί μέχρι και το έτος 2007 (σελ. 33-34 της γραπτής της αγόρευσης). Αντίθετα, η πείρα πρέπει να λογισθεί μέχρι το Νοέμβριο του 2006, (2.11.2007, όταν έγινε η πλήρωση της θέσης), εφόσον από την 1.9.2000, πέντε χρόνια ενωρίτερα, ασκούσε καθήκοντα Επιθεωρητή πριν το ενδιαφερόμενο μέρος και Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης από 1.9.2004, που δεν ασκούσε το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη θέση λοιπόν του Επιθεωρητή, που ο αιτητής κατείχε πολύ πριν το ενδιαφερόμενο μέρος, αποκτήθηκε μεγαλύτερη πείρα εφόσον ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, επαυξητική της αξίας του, έστω και αν δεν διετέλεσε Διευθυντής Σχολείου, όπως το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο και είχε ασκήσει αυτά τα καθήκοντα πριν την τελευταία θέση, αυτή του Επιθεωρητή, που είχε, υπενθυμίζεται, μόνο από 1.9.2005 (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.δ. 731, Παρτάσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1617/07, ημερ. 9.12.2008 και Καλογήρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1685/08, ημερ. 22.12.2009).»
Το ίδιο υπερέχει σε προσόντα, αφού κατέχει πρόσθετα πτυχίο Νομικής, το οποίο λόγω του υψηλόβαθμου της θέσης, του προσδίδει ευρύτητα γνώσεων ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα στις απαιτήσεις και στα καθήκοντα της θέσης (βλ. σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374).
Περαιτέρω, το ΕΜ έχει την υπέρ του νόμιμη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, που ορθά η παρούσα ΕΔΥ έλαβε υπόψη, αφού το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης έκρινε ότι είναι νόμιμη. Σχετικά το Δικαστήριο στην ακυρωτική του απόφαση ανέφερε τα ακόλουθα:-
«Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν πάσχει από ακυρότητα η σύσταση της Διευθύντριας επειδή κατά μέρος της ήταν γραπτή, εφόσον η σύσταση της προς τον αιτητή[5] πρέπει να ιδωθεί ως ενιαίο σύνολο, όπως απορρέει αφενός από την αξιολόγηση της στην προφορική εξέταση και αφετέρου από τη γραπτή της άποψη, η οποία κατατέθηκε ως μέρος του φακέλου. Ανάλογες γραπτές συστάσεις κρίθηκαν ως μη επιφέρουσες ακυρότητα (Πιττοκοπίτης ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτικών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (2008) 3 Α.Α.Δ. 65), ακόμη και στην απουσία του προϊσταμένου κατά τη συνεδρία των προαγωγών, εφόσον βέβαια το επιτρέπουν οι οικείες διατάξεις. (Λάμπρος Παπαδόπουλος ν. Δήμου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1005/96, ημερ. 20.10.1999 (Κρονίδης, Δ.).
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δεν είναι αντιληπτό γιατί η σύσταση της Διευθύντριας δεν θεωρείται αιτιολογημένη, τη στιγμή που καταγράφησαν επαρκώς οι θέσεις της ως απορρέουσες από τα στοιχεία των φακέλων. Με δεδομένο, λοιπόν ότι η σύσταση ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη, χρειαζόταν πειστική αιτιολογία για απόκλιση απ΄ αυτήν.»
Ως προς το ζήτημα της προφορικής εξέτασης, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η ΕΔΥ υπό τη νέα της σύνθεση, θα έπρεπε να είχε προβεί σε «νέα κρίση και βέβαια νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή». Κατ' αρχάς ο Αιτητής βαθμολογήθηκε «Εξαίρετος» στην προφορική συνέντευξη και επομένως είναι ορθή η εισήγηση των δικηγόρων των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ ότι στερείται εννόμου συμφέροντος να εγείρει τον εν λόγω ισχυρισμό. Όπως αναφέρθηκε στην Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339, ακόμη και οι λόγοι ακυρότητας θα πρέπει να προβάλλονται «μετ' εννόμου συμφέροντος για να είναι παραδεχτοί». Επομένως ο Αιτητής με την εξαίρετη βαθμολογία που του δόθηκε στην προφορική συνέντευξη, δεν θα είχε τίποτε να ωφεληθεί από τυχόν ακύρωση των αποτελεσμάτων της προφορικής συνέντευξης.
Ανεξαρτήτως τούτου, η εισήγηση για «νέα κρίση», κατά την άποψή μου δεν ευσταθεί, αφού με βάση το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση 1719/07, η συνέντευξη κρίθηκε νόμιμη. Εκείνο που κρίθηκε παράνομο ήταν η υπέρμετρη σημασία που δόθηκε σ' αυτήν από μέρους της ΕΔΥ υπό προηγούμενη σύνθεση. Όμως ταυτόχρονα με τα πιο πάνω, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει και την αντικρουόμενη θέση ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης από την τωρινή ΕΔΥ. Κατά την άποψή μου και αυτή η θέση είναι αβάσιμη, αφού η ΕΔΥ κατά την επανεξέτασή της, κάνει αναφορά και σύγκριση μεταξύ του Αιτητή και του ΕΜ, ενώ προβαίνει σε δέουσα εκτίμηση των μεταξύ τους διαφορών. Ταυτόχρονα αιτιολογεί δεόντως την υπέρ του ΕΜ προτίμησή της, ενόψει του γεγονότος ότι αφενός μεν το ΕΜ έχει προβάδισμα σε αξία (που μπορεί να μην του προσδίδει έκδηλη υπεροχή, αλλά που όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί), υπερέχει σε προσόντα, αρχαιότητα σε ιεραρχικά ανώτερη θέση που του προσδίδει υπεροχή σε πείρα και έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Αφετέρου δε η βαθμολογική διαφορά του Αιτητή έναντι του ΕΜ, στην προφορική εξέταση, είναι μικρή αφού είναι κατά μια μόνο βαθμίδα ήτοι «Εξαίρετος» και «Πάρα Πολύ Καλός» (βλ. σχετικά την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164).
Κατά την άποψή μου η ΕΔΥ, έλαβε υπόψη το δεδικασμένο, κατόπιν δέουσας έρευνας έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία των φακέλων τα οποία αξιολόγησε εύλογα, με αποτέλεσμα να εξάξει την πραγματική εικόνα για τον κάθε υποψήφιο χωρίς να υποπέσει σε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο Αιτητής ο οποίος είχε και το σχετικό βάρος, απέτυχε να πείσει ότι υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση και πέραν τούτου απέτυχε να πείσει ότι υπερείχε έκδηλα του ΕΜ, ώστε το Δικαστήριο να χρειάζεται να παρέμβει.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.400 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα του ΕΜ. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.